Γκοντάρ, αγάπη μου
Ένα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο του Πάπα της Νουβέλ Βαγκ Ζαν Λικ Γκοντάρ με φόντο τον Μάη του ’68 και λεπτομέρειες από το βιβλίο της δεύτερης συζύγου του Αν Βιαζέμσκι.
Παρίσι, αρχές 1968. Ο πιο διάσημος κινηματογραφιστής της γενιάς του γυρίζει την «Κινέζα» με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα που αγαπά, την 20 χρόνια μικρότερη του Αν Βιαζέμσκι, την οποία παντρεύεται μετά από την ολοκλήρωση του φιλμ. Όμως οι κακές κριτικές που παίρνει η ταινία σε συνδυασμό με τα γεγονότα του Μάη του ‘68 οδηγούν τον δημιουργό στην ενδοσκόπηση.
Ο εκκεντρικός τόνος και η κωμική ελαφρότητα που επιστρατεύει ο Χαζαναβίσιους (όσκαρ σκηνοθεσίας και ταινίας με το βωβό «The Artist») δεν υπονομεύει την αξία ενός άρτιου έργου-καθρέφτη της πραγματικής αξίας του Γκοντάρ.
Ο κορυφαίος δημιουργός της Νουβέλ Βαγκ παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν στα «χρόνια της Επανάστασης» (η πλοκή του φιλμ αφορά στους λίγους μήνες που προηγήθηκαν αλλά και ακολούθησαν τον εκρηκτικό Μάη του 1968) μέσα από στιγμιότυπα που δίνουν το προφίλ του: μαοϊκός μέχρι κόκκαλο, ασυμβίβαστος στην αντίληψη και την εφαρμογή του δόγματος που ανάτρεπε το καθεστώς συντήρησης στην πολιτική και την τέχνη, ευφυής και περίπλοκος κινηματογραφιστής με ψήγματα σπάνιας ανθρωπιάς που έκρυβε πίσω από τον παροιμιώδη κυνισμό του (ένα κράμα αυτοσαρκασμού και παιδικότητας) και τα χαρακτηριστικά σκούρα γυαλιά μυωπίας. Μάλιστα ο Χαζαναβίσιους φροντίζει να διαλύει το trade mark του ήρωα του, σπάζοντας τα σχεδόν σε κάθε σεκάνς του φιλμ που έχει δράση, ένταση και κυνηγητά στους δρόμους!
Τα τελευταία φυσικά οφείλονται στο πάθος των διαδηλώσεων και τα ακραία φαινόμενα βίας που εντείνουν τη διεργασία και την κρίση (η οποία ξεκινά από μια λεκτική επίθεση που δέχεται σε φοιτητικά αμφιθέατρα όπου κατηγορείται ως συμβιβασμένος συστημικός καλλιτέχνης) που περνάει ο Γκοντάρ και από διάσημος σκηνοθέτης μετατρέπεται εν μια νυκτί σε περιθωριακό καλλιτέχνη και μέλος της κολεκτίβας «Τζίγκα Βερτόφ» που είχε ως μοναδική αποστολή την δημιουργία επαναστατικών έργων.
Παράλληλα γινόμαστε μάρτυρες μιας άλλης πλευράς του χαρακτήρα του γαλλοελβετού δημιουργού. Η σχέση πάθους με τη δεύτερη σύζυγό του (μετά την Άννα Καρίνα) επίσης ηθοποιού Αν Βιαζέμσκι, δίνεται φυσικά μέσα από τις εκμυστηρεύσεις του βιβλίου της δεύτερης αλλά παρουσιάζει αρκετά αντικειμενικά την τρυφερότητα, τον ιδιότυπο ρομαντισμό και την μελαγχολική ανασφάλεια του άντρα που ξέρει τις αδυναμίες του όσον αφορά το κομμάτι των ανθρώπινων σχέσεων και φυσικά την κατάληξη της κοινής πορείας τους όταν στη ζυγαριά μπουν όλα τα κρίσιμα υλικά και κυρίως η πολιτική στράτευση. Τον Γκοντάρ υποδύεται με σπάνια αυταπάρνηση ο Λουί Γκαρέλ («Οι ονειροπόλοι»), ενώ ευχάριστη έκπληξη είναι η παρουσία της Στέισι Μάρτιν («Nymphomaniac») στο ρόλο της Βιαζέμσκι.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης