MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
04
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Βάσια Χρονοπούλου: Για τον χώρο του θεάτρου, οι γυναίκες δεν είμαστε για τα σοβαρά και τα «μεγάλα»

Η Βάσια Χρονοπούλου σκηνοθετεί τις «Νύχτες» στο Studio Μαυρομιχάλη. Εύχεται κάποια στιγμή να μπορεί να βιοπορίζεται από τις δουλειές της στο θέατρο και να καταφέρει να διοργανώσει ένα διαφορετικό θεατρικό φεστιβάλ σε μια απόμερη περιοχή, μακριά από την πόλη.

Ευδοκία Βαζούκη | 06.11.2023

Η μικρή Βάσια είχε, από τότε που θυμάται τον εαυτό της, την ανάγκη να ξεφεύγει από την καθημερινότητά της με όποιον τρόπο. Στην αρχή το μέσο ήταν τα βιβλία, αργότερα οι ταινίες, μέχρι που τελικά η ίδια βρήκε στη μαγεία του θεάτρου τη διέξοδο εκείνη που χρειαζόταν. Οι σπουδές της στην υποκριτική ήρθαν στη ζωή της σαν μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, ενώ πολύ σύντομα το έντονο ενδιαφέρον της για το στήσιμο μιας παράστασης και για το πώς μεταφέρεται μια ιστορία κι ένα μήνυμα μέσα από ένα προσωπικό όραμα, οδήγησαν τα βήματά της προς τη σκηνοθεσία.

Αρκεί και μόνο να την ακούς να μιλάει με αστείρευτη όρεξη για τη δουλειά της για να καταλάβεις πως είναι ένα ανήσυχο πνεύμα που μοιάζει να τροφοδοτείται μέσα από την τέχνη. Είναι ιδρυτικό μέλος μιας θεατρικής ομάδας, των Apparatus, κάτι που η ίδια απολαμβάνει πολύ. Την ίδια στιγμή ράβει κοστούμια, ενώ παράλληλα εργάζεται και στον χώρο της εστίασης, αφού για την ώρα ο τρόπος που λειτουργεί το επάγγελμα του καλλιτέχνη στην Ελλάδα δεν είναι ικανό να αρκεί για να βιοπορίζεται αποκλειστικά από αυτό.

Ως γυναίκα καλλιτέχνις έχει βιώσει το να μην την παίρνουν στα σοβαρά επειδή δείχνει μικρότερη από την ηλικία της, θεωρεί όμως πως καταφέρνει και “επιβιώνει” στον χώρο και με τα χρόνια αυτό πάει όλο και καλύτερα. Εύχεται να μην υπήρχε αυτό το άγχος της επιβίωσης που κατατρώει όλους τους καλλιτέχνες, ενώ το πιο “τρελό” που εύχεται να καταφέρει στο μέλλον είναι να στήσει ένα νέο φεστιβάλ σε ένα πραγματικά απομακρυσμένο μέρος. Μέχρι τότε βαθιά της επιθυμία θα είναι να θεραπευτούν όλες οι παθογένειες από τις οποίες πάσχει ο χώρος και να σταματήσει πια η πεποίθηση πως οι καλλιτέχνες είναι απλώς “χομπίστες”.

Τη συνάντησα ένα φθινοπωρινό πρωινό στο φουαγιέ του Studio Μαυρομιχάλη και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μία πραγματικά δυναμική γυναίκα καλλιτέχνιδα, που παρά το νεαρό της ηλικίας της έχει καταφέρει να αφήσει το στίγμα της με τις σκηνοθεσίες της, έχει όνειρα, αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει και μιλάει με πάθος για τις “φωτεινές” αλλά και τις πιο “σκοτεινές” πλευρές του.

Σήμερα, Δευτέρα 6 Νοεμβρίου οι “Νύχτες”, μια παράσταση βασισμένη στο διήγημα του Ντοστογιέφσκι, “Λευκές Νύχτες” – της οποίας τη σκηνοθεσία υπογράφει η ίδια – επιστρέφει για μια ακόμη σεζόν στο Studio Μαυρομιχάλη. Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, και λίγο πριν την πρεμιέρα της, κουβεντιάσαμε, μεταξύ άλλων, με τη Βάσια Χρονοπούλου για τα όνειρα και τους ονειροπόλους του σήμερα, το μοίρασμα και τη μοναξιά, με φόντο τον ατμοσφαιρικό κόσμο των «Νυχτών».

“Μπήκα στον χώρο του θεάτρου με πολλά όνειρα. Και ακόμη έχω. Το θέμα είναι ότι με τα χρόνια η πραγματικότητα άρχισε να εμποδίζει τη φαντασία, την ελπίδα και τη θέληση”.

Πριν μιλήσουμε για την παράσταση, θα σε πάω λίγο πίσω. Θυμάσαι πότε τρύπωσε το καλλιτεχνικό μικρόβιο μέσα σου;

Τόσο παλιά που δεν θυμάμαι. (γελάει) Μου άρεσαν όλα τα πράγματα που είχαν να κάνουν με την τέχνη. Είχαμε πιάνο στο σπίτι, οπότε ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό, αλλά και στο σχολείο συμμετείχα σε παραστάσεις από πολύ μικρή. Ήμουν σε όλα μέσα. Ήταν μεγάλη η αγάπη μου και στη λογοτεχνία, τα αγαπούσα πολύ τα βιβλία όταν ήμουν μικρή. Με τα χρόνια αυτό άρχισε να παίρνει κάπως μορφή.

Θα έλεγες πως ήρθαν κάπως από μόνα τους τα πράγματα;

Ναι. Στην αρχή νόμιζα πως ήθελα να γίνω ηθοποιός γιατί αυτό ήξερα. Η οικογένειά μου αγαπούσε την τέχνη, όμως δεν είχε κάποια επαφή με το θέατρο και με το επάγγελμα του ηθοποιού. Πηγαίνοντας εγώ αργότερα σε δραματική σχολή ξεδιάλυνε μέσα μου τι ήταν αυτό που πραγματικά με έλκυε στο θέατρο και γενικότερα στον χώρο.

Σπούδασες επομένως υποκριτική. Πώς κατάλαβες όμως ότι η σκηνοθεσία είναι τελικά για εσένα;

Κατάλαβα πως με ενδιέφερε περισσότερο το πώς θα μεταφέρω ένα έργο κι αυτό το ένιωθα σε πολλά μαθήματα που κάναμε στη σχολή. Μου άρεσε να βοηθάω τους άλλους στο πώς θα προετοιμαστούν, παρά να είμαι εγώ η ίδια επί σκηνής. Γι΄αυτό και ενώ μετά το δοκίμασα, παίζοντας σε 1-2 παραστάσεις μέσα στα χρόνια, άρχισα να γίνομαι βοηθός σκηνοθέτη και να το κυνηγάω μετά με μια άλλη πια οπτική. Με ενδιέφερε να μεταφέρω ένα μήνυμα συλλογικό, αυτό που δημιούργησε σε εμένα την ίδια το έργο.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμαστε οι καλλιτέχνες να λειτουργήσουμε, αποδυναμώνει οποιαδήποτε όρεξη και ενέργεια υπάρχει.

Αυτή την συνειδητοποίηση την έκανες αρκετά σύντομα δηλαδή…

Ναι, στα 25 μου ήξερα ήδη πως δεν με αφορά η υποκριτική καθόλου.

Με τι όνειρα μπήκες στον χώρο; Πώς το σκεφτόσουν όλο αυτό στην αρχή;

Είχα πάρα πολλά όνειρα. Και ακόμη έχω. Το θέμα είναι ότι με τα χρόνια η πραγματικότητα άρχισε να εμποδίζει τη φαντασία, την ελπίδα και τη θέληση. Γιατί όπως και να το κάνουμε είναι δύσκολες οι εποχές που όλοι εμείς καλούμαστε να υπηρετήσουμε αυτό το επάγγελμα – όποιο κομμάτι αυτού του επαγγέλματος. Οπότε το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμαστε να λειτουργήσουμε, αποδυναμώνει οποιαδήποτε όρεξη και ενέργεια υπάρχει. Αυτά τα όνειρα με τα οποία ξεκίνησα προσπάθησαν να μπουν σε κάποια καλούπια σιγά σιγά, έτσι ώστε να μπορέσουν να γίνουν πράξη. Κι έτσι ξεκίνησα απορρίπτοντας τα μεγάλα σχέδια και πηγαίνοντας σε πιο μικρά και εφικτά. Επανέρχομαι όμως καμιά φορά και στα μεγάλα που έχω αφήσει στην άκρη και εξετάζω μήπως τελικά μπορώ κάποια στιγμή να τα υλοποιήσω.

Ως ομάδα συμμετείχαμε το καλοκαίρι στο πρόγραμμα «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός».

Υπήρξε, πιστεύεις, κάποια βαθύτερη ανάγκη σου που σε έσπρωξε να ασχοληθείς με τον χώρο; Κάτι που ενδεχομένως συνειδητοποιείς σήμερα.

Είχα την ανάγκη να ξεφύγω κάπως από την καθημερινότητα και την πραγματικότητα που ζούσα από παιδί. Τεράστια ανάγκη. Γι΄αυτό και διάβαζα διακαώς βιβλία όταν ήμουν μικρή. Κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα με τις ώρες ακόμη και στις διακοπές. Αυτή η διέξοδος άρχισε να γίνεται μετά μέσω των ταινιών και των παραστάσεων στο θέατρο. Όσο επέτρεπαν βέβαια και τα οικονομικά της οικογένειάς μου, αλλά έβλεπα θέατρο όσο μπορούσα. Περίμενα πώς και πώς το καλοκαίρι τις δωρεάν παραστάσεις του Δήμου Αθηναίων στο Αττικό Άλσος, που ήταν μάλιστα και πολύ καλές παραστάσεις θυμάμαι.

Οι γονείς σου πώς αντέδρασαν στην απόφασή σου να ασχοληθείς με τον χώρο του θεάτρου;

Άκουσα πολλά στην αρχή όπως «γιατί παιδί μου, πήγαινε Ιατρική, πάρε σύνταξη και κάνε μετά θέατρο». Για το καλό μου βέβαια τα έλεγαν όλα αυτά και όντως αναγνωρίζω πια πως είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσεις σε αυτή τη δουλειά. Απλά ένας νέος άνθρωπος είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει αυτό. Εγώ δεν είχα και οικονομική υποστήριξη, οπότε ίσως να έπρεπε να είχα ακούσει περισσότερο κάποια πράγματα που μου έλεγαν τότε. Αν περίμενα λίγο και είχα εξασφαλίσει κάπως το μέλλον μου, θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι πιο βατά σήμερα…

Το άγχος της επιβίωσης είναι αυτό που κατατρώει όλους εμάς στον χώρο.

Από ό,τι καταλαβαίνω δεν βιοπορίζεσαι αποκλειστικά από τον χώρο, έτσι;

Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα το αντίθετο. Κάνω τις δικές μου παραγωγές, οπότε λειτουργεί λίγο αντίστροφα. Βέβαια μπορώ να πω ότι τα πράγματα πάνε όλο και καλύτερα. Δεν ισχύει πια πως ό,τι παίρνουμε το βάζουμε πίσω στην ομάδα. Έχουμε πάρει μια ανάσα. Συμμετείχαμε και σε κάποια προγράμματα, όπως το καλοκαίρι με τη Λυρική στο «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός», τα οποία μάς έχουν βοηθήσει ως ομάδα. Προσπαθούμε όμως να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική μας ιδιότητα και σε αυτό που ο καθένας από εμάς θέλει να κάνει.

Από τα πρώτα σου βήματα έως σήμερα πώς βλέπεις τον εαυτό σου να έχει εξελιχθεί;

Πρακτικά θα έλεγα πως έχω σίγουρα ωριμάσει. Μου είναι πιο εύκολο να κάνω μια επαφή για κάποια δουλειά στον χώρο. Παλιά, το γεγονός ότι ως ομάδα ήμασταν άγνωστοι μάς σταματούσε και από το να στείλουμε αιτήσεις με τη σκέψη ότι θα σπαταλήσουμε ενέργεια για κάτι το οποίο δεν θα γίνει. Πλέον κυνηγάμε περισσότερο κάποια πράγματα, προκηρύξεις, αιτήσεις σε φεστιβάλ… Και στο καλλιτεχνικό κομμάτι βλέπω μεγάλη διαφορά, ειδικά ως προς την ψυχραιμία στη διαχείριση πραγμάτων. Η ανάγκη και η όρεξη να φτιάξουμε πράγματα υπάρχει ακόμη εδώ και μάς κινητοποιεί, μάς εμπνέει.

Την ομάδα, τους Apparatus, την φτιάξατε αν δεν κάνω λάθος το 2015;

Ναι, τότε ήμασταν παραπάνω άτομα. Κάποιοι από αυτούς ασχολήθηκαν τελικά με άλλους τομείς. Ξεκινήσαμε με τον Δημήτη Μπαλτά και την Μάνθα Καραδήμα, που είμαστε μαζί ακόμη και σήμερα.

Μου έκανε πραγματικά εντύπωση ότι η ομάδα σας απαρτίζεται από ανθρώπους που δεν είναι αποκλειστικά ηθοποιοί. Πώς λειτουργεί όλο αυτό;

Απελευθερωτικά θα έλεγα. Εμείς συναντηθήκαμε το 2015 για να μιλήσουμε για ένα πολύ συγκεκριμένο πρότζεκτ κι εκεί διαπιστώσαμε πόσο ωραία επικοινωνούμε. Είδαμε πως έχουμε μια κοινή αισθητική στα πράγματα, μια κοινή ματιά και απόψεις που μπορεί να αντικρούονται καμιά φορά, όμως προκύπτει ένας ωραίος διάλογος. Οπότε είπαμε να πορευτούμε μαζί, επιλέγοντας έργα που θα αφορούν όλους μας την κάθε φορά. Και δεν κολλάμε περιοριστικά στην ιδιότητά του ο καθένας. Δηλαδή, ο Δημήτρης θα προτείνει σκηνοθετικά πράγματα, εμένα από την άλλη με αφορούν και τα φώτα… Θέλω να πω ότι υπάρχει κάτι πολύ δημιουργικό σε αυτό, ήδη από την πρώτη κιόλας επαφή με το έργο.

Αναγνωρίζω πως ως ομάδα έχουμε αποκτήσει μία ταυτότητα και πως οι δουλειές μας πια έχουν έναν κοινό παρανομαστή.

Είναι καλό να υπάρχουν ομάδες γενικά στο θέατρο, και μάλιστα ομάδες με την ιδιαιτερότητα της δικής σας;

Καλό είναι, αλλά είναι και δύσκολο. Και δύσκολα επιβιώνουν. Είναι πιο δύσκολο μια ομάδα να μπορέσει να κάνει μια δουλειά ως ομάδα, από όσα μπορεί να κάνει ο καθένας χωριστά. Δεν είναι πάντα εύκολο να βρούμε το πάτημα για να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας. Χαίρομαι όμως γιατί βλέπω ομάδες στο θέατρο με αξιοθαύμαστη πορεία. Και εκεί φαίνεται η πραγματική αγάπη για το θέατρο. Άνθρωποι συναντιούνται σε ωραίες συνθήκες και αναπτύσσουν μια σχέση για να δημιουργηθεί κάτι όμορφο.

Έχετε σκεφτεί να δοκιμάσετε να εκφραστείτε ως ομάδα και μέσα από κάποια άλλη μορφή τέχνης;

Στην αρχή είχαμε πει ότι δεν θα κάνουμε θέατρο. Θέλαμε να ασχοληθούμε με άλλες μορφές τέχνης και έχουμε μάλιστα και πολλά πρότζεκτ που έχουμε σκεφτεί. Αλλά αυτά κι αν είναι δύσκολο να υλοποιηθούν… Ο Δημήτρης (Μπαλτάς) δεν είναι μόνο φωτιστής για παράδειγμα, ασχολείται και με άλλα είδη τέχνης, απλά με αυτά ασχολείται κυρίως μόνος του και όχι μέσω της ομάδας. Θέλουμε όμως να κάνουμε και μαζί πράγματα. Να μπορέσουμε να κάνουμε μια εγκατάσταση, μια performance… Απλώς όλα αυτά παραμένουν ακόμη στο συρτάρι, γιατί απαιτούν μια μεγάλη οικονομική ενίσχυση που δεν την διαθέτουμε. Μια παράσταση είναι πιο εφικτό να γίνει γιατί θα «κόψει» εισιτήρια. Όλα τα άλλα για εμάς τώρα, και με τα μέσα που διαθέτουμε, είναι παράτολμο να τα κάνουμε. Αλλά θα ήταν ωραίο.

Παρά το νεαρό της ηλικίας σου, έχεις καταφέρει να αφήσεις το δικό σου στίγμα στον χώρο με τις σκηνοθεσίες σου. Σε τι πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό; Είναι τελικά θέμα ταλέντου, τύχης, timing, «σωστών» γνωριμιών, ένας συνδυασμός;

Μιλώντας για εμένα, περισσότερο θα πω πως απλά έχω επιβιώσει κάπως στον χώρο. Επειδή είμαι ακόμη πολύ μικρή, δεν μπορώ να πω ακόμη πως κάτι έχω αφήσει. Ακόμη το ψάχνω και δουλεύω γι’ αυτό. Εξ’ού και το «έχω επιβιώσει» που ίσως ακούγεται κάπως σκληρό. Ακόμη εξασκούμαι στη δουλειά και με τα χρόνια θα έρθει ό,τι είναι να έρθει. Αναγνωρίζω πως ως ομάδα έχουμε αποκτήσει μία ταυτότητα και πως οι δουλειές μας πια έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Είναι ευτύχημα ότι σε κάθε παράσταση είχαμε και τους κατάλληλους συνεργάτες. Δεν μπορώ να φανταστώ καμία δουλειά που έχω κάνει μέχρι σήμερα με άλλους συνεργάτες, ακόμη και ηθοποιούς. Μέχρι στιγμής ό,τι όμορφο μου έχει συμβεί, το οφείλω στους συνεργάτες που έτυχε να βρεθώ την εκάστοτε περίοδο μαζί τους. Με όποιες ευκολίες και δυσκολίες –που πάντα υπάρχουν – αλλά καταλήγω πως ήταν κυρίως θέμα συναντήσεων.

Σκέφτεσαι πού θα ήθελες να φτάσεις επαγγελματικά;

Θα ήθελα να μπορώ να ασχολούμαι μόνο με αυτό. Αυτό ήθελα να κάνω από μικρή, αυτό με καθοδηγούσε. Η έκφραση μέσω της τέχνης. Θα ήθελα να μπορώ να ζω και να βιοπορίζομαι κάνοντας μόνο αυτό. Πράγματα, δηλαδή, που σχετίζονται και αφορούν το θέατρο. Ράβω, για παράδειγμα και κοστούμια, δηλαδή με αφορούν κι άλλοι τομείς του θεάτρου. Μου αρέσει όλη αυτή διαδικασία του στησίματος.

Ναι, κάνουμε τέχνη, αλλά χωρίς λεφτά γίνεται;

Έχεις κάποιο, ενδεχομένως «τρελό» όνειρο που δεν έχεις πραγματοποιήσει και θα το ήθελες πολύ; Κάτι που μπορεί να μη δείχνει σήμερα υλοποιήσιμο, αλλά βρίσκεται κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού σου και σε τροφοδοτεί.

Πολύ, πολύ παλιά συζητούσαμε με την ομάδα πως κάποια στιγμή θα ήταν πολύ ωραίο να βρεθούμε σε μια απόμερη περιοχή και να ξεκινήσουμε εκεί ένα φεστιβάλ, που θα είχε ως βάση το θέατρο αλλά και άλλες μορφές τέχνης. Γίνονται, φυσικά, αντίστοιχα ανά την Ελλάδα, αλλά για εμένα όχι αρκετά. Γίνονται μεμονωμένες ενέργειες που δεν προσελκύουν τόσο τον κόσμο σε μεγάλο εύρος. Φέτος, είδα ακόμη και στο «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός», μια επαρχία που δεν ήθελε πολύ να δει θέατρο. Επιπλέον, όταν σε μια μικρή περιοχή γίνονται 2-3 φεστιβάλ, τότε εκ των πραγμάτων μία πόλη διαμοιράζει τον ίδιο της τον πληθυσμό. Κι όλο αυτό για 3 μέρες. Τον υπόλοιπο χρόνο δεν του δίνει τίποτα. Θέλαμε, λοιπόν, κάποια στιγμή να βρούμε ένα ωραίο μέρος, σε μια όχι και τόσο εύκολα προσβάσιμη περιοχή, με ένα ωραίο αρχαίο θέατρο και να στήσουμε εκεί κάτι. Κάτι έχει αρχίσει να γίνεται τα τελευταία χρόνια. Και είναι ωραίο να φεύγουμε από την Αθήνα. Για εμένα αυτό είναι «τρελό» να συμβεί.

Αυτό το φθινόπωρο επιστρέφετε εδώ, στο Studio Μαυρομιχάλη, με τις «Νύχτες», μια παράσταση που είναι βασισμένη στο διήγημα του Ντοστογιέφσκι και είχατε ανεβάσει για πρώτη φορά το 2018 με επιτυχία. Τι είναι αυτό που σας κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον στο διήγημα αυτό του Ντοστογιέφσκι που γέννησε και την ανάγκη να το παρουσιάσετε;

Είναι ο πυρήνας όλων των έργων του Ντοστογιέφσκι που μάς ελκύει. Ψάχνοντας το 2017 ποιο έργο θέλουμε να ανεβάσουμε, στραφήκαμε στον Ντοστογιέφσκι έχοντας την ανάγκη να μεταφέρουμε μερικές από τις «μεγάλες» ιδέες του, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που αυτός προκαλεί μέσα από τα έργα του. Και πλησιάσαμε αυτό που ήταν πιο εφικτό να γίνει τότε. Θέλουμε, βέβαια, να κάνουμε και τους «Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» κάποια στιγμή (γελάει), αλλά τέτοιους είδους παραγωγές εμείς δεν μπορούμε πρακτικά να τις στηρίξουμε τώρα. Οι «Λευκές Νύχτες» είναι ένα έργο που όποιος και να το διαβάσει είναι εύκολο να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί. Γιατί είναι λίγο πιο συμπυκνωμένα σε αυτό τα μηνύματα του Ντοστογιέφσκι. Γράφει για τα όνειρα, τη μοναξιά και την αγάπη σε όποια μορφή της. Αυτές οι τρεις έννοιες πιστεύω ότι υπάρχουν μέσα σε όλους τους ανθρώπους, μέσα στην ίδια ημέρα, απλά με διαφορετικές μορφές. Διαβάζοντάς το δημιουργήθηκαν νέες ιδέες, νέα όνειρα σε εμάς, μάς έκανε να σκεφτούμε: Το δικό μας καρδιοχτύπι πού αναφέρεται, πότε πονάει η δική μας ψυχή; Όταν ονειρευόμαστε; Όταν αγαπάμε; Όταν νιώθουμε μόνοι; Όλο αυτό προκάλεσε την ανάγκη να βάλουμε και δικά μας στοιχεία μέσα στο έργο. Να μην είναι, δηλαδή οι «Λευκές Νύχτες» της Πετρούπολης…

“Ο πυρήνας των έργων του Ντοστογιέφσκι μάς ελκύει. Γράφει για τα όνειρα, τη μοναξιά και την αγάπη σε όποια μορφή της. Αυτές οι τρεις έννοιες πιστεύω ότι υπάρχουν μέσα σε όλους τους ανθρώπους”.

Γι’ αυτό και η διαφοροποίηση στον τίτλο;

Nαι. Και στον τίτλο και στην ίδια την παράσταση. Έχω γράψει για παράδειγμα μια σκηνή εγώ, έχουν αλλάξει πράγματα στους ήρωες του Ντοστογιέφσκι, γιατί εμείς θέλαμε να κρατήσουμε τη γραφή του – που ακούγεται ατόφια στην παράσταση – και όσα διακυβεύονται από κάτω, αλλά κάποια άλλα στοιχεία, πιο μακρινά σε εμάς, προτιμήσαμε να τα φέρουμε πιο «κοντά» μας. Προτιμήσαμε να ενσωματώσουμε τα στοιχεία των δικών μας «νυχτών» και αναμνήσεων. Αισθητικά η παράσταση δεν είναι σύγχρονη, βέβαια, είναι κάποιες δεκαετίες πριν. Όταν εμείς ήμασταν 15, 18 χρονών και ό,τι μας έχει μείνει ως ανάμνηση από εκείνες τις «νύχτες».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΝύχτες, από τους Apparatus στο Studio Μαυρομιχάλη12.09.2018

Με λίγα λόγια, για όποιον δεν ξέρει, ποια είναι η ιστορία των «Νυχτών»;

Ένας μοναχικός νέος συναντάει σε μία από τις άπειρες βόλτες που κάνει τα βράδια μία κοπέλα που κλαίει και παίρνει την απόφαση να την πλησιάσει. Αυτή η απόφαση θα αλλάξει τη ζωή του γιατί αυτός ο νέος συνειδητοποιούμε ότι δεν έχει μιλήσει ποτέ του σε γυναίκα και σε άνθρωπο γενικά. Η κοπέλα αυτή είναι τόσο αγαθή – που βέβαια κι εμάς αν μας πλησίαζε σήμερα ένας άγνωστος θα τρομάζαμε – όμως αποφασίζει να δεχτεί την προσφορά του για παρηγοριά. Αρχίζουν, λοιπόν, να συναντιούνται κάθε βράδυ ξεδιπλώνοντας όχι απλά τις ιστορίες τους, αλλά μοιράζονται όλον τον πόνο που κουβαλά ο καθένας στην ψυχή του. Κάτι τόσο ανθρώπινο και μεγαλειώδες που ακόμη και εμείς σήμερα είναι πολύ δύσκολο να το κάνουμε. Να κάτσουμε το βράδυ και να βγάλουμε από μέσα μας όλον τον πόνο που φέρουμε, το βάρος της καθημερινότητας, ακόμη και σε πολύ δικούς μας ανθρώπους. Οι ήρωες αυτοί, όμως, το καταφέρνουν. Και κάπως έτσι δένονται για πάντα. Από τη μία η κοπέλα μιλάει για τον άντρα που έχει ερωτευτεί και περιμένει να γυρίσει – ίσως, δεν ξέρουμε – και να την παντρευτεί, ενώ παράλληλα είναι καταδικασμένη να ζει κλεισμένη στο σπίτι με μια αυστηρή ξαδέρφη. Από την άλλη ο ονειροπόλος ήρωας μιλά για το παρόν του, μια καταδίκη στην οποία έχει εγκλωβιστεί, βιώνοντας τον φόβο απέναντι στο να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.

Μέσω της δική σας προσέγγισης στο έργο τι είναι αυτό που θέλετε να περάσετε στο κοινό που θα έρθει να δει την παράσταση;

Ακούγεται κάποια στιγμή στην παράσταση η ερώτηση «Έζησες ή δεν έζησες;». Αυτή η ερώτηση κάθε φορά εμάς μας ξανά ξυπνάει γιατί μας θυμίζει τι κάνουμε στο σήμερα. Τρέχουμε, παλεύουμε για κάτι, προσπαθούμε. Αλλά μέσα σε όλο αυτό υπάρχουμε εμείς; Ζούμε; Αυτό είναι που μάς έκανε να θέλουμε να επικεντρωθούμε στο έργο. Ακόμη και οι νέοι χαρακτήρες που έχουν μπει στο δικό μας έργο, κινούνται γύρω από αυτό το ερώτημα. Τελικά τι αξίζει; Πού υπάρχουμε εμείς; Στο καθημερινό κυνήγι; Στο εδώ και τώρα; Και πώς βρίσκει κανείς την ισορροπία του;

Αν έπρεπε ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση να κρατήσει ένα πράγμα, αυτό ποιο θα ήταν;

Την αδελφοσύνη. Λέει ο Ντοστογιέφσκι: «Γιατί δεν είμαστε όλοι μας σαν αδέρφια με αδέρφια; Γιατί να μην πεις τώρα, αμέσως, ανοιχτά αυτά που νιώθεις, αν θα ξέρεις πως κάποιος θα βρεθεί ν’ ακούσει τα λόγια σου;». Αυτό είναι και το δώρο του ονειροπόλου ήρωα στο έργο. Αυτή η γενναιόδωρη πράξη της κοπέλας, κάνει αυτόν τον μοναχικό νέο να ζήσει κάποια βράδια τη ζωή του πραγματικά. Θα ήταν επομένως πολύ όμορφο για εμένα, φεύγοντας ο κάθε θεατής να σκεφτεί το κατά πόσο μιλάμε στον άλλο, ακούμε τον άλλο. Ας ξεχάσουμε για λίγο το καθημερινό «κυνήγι» της καθημερινότητας του καθενός. Κι ας σταματήσουμε λίγο να ακούσουμε και να μοιραστούμε. Ίσως έτσι βρούμε και την ουσία της ύπαρξής μας. Θα ήθελα κάποιος να φύγει με αυτή τη σκέψη, ότι σήμερα θα γυρίσει σπίτι και θα μιλήσει στον άνθρωπό του. Όποιος κι αν είναι αυτός.

“Θα ήθελα να υπάρχει αξιοκρατία στο θέατρο, ειδικά στους μεγάλους φορείς. Γιατί το ψάρι βρωμάει από την κεφαλή. Να υπάρχει έλεγχος στο ποιοι άνθρωποι μπαίνουν και σε ποιες θέσεις. Και δεν εννοώ έλεγχο μόνο στα πτυχία”.

Μέσα από την δική σου τριβή με το έργο του Ντοστογιέφσκι, έχεις καταλήξει τελικά ποια είναι η ουσία της τέχνης του;

Η αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι επινοεί ήρωες βασανισμένους, με εξαρτήσεις συνήθως και σε όλα του τα έργα υπάρχει αυτό το μοτίβο. Άνθρωποι που δεν έχουν αντέξει να διαχειριστούν τις δυσκολίες της ζωής τους, τα πάθη τους και ψάχνουν όλοι έναν κοινό παρανομαστή: την αγάπη. Κι εκεί η περιπέτειά τους ξεκινά. Περνώντας μέσα από χίλια κύματα τελικά καταλήγουν πως ξέρεις κάτι; Αγάπα. Δεν μένει τίποτα άλλο στον κόσμο.

Είναι αυτό που κάνει και διαχρονική τη γραφή του πιστεύεις;

Σίγουρα. Και το ότι όποιος τον διαβάζει είναι σαν να κάνει κάποιου είδους «ψυχανάλυση». Θα μπει σε μια διαδικασία να σκεφτεί για τον εαυτό του, με τα καλά του και τα κακά του.

Όπως αναφέραμε ήδη στις «Λευκές Νύχτες» ο Ντοστογιέφσκι μάς εισάγει την έννοια του «ονειροπόλου». Ενός ανθρώπου που επιλέγει να γυρίσει την πλάτη στην πραγματικότητα και να ζήσει μέσα στις ονειροπολήσεις του. Ενέχει κάποιο τίμημα αυτό;

Τη μοναξιά. Γιατί όταν κάποιος επιλέγει να κλείσει τα μάτια στον κόσμο, πλέον δεν ζει, δεν έχει την επιλογή για κάτι άλλο. Κι όσο περισσότερο απομακρύνεται τόσο πιο δύσκολο είναι να επιστρέψει. Αυτή η εμμονή του να φαντάζεται πράγματα γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, τον οδηγεί σιγά σιγά στο να χάσει τους φίλους του, όπως ας πούμε αναφέρει και το ίδιο το έργο του Ντοστογιέφσκι. Κι αυτό γιατί φτάνει σε ένα σημείο να μην μπορεί να διαχειριστεί την πραγματική επαφή με τους γύρω του.

Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σήμερα;

Σίγουρα. Οι άνθρωποι χάνονται καμιά φορά στα κινητά τους, ακόμη και όταν κάθονται να φάνε. Είναι μαζί με άλλους και την ίδια στιγμή δεν είναι. Δεν μιλάνε, ο καθένας απομακρύνεται σε αυτό που έχει «χτίσει» στο μυαλό του. Στον δικό του κόσμο, σε αυτό που φαντάζεται και χάνει την επαφή. Γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Υπάρχουν, επομένως, σίγουρα πάρα πολύ τέτοιοι άνθρωποι. Σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό «ονειροπόλοι». Κι όσο δεν βρίσκεται αυτή η ευκαιρία που θα τους «ξυπνήσει» από αυτό το όνειρο, χάνουν κάθε σύνδεση και ευκαιρία να επανέλθουν στην πραγματική ζωή.

Έχουμε δυνατή γυναικεία παρουσία σε μεγάλες σκηνές, αλλά είναι λίγη και όσο είναι λίγη, στο μυαλό όλων έχει καταγραφεί ότι εμείς οι γυναίκες κάνουμε «μικρά». Δεν είμαστε για τα σοβαρά και τα «μεγάλα» εμείς.

Η δική σου σχέση με τα όνειρα ποια είναι;

Μεγάλη. Ονειρευόμουν και ονειρεύομαι πολύ. Έχω και πολλούς εφιάλτες (γελάει). Εγκλωβίζομαι καμιά φορά. Γιατί όσο περισσότερο αφήνεις τον εαυτό σου να ονειρεύεται, τόσο μεγαλύτερη είναι μετά η απογοήτευσή σου όταν γυρνάς σε αυτό που δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκες. Όταν ήμουν μικρή ήταν αυτός ο τρόπος διαφυγής μου από την καθημερινότητα. Έχει διατηρηθεί σήμερα αλλά με μια ωραία πια ενέργεια και μορφή. Θα κάτσω κάποια βράδια στο μπαλκόνι μου και θα σκεφτώ. Θα χαθώ για λίγο. Κι έτσι παίρνω μια ανάσα και νιώθω πως δεν τρέχω απλά για να κάνω πράγματα. Χρειάζεται ως μια μικρή παύση από την καθημερινότητα.

Πώς φαντάζεσαι μια ιδανική «Λευκή Νύχτα»;

Έξω, στη φύση. Να περπατάω με τον σύντροφό μου ή με έναν φίλο. Να βλέπουμε μαζί την ομορφιά γύρω μας. Μέσα στην απόλυτη ηρεμία που φέρνει μαζί της η νύχτα. Είναι ψυχοθεραπευτικό αυτό για εμένα. Είτε μιλάμε, είτε παραμένουμε στην ησυχία και απλά περπατάμε. Έχω περάσει τέτοιες «Λευκές Νύχτες» πολλές.

“Ως καλλιτέχνις αναγνωρίζω πως αν δεν έχεις πυγμή ή δεν είσαι κάποιο «όνομα», μπορεί απλά να ξεφύγουν κάποια όρια και να χαθεί η σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού”.

Ως γυναίκα και καλλιτέχνις, πώς νιώθεις ζώντας στο σήμερα και στην κοινωνία έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που καλείσαι να αντιμετωπίσεις;

Πολλές. Ως γυναίκα αντιμετωπίζω καθημερινά δυσκολίες και στην εστίαση στην οποία εργάζομαι παράλληλα, που είναι κατά κάποιον τρόπο ένας ανδροκρατούμενος τομέας. Εκεί τα πράγματα είναι πιο ωμά κάποιες φορές, πιο σκληρά. Συναντάς ανθρώπους με πολύ παλιά σκέψη στο πώς σε αντιμετωπίζουν. Καμιά φορά είναι τρομακτικό όταν το συνειδητοποιείς. Αν ασχολούμουν μόνο με το θέατρο θα ζούσα στον μικρόκοσμό μου και θα πίστευα πως υπάρχει μεγάλη εξέλιξη σήμερα. Βλέποντας όμως πώς λειτουργεί και ο υπόλοιπος κόσμος, με τον οποίο έρχομαι σε επαφή μέσω της άλλης μου δουλειάς, δυστυχώς βλέπω πως δεν έχουμε πάει όσο μπροστά θα θέλαμε. Από την πλευρά της καλλιτέχνιδος, τώρα, επειδή βρίσκομαι στη θέση που βρίσκομαι, αναγνωρίζω πως αν δεν έχεις πυγμή ή δεν είσαι κάποιο «όνομα», μπορεί απλά να ξεφύγουν κάποια όρια και να χαθεί η σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού. Δεν λέω πως γίνεται γενικευμένα, αλλά γίνεται. Εγώ είμαι πολύ ευτυχής που είχα πάντα επαγγελματίες συνεργάτες. Έχω βιώσει, βέβαια, πιο «δύσκολες» συναναστροφές που δεν κατέληξαν τελικά σε συνεργασία, αλλά ως εκεί.

Έχω βιώσει το να μην με παίρνουν στα σοβαρά, να μην θέλουν να με ακούσουν, να με υποτιμούν. Όλη αυτή την έλλειψη σεβασμού επειδή είσαι γυναίκα, επειδή δείχνεις μικρή, επειδή κάτι φοράς…

Πιστεύεις ότι σε αυτό έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι είσαι γυναίκα;

Είναι γενικά πιο εύκολο όλη αυτή την «επανάσταση» που έχει μαζέψει ο καθένας μέσα του – και που δικαιολογημένα τη μαζεύει – να την βγάλει χωρίς φίλτρο και χωρίς προσοχή αν θα προσβάλλει κάποιον που δεν τον αφορά αυτό που εκείνος βγάζει. Δεν έχω βιώσει πιο «περίεργες» καταστάσεις, ίσως επειδή μικροδείχνω. Αλλά έχω βιώσει το να μην με παίρνουν στα σοβαρά, να μην θέλουν να με ακούσουν, να με υποτιμούν. Όλη αυτή την έλλειψη σεβασμού επειδή είσαι γυναίκα, επειδή δείχνεις μικρή, επειδή κάτι φοράς… Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα να ζητήσω συγγραφικά δικαιώματα. Ήμουν 25 χρονών τότε, αλλά έμοιαζα με 18. Από το προηγούμενο βράδυ αγχωνόμουν για το πώς θα ντυθώ και θα φτιαχτώ για να μη δείχνω πιτσιρίκα. Κάτι που δεν θα έπρεπε να με απασχολεί πριν από μια τέτοια συνάντηση, αλλά μου είχε δημιουργηθεί ο φόβος από όσα έβλεπα γύρω μου. Αλλά ευτυχώς δεν είναι γενικευμένο. Έχουν πάει να με εκμεταλλευτούν κατά καιρούς και σε θέματα παραγωγής, αλλά επειδή είμαι πολύ ευθύς και μπορώ να διαχειριστώ τέτοιου είδους θέματα, δεν το έχω επιτρέψει. Υπάρχουν και οι δύο πλευρές πάντα.

Θα επιμείνω λίγο. Δεν έχεις νιώσει πως ως γυναίκα σκηνοθέτις όφειλες να δώσεις διαφορετικού είδους εξετάσεις στον χώρο;

Δίνω καθημερινά. Πάντα έχω έγνοια ακόμη και για την πρώτη συνάντηση με τους ηθοποιούς. Θα βρεθούμε και θα τους αφορά το έργο ή θα έρθουν και θα δουν μία γυναίκα που μοιάζει μάλιστα μικρότερη από την ηλικία της και θα σκεφτούν «ε, εντάξει μωρέ, δεν θα γίνει και κάτι μεγάλο»; Έχουμε δυνατή γυναικεία παρουσία σε μεγάλες σκηνές, αλλά είναι λίγη και όσο είναι λίγη, στο μυαλό όλων έχει καταγραφεί ότι εμείς οι γυναίκες κάνουμε «μικρά». Δεν είμαστε για τα σοβαρά και τα «μεγάλα» εμείς. Τα τελευταία χρόνια πάει κάτι να αλλάξει. Χιώτη, Μπίρμπα, δυναμικές καλλιτέχνιδες με έργο. Αλλά σκέφτομαι πόσο δύσκολο θα ήταν για αυτές τις ίδιες. Εγώ δεν έχω φτάσει ακόμη σε τέτοιο επίπεδο. Αν για εμένα είναι μία φορά δύσκολο που κινούμαι σε μικρές σκηνές και συναναστρέφομαι με πρόσωπα και όχι με φορείς και μεγάλους οργανισμούς, φαντάζομαι πόσο πολύ πιο δύσκολο θα ήταν και είναι για εκείνες μέσα σε τέτοιους ανδροκρατούμενους χώρους. Γιατί τέτοιοι είναι.

Τα τελευταία χρόνια ο χώρος του θεάτρου βιώνει απανωτές κρίσεις που έφεραν στην επιφάνεια κάποιες χρόνιες παθογένειες. Κατά τη γνώμη σου τι είναι αυτό που πρέπει να αλλάξει άμεσα και από τη ρίζα;

Ξεκινώντας από τους μεγάλους φορείς, αρχικά να υπάρξει μία αξιοκρατία. Γιατί το ψάρι βρωμάει από την κεφαλή. Να υπάρχει έλεγχος στο ποιοι άνθρωποι μπαίνουν και σε ποιες θέσεις. Και δεν εννοώ έλεγχο μόνο στα πτυχία. Γιατί κάποιος μπορεί να πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να μπει. Πέρα από τα κριτήρια όμως, χρειάζεται κι ένας έλεγχος. Δεν μπορούν να μπαίνουν οι γνωστοί και οι γνωστές και να καταλήγουν να δρουν από τις θέσεις τους ανεξέλεγκτα. Και να μη δίνεται το βήμα σε ανθρώπους να μιλήσουν ανοιχτά γι΄αυτό, να το καταγγείλουν. Να υπάρχει ένα «μαξιλαράκι» και όποιος βιώνει κάτι δύσκολο στη δουλειά του, να ξέρει ότι μπορεί κάπου να ακουμπήσει. Ακόμα και μέσα στις δραματικές σχολές, υπάρχουν ηθοποιοί που βιώνουν πολύ δύσκολες καταστάσεις. Κι εγώ δεν θα το ξανά έκανα ποτέ στη ζωή μου. Πέρασα άσχημα, ακόμη κι αν δεν βίωσα ακραίες καταστάσεις.

Πιεζόσουν;

Πάρα πολύ. Από όλα όσα με περιμένουν μετά, από την έλλειψη ευκαιριών… Μάς έλεγαν οι καθηγητές μας στη σχολή: «Ετοιμαστείτε, όταν βγείτε από τη σχολή θα πάθετε κατάθλιψη». Στο μεταξύ βγαίνουν άπειροι ηθοποιοί από τις σχολές και βρίσκονται αυτόματα σε ένα περιβάλλον άκρως ανταγωνιστικό τις περισσότερες φορές, εκτός από μερικές ευτυχείς εξαιρέσεις. Και οι δύσκολες αυτές συνθήκες για εμένα ξεκινούν ήδη μέσα από τις ίδιες τις σχολές. Από το ίδιο το σύστημα. Όλα εδώ γίνονται χύμα, γι’ αυτό γίνονται όσα γίνονται και στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης και παντού… Και να μιλήσουν τα παιδιά ανοιχτά, υπάρχει κανείς να τα ακούσει; Α, επίσης το οικονομικό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει στον χώρο. Για την ώρα είναι τόσο άθλιο, τόσο υποβιβασμένες οι αμοιβές των ανθρώπων που εργάζονται στον χώρο που δεν ζεις με αυτές. Εγώ γι΄αυτό και δουλεύω παράλληλα στην εστίαση. Το άγχος της επιβίωσης είναι αυτό που κατατρώει όλους εμάς στον χώρο. Γιατί δεν υπάρχει ένα κράτος να υποστηρίζει τους καλλιτέχνες. Εδώ παίρνουμε μία φορά τον χρόνο ένα επίδομα και μετά μπαίνουμε στο ταμείο ανεργίας. Σε άλλες χώρες αυτό δεν συμβαίνει. Δίνουν μεγαλύτερες οικονομικές ενισχύσεις, μεγαλύτερες επιχορηγήσεις σε μεγάλες αλλά και μικρές ομάδες. Εμείς αν, ως μικρή ομάδα, πάρουμε επιχορήγηση θα μάς φέρει μεγαλύτερες δυσκολίες. Πήρα πρόπερσι και έπρεπε να βάλω τα διπλάσια λεφτά από όσα πήρα. Είναι παράλογο. Ναι, κάνουμε τέχνη, αλλά χωρίς λεφτά γίνεται;

Γιατί πιστεύεις ότι η τέχνη και ο πολιτισμός δεν υποστηρίζονται από την πολιτική εξουσία, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση πως οι καλλιτέχνες είναι «χομπίστες»;

Γιατί για να δώσουν παραπάνω στο θέατρο θα πρέπει να πάρουν από αλλού. Και δυστυχώς στη χώρα μας βλέπουμε πως το χρήμα δεν μοιράζεται εκεί που θα έπρεπε. Δεν μοιράζεται στην υγεία, θα μοιραστεί στο θέατρο; Και πώς να μην υποβαθμιστεί αυτό μετά; Όταν κινείται το χρήμα στον ιδιωτικό τομέα, ποιον συμφέρει να αναβαθμίσει την δημόσια υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό; Ο πολιτισμός έρχεται τελευταίος για την εξουσία. Την τέχνη την αντιμετωπίζουν σαν «χόμπι», σαν κάτι ωραίο να παρακολουθούν και να παρευρίσκονται και όχι με τη διάθεση να στηριχθεί, να αλλαχθεί και με βάση κάποιο πλάνο. Με ένα σχέδιο από έναν υπουργό Πολιτισμού βαθύ και ουσιαστικό και όχι απλώς επίκαιρο. Ένα σχέδιο με στόχο να στηριχθεί η τέχνη στο σύνολό της. Είναι αγώνας. Το θέμα είναι ποιος θα βρει το θάρρος να αναλάβει να τον κάνει. Για την ώρα βολεύει να μη γίνεται τίποτα για να μην δαπανηθούν και λεφτά…

Το χρήμα στην Ελλάδα δεν μοιράζεται στην υγεία, θα μοιραστεί στο θέατρο;

Είσαι αισιόδοξη πως θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα;

Αυτή την περίοδο που με πετυχαίνεις δεν είμαι ιδιαίτερη αισιόδοξη. Ίσως λόγω του άγχους και της πίεσης, αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ ιδιαίτερα θετικά. Όταν όμως βλέπω ανθρώπους γύρω μου να παλεύουν, να προσπαθούν, να βοηθούν και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο, τότε κάπως νιώθεις ότι κάτι γίνεται. Σιγά, σιγά…

Κλείνοντας, έχεις κάποια άλλα σχέδια που θα ήθελες να μοιραστείς;

Έχω πολλά, αλλά ακόμη δεν έχουν προχωρήσει τόσο για να πω πως είναι υλοποιήσιμα. Θα δούμε πρώτα τι μπορεί να πραγματοποιηθεί

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Βάσια Χρονοπούλου σκηνοθετεί την παράσταση «Νύχτες» με την ομάδα Apparatus, βασισμένη στις «Λευκές Νύχτες» του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι.
Από τις 6 Νοεμβρίου (για 20 παραστάσεις) και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια).
Προπώληση εισιτηρίων:
https://www.more.com/theater/nyxtes/

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b