Αυτά που λέμε κι αυτά που κάνουμε
Υποψήφιο για 13 Βραβεία César, το φιλμ του Εμανουέλ Μουρέ θυμίζει το σινεμά του Ερίκ Ρομέρ.
Η τριών μηνών έγκυος Νταφνέ, είναι διακοπές στην εξοχή μαζί με τον σύντροφό της Φρανσουά. Εκείνος χρειάζεται να λείψει για δουλειά κι εκείνη πρέπει ξαφνικά να αναλάβει τη φιλοξενία του Μαξίμ, ξαδέλφου του Φρανσουά, τον οποίο συναντά για πρώτη φορά. Κατά τη διάρκεια τεσσάρων ημερών αναμονής για την επιστροφή του Φρανσουά, η Νταφνέ και ο Μαξίμ γνωρίζονται σιγά σιγά και εκμυστηρεύονται ο ένας στον άλλο αισθηματικές ιστορίες από τα παλιά.
Στη σκιά του ΡομέρΌσοι αγαπούν το σινεμά του Ερίκ Ρομέρ λογικά θα ενθουσιαστούν με το πόνημα του Μουρέ που θυμίζει τις εγκεφαλικές ασκήσεις περί έρωτος του γάλλου ηδονιστή. Δύσκολα όμως θα συγκινηθούν όλοι οι υπόλοιποι. Ο λόγος έχει να κάνει με την ταλαιπωρημένη (κι αρκετά εσφαλμένη) αντίληψη περί εγκεφαλικού κινηματογράφου που ειδικά όταν καταπιάνεται με το σπορ του έρωτα καταλήγει να είναι ένα παρωχημένο μοντέλο που δύσκολα βρίσκει απήχηση στο μοντέρνο κοινό. Πολλά βέβαια από τα ευφυολογήματα μεταξύ των πρωταγωνιστών έχουν την γοητεία ενός παιχνιδιάρικου κουίζ που αναζητά την λύση του, αλλά η σπουδή στο εφήμερο του έρωτα, χρειαζόταν κάτι πιο δυνατό ώστε να μπορέσει να γίνει και αποτελεσματική. Ατέλειωτη φλυαρία, ερωτικά μπλεξίματα που κουράζουν με τις προβλέψιμες συνέχειες τους, εξερευνήσεις από τις οποίες απουσιάζει το στοιχείο της περιπέτειας. Παρά την απήχηση του στο γαλλικό κοινό – και τα Σεζάρ όπου είχε 13 υποψηφιότητες- το φιλμ «Αυτά που Λέμε κι Αυτά που Κάνουμε» είναι ότι ακριβώς δείχνει κι ο τίτλος του: ελάχιστα ιντριγκαδόρικο και αρκετά κουραστικό.