MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
25
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Σκοτώνοντας τον «Συγγραφέα»

«Η γέννηση του αναγνώστη πρέπει να εξαγοραστεί με το θάνατο του συγγραφέα», γράφει ο Ρολάν Μπαρτ. Στο έργο του «ο θάνατος του συγγραφέα» και σε άλλα κείμενα του, ο σπουδαίος μεταμοντέρνος στοχαστής μας προτείνει, ουσιαστικά, να «ξεφορτωθούμε» τον συγγραφέα.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Ο Μπαρτ θεωρεί ότι η περιπέτεια της γραφής ουσιαστικά αρχίζει αφού ο συγγραφέας έχει τελειώσει με το κείμενό του. Και ότι δεν υπάρχει μία ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά πολλές- ισάριθμες των αναγνωστών που το έχουν διαβάσει.

Έχοντας ως αφετηρία το έργο του Μπαρτ αλλά και διαβάσματα άλλων μεταμοντέρνων – όπως του Μποντριγιάρ– αλλά και μια πολύ έξυπνη ιστορία μέσα στο κεφάλι του, ο Τιμ Κράουτς έπλασε τον «Συγγραφέα». Πρόκειται για ένα πρωτότυπο, όσο και σοκαριστικό κείμενο, το οποίο μέσα από την σκληρότητα της γραφής του προσπαθεί να σχετικοποιήσει το ρόλο του συγγραφέα- πατέρα, «αποδομώντας τον ηθικά», και το οποίο ανεβαίνει φέτος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Σύμφωνα με τις οδηγίες του Κράουτς, το έργο του «διαδραματίζεται στην αίθουσα Τζέργουντ του θεάτρου Ρόγιαλ Κορτ- ακόμη κι όταν παίζεται αλλού. Είναι ένα έργο που παίζεται ανάμεσα στο κοινό. Οι θεατές βρίσκονται μπροστά σε δυο αντικριστές κερκίδες (…) Οι ηθοποιοί είναι σκορπισμένοι ανάμεσα στο κοινό, χωρίς να ξεχωρίζουν. (…) Το όνομα του συγγραφέα παραμένει Τιμ Κράουτς, όποιος κι αν τον παίζει».

Αυτές τις οδηγίες ο σκηνοθέτης Παντελής Δεντάκης και οι 4 ηθοποιοί- συνδημιουργοί της σκηνοθεσίας τις τήρησαν σχεδόν κατά γράμμα. Στο έργο υπάρχουν τέσσερα πρόσωπα: ο συγγραφέας Τιμ Κράουτς (Γιάννος Περλέγκας), ο θεατής (Μάκης Παπαδημητρίου) και οι δύο ηθοποιοί, άντρας- γυναίκα (Χρήστος Σαπουντζής- Κατερίνα Λυπηρίδου).

Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι πρόθεση του κειμένου είναι να δημιουργήσει μια επίπλαστη αληθοφάνεια. Να φέρει το θέατρο και τους συντελεστές του μέσα στο κοινό, να τους κάνει να μιλούν για την θεατρική τους εμπειρία και να δώσει ένα κλίμα από τα παρασκήνια του θεάτρου. Την πίσω όψη μιας θεατρικής παράστασης. Ή να πιστέψει ότι όλο αυτό –η παράσταση- γίνεται για να δημιουργήσει ένα διαδραστικό βήμα για το κοινό. Να μπει και ο θεατής στο παιχνίδι, να γίνει συν-δημιουργός και συνυπεύθυνος για την παράσταση. Ως ένα βαθμό αυτά υπάρχουν, αλλά δεν αποτελούν τον πυρήνα του δημιουργήματος.

Αρχικά, όταν ο θεατής-ρόλος απευθύνεται στο κοινό, νομίζεις ότι πρόκειται για κάτι διαδραστικό- αυτοσχεδιαστικό. Σταδιακά, καταλαβαίνεις, ότι αυτά που λέει είναι κομμάτια ενός αφηγήματος. Στη συνέχεια αρχίζει να μας εξιστορεί και ο «συγγραφέας» την εμπειρία του, αλλά και οι δύο «ηθοποιοί» … Μιλούν για ένα εξαιρετικά βίαιο θεατρικό έργο, που ποτέ δεν υπήρξε, σε μια ιστορία με σασπένς και ανατροπές, επινοημένη από τον Κράουτς (τον πραγματικό και όχι τον ρόλο).

Καλώς ή κακώς, μέσα στο κείμενο υπάρχει μια προδιαγεγραμμένη αφήγηση. Όσο παρεμβαστικοί και να είναι οι θεατές, η εξέλιξη του έργου δεν αλλάζει. Οι ηθοποιοί θα πουν τις φράσεις τους. Το παζλ θα συμπληρώνεται με έναν συγκεκριμένο πάντα τρόπο. Το τέλος θα είναι το ίδιο. Η μοίρα του συγγραφέα, τραγική ή αποτρόπαιη, είναι προδιαγεγραμμένη, διότι πρέπει από την ηθική του καταρράκωση (τον ηθικό θάνατό του) να βγει ο αναγνώστης ελεύθερος και να πάρει το κείμενο και την παράσταση μαζί του αδέσμευτος από κάθε σεβασμό προς τον δημιουργό.

In yer face… στα μούτρα σας!

Το θεατρικό έργο αναφέρεται σε ένα άλλο θεατρικό έργο, που έχει προηγηθεί. Το έργο αυτό, όπως είπαμε, είναι επινοημένο. Με όσα αναφέρονται γι’ αυτό από τους συντελεστές, πρέπει να ανήκει στην σχολή του In yer face (Σάρα Κέιν κ.α.), η οποία επιδιώκει την αναπαράσταση σκηνών με ακραία βία. Το έργο αναφέρεται σε κάποιον πόλεμο, που αποκτήνωσε έναν πατέρα και τον έκανε να βιάσει την ίδια του την κόρη.

Μέσα από τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα, αλλά και από την αδυσώπητη ειρωνεία του κειμένου, καταλαβαίνει κανείς πόσο αντίθετος είναι ο Κράουτς με αυτό το είδος θεάτρου. Ο δικός του in yer face συγγραφέας ξεκινά με αγαθές προθέσεις, θέλοντας να αποδώσει με ακρίβεια το βίαιο κόσμο, ο οποίος μας περιβάλλει. Όμως, μπλέκει σε ένα φαύλο κύκλο ηδονοβλεψίας της βίας.

«Είμαστε πολύ τυχεροί» λέει σε κάποιο σημείο, διότι κάποιοι άλλοι υποφέρουν μια βία, την οποία εμείς δεν υποφέρουμε. Μοιάζει να νιώθει ενοχές. Λίγο παρακάτω θα επαναλάβει τη φράση αυτή: «Είμαστε πολύ τυχεροί» γιατί έχουμε μπροστά μας μια κοπέλα που έχει υποστεί βιασμό από τον πατέρα της και είναι σε θέση να μας περιγράψει τα αισθήματα της.

Ζητάει από την ηθοποιό του να γίνει εκείνη η κοπέλα και να του τα πει όλα. Εκείνη αντιδρά. Όμως αυτός επιμένει. Θέλει να μάθει. Τα πάντα γύρω από τη βία. Τις πιο σοκαριστικές εικόνες. Θέλει να δει βίντεο με αποκεφαλισμούς. Βιασμούς γυναικών από στρατιώτες. Φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις πιο ανατριχιαστικές όψεις του πολέμου. Τα πράγματα αυτά υπάρχουν. Ιδού τα πειστήρια της εγκληματικής, της διεστραμμένης φύσης του ανθρώπου! Κι οι αστοί δεν θέλουν να τα δουν. Προτιμούν να ζουν τις τυχερές, χαρούμενες ζωούλες τους… Ο «συγγραφέας» όμως θέλει να τους τα δείξει. Αυτό είναι το χρέος του. Έτσι πιστεύει. Στην πραγματικότητα, όμως, ο ίδιος έχει υποστεί εξάρτηση. Όταν ο «οργανισμός» του συνηθίσει σε μία αποτρόπαιη εικόνα, χρειάζεται κάποια άλλη, ακόμα πιο αποτρόπαιη. Αυτό τον οδηγεί αρχικά στην επιτυχία. Τελικά στην καταστροφή.

Μέσα στο παιχνίδι του, η μπάλα παίρνει τους ηθοποιούς. Οι εικόνες, τις οποίες τους αναγκάζει να βλέπουν, για να καταλάβουν το πραγματικό πρόσωπο της βίας και του πολέμου, έχουν ψυχολογικές επιπτώσεις πάνω τους. Αλλά ούτε και ο θεατής την γλιτώνει. Κι αυτός θα υποστεί τις συνέπειες της αγάπης του για αυτό το είδος θεάτρου, η οποία προβάλλεται επίσης ως μια μορφή ηδονοβλεψίας της βίας.

Ο συγγραφέας, στην ερμηνεία του Γιάννου Περλέγκα, έχει μονίμως ένα ευγενικό χαμόγελο, όταν μιλάει. Πίσω από το μειδίαμά του κρύβεται ένας ταρτουφισμός, μια διεστραμμένη υποκρισία. Ο θεατής είναι ο πιο κοντά σε μας. Ο Μάκης Παπαδημητρίου σχεδόν καταφέρνει να γίνει ένα με το κοινό. Οι δύο ηθοποιοί, η Κατερίνα Λυπηρίδου και ο Χρήστος Σαπουντζής, κρατούν τις αποστάσεις τους, καθώς κουβαλάνε άλλα φορτία. Τα φορτία της συνενοχής σε ένα έργο, το οποίο αποδεικνύεται μια τερατογένεση. Κι όμως, το κοινό τους χειροκροτά εκστασιασμένο. Όση φρίκη και να του ρίξουν «στη μούρη»!

«Υπήρξαν βραδιές που όταν κοίταγα τους θεατές στο χειροκρότημα έβλεπα μια θάλασσα από δακρυσμένα πρόσωπα. Υπήρξαν βραδιές που χειροκροτούσαμε εμείς το κοινό. Από ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη που το αντέξανε. Που δε σηκώθηκαν να φύγουν στη μέση! Εμείς στη θέση τους θα είχαμε φύγει!» ομολογεί η Έστερ, η μία από τους δύο ηθοποιούς.

Όσο για την άποψη των κριτικών; Εδώ τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Για τον αυτάρεσκο συγγραφέα «οι κριτικές ήταν πολύ καλές, πράγματι. Για τους δύο ηθοποιούς έγραψαν ύμνους. Κάποιοι, βέβαια, δεν αντιλήφθηκαν την ποίηση» (μια ισχυρή δόση ειρωνείας του Κράουτς)… Παρακάτω, όμως, ο θεατής- Άντριαν θα πει ότι παρά το γεγονός πως οι κριτικές ήταν διχασμένες, αυτός δεν θα έχανε το συγκεκριμένο έργο με τίποτα! Είναι ένα από τα πολλά σημεία που εμφανίζονται σκόπιμες αντιφάσεις, διαφορετικές αναγνώσεις της πραγματικότητας από διαφορετικούς ανθρώπους.

Η φρίκη της ζωής γίνεται φρίκη του θεάτρου. Ο Κράουτς διαφωνεί με την χρησιμότητα της αναπαράστασης της βίας. Διαφωνεί και με τον ρόλο του συγγραφέα. Και φτιάχνει ένα κείμενο, που απευθύνεται όχι στο κοινό, ως σύνολο, ως μάζα θεατών, αλλά στον κάθε θεατή ξεχωριστά.

Δίνει ένα βήμα στο κοινό, ώστε να του δώσει μια θέση ευθύνης μέσα στο έργο του. Όμως, δεν μπορεί και δεν θέλει να το παρακάνει, γιατί τότε δεν θα υπάρχει έργο. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα’ ταν κρίμα, γιατί «ο συγγραφέας» είναι ένα σημαντικό έργο της δραματουργίας, πολυεπίπεδο, πολυσήμαντο και πρωτοποριακό στην φόρμα.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
VIMA_WEB3b