MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
27
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιώργος Κουτλής & Βασίλης Μαγουλιώτης: Δεν ξέρουν τη συνταγή της επιτυχίας, αλλά συνεχίζουν να μαγειρεύουν

Μετά το σαρωτικό πέρασμα των «Παιχτών» ξανασμίγουν θεατρικά σε κάτι πιο προσωπικό: Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθετεί το πρώτο θεατρικό του Βασίλη Μαγουλιώτη, «Talk show».

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 31.01.2022 Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης

Στο ερώτημα «τι να δω στο θέατρο φέτος;», η απάντηση «Παίχτες» ήταν, σχεδόν, πληρωμένη. Υπό την επήρεια αυτής μεθυσμένης επιτυχίας που κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα, ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής και ο ηθοποιός Βασίλης Μαγουλιώτης, ο στενός πυρήνας των δημιουργών της, δοκιμάζουν το επόμενο βήμα.

Αναγκαίο ν’ ανέβει

Κολλητοί πάνω από μια δεκαετία και πιο πρόσφατα συνεργάτες ξαναβρίσκονται στο πιο μεγάλο (μέχρι σήμερα) κοινό ρίσκο. Ο πρώτος θα σκηνοθετήσει το άπαιχτο έργο του δεύτερου. Το ονομάζει «Talk show». Πρώτος αναγνώστης του εννοείται πως ήταν ο Κουτλής.

«Με το Βασίλη, πέρα από όλα τ’ άλλα, ανταλλάσσουμε καλλιτεχνικές ιδέες πάνω από δέκα χρόνια, και σ’ αυτό το διάστημα έχω διαβάσει πολλά κείμενα του. Έχει εκδώσει και ένα βιβλίο το “Αθολόγιο νεοληνικής πίεσης” (2019, εκδόσεις Φαρφουλάς) που, για μένα, έχει μέσα μικρά αριστουργήματα. Οπότε, μάλλον τον παρακαλούσα να γράψει θεατρικά έργα. Και όταν μου έδωσε το πρώτο draft του “Talk show” του είπα “ρε, αυτό είναι γαμάτο, μην είσαι μαλάκας και το αφήσεις, δούλεψέ το, θέλω να το κάνω”. Στην τελική εκδοχή προστέθηκε βάθος, εμφανίστηκε ο πυρήνας του έργου που, πέρα από ευφάνταστο, το κατέστησε κατά τη γνώμη μου “σημαντικό”, άρα και αναγκαίο το να ανέβει» εξηγεί ο σκηνοθέτης του, μια μέρα πριν την πρεμιέρα της παράστασης. Στο μεταξύ, έχουν ήδη αρχίσει να συνομιλούν μεταξύ τους με τους όρους ενός talk show.

Το χειρόγραφο του έργου που κάνει πρεμιέρα την Τρίτη 1η Φεβρουαρίου στην «Αθηναϊδα».

Talk show: Μια επιθετική σάτιρα

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης έχει γράψει μια μονόπρακτη κωμωδία για τρία πρόσωπα. Αν τον ρωτήσεις «γιατί μιλάει;», θα απαντήσει με γέλια «ύπουλη ερώτηση, αυτή. Κάτσε να συγκεντρωθώ». «Ας πούμε ότι προσπαθεί, με εργαλείο έναν τηλεοπτικό φυγοκεντριτή, να κάνει ένα ταξίδι, ξεκινώντας απ’ τη φλούδα και με στόχο τον πυρήνα, αν υπάρχει, εκεί βαθιά, μέσα στο φρούτο αυτό, που είναι ο άνθρωπος. Ό,τι κατάλαβες» λέει, πάντα γελαστός.

Στην tv και στην ζωή

Το «Talk show» μοιάζει να στέκεται με επιθετικά σατιρική διάθεση απέναντι στο μηχανισμό της τηλεόρασης και τελικά σε όσα αυτός προδίδει για την κατάσταση της σύγχρονης ζωής. «Νομίζω ότι η τηλεόραση είναι σε μεταβατικό στάδιο. Το internet, τα social media και οι πλατφόρμες της πήραν πολύ υλικό, και τώρα ψάχνει να βρει ξανά το χώρο της, πολεμώντας στην πραγματικότητα να πείσει ότι την έχουμε ανάγκη. Δημιουργικά απλά την παρατηρώ, όπως προσπαθώ να παρατηρώ όλες τις εκφάνσεις τις ανθρώπινης ζωής και ομολογώ ότι πέρα από φωτεινές εξαιρέσεις, μου προκαλεί εκνευρισμό ή βαρεμάρα. Βέβαια, έχει τόσα γραφικά στοιχεία που γίνεται μια ατελείωτη τράπεζα κωμικού και παρανοϊκού υλικού» λέει ο Γιώργος.

Και ο Βασίλης συμφωνεί: «Κι είναι φοβερά ενδιαφέρον να παίρνεις αυτό το υλικό που παράγεται μες το ‘χαζοκούτι’ και να το βγάζεις από κει, να το βγάζεις απ’ το context της tv, πόσο αστείο ή τραγικό μπορεί να γίνει. Οι συμπεριφορές των δημοσιογράφων, των παρουσιαστών, των επίδοξων διασήμων, είναι φοβερά παράδοξες αν αφαιρέσεις το context, αν τις μεταθέσεις αλλού. Όσο φοβερά κωμικοτραγικό είναι να μεταφέρεις, ας πούμε, έναν τηλε-πωλητή σε ένα υπουργικό γραφείο» λέει σαρκαστικά και, κάπως καταλαβαίνεις τι σε περιμένει στο «Talk show».

Ο Βασίλης Μαγουλιώτης στην πρώτη επίσημη συγγραφική του απόπειρα.

‘Δειλός’ συγγραφέας

Ηθοποιός αλλά και ενεργός συνεργάτης στις δραματουργίες που έχει ανεβάσει ο Γιώργος Κουτλής (πριν τους «Παίχτες» είχε προηγηθεί το «Παίζοντας το θύμα» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού), ο Μαγουλιώτης ομολογεί πως, έγραφε πάντα. «Στο Δημοτικό έφτιαχνα κάτι κόμικ, μετά άρχισα να γράφω στίχους και τους έκανα χαζοτράγουδα, μετά άρχισα να γράφω σενάρια για ταινίες που δε γύρισα ποτέ (μια μικρού μήκους έφτιαξα μόνο, στα 19 μου), κι έκανα και κάτι σεμινάρια, κάποτε, συγγραφής σεναρίου. Όλα αυτά, πριν γίνω ηθοποιός. Πιο μετά άρχισα να γράφω πεζά, και δειλά-δειλά, κομμάτια για το θέατρο. Οπότε η γενεαλογία της ‘ανάγκης’, πάει πολύ πίσω. Νομίζω, μου άρεσε η φαντασία μου, με διασκέδαζε. Και στις πιο δύσκολες ώρες. Κι είχα και το ψώνιο να πιστεύω ότι θα διασκεδάζει κι άλλους» σημειώνει.

Γιώργος Κουτλής: Σίγουρα, μπήκε κάποια στιγμή στο μυαλό μου η φοβία ότι θα ακούω: “Ναι, καλό μια χαρά, αλλά σαν τους Παίχτες δεν είναι”

Φρέσκια δραματουργία

Εκτός από διασκεδαστικό, πάντως, ο Γιώργος Κουτλής βρήκε και ερεθιστική την ιδέα να ανεβάσει ένα νεόκοπο έργο όπως το «Talk show». Εννοείται πως κι αυτό έχει τους κινδύνους του. «Όταν κάνεις ένα έργο που έχει μια ολόκληρη ιστορία από ανεβάσματα στην πλάτη του κάπως συγκρίνεσαι ή μπαίνεις σε έναν διάλογο με όλες αυτές τις παραστάσεις. Μπαίνει το ζήτημα: Γιατί ξανά αυτό το έργο και τι καινούριο έχω εγώ να προτείνω; Με ένα καινούριο έργο η σκηνοθεσία απαλλάσσεται απ’ αυτό το βάρος, και πας πιο κοντά στο ήδη υπάρχον έργο. Το θέμα είναι ότι δεν έχεις ιδέα πώς θα ανταποκριθεί το κοινό στο ίδιο το έργο, γιατί όταν το επιλέγεις μάλλον είσαι από τους ελάχιστους που το έχουν διαβάσει.

Στα κλασικά έργα όταν τα βρεις σκούρα, όπως λένε “run for cover” στο ίδιο το έργο – κοινώς κάν’ το έτσι όπως είναι και εμπιστεύσου ότι για κάποιο λόγο είναι κλασικό. Εδώ, υπάρχει η αδρεναλίνη να δεις αν και το ίδιο το έργο θα επικοινωνήσει στο κοινό όπως θεωρείς. Πόσο μάλλον, όταν μιλάμε για έργα που δεν είναι απλά ρεαλιστικά και έχουν ένα σύμπαν που θυμίζει έργα καφκικά ή παραλόγου. Πάντα αναρωτιόμουν πώς να αντέδρασε άραγε αυτός που διάβασε πρώτος το “Περιμένοντας τον Γκοντό” ή το “Πάρτυ γενεθλίων” ή τη “Φαλακρή τραγουδίστρια».

«Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είμαστε ομάδα, ούτε αναρωτήθηκα για τα κανάλια επικοινωνίας μας γιατί κάπως ήταν όλα αυτονόητα» παρατηρεί ο Γιώργος Κουτλής.

Με μικρές επιφυλάξεις

Στο μεταξύ, είχαν ήδη επιχειρήσει μόλις ένα κλασικό της ρώσικης εργογραφίας, με τα γνωστά… αποτελέσματα. Πάντως, ο Γιώργος Κουτλής δεν φοβήθηκε πως θα χρειαστεί να αναμετρηθεί με την νωπή επιτυχία. Η, τέλος πάντων, όχι ακριβώς. «Σίγουρα, μπήκε κάποια στιγμή στο μυαλό μου η φοβία ότι θα ακούω: “Ναι, καλό μια χαρά, αλλά σαν τους Παίχτες δεν είναι”. Και επειδή είχα κλείσει πριν τους Παίχτες, τις επόμενες δουλειές μου άρχισα να τις περνάω στο μυαλό μου προσπαθώντας να δω αν θα μοιάζουν, και τι μπορεί να πουν οι άλλοι όταν τις δουν κλπ.» παραδέχεται. Σώθηκε από την ίδια την διαδικασία του θεάτρου.

«Από τότε που μπήκα σε πρόβες, βρήκα το κέντρο της δουλειάς μου γύρω από τα θέματα που με απασχολούν και την ίδια τη διαδικασία, και πήγα παρά κάτω. Νομίζω οι εξωτερικοί παρατηρητές βλέπουν τις παραστάσεις ενός ανθρώπου σαν μια γραμμική ακολουθία και εκ του αποτελέσματος κρίνουν, ενώ από μέσα η διαδικασία είναι τελείως διαφορετική. Οι επιφυλάξεις ίσως για λίγο είναι καλές. Αλλά από εκεί και πέρα το μόνο κριτήριο είναι να με “καίει” αυτό που κάνω, κι ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει».

«Ο Κουτλής αναλαμβάνει όλη την ευθύνη, κι αυτό είναι κάτι που σέβομαι φοβερά. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Κι επειδή το κάνει αυτό, είμαι κι εγώ πιο ελεύθερος να ‘ξαμολιέμαι’, τόσο ως ηθοποιός, όσο κι ως δραματουργός, να ψάχνω να βρω πράγματα που θα πάνε την πρόβα πιο πέρα» λέει ο Βασίλης.

Πρώτα φίλοι, μετά ομάδα

Η ομαδική δουλειά, μοιάζει να ανακουφίζει αυτά τα συμπτώματα αν και κανείς από τους δύο, δεν αντιμετωπίζει τον άλλο ως ομάδα του αλλά ως μια αυτονόητη κατάσταση. Αυτό που είναι η φιλία, μάλλον. Ο Γιώργος περιγράφει ένα κοινό μεγάλωμα, ως παιδιά των 90’s. Από τις μουσικές, τις ταινίες, τα κόμικ και ακόμη το τι αγόραζαν στο περίπτερο, μέχρι την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, τον Δεκέμβρη του ‘08, την οικονομική κρίση και την πανδημία.

«Από εκεί και πέρα η αγάπη μας για το θέατρο και το ότι έτυχε να έχουμε κοινή κατεύθυνση καλλιτεχνικά και φιλοσοφικά, μας οδήγησε να δουλεύουμε μαζί. Νομίζω, κιόλας, επειδή τα χρόνια πια είναι αρκετά, ότι συνδιαμορφωθήκαμε και προσωπικά και δημιουργικά. Η πλάκα είναι ότι τώρα που ρωτάς, όλο αυτό ακούγεται περίεργο. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είμαστε ομάδα, ούτε αναρωτήθηκα για τα κανάλια επικοινωνίας μας γιατί κάπως ήταν όλα αυτονόητα. Βασικά, νομίζω ότι ο Βασίλης γα… και τον εκμεταλλεύομαι για να κάνω καριέρα» λέει και ξεσπάει σε γέλια.

Ενώ ο Βασίλης αρχίζει να αναπαριστά ένα διάλογο, υποθετικό – ή και όχι – που περιγράφει τη σχέση τους. «Να σου πω, σκέφτηκα αυτό.» – «Μαλακία είναι. Αλλά αν του βάλεις κι αυτό;» – «Α ωραία. Αλλά τώρα χάλασε εκείνο.»- «Κάτσε, θα το φτιάξουμε.» – «Ωραία και πώς τελειώνει;» – «Μήπως έτσι;» – «Μπα, βαρέθηκα. Μήπως έτσι;» – «Πφφ… κλισέ.» – «Σώστα. Ε, τότε, τι;» – «Έλα ντε, τι;».

Στις πρόβες: Πανάγος Ιωακείμ και Γιώργος Κουτλής.

O Chef και ο sous Chef

Στ’ αλήθεια, μαζί τους, η συζήτηση είναι αδύνατο να μην έχει δόσεις αποδόμησης και σαρκασμού, βλέποντας ένα ακόμα συγκολλητικό υλικό που τους ενώνει – κι ας παραλείπουν να το αναφέρουν.
«Πάρα πολλά κομμάτια της δουλειάς τα κάνουμε απλά μαζί. Τα συζητάμε σχεδόν όλα. Από εκεί και πέρα ο καθένας αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Εννοώ ο Βασίλης επικεντρώνεται στην υποκριτική ή τη δραματουργία κι εγώ στη σκηνοθεσία και την οργάνωση. Αλλά ξέρεις, αν έχεις με κάτι πρόβλημα θες κάποιον που να εμπιστεύεσαι τη γνώμη του» παρατηρεί ο Γιώργος.

Ο Βασίλης τον διακόπτει για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Ο Κουτλής αναλαμβάνει όλη την ευθύνη, κι αυτό είναι κάτι που σέβομαι φοβερά. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Κι επειδή το κάνει αυτό, είμαι κι εγώ πιο ελεύθερος να ‘ξαμολιέμαι’, τόσο ως ηθοποιός, όσο κι ως δραματουργός, να ψάχνω να βρω πράγματα που θα πάνε την πρόβα πιο πέρα. Κι αυτό το χρειάζεται κι ο Γιώργος και τον βολεύει κιόλας. Ε, και μένα μετά, με τη σειρά μου, με βολεύει αυτό, γιατί ποτέ δεν ήθελα να είμαι απλά ηθοποιός. Πάντα μ’ άρεσε όλο το θέατρο, και στις παραστάσεις του Κουτλή, νιώθω ότι μπαίνω για τα καλά στην ‘κουζίνα’ του θεάτρου, παρέα με τον Σεφ, από δω» λέει δείχνοντας εύθυμα προς το μέρος του σκηνοθέτη του.

Βασίλης Μαγουλιώτης: Το ότι το μοιράζεσαι το ρίσκο είναι που σε κάνει να μπορείς να το απολαύσεις και να το γελάσεις. Μοιράζεται το άγχος δια δύο

Kοινό ρίσκο, κοινή χαρά

Γελάνε πάλι, σαν παιδιά. Και γίνονται η πιο πρόσφατη υπενθύμιση πως η χαρά της παρέας αφήνει πάντα ένα διαφορετικό δημιουργικό αποτύπωμα. Τι κι αν εσύ τους μιλάς για το κοινό ρίσκο στην τέχνη; Εκείνοι επιμένουν να απλοποιούν τα πράγματα με μια εφηβική αθωότητα. «Εγώ περνάω τέλεια. Σαν παιδί που ετοιμάζει μια γαμ… φάρσα ή σκανταλιά, και περιμένει να δει πώς θα αντιδράσουν οι άλλοι. Ε, κι όταν κάνεις τέτοια με έναν φίλο σου είναι ακόμη καλύτερα. Λαϊκά θα έλεγα “μας τρώει ο κώλος μας”» λέει ο ένας. «Ε ναι, αυτό είναι το καλύτερο. Το ότι το μοιράζεσαι το ρίσκο είναι που σε κάνει να μπορείς να το απολαύσεις και να το γελάσεις. Μοιράζεται το άγχος δια δύο. Και μοιάζει πιο εύκολα με παιχνίδι, ώρες-ώρες είναι σα να οργανώνεις παιδικό πάρτι» συμπληρώνει ο άλλος.

Πανάγος Ιωακείμ, Στέλιος Ιωακειμίδης και Άρης Μπαλής στην πρωταγωνιστική ομάδα του «Talk show».

Μετά την επιτυχία, πριν την πρεμιέρα

Όπως και να έχει, μόλις στην τρίτη τους κοινή δουλειά – που κάνει αύριο πρεμιέρα στην «Αθηναϊδα» με πρωταγωνιστές τους Στέλιο Ιωακειμίδη, Άρη Μπαλή και Πανάγο Ιωακείμ – έχουν δώσει ένα ξεκάθαρο αισθητικό και γλωσσικό στίγμα, αναγνωρίζοντας φυσικά ότι ακόμα είναι στην αρχή. «Είναι τόσα χρόνια που ονειρευόμασταν και προετοιμαζόμασταν να δουλέψουμε μαζί, που είχαμε καταντήσει γραφικοί, Δον Κιχώτες… ‘Έλα ρε μαλάκα, μακάρι να κάναμε κάτι τέτοιο…» – «Ναι, ναι, μακάρι. Κάποια μέρα θα γίνει…’ λέγαμε. Και κάπου φοβάσαι, ότι θα ‘ρθει η μέρα και δε θα ‘ναι όπως το ονειρεύτηκες, θα ‘ταν λίγο στο μυαλό σου όλη αυτή η πώρωση. Αλλά είναι πολύ συγκινητικό και συναρπαστικό να βλέπεις ότι επικοινωνεί τελικά και με άλλους. Ότι κάτι λειτουργεί, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, θετικά» λέει ο Μαγουλιώτης με ανακούφιση.

Ο Κουτλής ακούγεται να έχει μέσα του μια κρυφή περηφάνια ή κάτι τέτοιο. «Η αποδοχή σου δίνει δύναμη να πας πάρα κάτω και ίσως να ρισκάρεις ακόμη περισσότερο. Είναι λίγο σαν κάθε φορά να θες να τραβήξεις τα όρια τα δικά σου και του θεατή λίγο πιο κει, μέχρι να δεις πότε αυτό θα παραγίνει και θα φας τα μούτρα σου. Και να πεις “Κοίτα πλάκα. Μέχρι εκεί πάει ε; Από εκεί και πέρα δεν λειτούργησε”. Σαν να μαγειρεύεις και να πειραματίζεσαι με τις ποσότητες και τα μπαχάρια. Ε, κάποια στιγμή, αν θες να ανακαλύψεις κάτι που δεν έχεις φάει ποτέ, θα φτιάξεις και κάτι που δεν θα τρώγεται. Γενικά, είναι πολύ αρχή ακόμη και στην πορεία θα δοκιμάσουμε νομίζω πολλές διαφορετικές συνταγές. Να μην βαριόμαστε κιόλας».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Συγγραφέας: Suyako
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Σκηνικά – κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα
Μουσική: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης
Παίζουν: Στέλιος Ιακωβίδης, Άρης Μπαλής, Πανάγος Ιωακείμ
Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Τιμές Εισιτηρίων:12 ευρώ
Διάρκεια Παραστάσεων: Από 1η Φεβρουαρίου
Πληροφορίες:Προπώληση: viva.gr
Link Εισιτηρίων:https://www.viva.gr/tickets/festival/theater/talk-show/
Πληροφορίες Χώρου:Θεατρική σκηνή «Αθηναίς», Καστοριάς 34-38 Αθήνα. Τηλ: 210-3480099. http://www.athinais.com.gr/el/
Περισσότερα από Art & Culture
VIMA_WEB3b