Ρενάτο Μόρντο, από τη σκηνή της Λυρικής στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου
Τον πρώτο σκηνοθέτη της Λυρικής Σκηνής, όταν αυτή ακόμη αποτελούσε τμήμα του Εθνικού Θεάτρου, τιμά με μια μεγάλη έκθεση τεκμηρίων και φωτογραφιών η Γερμανική Σχολή Αθηνών.
Εβραίος από καταγωγή, Κερκυραίος από τον πατέρα του, Αυστριακός από τη μητέρα του, ο Ρενάτο Μόρντο υπήρξε ένας καλλιτέχνης που έζησε τον «αιώνα των άκρων». Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία θα τον σπρώξει προς τον Νότο, όπου θα αναζητήσει καταφύγιο –πρώτα στην Πράγα κι ύστερα στην Αθήνα, το 1939, όπου θα σκηνοθετήσει την πρώτη παράσταση της Λυρικής Σκηνής. Προς το τέλος της Κατοχής θα βρεθεί στο Χαϊδάρι, αλλά θα επιβιώσει, σε αντίθεση με τους γονείς του, που εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Σε αυτή τη γεμάτη περιπέτειες ζωή είναι αφιερωμένη η έκθεση φωτογραφιών και τεκμηρίων «Ρενάτο Μόρντο. Εβραίος, Έλληνας και Γερμανός. Η ζωή ενός καλλιτέχνη την εποχή των άκρων», που διοργανώνει η Γερμανική Σχολή Αθηνών, σε συνεργασία με την Κεντρική Υπηρεσία Πολιτικής Αγωγής Ρηνανίας-Παλατινάτου, που εγκαινιάζεται την Παρασκευή 5 Νοεμβρίου, στις 19.00, στις εγκαταστάσεις της Σχολής, στο Μαρούσι.
Έκθεση και ημερίδαΗ έκθεση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και πραγματεύεται τις καταστροφικές επιπτώσεις της στην Αθήνα και σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και τις προσωπικές συνέπειες για τον Ρενάτο Μόρντο.
Την επιμέλεια της έκθεσης που θα παρουσιαστεί στην Αθήνα έχει ο ελληνιστής Torsten Israel (Μάνχαιμ και Αθήνα), ενώ για τη δημιουργία της συνεργάστηκαν ο Uwe Bader (Τόπος Μνήμης του στρατοπέδου συγκέντρωσης Οστχόφεν – Gedenkstätte KZ Osthofen) και η Marita Hoffmann (εκδοτικός οίκος LLUX, Λούντβιγκσχάφεν στον Ρήνο). Η έκθεση είχε φιλοξενηθεί για ένα σχεδόν χρόνο (Σεπτέμβριος 2020 – Ιούλιος 2021) στις εγκαταστάσεις του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης του Οστχόφεν, στη Ρηνανία-Παλατινάτο.
Η έκθεση πλαισιώνεται από επιστημονική ημερίδα, στην οποία θα μιλήσουν ερευνητές από γερμανικά και ελληνικά πανεπιστήμια, με ταυτόχρονη διερμηνεία στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα. Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί στις 6 Νοεμβρίου, από τις 10.00-15.30, ενώ κατά την έναρξή της θα παρουσιαστούν, υπό μορφήν θεατρικού αναλογίου, αποσπάσματα από το θεατρικό έργο «Χαϊδάρι», στο οποίο ο Ρενάτο Μόρντο επεξεργάζεται λογοτεχνικά τις τραυματικές εμπειρίες που βίωσε. Το αναλόγιο θα πραγματοποιηθεί από μαθητές και μαθήτριες της Γερμανικής Σχολής, υπό τη διεύθυνση του αυστριακού σκηνοθέτη Martin Scharnhorst.
Ο Ρενάτο Μόρντο γεννήθηκε στη Βιέννη, στις 3 Αυγούστου 1894, από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε γερμανικό πολιτισμό, φιλολογία, ιστορία της τέχνης και ιστορία της μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και, στη συνέχεια, στην Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της πρωτεύουσας των Αψβούργων (1914-1917).
Την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως σκηνοθέτης ξεκίνησε το 1917 στο Δημοτικό Θέατρο του Κατοβίτσε, στην Πολωνία. Το 1920 διορίστηκε διευθυντής του Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής του Όλντενμπουργκ, στη Γερμανία, όπου εκσυγχρόνισε το ρεπερτόριο και εφάρμοσε ανανεωτικές ιδέες (1920-1923). Μεταξύ 1924 και 1932 εργάστηκε από διευθυντικές θέσεις στο Γερμανικό Λαϊκό Θέατρο της Βιέννης, στο Θέατρο Λόμπε του Μπρέσλαου, στη Δρέσδη και στο Ντάρμσταντ. Ανήσυχος από την άνοδο του ναζισμού και το διαφαινόμενο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Μόρντο μετακινήθηκε στην Πράγα, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του Γερμανικού Θεάτρου και δίδαξε στην εκεί Γερμανική Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών.
Στην ΕλλάδαΜετά τη γερμανική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, το 1939, ύστερα από πρόσκληση του Κωστή Μπαστιά, επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου, και κατ’ εισήγηση του Μανώλη Καλομοίρη, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα μαζί με τη σύζυγό του, την ηθοποιό Τρούντε Βέσελι, και τον γιο τους Πέτερ, και προσλήφθηκε ως βασικό στέλεχος στη νεοϊδρυθείσα Εθνική Λυρική Σκηνή.
Ο Ρενάτο Μόρντο υπήρξε ο σκηνοθέτης της πρώτης παραγωγής της Λυρικής, της «Νυχτερίδας» του Γιόχαν Στράους, που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 1940 στο τότε Βασιλικό Θέατρο. Πλάι του εργάστηκαν ο αυστριακός αρχιμουσικός Βάλτερ Πφέφερ, ο τσέχος χορογράφος Σάσα Μαχόφ και ο σκηνογράφος Κλεόβουλος Κλώνης. Αξίζει να σημειωθεί, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή στο μπαλέτο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, με το ψευδώνυμο Γιάννης Βάμβας.
Η συνεργασία του με τη Λυρική θα συνεχιστεί με την «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι, τον Οκτώβριο του 1940, την «Ρέα» του Σπυρίδωνος Σαμάρα τον Απρίλιο του 1944, ενώ μετά τον πόλεμο θα σκηνοθετήσει την «Διδώ» του Διονυσίου Λαυράγκα (Απρίλιος 1952), τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του Βάγκνερ (Μάιος 1952) κ.ά. Συνολικά, μεταξύ 1940 και 1952 σκηνοθέτησε για την Λυρική 19 όπερες και οπερέτες, σε 35 παραγωγές ή/και αναβιώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ρενάτο Μόρντο είχε ξεχωρίσει τη νεαρή τραγουδίστρια της όπερας Μαρία Καλογεροπούλου, τη μετέπειτα Μαρία Κάλλας, την οποία και προώθησε.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής αντιμετώπισε πρόβλημα εργασίας, γι’ αυτό και συνεργάστηκε ως σκηνοθέτης με θιάσους του ελεύθερου θεάτρου, όπως ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Κώστα Μουσούρη κ.ά. Το καλοκαίρι του 1944 συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και φυλακίζεται στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και θα κρατηθεί μέχρι την απελευθέρωση.
Μετά την αποφυλάκισή του, θα γράψει το θεατρικό έργο «Χαϊδάρι», όπου αναπλάθει τις τραυματικές εμπειρίες της ζωής του στο στρατόπεδο. Το έργο, με τον υπότιτλο «12 σκηνές σκλαβιάς και λευτεριάς», θα ανέβει δυο βδομάδες μετά την Απελευθέρωση, στις 28 Οκτωβρίου 1944, στο θέατρο Κοτοπούλη-Rex, που τότε διηύθυνε ο Βασίλης Λογοθετίδης. Η σκηνοθεσία είναι του ίδιου, η μουσική επιμέλεια του Μιχάλη Βούρτση και τα σκηνικά – κοστούμια του Γιώργου Ανεμογιάννη. Στο έργο συμμετείχαν οι ηθοποιοί Δημήτρης και Ρίτα Μυράτ, Χρήστος Τσαγανέας, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ΟλυμπΣτέλιος Βόκοβιτς, Νίτσα Τσαγανέα, Δημήτρης Λυγίζος, Βίλμα Κύρου, Νάσος Κεδράκας κ.ά.
Απόλυση από τη ΛυρικήΗ φυλάκισή του στο Χαϊδάρι, αλλά και το γενικότερο κύμα εκκαθαρίσεων μέσα στο Εθνικό Θέατρο έπειτα από τα Δεκεμβριανά και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, στοίχισαν στον Ρενάτο Μόρντο τη δουλειά του, καθώς απολύθηκε από τη Λυρική Σκηνή ως κομμουνιστής. Θα συνεχίζει τη συνεργασία του με θιάσους του ελεύθερου θεάτρου (Μανωλίδου – Αρώνη – Χορν, Σταυρίδη – Στολίγκα, Σοφίας Βέμπο, Γιώργου Παππά, Μερκούρη – Χατζίσκου κ.ά.), θα συμμετάσχει μάλιστα και ο ίδιος στον θίασο Μουσούρη – Μόρντο – Ανεμογιάννη.
Μολονότι η συνεργασία του με την Λυρική Σκηνή θα αποκατασταθεί μετά το τέλος του Εμφυλίου, ο Μόρντο θα εγκαταλείψει την Ελλάδα το 1947, για να εργαστεί στην Όπερα της Άγκυρας (1947-1952), στο Τελ Αβίβ (1952) και στο Κρατικό Θέατρο του Μάιντς (1952-1955). Πέθανε στο Μάιντς της Γερμανίας στις 5 Νοεμβρίου 1955.