Η τελευταία παράσταση
Το σημαντικότερο έργο του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς προβάλλεται στο σινέ Ριβιέρα από 21 Αυγούστου.

1951. Μια παρέα τελειόφοιτων του κολλεγίου ενηλικιώνεται σε μια μικρή πόλη του Τέξας, μια πόλη που αργοπεθαίνει παρακμάζοντας οικονομικά και πολιτισμικά.
Η ταινίαTo 1971, o Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (τέκνο Σέρβων που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ για να γλιτώσουν από τους Ναζί), ήταν ήδη αναγνωρισμένος κινηματογραφικός γραφιάς, γνωστός για την φιλία του με τον Όρσον Ουέλς, ενώ είχε ήδη στο ενεργητικό του ένα πολύ επιτυχημένο b-movie, το Targets, σε παραγωγή Ρότζερ Κόρμαν. Με την προτροπή του ηθοποιού Σαλ Μινέο, διάβασε τη νουβέλα του Λάρι Μακάρθι «The last Picture Show» και αποφάσισε να την μεταφέρει στο πανί.

Η ταινία «The Last Picture Show», παρακολουθεί την ενηλικίωση μιας ομάδας εφήβων στην πόλη Άναριν του Βορείου Τέξας, το 1951. Το Άναριν, που το 1971 ήταν πλέον μια πόλη-φάντασμα, είναι ένας μουντός, σχεδόν ζοφερός τόπος κατοικίας μερικών εκατοντάδων κατοίκων, μια κωμόπολή όπου τίποτα δεν μένει κρυφό, με το τοπικό καφέ, το μπιλιαρδάδικο και το σινεμά να αποτελούν τις μοναδικές διαφυγές των κατοίκων από την βαρετή καθημερινότητα.
Το σεξ κυριαρχεί σε ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας, οι σεξουαλικές ανησυχίες των νεαρών, η σεξουαλική πείνα των μεγαλύτερων ως αντίδοτο στην αποπνικτική ανία της καθημερινότητας. Όλοι τους ήθελαν καλύτερες ζωές, όλοι τους ζουν μια ζωή που δεν αντέχεται.

Ο Μπογκντάνοβιτς χρησιμοποιεί (με προτροπή του Όρσον Ουέλς) ασπρόμαυρο φιλμ, που επιτείνει τον ζόφο αλλά προσδίδει και μια επιπλέον διαχρονικότητα στην ταινία εποχής. Όσο κι αν τα σεξουαλικά επεισόδια αφθονούν, από την ταινία απουσιάζει κάθε ίχνος ερωτισμού, τον καταβροχθίζει κι αυτόν η συντριπτική παρακμή της μικρής πόλης. Οι νεαροί επινοούν σχεδόν διάφορα τεχνάσματα για να ξεφύγουν, οι πιο ευφυείς μεγαλύτεροι απλώς καθοδηγούν με κυνικές, φαρμακερές ατάκες τα παιδιά τους, στους ασφαλείς δρόμους της κοινωνικής επιτυχίας και του «ου μπλέξεις».
Είναι μια ταινία για μια άλλη εποχή, χωρίς νοσταλγία, αλλά την ίδια στιγμή, η εποχή που φαίνεται ξεκάθαρα ότι τελειώνει (μαζί με την πόλη) δεν προδιαθέτει για τίποτα καλύτερο. Αυτή η πορεία προς το τέλος εποχής, της εφηβείας και της πόλης, εξελίσσεται «πατώντας» σε ένα διαρκές μουσικό χαλί από κάντρι εντ ουέστερν τραγούδια από ραδιόφωνα και τζουκ μποξ, ή από ατέλειωτα τηλεπαιχνίδια και ειδήσεις που παίζουν οι δέκτες της νεοφερμένης, τότε, τηλεόρασης, ήχοι που μπλέκονται με τον θόρυβο των συχνών βορειάδων, θόρυβος που επιτείνει την αίσθηση της φθοράς και του θανάτου. Κάπου εκεί, το μοναδικό σινεμά της πόλης, ο οίκος των ταινιών του Φορντ και του Χοκς, αναγκαστικά θα κλείσει, η «Τελευταία Παράσταση» (The Last Picture Show) υπονοεί αυτήν ακριβώς την τελευταία προβολή του.

Το Last Picture Show, κινείται στους αντίποδες του Easy Rider και των υπόλοιπων «εξεγερμένων» ταινιών των αρχών των 70s, εστιάζοντας στον μικροαστικό – προλεταριακό μικρόκοσμο της Αμερικανικής επαρχίας των αρχών των δεκαετιών του 50, την εποχή που ο κόσμος αυτός χάνεται. Ο Μπογκντάνοβιτς λάνσαρε μέσα από την ταινία νέους ηθοποιούς που αργότερα θα απασχολήσουν τη σόου μπιζ, όπως ο Τζεφ Μπρίτζες, η Σίμπιλ Σέφερντ, ο Ράντι Κουέιντ, ο Τίμοθι Μπότομς. Η ταινία γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και κριτική αποδοχή σε ΗΠΑ και Ευρώπη, κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε Όσκαρ, BAFTA και Χρυσές Σφαίρες. 55 χρόνια μετά, παραμένει η σημαντικότερη δουλειά του Μπογκντάνοβιτς και μια από τις πιο ξεχωριστές δημιουργίες του Αμερικανικού σινεμά της δεκαετίας του 70.
Προβάλλεται η πλήρης εκδοχή της ταινίας, με 6 επιπλέον λεπτά σε νέο μοντάζ του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (αφορούν κυρίως μερικές τολμηρές σκηνές που είχαν αφαιρεθεί στην πρώτη κυκλοφορία της ταινίας).