Λουσίντα Τσάιλντς: «Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα»
Η θρυλική εκπρόσωπος του αμερικανικού μοντερνισμού – που βρίσκεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει το εμβληματικό «Available night» – επαινεί τους Έλληνες για την στάση τους απέναντι στο κύμα των προσφύγων.Φωτογραφίες: Βαγγέλης Κύρης
Δεν ξέρεις αν είναι το πρωινό φως που μπαίνει από τις «γρίλιες» στα ψηλά της Στέγης ή το μαύρο κοστούμι που περιγράφει τη λεπτή, ψηλόλιγνη φιγούρα της. Η Λουσίντα Τσάιλντς πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιβάλλεται στο χώρο- αέρινη κι όμως αγέρωχη, με detox εκτόπισμα. Κι έτσι, με γαλήνιο χιούμορ, ανταποκρίνεται στην αμήχανη αν και αναμενόμενη ερώτηση περί «ζωντανού θρύλου»: «Σίγουρα είμαι ζωντανή. Δεν ξέρω τι σημαίνει να είσαι θρύλος. Στη Νέα Υόρκη ξέρουμε μόνο το Θρύλο του Sleepy Hollow».
Κι όμως, η Τσάιλντς στα 75 της χρόνια, θεωρείται από την παγκόσμια χορευτική κοινότητα η ιέρεια του μινιμαλισμού. Και είναι. Είναι η εκλεκτή του Μερς Κάνιγχαμ, το αστέρι της ομάδας Judson, η δημιουργός που μαζί με τον Φίλιπ Γκλας και τον Μπομπ Γουίλσον έκαναν το μοντέρνο κοινό της Νέας Υόρκης να παραμιλάει με το οπερατικό έπος «Einstein on the Beach» στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Και είναι η ίδια χορογράφος που επιστρέφει σήμερα σε μια άλλη εμβληματική παράσταση, το «Available light» (συνδημιουργία με τον συνθέτη Τζον Ανταμς και τον αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι). Και το ανασκευάζει με «χρυσό» συμπαραγωγό τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. «Η αναβίωση είναι εξαιρετικά σημαντική για μένα. Τότε, πίσω στα 70s ήταν όλα αλλιώς. Μας αποδέχονταν όσοι ασχολούνταν με τα εικαστικά- το κοινό της μουσικής και του χορού πάλι όχι. Ίσως δεν ήξεραν τι να περιμένουν από εμάς» θυμάται.
Κι αν σήμερα ανακατασκευάζεται και ανεβαίνει ξανά στη σκηνή, έρχεται να μας θυμίσει πως τα κατακτημένα πλέον πεδία στις παραστατικές τέχνες δεν ήταν πάντα αυτονόητα. Το «Available light» υπήρξε, πίσω στα 1983, ένα πρωτοποριακό, υβριδικό project – παραγγελία του Σύγχρονου Μουσείου Τέχνης του Λος Αντζελες – ύμνος στο μινιμαλισμό, που έφερνε σε επαφή τρεις διαφορετικούς κόσμους. Βαφτίστηκε μάλιστα από τον Φρανκ Γκέρι, όταν δεσμίδες φυσικού φωτός εισέβαλαν στο χώρο παρουσίασης του, δίνοντας την ιδέα να μιμηθεί τη ροή τους και τη νύχτα χρησιμοποιώντας προβολείς.
Τριάντα και κάτι χρόνια μετά, το «Available light» παραμένει ατόφιο ως προς τη φιλοσοφία του με μικρές δομικές αλλαγές. «Το περιεχόμενο έχει εξελιχθεί, το υλικό είναι το ίδιο αλλά η διαχείριση του καινούργια. Εξάλλου, κάθε φορά που αντιμετωπίζεις ένα έργο τέχνης, η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεις είναι άλλη από την προηγούμενη» εξηγεί η Λουσίντα Τσάιλντς. Έχει ωστόσο, φροντίσει να παραδώσει σελίδες επί σελίδων με οδηγίες επί της χορευτικής παρτιτούρας στην ομάδα της που όπως λέει, «μοιάζει σαν φτιάχτηκε γι’ αυτούς. Είναι πολύ συγκεντρωμένοι, πολύ αφοσιωμένοι σε αυτό».
Η αλήθεια είναι πως ούτε και η ίδια έχει αλλάξει. Τα γατίσια μάτια της είναι σίγουρα το ίδιο φλογισμένα όσο και στις ασπρόμαυρες φωτογραφήσεις των 70’s. Ακόμα χορεύει, ακόμα προπονείται, γυμνάζεται και δεν τολμά να ισχυριστεί ότι ο χορός έχει γι’ αυτήν τελειώσει. Ο χρόνος λοιπόν, την βρίσκει στους ίδιους τόπους: «Να δίνω την ίδια μάχη με την καλλιτεχνική φόρμα και τους χορευτές. Ισως μόνο, δεν αγωνίζομαι το ίδιο σκληρό όπως τότε που ανήκαμε σε ανεξάρτητες ομάδες, δουλεύοντας χωρίς χρήματα». Ωστόσο, η Λουσίντα Τσάιλντς αναπολεί τις μέρες όπου ο χορός ήταν συνώνυμος με την συλλογικότητα «υπό μορφή εργαστηρίου», ή όπου η άρθρωση μιας δικής της, προσωπικής γλώσσας ήταν το ζητούμενο. «Τα στιλ, η χορευτική κουλτούρα έχει πλέον, αλλάξει. Τώρα όλοι οι χορευτές συνεργάζονται με όλους χορογράφους, δοκιμάζουν τα πάντα» διαπιστώνει.
Η νέα γενιά χορευτών πάντως την βρίσκει στο πλευρό της. Ως προσωπικότητα που επέδρασε σε γενιές νέων καλλιτεχνών εξακολουθεί να παραδίδει workshops, να κάνει ανοιχτές ακροάσεις για τις επόμενες δουλειές της. Ήδη σχεδιάζει μια νέα παραγωγή με τον Φίλιπ Γκλας για το 2017 ενώ νωρίτερα θα κάνει πρεμιέρα η νέα της όπερα στο Βερολίνο σε συνεργασία με τον «δικό μας» Πάρη Μέξη.
Η Τσάιλντς νιώθει ευγνώμων και προνομιούχος που βρίσκεται αυτή την περίοδο στην Ελλάδα. Ακουμπά το χέρι στο στέρνο, παίρνει μια βαθιά ανάσα και το ομολογεί – χωρίς να προσπαθήσει κανείς να της το εκμαιεύσει. Κι όχι μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους. Εκτιμά την ίδια τη χώρα για την στάση της απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα «την ώρα που δεν υποστηρίζεται από πουθενά, που μένει αβοήθητη, την ώρα που σε άλλες χώρες όλες οι πόρτες κλείνουν. Είναι τόσο συγκινητικό αυτό που συμβαίνει. Πολύ θα ήθελα και η πατρίδα μου να βοηθήσει στον ίδιο αγώνα». Δηλώνει άλλωστε πολιτικοποιημένη, θυμάται τις ακτιβιστικές της δράσεις και τις αντιπολεμικές διαμαρτυρίες, παρότι δεν ενέπλεξε ποτέ την τέχνη της σε αυτό τον ιδεολογικό κύκλο.