MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
18
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Με γοητεύει, το φαντασιακό, και η αλληγορία»: Μία συζήτηση με τον χορογράφο Σπύρο Κουβαρά

Προσκεκλημένος του Διεθνούς Χορογραφικού Κέντρου AGORA του Montpellier Danse, ο χορογράφος Σπύρος Κουβαράς και η ομάδα του Synthesis 748 Dance Co. θα πραγματοποιήσουν μια πρώτη, ανοιχτή, παρουσίαση του, υπο εξέλιξη, έργου τους, με τίτλο «COYOTE, we used to be humans» στο Studio Cunningham του AGORA, ενώ στη συνέχεια θα επιστρέψουν στην Αθήνα για την επίσημη πρεμιέρα. Με αυτή την αφορμή, εμείς συνομιλήσαμε μαζί του.

Παρασκευή Τεκτονίδου | 26.09.2022

Η φετινή καλλιτεχνική χρονιά ξεκινά μουδιασμένα καθώς οι επιχορηγήσεις για τις τέχνες μειώθηκαν δραματικά, με ότι αυτό σημαίνει για τους ίδιους τους καλλιτέχνες αλλά και συνολικά για το πεδίο, συμπεριλαμβανομένων των θεατών. Ο Σπύρος Κουβαράς, είναι ένας χορογράφος που δημιούργησε την ομάδα του στη Γαλλία και επέστρεψε στην Αθήνα το 2017. Διατηρεί ωστόσο ανοιχτές τις «γέφυρες» ανάμεσα στις δύο χώρες. Συνομιλήσαμε μαζί του λίγο πριν επισκεφτεί το χορογραφικό κέντρο Agora του Montpellier όπου, στο πλαίσιο μίας καλλιτεχνικής φιλοξενίας (residency) θα πραγματοποιήσει μία πρώτη ανοιχτή παρουσίαση του νέου, υπό εξέλιξη έργου του.

Θέλεις να μάς συστήσεις στην καλλιτεχνική σου πορεία μέχρι σήμερα;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα προσφυγικά της Πάτρας όπου και έζησα μέχρι τα 18 μου. Στο σπίτι μου υπήρχαν καλλιτεχνικές επιρροές από την μεριά της μητέρας μου και του αδερφού μου, προσωπικά όμως δεν είχα καμία σχέση με τον χορό, έκανα  απλώς αθλητισμό σε υψηλό επίπεδο. Μετά το σχολείο, σπούδασα στην Αθήνα εφαρμοσμένες τέχνες, και ιστορία της τέχνης και παράλληλα άρχισα, έχοντας πάντα μέσα μου το κινητικό μικρόβιο, να ασχολούμαι με τον χορό, τα ακροβατικά και το θέατρο δρόμου. Σύντομα βρέθηκα στο Παρίσι όπου, συνεπαρμένος από το ευρύτερο πνεύμα της πόλης, συνειδητοποίησα ότι θέλω να ακολουθήσω το δημιουργικό μου ένστικτο και οδηγήθηκα σε σπουδές χορογραφίας και σύγχρονου χορού στο CND. Με τα χρόνια κατάλαβα πόσο τυχερός ήμουν που δεν μπήκα σε επαγγελματική σχολή στα 18 μου αλλά λίγο αργότερα, έχοντας ήδη θωρακίσει ψυχικά και πνευματικά το καλλιτεχνικό είναι μου. Στη συνέχεια, έχοντας εξασφαλίσει υποστήριξη από το Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Χορού και άλλα Χορογραφικά Κέντρα, ίδρυσα στο Παρίσι την ομάδα μου και άρχισα να δημιουργώ τις πρώτες δουλειές μου σχετικά νωρίς. Έπειτα το ένα έφερε το άλλο, συγκυρίες, γνωριμίες και πολύ δουλειά και έτσι συνέχισα έκτοτε τον προσωπικό χορογραφικό και χορευτικό δρόμο μου. Υπήρξαν φορές που σκέφτηκα μήπως να δουλέψω λίγο περισσότερο ως χορευτής και σε άλλες ομάδες  στο εξωτερικό αλλά εντέλει κατάλαβα ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Από το 2017, έχω επιστρέψει στην Ελλάδα όπου είναι και η βάση της ομάδας πλέον.

Με κερδίζει όταν το σώμα αλληλεπιδρά με το τι συμβαίνει πέρα από τον εαυτό του.

Ακούγεται συχνά ως αυτονόητη η «διάρρηξη των ορίων ανάμεσα στις τέχνες» χωρίς πραγματικά να γίνεται μία συζήτηση για αυτό, κάτι που ίσως χρειάζεται. Εσύ ξεκίνησες με σπουδές γραφιστικής και ιστορίας της τέχνης και “πέρασες” μετά στη χορογραφία, ενώ χρησιμοποιείς φράσεις που βρίσκονται ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους όπως “χορογραφική εγκατάσταση”. Πώς συνομιλούν οι δύο κόσμοι των εικαστικών και του χορού και πώς συμπράττουν;

Γενικά δεν μπορώ να απομονώσω τον χορό από το περιβάλλον του οποίου είναι μέρος για αυτό και δουλεύω πολύ με την εικόνα, τον ήχο, το φως, τα υλικά. Στη σκηνή, όλα τα στοιχεία που αναπτύσσονται και αρθρώνονται μεταξύ τους, είναι εξίσου σημαντικά με τους χορευτές. Ακόμα κι αν πάντα τελικά χρειάζεται να επιστρέφω στο σώμα και να είμαι με το σώμα, με κερδίζει όταν το σώμα αλληλεπιδρά με το τι συμβαίνει πέρα από τον εαυτό του. Με γοητεύει, το φαντασιακό, και η αλληγορία, προτιμώ ένα σώμα που διασχίζει τη σκηνή με ένα κράνος στο κεφάλι ή μια αλεπού στο χέρι, παρά ένα σώμα που απλώς κινείται ακατάπαυστα με τα φυσικά του χαρακτηριστικά. Τα έργα μου, σίγουρα δεν διηγούνται ιστορίες. Έχω απαρνηθεί καλλιτεχνικά τον ρεαλισμό και την αφηγηματικότητα για αυτό και σαν χορογράφος δεν ψάχνω να δημιουργήσω έργα με σαφή χρονικότητα. Οι σκηνικές συνθέσεις είναι συνήθως άχρονοι και άτοποι χώροι που θα μπορούσα να πω ότι απευθύνονται περισσότερο στο ασυνείδητο του θεατή. Δεν ξέρω αν όλο αυτό έχει απαραίτητα να κάνει και με το background μου στις εφαρμοσμένες τέχνες, αυτό που ξέρω είναι ότι δια μέσω αυτής της “διάρρηξης των ορίων” μπορώ, ίσως, ευκολότερα να κινητοποιήσω μνήμες, που μιλούν για την ουτοπία και το μη πραγματικό.

Η παράσταση «COYOTE, we used to be humans», θα πραγματοποιήσει μια OPEN STUDIO παρουσίαση στο Διεθνές Χορογραφικό Κέντρο AGORA του Montpellier Danse, την Τρίτη 4 Οκτωβρίου.

Η ομάδα Synthesis 748 Dance Co. δημιουργήθηκε το 2008 στη Γαλλία και…μετακόμισε μετά από εννιά χρόνια στην Αθήνα, ενώ συνεχίζει, όπως με το παρόν πρότζεκτ, να συνομιλεί με τους θεσμούς αλλά και το κοινό και των δύο χωρών. Πρώτον, θέλεις να μας αποκαλύψεις τι σημαίνει αυτό το 748; Και δεύτερον θα ήθελες να μοιραστείς την διαφορετική σου εμπειρία στην Γαλλία και την Ελλάδα, τόσο σε επίπεδο υποστηρικτικών θεσμών (επιδοτήσεις, χορογραφικά κέντρα, σπουδές χορού, πανεπιστήμια κτλ);

Με έχουν, εύλογα η αλήθεια είναι, ρωτήσει πολλές φορές για το δεύτερο συνθετικό του ονόματος της ομάδας, άρα αρχικά υποθέτω ότι τουλάχιστον το πρώτο συνθετικό δεν δημιουργεί απορίες! Το 748 έχει και αυτό τη δική του μικρή, απλοϊκή, ιστορία. Τη περίοδο που συστάθηκε η ομάδα στο Παρίσι, ήμουν ακόμη “υπό την επήρεια” των μεγάλων του Σουρεαλισμού και του Ντανταϊσμού, διάβαζα για το τυχαίο στην Τέχνη, την αυτόματη γραφή, τα ηχητικά ποιήματα κλπ. Οπότε αφού είχα αποφασίσει πως το Synthesis σίγουρα μου κάνει, μιας και περικλείει την ευρύτερη χορογραφική μου θεώρηση, έψαχνα για κάτι ακόμα δίπλα του. Μου ακουγόταν κάπως μόνο του το Synthesis και αρκετά προφανές για μένα, οπότε λέω απλώς θα βάλω αριθμούς μετά από αυτό και έτσι θα ακούγεται και θα διαβάζεται αλλιώς. Αρκεί έλεγα, οι αριθμοί να μην έχουν αυξητική ή μειωτική ακολουθία. Τελείως τυχαία λοιπόν, κατέληξα σε μια αριθμητική ακολουθία, που πιστέψτε με, δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτό που είναι. Αριθμοί. Και ίσως ενδόμυχα, να είναι και ένας φόρος τιμής στην έννοια του τυχαίου ως βασικό αξίωμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Τώρα, για να απαντήσω στο δεύτερο ερώτημά σας, θα παραθέσω ένα απτό παράδειγμα, χωρίς όμως καμία πρόθεση να εξιδανικεύσω πρόσωπα και καταστάσεις. Ίσως να λέει πολλά, ίσως και όχι, σχετικά με την εμπειρία των χρόνων στο Παρίσι, που με καθόρισαν καλλιτεχνικά. Όταν, με πολύ κόπο, έψαχνα να νοικιάσω σπίτι στο Παρίσι, σε όποιον ιδιοκτήτη έλεγα, όταν με ρωτούσε με τι ασχολούμαι, ότι είμαι χορευτής και χορογράφος, αυτόματα ένιωθα ένα δέος στα μάτια του. Ένας ολόκληρος κόσμος άνοιγε μπροστά τους. Πιάναμε συζήτηση για το πού σπούδασα, αν χορογραφώ και χορεύω παράλληλα στις δουλειές μου, ζήταγαν email και web site για να δουν υλικό κλπ. Για όποιον έχει ζήσει στη Γαλλία, ξέρει καλά ότι ο καλλιτέχνης για το μέσο Γάλλο, είναι σχεδόν κάτι το ιερό και το ανέγγιχτο. Όταν αντίστοιχα έψαχνα σπίτι στην Αθήνα, σε όποιον έλεγα το ίδιο, με ρωτούσε σε ποιο “κανάλι παίζω” και αν ο χορός είναι κάτι που σπουδάζεται. Και επίσης τι τελικά κάνω για να ζήσω; Γιατί φυσικά ο χορός δεν είναι τέχνη, ούτε δουλειά, είναι χόμπι. Και κάπως έτσι έρχομαι στη θεσμική προσέγγιση (sic) του χορού στην Ελλάδα. Ειλικρινά θα σας πω, αυτή τη στιγμή, στο χώρο μου, μεταξύ άλλων, υπάρχει οργή. Υπάρχει οργή γιατί έχουμε το οξύμωρο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια να βιώνουμε και να παρατηρούμε μία άνθηση του σύγχρονου χορού, κυρίως σε επίπεδο διεθνής εξωστρέφειας και παραγωγών, ταυτόχρονα όμως ο χορός, βλέπουμε πως είναι παρατημένος. Ό,τι έχει κατακτηθεί από τα παραπάνω είναι κυρίως αποτέλεσμα σκληρής και επίπονης δουλειάς των ίδιων των χορογράφων και των ομάδων τους. Το έλλειμμα γενικότερης πολιτικής σε ζητήματα σύγχρονου πολιτισμού στην Ελλάδα είναι παροιμιώδες, με αποκορύφωμα την φετινή, σχεδόν εκδικητική, μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων κατά 60% στις ομάδες χορού. Για να μην αναφέρω για την πλήρη απουσία του σύγχρονου χορού από τον προγραμματισμό των εποπτευόμενων φορέων, για την απουσία Στέγης Χορού, Πανεπιστημίου Χορού κλπ. Ξέρετε, όλα τα παραπάνω είναι ζητήματα που έχουν λυθεί στη συντριπτική πλειοψηφία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ακόμα και μικρότερων της Ελλάδας, εδώ και χρόνια. Είναι πράγματα αυτονόητα, δεν είναι οικονομικό το θέμα, είναι, αρχικά, θέμα πρόθεσης και βούλησης, σχετικά με το τι χώρα θέλει να έχει ο καθένας. Εδώ λοιπόν, αφενός ως πολιτισμός χαρακτηρίζεται μόνο ότι έχει μνημειακό ή αρχαιολογικό χαρακτήρα και αφετέρου η ίδια η χώρα έχει αποφασίσει απλώς να λειτουργήσει ως “τουριστομηχανή παροχής υπηρεσιών”. Συγγνώμη, αλλά όλο αυτό πέρα από βαθιά προβληματικό που είναι για τους σύγχρονους καλλιτέχνες, σε πολλούς από εμάς, θα το πω όσο πιο κομψά μπορώ, προκαλεί και μια αισθητική αναγούλας.

Έχουμε το οξύμωρο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια να βιώνουμε μία άνθηση του σύγχρονου χορού, κυρίως σε επίπεδο διεθνής εξωστρέφειας και παραγωγών, ταυτόχρονα όμως ο χορός, βλέπουμε πως είναι παρατημένος.

Σχετικά με τις υποστηρικτικές δομές, σε αυτή την παγκοσμιοποιημένη εποχή τι διαφορές εντοπίζεις σε επίπεδο καλλιτεχνικών ερωτημάτων και αισθητικών προτάσεων; Στην ελληνική και τη γαλλική σκηνή και πως συνομιλούν;

Κοιτάξτε, όπως σωστά λέτε, είμαστε σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, όπου πλέον περισσότεροι χορογράφοι ταξιδεύουν για projects σε διαφορετικές χώρες άρα οι προσλαμβάνουσες τους είναι πιο ευρείες και αγεωγράφητες. Και αυτό το βρίσκω πολύ γοητευτικό. Οι διαφορές μεταξύ μιας σκηνής και μιας άλλης σίγουρα έχουν αμβλυνθεί, αλλά δεν παύει να κουβαλούν η καθεμία εντελώς διαφορετικό χορογραφικό υπόβαθρο, ιστορία και κουλτούρα. Χωρίς να μπαίνω σε ποιοτικές διαφορές και συγκρίσεις, απλώς θα πω ότι δεν είναι εύκολο να συνομιλήσουν ακόμα, για πολλούς λόγους, μια χώρα που, για παράδειγμα, πριν εικοσιπέντε και κάτι χρόνια γέννησε το “non danse” και μια χώρα στην οποία ο σύγχρονος χορός υποχρηματοδοτείται διαρκώς και συν τοις άλλοις “ζει παραστατικά” υπό την βαριά κληρονομιά του θεάτρου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και παράλληλα, οι όποιες διαφορές έχουν να κάνουν, πέρα από τις εν γένει υποστηρικτικές δομές και με τις διαφορές που εντοπίζονται στο κοινό των παραστάσεων χορού σε κάθε χώρα, ποιοτικά και ποσοτικά, στον τρόπο λειτουργίας των επαγγελματικών σχολών χορού και αλλού. Αναμφισβήτητα έχουν γίνει μεγάλα βήματα στην ελληνική σκηνή, εν συγκρίσει με το παρελθόν, αλλά καλλιτεχνικά καθαρά, νιώθω ότι εδώ λείπει ακόμα λίγο, ένας πιο έντονος πειραματισμός με το κινητικό λεξιλόγιο και ένας παραστατικός απεγκλωβισμός του σύγχρονου χορού από τις ακαδημαϊκές μανιέρες. Απλώς να θυμίσω ότι ο Β. Καντίνσκυ έλεγε πως, δεν υπάρχει τέχνη χωρίς τεχνική αλλά η τεχνική δεν είναι τέχνη”.

Η επίσημη πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για της 25 Νοεμβρίου, στην Αθήνα, στο Πρώην Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ, στον Βοτανικό.

Μίλησέ μας για το καινούριο σου καλλιτεχνικό εγχείρημα.

Το “COYOTE, we used to be humans”, είναι ένα χορογραφικό έργο που εισάγει προβληματισμούς αναπαράστασης του μεταβιομηχανικού σώματος αμφισβητώντας την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Προτάσσει θα έλεγα συμβιωτικές δυνατότητες μεταξύ των οικοσυστημάτων και προσεγγίζει νέες ενδεχομενικότητες. Πρόκειται για ένα (μετα)μυθολογικό, σκηνικό, περιβάλλον στο οποίο αποκλίνοντες κόσμοι, δημιουργούν ένα αχαρτογράφητο οικοσύστημα χωρίς ξεκάθαρα όρια μεταξύ φυσικού και τεχνητού, μεταξύ πολιτισμού και φύσης. Είναι σαν το Cyborg της D. Haraway και τα “αλλοειδή όντα της R. Braidotti, να αναπτύσσουν μεταξύ τους αρθρώσεις, σε όλο το φάσμα της χρονικότητας, αναδεικνύοντας έτσι το όραμα μιας αιρετικής ετερογλωσσίας. Ίσως πάλι, να είναι ένα ταξίδι, εσωτερικό και εξωτερικό. Ένα ταξίδι, σε κόσμους μυθικούς και φανταστικούς, ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό, ανάμεσα στα έμβια όντα και στις πρακτικές επιβίωσης και συντροφικότητας μιας αναδυόμενης πλανητικότητας.

Ο σύγχρονος χορός υποχρηματοδοτείται διαρκώς και συν τοις άλλοις “ζει παραστατικά” υπό την βαριά κληρονομιά του θεάτρου με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Και μερικές αποκαλύψεις επί της διαδικασίας. Πώς δημιουργείς; Πώς δουλεύεις με τους χορευτές; Και ακόμη, πώς λειτουργεί ο ήχος στα έργα σου;

Ο τρόπος που δουλεύω έχει έντονα τα στοιχεία ενός “χορογραφικού dripping”, υπό την έννοια ότι σπανίως ξεκινάω ένα έργο από την ιδέα. Αρχικά, σε ερευνητικό επίπεδο, περισσότερο συγκεντρώνω “επιθυμίες μου” να δουλέψω με κάποιο κινητικό λεξιλόγιο ή φόρμα που υποσυνείδητα υπάρχει ήδη μέσα μου, ή ακόμα και με κάποιο εικαστικό υλικό, με κάποιο φωτισμό κλπ. Είμαι γενικά άνθρωπος του στούντιο και θαρρώ πως η σε βάθος κατεργασία της μορφής με οδηγεί προοδευτικά στο περιεχόμενο. Το ίδιο το έργο μορφοποιείται σταδιακά κυρίως μέσω της αρχικής αλληλεπίδρασης και πειραματισμών με τα παραπάνω στοιχεία και προφανώς μέσω του πλαισίου για το οποίο προορίζεται μια δουλειά. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό,  αισθητικά, αν δηλαδή το project είναι για θέατρο, γκαλερί, μουσείο, αρχαιολογικό ή άλλο site specific χώρο. Δεν είναι πάντα εύκολο να πείσω τους χορευτές μου, περισσότερο αυτούς με τους οποίους μπορεί να μην έχω ξανασυνεργαστεί, ότι συχνά στη πρόβα πρέπει απλώς να εκτελέσουν ξανά, ξανά και ξανά, μια κίνηση ή φράση, χωρίς σε πρώτη φάση να τους εξηγήσω το γιατί. Αν εξηγήσω το γιατί τότε πιθανότατα θα μου περιγράψουν αυτό το “γιατί” και η περιγραφή δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου χορογραφικά και ευρύτερα καλλιτεχνικά. Με τον τρόπο που συνηθίζω να δουλεύω με τους χορευτές, κυρίως μέσω της συνεχούς τριβής και επανάληψης σε ένα κινητικό υλικό που δίνω, μπορεί να έρθει ο ερμηνευτής σε μια κατάσταση που η κίνηση να γίνει τελικά μια συνθήκη state of being για αυτόν/ην. Επιμένω πρώτα στο πως και μετά στο γιατί. Άλλωστε όπως έλεγε και ο αγαπημένος μου χώρο-γράφος, Γιάννης Κουνέλης, σημασία στην τέχνη δεν έχει το γιατί αλλά το πως. Παράλληλα, με τον τρόπο που αναπτύσσω τα τελευταία χρόνια, οι χορευτές που βρίσκονται στη σκηνή έχουν μια “δομημένη ελευθερία”, όπως την αποκαλώ και δεν είναι σε μια υπερβολικά κανονιστική σχέση με την κίνηση ή τα βήματα, έτσι ώστε το χορογραφικό υλικό να παίρνει την τελική του μορφή στο εδώ και στο τώρα.

Όπως, κατά συνέπεια, μια κίνηση μπορεί να προηγείται μιας καθαρής ιδέας για ένα, χορογραφικό έργο, αντίστοιχα μπορεί να επηρεαστώ και από τη μουσική. Μπορεί να έχω δηλαδή, ήδη, ακούσει, σε άσχετη φάση, μια σύνθεση ή ένα ηχητικό περιβάλλον, του αδερφού και επί χρόνια συνεργάτη μου, συνθέτη, Γιώργου Κουβαρά και να έχω μια ασυνείδητη επιθυμία να κάνω χορογραφικά κάτι μαζί της. Ξεκινάω και πειραματίζομαι μαζί της, χωρίς να ξέρω που και αν θα με πάει τελικά. Άλλωστε με την μουσική του Γιώργου υπάρχει μια κυτταρική σχέση που έχει αναπτυχθεί με τα χρόνια, σε σημείο που πολλές φορές μπορεί να μου βάλει να ακούσω απλώς έναν ήχο και εγώ να σκεφτώ ολόκληρη την παράσταση. Το ίδιο λειτουργεί αντίστροφα και σε αυτόν με την κίνηση και όλο αυτό είναι μαγικό. Η μουσική θα έλεγα λοιπόν πως είναι ο ενορχηστρωτής του χώρου στις δουλειές μου και επιδίωξη μου είναι να αποκτά, κατά τη διάρκεια του έργου, μια οργανική σχέση με το κοινό, να έχει, τρόπον τινά, μια επίδραση στην φυσική υπόσταση του θεατή.

Μία έννοια που τα τελευταία αρκετά χρόνια απασχολεί την συζήτηση για το χορό είναι εκείνη της «δραματουργίας». Παρ΄όλα αυτά, μοιάζει ακόμη να παραμένει για αρκετό κόσμο, ασαφής και μπερδεμένη. Τι ονομάζει για σένα η λέξη δραματουργία;

Σίγουρα δεν είναι πάντως η υπέρμετρη θεωρητικοποίηση μιας ιδέας, φόρμας ή παράστασης, που παρατηρώ ειδικά στις μέρες μας. Στον χορό δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η συγκίνηση προκύπτει, αδιαμεσολάβητα, μέσω αυτού που η ίδια η κίνηση, καθ’ εαυτή, κυοφορεί, δηλαδή ενός άλλου κώδικα επικοινωνίας πέρα από την οποιαδήποτε εκλογίκευση ή εννοιολόγηση. Θα έλεγα πως η δραματουργία είναι ένα ευρύ φάσμα διανοητικής έρευνας και επεξεργασίας που κάθε χορογραφικό έργο καλείται να υποστεί. Δεν το λέω αρνητικά, απλώς επισημαίνω ότι αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και ασυνείδητα από τον ίδιο τον χορογράφο πολλές φορές. Είναι θα μπορούσα να πω η σταδιακή μορφοποίηση ενός, αρχικά, ακατέργαστου υλικού που έχει στο μυαλό και στο σώμα του ο χορογράφος και που αυτή η τριβή, ως διαδικασία, ξεκινάει από την πρώιμη θεωρητική και κινητική έρευνα μέχρι και τις πρόβες. Η όποια ασάφεια υπάρχει, νομίζω ότι οφείλεται, μεταξύ άλλων, στον τρόπο και στη μεθοδολογία με την οποία χρησιμοποιείται η έννοια της δραματουργίας στη δημιουργία μιας παράστασης, ανεξάρτητα του αν τη δραματουργία επιμελείται ο ίδιος ο χορογράφος ή άλλος/η συνεργάτης του. Είναι σημαντικός ο αυτός ο τρόπος, κάθε έργο χορού έχει διαφορετικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες, σίγουρα όμως η δραματουργία θα πρέπει να λειτουργεί ενισχυτικά για το ίδιο το έργο και όχι να αποδομεί τις, όποιες, πηγαίες ορμές του.

Πώς θέλεις τα έργα σου να επικοινωνούν με τους θεατές; Ή αλλιώς τι να περιμένουμε στις 25 Νοέμβριου;

Οι δουλειές μου, ως επί το πλείστον, χαρακτηρίζονται από την πολυαναφορικότητα τους και σπανίως τοποθετούνται σε κάποιο ξεκάθαρο χρονικό ή και χωρικό πλαίσιο. Δεν δεν είναι ότι “μιλούν” απαραίτητα για το σήμερα, μπορεί να μιλούν για το αύριο, για το χθες ή για το πάντα. Συνεπώς επιθυμώ οι παραστάσεις μου να είναι αφορμές για μια αισθητηριακή εμπειρία ως βίωμα όμως και όχι ως καλλιτεχνική απόλαυση. Άλλωστε πιστεύω ότι η καλλιτεχνική απόλαυση είναι ένα σύμπτωμα που ο δημιουργός οφείλει να αγνοεί. Με ενδιαφέρει η παραστατική, αμφίδρομη, εμπειρία, μεταξύ ερμηνευτών, δημιουργού και κοινού, να τροφοδοτείται και να χρωματίζεται από κάθε άλλη εικόνα που μεταφέρει ο θεατής και το έργο να του δίνει τον απαραίτητο χώρο για να διεισδύσει, ο ίδιος, μέσα σε αυτό με την προσωπική του ματιά. Πιστεύω σ’ αυτή τη συνδιαλλαγή, σ’ αυτό το μοίρασμα μεταξύ των δυο πλευρών, που αν “συντονιστεί” είναι πιθανό να παράξει μεγάλη δόνηση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η νέα, υπο δημιουργία, δουλειά του Σπύρου Κουβαρά, με τίτλο «COYOTE, we used to be humans», θα πραγματοποιήσει μια OPEN STUDIO παρουσίαση στο Διεθνές Χορογραφικό Κέντρο AGORA του Montpellier Danse, την Τρίτη 4 Οκτωβρίου, ενώ η επίσημη πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για της 25 Νοεμβρίου, στην Αθήνα, στο Πρώην Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ, στον Βοτανικό.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b