MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
19
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Αιμιλιανός Σταματάκης: «Έχουμε παρεξηγήσει την έννοια του μουσικού θεάτρου»

Ο Αιμιλιανός Σταματάκης με αφορμή τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο έργο «Ο άνθρωπος που γελά», μας μιλά για το μουσικό θέατρο, τις ταμπέλες, την κατάσταση του θεάτρου στην Ελλάδα σήμερα

author-image Ευδοκία Βαζούκη

Το έργο του Ουγκώ «Ο άνθρωπος που γελά», εκδόθηκε το 1869, μόλις δύο χρόνια πριν από την εξέγερση της Παρισιανής Κομμούνας. Αντλώντας έμπνευση από το μυθιστόρημα, ο συνθέτης και αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Θοδωρής Αμπαζής, γράφει τη μουσική που πλαισιώνει το έργο, αλλά και το σκηνοθετεί, αξιοποιώντας την παράδοση του σύγχρονου μουσικού θέατρου και του θεάτρου πρόζας. «Ο άνθρωπος που γελά» γράφτηκε για να καταγγείλει την ασυδοσία της εξουσίας και να προειδοποιήσει ότι η επανάσταση θα συμβεί και δεν είναι μακριά.

Τον άνθρωπο που γελά (Γκουίνπλεϊν), υποδύεται ο ηθοποιός Αιμιλιανός Σταματάκης, ο οποίος αν και μόλις 29 χρονών, έχει ήδη μια σημαντική πορεία στο μουσικό θέατρο. Η αρχή έγινε με τις «Καμπάνες του Edelweiss», στο πλευρό της Άννας Βίσση. Στη συνέχεια βρέθηκε στο εξωτερικό, με το οποίο κρατά ακόμα επαφές, ενώ γυρίζοντας στην Ελλάδα ακολούθησαν ρόλοι σε μεγάλες παραγωγές, όπως το μιούζικαλ Evita, η ροκ όπερα Jesus Christ Superstar, το tribal rock μιούζικαλ Hair, αλλά και η Ειρήνη του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο.

Έχοντας θαυμάσει τις ερμηνευτικές του ικανότητες στο μουσικό θέατρο σε πολλές από τις παραπάνω παραστάσεις, σκεφτόμουν, «γιατί ένας τόσο ταλαντούχος άνθρωπος γύρισε στην Ελλάδα;»

Συναντηθήκαμε στο φουαγιέ του Θεάτρου Rex κι ευγενικός και προσγειωμένος, ο Αιμιλιανός Σταματάκης μου απάντησε σε όλα. Για το μήνυμα που θέλει να περάσει το έργο του Ουγκώ, για το μουσικό θέατρο εν γένει και το επίπεδό του στην Ελλάδα, για τα όνειρά του που επιδιώκει να μετατρέπει σε στόχους, αλλά και για την απομυθοποίηση του να δουλεύεις στο εξωτερικό.

“Ο άνθρωπος που γελά” | Αιμιλιανός Σταματάκης και Εβελίνα Παπούλια | Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή

 «Ο άνθρωπος που γελά» στο θέατρο Rex. Μιλήστε μας για το έργο του Βίκτωρ Ουγκώ.

Από τη μια υπάρχει το έργο που έχει γράψει ο Ουγκώ και από την άλλη το έργο το οποίο ένας σκηνοθέτης οραματίζεται και ο τρόπος με τον οποίο το προσεγγίζει. Είναι το ίδιο έργο, μεν, αλλά όταν πλέον μπαίνει ο σκηνοθέτης υπάρχει και μια οπτική από την οποία επιλέγει εκείνος να δούμε αυτό το έργο. Ο Θοδωρής Αμπαζής έχει επιλέξει μια οπτική, αφενός ποιητική και αφετέρου συμβολική, αναζητώντας τα ψυχικά ερεθίσματα τα οποία δημιουργούνται – ακριβώς επειδή είναι και μουσική η παράσταση – με τρόπο που εντάσσει αφήγηση μέσα από τη μουσική και από την πρόζα –  φυσικά.

Το έργο έχει να κάνει με έναν κόσμο που είναι χωρισμένος στα δύο. Με μια λεπτή γραμμή που χωρίζει τους ρακένδυτους, τους καταπιεσμένους από την εξουσία και εκείνους που πατούν από πάνω τους. Εδώ βρίσκεται και όλη η ουσία της οπτικής του έργου.

Παραμένει επίκαιρο το έργο του Ουγκώ σήμερα;

Αναπόφευκτα. Η συγκλονιστική συνθήκη για εμένα, που υπάρχει σε αυτό το έργο, είναι το πώς θα μπορούσες να πάρεις έναν άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται σε μια γωνία στην Ομόνοια και ζητιανεύει και να του πεις «Είσαι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας». Τι θα σου έλεγε αυτός ο άνθρωπος; Να του πεις ότι έχει δικαίωμα να περάσει νόμους μέσα στη Βουλή, να τον πάρεις και να τον βάλεις σε ένα έδρανο και να έρθει αντιμέτωπος με ό,τι ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην πολιτική σκηνή. Νομίζω πως αυτά που θα έλεγε σε όλους τους πολιτικούς εκεί μέσα, θα ήταν τρομακτικά. Αυτό κάνει – ακόμα κι αν πρόκειται για τη δική του εποχή, εκείνη της Αγγλίας του 18ου αιώνα – ο άνθρωπος που γελά.

«Για εμένα ο κυνικός άνθρωπος είναι ο πιο ρομαντικός άνθρωπος»

Ποιο είναι το μήνυμα που θα λέγατε ότι προσπαθεί να περάσει σήμερα το έργο μέσα από τη δική σας οπτική;

Το έργο προσπαθεί να περάσει πολλά μηνύματα, σε πολλές βάσεις. Ωστόσο, το πολιτικό μήνυμα  νομίζω πως είναι αυτό που λέει ο Γκουίνπλεϊν – ο άνθρωπος που γελά – ότι «όταν ένα πλοίο βουλιάξει τους καταπίνει όλους το κύμα». Αυτό το ξεχνάμε και πολλές φορές, ειδικά σήμερα, φτιάχνουμε την καθημερινότητά μας ξεχνώντας ότι δεν είμαστε μόνο εμείς και το ότι όλο αυτό που ζούμε γύρω μας καταστρέφεται. Ξεχνώντας πως όταν το σύνολο δεν πορεύεται σωστά, τότε «πνιγόμαστε» κι εμείς μαζί του. Αυτό πηγαίνει κυρίως σε αυτούς που κυβερνούν.

“Ο άνθρωπος που γελά” | Το καστ που ενσαρκώνει τους «πάνω» και τους «κάτω» στον κόσμο | Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή

Ποιο ήταν το πιο συναρπαστικό πράγμα που ανακαλύψατε στo έργο, με την πρώτη ανάγνωσή του;

Το πρώτο πράγμα που μου προξένησε ήταν το σοκ. Συναρπαστικό είναι το έργο ούτως ή άλλως, γιατί μαθαίνεις πράγματα για μια άλλη εποχή. Οπότε το πρώτο σοκ που δημιουργήθηκε μέσα μου ήταν η ανακάλυψη του ότι η ανθρώπινη ιστορία κρύβει μέσα της τεράστια βία. Το γνωρίζουμε, αλλά είναι διαφορετικό να το διαβάζουμε, μέσα από τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του Ουγκώ, ο οποίος αναφέρει πάρα πολύ γλαφυρά το πώς μπορούσαν να παραμορφώνουν ανθρώπους για τη διασκέδαση άλλων ανθρώπων. Εμείς αυτό το έχουμε στο μυαλό μας γενικά, ότι ο άνθρωπος είναι σκληρός, αλλά είναι διαφορετικό να διαβάζεις το ότι υπήρχε ολόκληρη τέχνη – αυτή που ονομάζει ο Ουγκώ «αντίστροφη ορθοπεδική» – για το πώς να παραμορφώνει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, προς διασκέδαση εκείνων που έχουν τα χρήματα. Η απόδειξη αυτού είναι το πιο συγκλονιστικό πράγμα για εμένα.

Τι είναι αυτό που σας ελκύει περισσότερο στο ρόλο του Γκουίνπλεϊν που υποδύεστε; Τι ξεχωρίζετε σε αυτόν;

Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτού του ήρωα, το οποίο με ελκύει, είναι ότι δεν ξέρει ποιος είναι. Αλλά όχι ότι δεν γνωρίζει μέσα του – συναισθηματικά – ποιος είναι, εννοώ πως δεν γνωρίζει ποιος είναι οπτικά και δεν πρόκειται να ξέρει ποτέ. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ξεχωριστοί, όλοι μας έχουμε μια μοναδική όψη, ωστόσο αυτός ο άνθρωπος ήρθε σε αυτόν τον κόσμο και το πρώτο πράγμα που του συνέβη είναι να του στερήσουν την όψη του. Οπότε αυτό που βλέπει στον καθρέφτη είναι πάντοτε κάποιος άλλος και ποτέ το πώς είναι ο εαυτός του. Αυτό και μόνο αρκεί για να «τραυματίσει» κάποιον και να μη γνωρίζει ο ίδιος τι υπάρχει μέσα του.

Είναι ο Γκουίνπλεϊν ένας ρομαντικός ήρωας;

Για εμένα ο κυνικός άνθρωπος είναι ο πιο ρομαντικός άνθρωπος. Ο Γκουίνπλεϊν, όπως και ο Ούρσους, ο οποίος είναι ο πατέρας και μέντοράς του – είναι άνθρωποι πολύ κυνικοί, απαξιωτικοί, ακριβώς επειδή είναι ιδεαλιστές. Και ακριβώς επειδή τους πονάει η παραμόρφωση του όμορφου και της ελευθερίας καταντούν κυνικοί. Θα έλεγα ότι είναι οι πλέον ρομαντικοί ήρωες.

Το έργο είναι μια μουσική σύνθεση, εμπνευσμένη από το έργο του Ουγκώ. Ποιο είναι το μουσικό μοτίβο της παράστασης;

Έχουμε παρεξηγήσει πολλά πράγματα στην έννοια του μουσικού θεάτρου, αρχικά. Το ζήτημα είναι, ωστόσο, ότι η μουσική πηγαίνει παρέα με το θέατρο. Το θέατρο πηγαίνει παρέα με όλες τις άλλες τέχνες. Αλλά είναι διαφορετικό το τι είναι μουσικό θέατρο, τι είναι μιούζικαλ, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, παρ’ όλα αυτά το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει ένα μουσικό μοτίβο στη συγκεκριμένη παράσταση. Ο Θοδωρής (Αμπαζής) κάνει το εξής εξαιρετικό: βάζει μέσα μοτίβα τζαζ, όπερα, μιούζικαλ, ρυθμικά μοτίβα ατονάλ, βάζει δηλαδή πράγματα από όλον τον κόσμο της μουσικής. Έχει να κάνει δηλαδή με το ψυχικό αποτύπωμα που μπορεί να αφήνει και δεν προσπαθεί να διαχωρίσει όλη του τη δημιουργία και να την χαρακτηρίσει κάπως. Πρόκειται για ένα δημιούργημα που έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί και αυτή μπορεί να μας μεταφέρει από το ένα είδος στο άλλο, όπως νομίζω θα όφειλε να κάνει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, χωρίς να βάζουμε «ταμπέλες».

«Με αφορά το θέατρο που έχει να πει πράγματα»

Σε νεαρή ηλικία έχετε καταφέρει να πρωταγωνιστήσετε σε μεγάλα έργα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και μάλιστα σε σημαντικούς χώρους τέχνης όπως είναι το Μέγαρο Μουσικής, η Επίδαυρος και τώρα το Εθνικό. Πώς το βιώνετε όλο αυτό; Είναι κάτι το οποίο φανταζόσασταν από πάντα;

Όταν ακόμα πήγαινα σχολείο, ονειρευόμουν ότι κάποτε θα γίνω γνωστός, θα με βλέπει ο κόσμος, ίσως κάποια στιγμή – ποιος ξέρει; – να πάω και στο εξωτερικό και πολλά άλλα τέτοια. Όμως σκεφτόμουν πως για να φτάσω εκεί έπρεπε να το σπουδάσω αυτό. Τουλάχιστον έτσι πίστευα τότε. Κατά τη διάρκεια των σπουδών συνειδητοποίησα ότι δεν αρκεί αυτό. Αυτό ανοίγει απλά μια δίοδο για να περάσεις μέσα σε αυτό που λέγεται, όχι μόνο Τέχνη, αλλά και ευθύνη απέναντι στους άλλους και καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν είναι μόνο για το «φαίνεσθαι», αλλά για την όλη δημιουργία. Για την ομορφιά της δημιουργίας, του τι έχεις να επικοινωνήσεις προς τα έξω και τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνεις. Στην αρχή κάνεις όνειρα και στην πορεία συνειδητοποιείς ότι για να γίνουν πραγματικότητα πρέπει να γίνουν ρεαλιστικοί στόχοι και να πάψεις απλά να ονειρεύεσαι. Έτσι κάπως μου ήρθαν τα πράγματα, βάζοντας σιγά σιγά κάποιους στόχους. Κάποια πράγματα δεν τα συνειδητοποιούσα καν την στιγμή που συνέβαιναν. Συνειδητοποίησα πολύ αργότερα ότι έπαιξα στην Επίδαυρο, στο Μέγαρο, πράγματα τα οποία πάντοτε τα ονειρευόμουν. Στην πορεία της δουλειάς προέκυπταν και απλά έλεγα «Θα το κάνω!» χωρίς να συνειδητοποιώ ότι αυτά πριν από λίγο καιρό ήταν όνειρα. Το ίδιο και με το εξωτερικό, που για εμένα ήταν μια μεγάλη απομυθοποίηση όταν τελικά το έκανα. Προχωράς λοιπόν, απλά, παρακάτω και επειδή αυτό σε αλλάζει, λόγω πια των εμπειριών, έπειτα αλλάζουν πια και τα όνειρα. 

Εβελίνα Παπούλια, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε / Φώτο: Ελίνα Γιουνανλή

Ο περισσότερος κόσμος σας έχει στο μυαλό του ως πρωταγωνιστή μιούζικαλ. Δεν είναι κάπως περιοριστικό αυτό;

Nα μια από τις ταμπέλες που λέγαμε πριν! Για κάποιους είναι περιοριστικό, για κάποιους σημαίνει ότι ο λόγος που το λένε αυτό είναι επειδή υπάρχει μια έξτρα δυνατότητα, δηλαδή ότι μπορείς να παίξεις και να τραγουδήσεις. Σαφώς, οποιαδήποτε ταμπέλα είναι περιοριστική. Παρ’ όλα αυτά «Ο άνθρωπος που γελά» έχει περισσότερη πρόζα, παρά μουσική. Επειδή πολύς κόσμος με ρωτά αν θα κάνω κάποια στιγμή πρόζα, ορίστε, πρόζα είναι αυτό που κάνω τώρα. Το ότι έχω μερικά τραγούδια μέσα στο έργο δεν το κάνει μιούζικαλ. Ο Γιάννης Μπέζος είναι δηλαδή πρωταγωνιστής μιούζικαλ; Έχει κάνει τόσες και τόσες παραγωγές, ακριβώς επειδή αγαπάει το τραγούδι, όπως και πολλοί άλλοι ηθοποιοί. Αυτό δεν μας κάνει να είμαστε ή το ένα ή το άλλο. Έχει τύχει να δουλέψω τη φωνή μου, έχει τύχει να ασχοληθώ με τη μουσική, αλλά η δουλειά μου είναι το θέατρο. Είτε αυτό είναι μιούζικαλ, είτε το οτιδήποτε.

Εσάς ποιο θέατρο σας αφορά και εκπροσωπείτε;

Με αφορά το θέατρο που έχει να πει πράγματα. Με αφορά το θέατρο που δημιουργείται γιατί έχει στόχο να επικοινωνήσει. Το μουσικό θέατρο έχει δύσκολους νόμους προκειμένου να επικοινωνήσει πράγματα, τα οποία δεν είναι επιφανειακά. Έχουμε συνηθίσει πράγματα που έρχονται από το εξωτερικό, τα οποία είναι glamorous, μεγάλα σόου, τέτοιου είδους, δηλαδή, μουσικό θέατρο. Αλλά αυτό το μουσικό θέατρο εμένα δεν με αφορά καθόλου. Εμένα δεν μου αρέσει ούτε το Chicago, ούτε το Cabaret. Προτιμώ τα γαλλικά μιούζικαλ, παρά τα αγγλικά ή τα αμερικάνικα. Αυτά είναι και πιο κοντά στο δικό μας μουσικό θέατρο, στο πώς το θέατρο μπορεί να συνυπάρχει με τη μουσική και να μην υπάρχει διαχωρισμός.

Τι επίπεδο έχει το μουσικό θέατρο στην Ελλάδα του σήμερα;

Το επίπεδο του μουσικού θεάτρου στη χώρα μας σήμερα, πιστεύω πως είναι πάρα πολύ υψηλό. Από την άλλη το επίπεδο του μιούζικαλ στη χώρα μας δε νομίζω ότι είναι πολύ υψηλό. Στο μουσικό θέατρο, λοιπόν, πιστεύω ότι είμαστε εξαιρετικοί. Σχεδόν σε κάθε αρχαία τραγωδία από αυτές που ανεβάζουμε, ο τρόπος που γίνεται η διδασκαλία με το σώμα και την κίνηση, τη μελωδία, τον ρυθμό και την μουσική είναι πράγματα που έχουμε αναπτύξει σημαντικά. Αλλά στο να προσπαθούμε να πάρουμε παραγωγές από το εξωτερικό και να τις ανεβάζουμε εδώ – και αναφέρομαι σε όλα αυτά τα μεγάλα μιούζικαλ που ξέρουμε – είμαστε πάρα πολύ κακοί και καλύτερα να το σταματήσουμε. Θα μπορούσαμε μουσικά να ασχοληθούμε με ελληνικά και πιο ουσιαστικά πράγματα αφενός και αφετέρου και μόνο η μετάφραση αυτών των ξένων έργων δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα και απαιτεί πολύ συγκεκριμένη δουλειά και επεξεργασία για να γίνει αυτό κατανοητό στο ελληνικό κοινό. Κακές μεταφράσεις, κακές ενορχηστρώσεις, κακές χορογραφίες και κυρίως αυτό που ονομάζουμε «κόπιες» – αυτό συμβαίνει εδώ! Και όλα ξεκινούν φυσικά από την παραγωγή και το budget. Γι΄αυτό και στο εξωτερικό βλέπουμε συχνά επί 12 χρόνια να συνεχίζει μια παραγωγή ή και παραπάνω, γιατί μπορούν και τη στηρίζουν οικονομικά.

Εδώ έχουμε καταντήσει οι ηθοποιοί να βλέπουν τους ηθοποιούς, οι τραγουδιστές να ακούν τους τραγουδιστές. Δεν μπορεί να στηριχθεί οικονομικά και να θέλουμε. Οπότε, ή θα γίνει με έναν εξαιρετικά προσεγμένο τρόπο – που συνήθως δε γίνεται – ή θα έχει τη μεγαλομανία του ότι θα είναι αυτό που είναι και απλά θα εύχεσαι να πετύχει έστω και κάτι. Και όντως έχουν υπάρξει φορές που έχουμε κάνει καλύτερες παραγωγές μιούζικαλ, ακόμα και από το εξωτερικό, απλά αυτό που λέω είναι ότι αυτός δεν είναι ο κανόνας! Και πόσα ακόμα έργα θα φέρουμε από το εξωτερικό; Γιατί, λοιπόν, να μη δημιουργήσουμε νέα; Όπως κάνει και ο Θοδωρής τώρα στον «Άνθρωπο που γελά». Παίρνει το μυθιστόρημα και συνθέτει μουσική από το μηδέν, με τη φοβερή του ικανότητα, που αν βγάλεις έστω και μια νότα, τότε αλλάζει όλη η μουσική.

Μήπως όμως, λόγω έλλειψης budget, οι παραγωγοί φοβούνται να ρισκάρουν και προτιμούν να διασφαλίσουν το να έρθει ο κόσμος να δει την παράσταση;

Χρηματικά, σαφώς, οι αναλογίες εδώ, σε σχέση με το εξωτερικό, έχουν τεράστια διαφορά. Πολύ λογικά. Εδώ, ωστόσο, μας λείπει και το ανθρώπινο δυναμικό. Εδώ έχουμε ό,τι μας δίνει το YouTube. Καλό είναι, εννοείται, να γίνονται πράγματα και σε αυτόν τον χώρο, δεν είμαι αντίθετος, αλλά δεν αρκεί το YouTube για να εκπληρώσει την ευθύνη που έχουμε απέναντι σε ένα κοινό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΟ άνθρωπος που γελά στο Θέατρο Rex12.09.2018

Tι είδους έργα σας αρέσει να παρακολουθείτε ως θεατής; Παρακολουθήσατε κάτι τελευταία που σας έμεινε;

Λόγω του ότι βρίσκομαι σε αυτό τον χώρο έχω μια πιο «αιχμηρή» και κριτική ματιά απέναντι σε αυτό που βλέπω και ίσως να είναι και λάθος μου. Προσπαθώ αυτό να το υπερνικήσω και έτσι πηγαίνω κάθε φορά σαν μικρό παιδί, με μεγάλη χαρά, για να δω πράγματα χωρίς να βάζω αυτόν τον «κριτή» πάνω από το κεφάλι μου. Πριν από κάποια χρόνια, μια από τις ωραιότερες παραστάσεις που έχω δει και με άγγιξαν ήταν το Cyrano de Bergerac σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Ήταν πολύ ποιητικό, ρομαντικό και μια από τις καλύτερες επεξεργασίες κειμένου που έχω συναντήσει, σε παραστάσεις που έχω δει.

Πρόσφατα είδα και τον Ερωτευμένο Σαίξπηρ του Κακλέα. Ίσως λόγω συναισθηματικής συγγένειας με εκείνο που είχε φτιάξει στο παρελθόν, επειδή έχουν ίδια ατμόσφαιρα, ένιωσα ξανά πολύ όμορφα με το να βλέπω ένα θέαμα, που είναι αυτό που εγώ ονομάζω «θέατρο». Αυτό, που εάν είχα παιδί θα ήθελα να το πάω να δει πώς είναι η μαγεία του θεάτρου, μέσα από παραστάσεις που διαθέτουν κάτι το μοναδικό. Είναι πολύ κουραστικό να βλέπουμε πράγματα που πασχίζουν για κάποιες ιδέες που στην τελική, δεν ξέρουν ούτε τα ίδια ποιες είναι αυτές οι ιδέες.

Μια ακόμη παράσταση που με άγγιξε είναι Οι Δούλες του Ζενέ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (με Δημήτρη Ήμελλο, Αργύρη Ξάφη, Κώστα Μπερικόπουλο). Εκεί, ο ηθοποιός μέσα μου με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πραγματικά δεν ξέρω τίποτα! Κάθε φορά που βλέπω αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι τυχαίνει να ήταν και δάσκαλοί μου, σκέφτομαι μέσα μου πως πραγματικά δεν έχω καταλάβει τίποτα. Είναι συγκλονιστικό όταν συμβαίνει αυτό, όταν παίζονται τόσο δύσκολα έργα, που λες «από πού να πιάσω κάτι τέτοιο;» και το παίρνουν κάποιοι άνθρωποι και φτιάχνουν έναν ολόκληρο κόσμο. Αυτή θα έπρεπε να είναι η δουλειά μας.

Πείτε μου έναν ρόλο – στόχο & όνειρο ζωής.

Όσες φορές έβαλα στόχους για ρόλους, ήρθαν και μετά έλεγα «Εντάξει, ωραίο ήταν». Αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζω έναν ρόλο που δεν περίμενα ποτέ. Που δεν μου είχε περάσει από το μυαλό και δεν ήξερα καν το ίδιο το έργο. Είναι ο πιο όμορφος, αναπάντεχος και βαθύς ρόλος που έχω συναντήσει. Οπότε αν έχω στόχους για το μέλλον, είναι να μου επιφυλάσσει τέτοιες εκπλήξεις.

«Εδώ έχουμε καταντήσει οι ηθοποιοί να βλέπουν τους ηθοποιούς, οι τραγουδιστές να ακούν τους τραγουδιστές»

H ιδέα του κινηματογράφου ή της τηλεόρασης σας έχει περάσει από το μυαλό;

Ανήκουμε στη γενιά – δεν ξέρω αν είναι τυχερή ή άτυχη – που ανήκει στον κόσμο των σειρών, του Netflix, του HBO… Εγώ έχω μεγαλώσει έχοντας στο μυαλό μου, ως απόγειο κάποια στιγμή, να έχω την ευκαιρία να παίξω σε μια σειρά στο εξωτερικό. Έχω ανοιχτή δίοδο με το εξωτερικό και δεν το αποκλείω για το μέλλον, αλλά σίγουρα θα το ήθελα πολύ. Όσον αφορά στην Ελλάδα, επίσης το ίδιο. Γενικά, ναι, σαφώς και με ενδιαφέρει, ανάλογα και με το τι θα ήταν αυτό.

Το ελληνικό κοινό βλέπει θέατρο;

To ελληνικό κοινό βλέπει πολύ θέατρο. Γιατί έχουμε πάρα πολύ θέατρο. Και να μη γνωρίζει απόλυτα που θα πάει, θέατρο θα δει. Πιστεύω ότι ένα 20% των παραγωγών που ανεβαίνουν στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικού επιπέδου παραστάσεις. Δεν ξέρω στο τέλος πόσοι είναι αυτοί που έχουν την ευκαιρία να τις δουν και σε πόσους – μέσα από αυτόν τον μεγάλο αριθμό παραγωγών – φτάνει τελικά η πληροφορία. Στην Ελλάδα έχουμε πολλούς καλλιτέχνες και το θέατρο είναι ελεύθερο για όλους, αποτελεί δικαίωμα όλων από την ημέρα που γεννήθηκε και αυτός είναι ο σκοπός του. Να είναι προσβάσιμο για όλους, κάτι που δεν το έκαναν από πάντα όλοι. Κι εμείς έχουμε καταντήσει σήμερα να το κάνουμε όλοι. Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα που ο ίδιος ο καλλιτεχνικός κόσμος πρέπει να λύσει. Έχει να κάνει με το ποιος διδάσκει και με το ποιος γίνεται μαθητής, κυρίως, γιατί επιλέγει να το κάνει, έχει να κάνει με τον τρόπο της οικονομίας μας και πώς αυτή λειτουργεί, με τα ελεύθερα μαθήματα, με το ποιον προσλαμβάνει ένας παραγωγός και γιατί, με την οπτική κάποιων παραγωγών που προτιμούν ανθρώπους που θα φέρουν κόσμο στο θέατρο, με παραγωγούς που δεν έχουν καμία σχέση με το θέατρο σαν θέατρο αλλά καθαρά με την έννοια την επιχείρησης και του «κερδίζω χρήματα». Και αυτό είναι καταστροφικό. Βλέπει λοιπόν ο κόσμος θέατρο, ναι. Τώρα εάν αυτό είναι καλό θέατρο ή όχι, δεν ξέρω αν είμαι και ο σωστός άνθρωπος να το κρίνω. Το εάν όμως θα μπορούσαν να υπάρχουν καλύτερες συνθήκες γι’ αυτό, τότε αυτό σίγουρα το πιστεύω.

Γενικότερα ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;

Όταν βρίσκομαι ήδη στα πλαίσια μιας δουλειάς, νομίζω δεν υπάρχει για εμένα κανένα μέλλον. Σε λίγο καιρό ίσως να μπορώ να το απαντήσω. Για εμένα τώρα δεν υπάρχει τίποτα άλλο, είμαι απόλυτα προσηλωμένος και διαθέτω μια ενέργεια που αφήνεται ελεύθερη τη στιγμή που οι πρώτοι θεατές θα κάτσουν στη θέση τους.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 «Ο άνθρωπος που γελά», Εθνικό Θέατρο – Rex
Σκηνοθεσία – Πρωτότυπη Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Πρωταγωνιστούν: Αιμιλιανός Σταματάκης, Εβελίνα Παπούλια, Σπύρος Τσεκούρας, Μαρία Δελετζέ, Δαυίδ Μαλτέζε, Κώστας Κορωναίος, Διονύσης Βερβιτσιώτης
Tετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30, Κυριακή στις 19:00

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b