MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
08
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Γιάννης Μόσχος: Χωρίς να είμαι οπαδός της ουτοπίας, πιστεύω πως ο άνθρωπος είναι ικανός για αλλαγή

Παιδί γιατρών και απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου επέλεξε συνειδητά το θέατρο. Το καλλιτεχνικό life story ενός από τους σημαντικότερους – παρότι αθόρυβους – σκηνοθέτες της γενιάς του.Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

author-image Στέλλα Χαραμή
Τις τελευταίες εβδομάδες έχει επιστρέψει στη γενέτειρα του, εγκαινιάζοντας τη συνεργασία του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος όπου σκηνοθετεί «Το Δηλητήριο» της Ολλανδέζας Λοτ Φέικεμανς, μια σύγχρονη ιστορία για τη διαχείριση της απώλειας. Είκοσι χρόνια πριν, ο Γιάννης Μόσχος θα εγκατέλειπε οριστικά τη Θεσσαλονίκη για ν’ ακολουθήσει το όνειρο του θεάτρου. Είχε ήδη αποφασίσει ότι στην Αθήνα ήθελε να ζήσει. «Τώρα πια την αγαπώ, την αισθάνομαι σπίτι μου. Ξέρω, δεν πρέπει να το λέω αυτό – οι Θεσσαλονικείς οφείλουν να λατρεύουν την πόλη τους…Ε, να που υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα» εξηγεί τώρα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.

Το ευχάριστο είναι πως ανάμεσα σε Θεσσαλονίκη κι Αθήνα, η διαδρομή του Γιάννη Μόσχου έχει πολλούς σταθμούς για να σταθεί κανείς. Ευέλικτος δημιουργός και σκηνοθέτης λιτών μα πολυσήμαντων παραστάσεων από το 2002 μέχρι σήμερα, εξακολουθεί, μ’ έναν αξιοσημείωτο τρόπο, να φέρει την αίσθηση της ήρεμης καλλιτεχνικής δύναμης, ενός ανθρώπου που – ιδανικά – δεν παίρνει ούτε τον εαυτό του, ούτε τα πράγματα πολύ σοβαρά.

Οπαδός της τσεχωφικής θεώρησης για τη ζωή, πότε ήσυχα κι άλλοτε ανήσυχα, μοιάζει να έχει πορευτεί από τα χρόνια της μαθητείας του στο πλευρό σημαντικών σκηνοθετών έως τώρα (για την ακρίβεια από το 2012) όπου διδάσκει Θεατρολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Πειραματική Σκηνή Θεσσαλονίκης, Αμόρε, Πόρτα αλλά πιο πριν τι; Πως μπήκες στην περιπέτεια του θεάτρου;

Από πολύ μικρή ηλικία, πρέπει να ήμουν κοντά 12, άρχισα να γοητεύομαι τρομερά από το θέατρο. Δεν ξέρω και εγώ να εξηγήσω τι ήταν αυτό ακριβώς που με γοήτευσε τόσο, και ούτε ακόμα τώρα – 35 χρόνια μετά – μπορώ, και θέλω, να το εξηγήσω λογικά. Απλώς το ερωτεύτηκα και συνεχίζω να είμαι ερωτευμένος με το θέατρο, και είναι σίγουρα ο σταθερότερος και μακροβιότερος έρωτας στη ζωή μου. Καθοριστική υπήρξε η ίδρυση μιας θεατρικής ομάδας στα χρόνια του Γυμνασίου, στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης από την οποία αποφοίτησα. Στην ίδρυση της ομάδας αυτής πρωτοστατήσαμε ο παιδικός μου φίλος, γνωστός ηθοποιός πλέον, Γιώργος Γλάστρας και εγώ. Η πρακτική ενασχόλησή μου με το θέατρο, ως ερασιτέχνης ηθοποιός τότε, μου επιβεβαίωσε ότι, ναι, αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου.

Μετάνιωσες που δεν έγινες φαρμακοποιός; Γύρισες ποτέ πίσω στη στιγμή που άλλαζες οριστικά κατεύθυνση;

Ποτέ δεν μετάνιωσα που δεν έγινα φαρμακοποιός. Ήμουν τυχερός να ξέρω από πολύ μικρή ηλικία τι ήθελα να κάνω, η φαρμακευτική ήταν μια μικρή παρακαμπτήριος για να φτάσω στον προορισμό μου. Προέρχομαι από ιατρική οικογένεια (μητέρα, πατέρας, αδελφός είναι γιατροί) και το οικογενειακό περιβάλλον με ωθούσε, μετά επιτάσεως, να ασχοληθώ με τον ιατρικό κλάδο. Θέλοντας βέβαια το καλό μου – «πως θα ζήσεις αγόρι μου από το θέατρο;» ήταν η επωδός – και είχαν δίκιο βέβαια, κι ας μην το καταλάβαινα τότε στην εφηβεία μου. Αλλά παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισα στην έως τώρα πορεία μου στο θέατρο ποτέ δεν αναρωτήθηκα αν έκανα λάθος για την επιλογή μου. Το θέατρο με κάνει να αισθάνομαι πλήρης, ακούγεται λίγο μεγαλόστομο ίσως, αλλά αυτή είναι η αλήθειά μου.

Τι είδους δυσκολίες συνάντησες;

Οι γνωστές δυσκολίες που υπάρχουν σ’ ένα χώρο ανταγωνιστικό, όπου το επαγγελματικό μέλλον διαγράφεται συχνά αβέβαιο, όπου τη μια τα πράγματα είναι θετικά αλλά από την άλλη υπάρχουν και περίοδοι με τηλέφωνα που δεν χτυπούν και προτάσεις που δεν γίνονται δεκτές. Ωστόσο, είναι δυσκολίες προσπελάσιμες. Γιατί υπάρχουν και συνάδελφοι πικραμένοι με τη μοίρα που τους επιφύλαξε η θεατρική ζωή και που αδίκως δεν δουλεύουν. Δεν ανήκω σ’ αυτούς.

Mosxos Giannis3

Πότε και πως αποφάσισες ότι η σκηνοθεσία είναι για σένα και όχι η υποκριτική;

Όταν άρχισα στην εφηβεία μου να παρακολουθώ μετά μανίας παραστάσεις ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο όταν μεγαλώσω· δεν ήξερα όμως ακριβώς από ποιο πόστο, δεν ήμουν και πολύ σίγουρος τι ακριβώς είναι η σκηνοθεσία. Το 1987, στα 16 μου, είδα το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, στο ΚΘΒΕ, παράσταση που με έκανε να συνειδητοποιήσω τι σημαίνει σκηνοθεσία και μου αποκάλυψε ότι αυτό θέλω να κάνω και εγώ. Θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά αυτή την παράσταση, ήταν μαγική, μια συναρπαστική σκηνοθεσία του Μαυρίκιου. Στον υπέροχο αυτό συνάδελφο οφείλω το δώρο αυτό. Αλλά και στη Λυδία Κονιόρδου οφείλω πολλές ευχαριστίες, την οποία είχα καθηγήτρια υποκριτικής – πραγματικά εξαιρετική – στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. όπου σπούδασα. Ήμουν στην κατεύθυνση Υποκριτικής του Τμήματος και μου είχε μπει τότε βλακωδώς η ιδέα ότι θα μπορούσα να γίνω και ηθοποιός. Όταν τελειώνοντας τη Σχολή ρώτησα τη Λυδία Κονιόρδου αν όντως μπορούσα, μου απάντησε απερίφραστα: «Όχι βέβαια, σκηνοθέτης να προσπαθήσεις να γίνεις». Πολύ με βοήθησε η ειλικρίνειά της.

Τι κρατάς από τα χρόνια και τους ανθρώπους στο πλευρό των οποίων εργάστηκες σαν βοηθός σκηνοθέτη;

Στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα είχα την τύχη να δουλέψω ως βοηθός δυο πολύ σημαντικών σκηνοθετών: Του Γιάννη Χουβαρδά και του Τάσου Μπαντή· είναι οι άνθρωποι που μαζί με τον πνευματικό μου μέντορα, τον θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου, με καθόρισαν αποφασιστικά. Από τον Γιάννη Χουβαρδά έμαθα τι σημαίνει σκηνοθετική σύνθεση και εις βάθος σκηνοθετική ανάγνωση ενός κειμένου και από τον Τάσο Μπαντή πως να εισχωρώ στις χαρακτήρες των θεατρικών ηρώων και να ασχολούμαι με πάθος με το θεατρικό κείμενο. Δύο, πολύ διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας σκηνοθέτες, εξαιρετικά ευφυείς και ευαίσθητοι και οι δύο, στους οποίους οφείλω πολλά.

Το θέατρο είναι σίγουρα ο σταθερότερος και μακροβιότερος έρωτας στη ζωή μου


Τι ορίζει πλέον τη σχέση σου με το θέατρο;

Η επιθυμία μου να συνεργάζομαι με ανθρώπους κοινής θεατρικής γλώσσας, αλλά και ψυχικής συγγένειας. Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά δεν αγαπώ την έπαρση και τον εγωισμό. Αναζητώ συνεργασίες ουσιαστικές, συναντήσεις με τους άλλους, και όχι παιχνίδια εξουσίας και εγωπάθειας. Είναι μια δουλειά που έχει τόσες αντιξοότητες – και σήμερα ακόμα μεγαλύτερες– που αποκτά για μένα πραγματικό νόημα μόνο όταν γίνεται μαζί με τους άλλους. Αυτό το «μαζί» λοιπόν αναζητώ και επιδιώκω.

Σχολιάζεις την εγωιστική φύση των σκηνοθετών ή των ηθοποιών;

Μα και οι σκηνοθέτες εγωιστικά τέρατα είναι. Δύσκολο στο θέατρο να ξεφύγεις από την παγίδα του εγωισμού. Εδώ πρέπει να κρατηθεί μια πολύ λεπτή ισορροπία: Να πιστέψεις στον εαυτό σου για να προχωρήσεις μια δουλειά και την ίδια στιγμή να τον αμφισβητήσεις. Ποιος σου λέει ότι είσαι ικανός να φέρεις σε πέρας μια σκηνοθεσία; Αυτό το παιχνίδι ισορροπίας μου έχει φανεί πολύ ωφέλιμο. Να πείθω τον εαυτό μου για την όποια ικανότητα μου αλλά και να τον αμφισβητώ για να μην μένω στάσιμος. Στο μεταξύ, όπως κάθε καλός σκηνοθέτης, οφείλω να είμαι ανοιχτός για να συνεργαστώ με τους άλλους. Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Το εύκολο είναι να μένει κανείς στον εγωισμό του ρόλου του και να πιστεύει πως είναι καλύτερος από τους υπόλοιπους.

Mosxos Giannis4

Συνηθίζεις να σκηνοθετείς κείμενα που μιλούν για τα βασικά, ανθρώπινα συναισθήματα. Σύμπτωση ή επιλογή;

Γνώμονας για την επιλογή ενός έργου είναι πάντα το πόσο με αφορά προσωπικά, κατά πόσο κινεί κάτι μέσα μου. Έχω μάθει πια να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και το αίσθημα μου. Υπάρχουν έργα τα οποία από την πρώτη στιγμή που τα διαβάσω με συνεπαίρνουν και ξέρω ότι με αυτά θέλω να ασχοληθώ. Και συνήθως, τώρα που με βάζεις να το σκεφτώ, πρόκειται για έργα που έχουν στον πυρήνα τους τη δυσκολία του ανθρώπου να βρει τρόπο να διαχειριστεί τη ζωή του. Όλοι μας είμαστε τόσο χαμένοι σε αυτή τη ζωή και τόσο γελοίοι και τραγικοί στην προσπάθειά μας να βρούμε το «σωστό» τρόπο να ζήσουμε. Και αυτός ο άγονος αγώνας πάντα με συγκινεί και με απασχολεί, επιστρέφω και ξαναεπιστρέφω στα ίδια ερωτήματα μπας και βρω καμία απάντηση. Το ξέρω πλέον πως δεν πρόκειται να βρω καμία εξήγηση, αλλά επιμένω να θέτω τα ερωτήματα.

Χρειάζεται, νομίζεις, να μιλάμε ξανά και ξανά για τα βασικά, τα ανθρώπινα όταν γύρω μας επικρατεί περίπου το χάος;

Νομίζω πως σε αυτές ακριβώς τις εποχές θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας και στους άλλους τα βασικά, τα ανθρώπινα. Η περίφημη κρίση που έχει εγκατασταθεί στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει την έτσι κι αλλιώς προβληματική ελληνική κοινωνία σε ζοφερά μονοπάτια: Ανάδυση του φασισμού, όξυνση των επιθετικών συμπεριφορών, απαξίωση των αξιών, επίταση του ωχαδερφισμού, της αγένειας, της εγωπάθειας.

Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά δεν αγαπώ την έπαρση και τον εγωισμό


Υπάρχουν φορές που αναρωτιέσαι σε ποιον μπορεί να απευθύνεται το θέατρο;

Το θέατρο δεν μπορεί να λύσει προφανώς τα προβλήματα, δεν μπορεί να αλλάξει μαγικά τον κόσμο, μπορεί όμως να δείξει έναν δρόμο στις ψυχές των ανθρώπων. Και για να σου φέρω το παράδειγμα του «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλλερ που σκηνοθέτησα φέτος, είναι εντυπωσιακό πόσο ακουμπά το έργο τους θεατές. Κι αυτό δεν είναι βέβαια τυχαίο, το έργο έχει στον πυρήνα της θεματικής του την ευθύνη μας απέναντι στους άλλους. Και οι θεατές συγκινούνται από την ιστορία αυτής της αμερικάνικης οικογένειας της μεταπολεμικής γενιάς αναγνωρίζοντας στους ήρωες του έργου τα δικά τους διλήμματα. Αν σε κάποιους, έστω και σε έναν θεατή, το έργο έχει σπείρει ένα σπόρο για την ανάγκη να ζούμε εν κοινωνία και όχι εν οίκω τότε το κέρδος είναι μεγάλο, όχι;

Ρομαντική σκέψη. Είσαι ρομαντικός ως άνθρωπος;
Μ’ ένα τρόπο, ναι – κρατάω μια ρομαντική στάση απέναντι στα πράγματα. Συνήθως υπάρχουν δύο θεωρήσεις: Είτε πως είναι μάταια η οποιαδήποτε προσπάθεια καθώς δεν μπορείς να αλλάξεις κόσμο ή κάνεις την προσπάθεια με την πίστη ότι κάτι μπορεί να μετακινηθεί. Ο καθένας μας καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Χωρίς να είμαι οπαδός της ουτοπίας, πιστεύω πως ο άνθρωπος είναι ικανός για αλλαγή. Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, φιλοξενούσε μια παράσταση, τους «Αδελφούς και αδελφές» από ένα θέατρο της Αγίας Πετρούπολης. Η παράσταση παρακολουθούσε την πορεία ενός ήρωα που αντιστεκόταν στο σταλινικό καθεστώς και όπου, κάποια στιγμή, έλεγε το εξής: «Τι αξία έχει μια ζωή χωρίς συνείδηση!». Δεν ξεχάσω τη στιγμή που 800 άτομα άρχισαν να τον χειροκροτούν, να χειροκροτούν την αξία που πρέσβευε ο ήρωας του. Μου φάνηκε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ικανοί ν’ αλλάξουν κάτι. Δεν λέω ότι το έκαναν – το πιθανότερο να ξέχασαν το περιστατικό σε λίγες ημέρες. Αποκλείεται, όμως, να μην τους έμεινε ένα ίχνος αυτής της δύναμης.

Όλοι μας είμαστε τόσο χαμένοι σε αυτή τη ζωή και τόσο γελοίοι και τραγικοί στην προσπάθειά μας να βρούμε το «σωστό» τρόπο να ζήσουμε


Διατρέχεις μια πολύ δημιουργική περίοδο από τη στιγμή που ξεκίνησε η οικονομική πτώση και κρίση μέχρι σήμερα. Πως το εξηγείς αυτό;

Το ελπίζω να είναι όντως δημιουργική η περίοδος αυτή, γιατί έτσι αισθάνομαι, εύχομαι και να ισχύει. Δεν συνδέεται πάντως τόσο με την κρίση, όσο με την ηλικία μου. Η φίλη μου, η ηθοποιός, Έφη Σταμούλη μου είχε πει όταν έκλεισα τα 40: «Θα δεις, η δεκαετία μεταξύ 40 και 50 είναι η καλύτερη ηλιακή φάση στη ζωή». Και αντιλαμβάνομαι τώρα, 6 χρόνια μετά, πως είχε δίκιο, μετά τα 40 έχεις αποκτήσει εργασιακή εμπειρία, αντιλαμβάνεσαι καθαρότερα τα εργαλεία της τέχνης σου, ξέρεις πια ποιος είσαι και έχεις ακόμα βιολογικά δύναμη και ενέργεια. Ένας συνδυασμός που σε βοηθάει να είσαι δημιουργικότερος και αποδοτικότερος σε ό,τι και αν κάνεις επαγγελματικά.

Mosxos Giannis1

Ποια μάχη είναι η μεγαλύτερη μέσα σου αυτή την εποχή;

Η αντίφαση ανάμεσα στην σχετικά ασφαλή δικιά μου πραγματικότητα και στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν τόσοι άλλοι άνθρωποι γύρω μας. Από τη μια, αισθάνομαι ευτυχής γι’ αυτά που έχω και από την άλλη λίγος και εγωιστής αφού αντιλαμβάνομαι πως δεν βοηθώ τους άλλους όσο μπορώ. Ελπίζω να μην μείνω πια στα ευχολόγια αλλά να αποδείξω περισσότερο έμπρακτα την αλληλεγγύη μου.

Παρατηρώντας τους σημερινούς ανθρώπους αισθάνεσαι συμπόνια, αλληλεγγύη, αγωνία; Τι επικρατεί εντός σου;

Ένα μείγμα όλων των παραπάνω, η δοσολογία ποικίλλει αναλόγως την ημέρα. Αν και όσο μεγαλώνω νομίζω πως κυριαρχεί μέσα μου η συμπόνια, η κατανόηση για τους άλλους. Όταν ήμουν νέος ήμουν αφοριστικός, εύκολα καταδικαστικός, κάτι για το οποίο δεν είμαι και πολύ περήφανος σήμερα. Όσο μεγαλώνεις οφείλεις, νομίζω, να βλέπεις πρώτα τη θέση των άλλων, η αφετηρία σου να είναι να καταλάβεις τους άλλους και όχι να τους κρίνεις. Να προσπαθείς να τους συμπονέσεις για την αδυναμία που έχουν και αυτοί, όπως και εσύ, να χειριστούν τη ζωή και τα προβλήματά της.

Όσο μεγαλώνω νομίζω πως κυριαρχεί μέσα μου η συμπόνια, η κατανόηση για τους άλλους


Για την Φέικεμανς η ζωή είναι «σαν να πηδάς από αεροπλάνο χωρίς αλεξίπτωτο». Εσύ πως θα περιέγραφες τη ζωή;

Η περιγραφή της Φέικεμανς είναι εύστοχη. Η όποια σιγουριά έχουμε μπορεί να κατακρημνιστεί το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο. Είναι τόσο παράλογη και άδικη πολλές φορές η ζωή. Αλλά δεν είναι το κυρίαρχο μότο μου γι’ αυτήν· ταυτίζομαι περισσότερο με τον Άντον Τσέχοφ και τη τρυφερή και σαρκαστική διάθεσή του απέναντι στη ζωή: «Ένας διαρκής κωμικοτραγικός αγώνας να δικαιώσουμε την ύπαρξή μας». Και είμαστε όλοι μας τόσο αστείοι και συνάμα τραγικοί στην προσπάθειά μας να αποδείξουμε πως αξίζει και η δικιά μας ζωή. Συνεχώς παλεύουμε με το παρελθόν μας και τις επιλογές μας, και αναρωτιόμαστε ηλιθιωδώς τι θα γινόταν αν είχαμε κάνει άλλες επιλογές (δεν βγάζω φυσικά τον εαυτό μου απ’έξω). Μα αυτές μπορούσαμε να κάνουμε τότε και αυτές τις αποφάσεις πήραμε, σωστές ή λανθασμένες, δεν έχει σημασία… Το ζήτημα είναι τι κάνουμε τώρα και ποιο μέλλον θέλουμε να ατενίσουμε.

Τι μέλλον θέλεις ν’ ατενίσεις;

Καταρχάς, θέλω να βλέπω ανθρώπους που να έχουν τα στοιχειώδη της επιβίωσης, να αισθάνονται ασφαλείς στην πραγματικότητα τους. Την ίδια στιγμή όμως, αν συγκρίνω το ελληνικό πρόβλημα με το συριακό, πως αλλάζει η έννοια του προβλήματος. Το τοπίο γύρω μας είναι φανερά ανήσυχο. Εύχομαι κι ελπίζω πως θα βρεθούν κάποιοι για να συγκρατήσουν τις ακραίες κι επικίνδυνες φωνές. Από εκεί και πέρα, ρίχνοντας μια πιο προσωπική ματιά θέλω να είμαι υγιής τόσο εγώ όσο και άνθρωποι που αγαπώ κι έχω γύρω μου. Θέλω να θυμάμαι πως οι άλλοι μας κάνουν να αισθανόμαστε ευτυχείς. Και μέσα από αυτή την ανάγκη θέλω να κατανοήσω το αναπάντεχο· πως η ζωή είναι γεμάτη από αναπάντεχες στροφές. Μια σειρά τρομερών δυσκολιών και τρομερά ευτυχών στιγμών. Ίσως αυτή η σκέψη είναι βοηθητική και στον τρόπο που κανείς αποδέχεται το θάνατο…

Έχει φανεί (η ζωή) γενναιόδωρη μαζί σου ως τώρα;

Θα ήμουν αχάριστος να παραπονεθώ. Κάνω μια δουλειά που λατρεύω, έχω μια υποστηρικτική οικογένεια, έχω κοντινούς φίλους, δεν έχω αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας – είμαι τυχερός λοιπόν. Μη φανταστείς πως κι εγώ δεν παραπονιέμαι και δεν γκρινιάζω, δεν ξεφεύγω κι εγώ από την ανοησία του ανθρώπινου είδους όπου πάντα κάτι μας λείπει. Όποτε με πιάνει το παράπονο γι’ αυτά που δεν έχω, χαστουκίζω τον εαυτό μου και μου υπενθυμίζω πόσο τυχερός είμαι από πολλές απόψεις. Γιατί υπάρχει και ο παράγοντας τύχη στη ζωή – δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Δεν πιστεύω όμως μόνο στην τύχη· εν πολλοίς εμείς καθορίζουμε τη μοίρα μας, μας έρχονται τα πράγματα για τα οποία αγωνιζόμαστε και παλεύουμε, ασχέτως αν θα μας βοηθήσει η τύχη ή όχι.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b