MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Παρθενόπη Μπουζούρη: Καμιά φορά οι πέτρες που σου ρίχνουν είναι ένα θαυμάσιο υλικό για να χτίσεις

Η ηθοποιός Παρθενόπη Μπουζούρη αλλάζει πίστα. Ως γυναίκα και ως καλλιτέχνης. Γιατί από τη θέση που βρίσκεται, συνειδητοποιεί πως το κομμάτι ζωής που έχει μπροστά της, είναι μικρότερο από το κομμάτι που αφήνει πίσω της.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 25.10.2019 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ

Ψηλή, επιβλητική, αθλητική και προσφάτως με χρυσοκόκκινα μαλλιά μοιάζει, θαρρείς, με Κέλτισα. Ανοίγει την πόρτα της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου με αποφασιστικότητα και εναρμονίζεται πλήρως με το περιβάλλον. Ειδικά όταν παρατηρείς πως κουβαλά μαζί της ένα σκηνικό αντικείμενο, το ροζάριο από την πρόβα της «Μαρία Στιούαρτ», που σκηνοθετεί η ‘Αντζελα Μπρούσκου.

‘Ομως, η Παρθενόπη Μπουζούρη ομολογεί πως είναι ένας άνθρωπος που δεν έπαψε να κινείται με συστολή, μια ηθοποιός που ντρέπεται ακόμα και σήμερα, όταν της λένε «μπράβο».

Το κορίτσι που συστήθηκε στην κατάληψη καλλιτεχνών της Γ΄ Σεπτεμβρίου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, που μαθήτευσε στο πλευρό του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της ‘Αντζελας Μπρούσκου κι έπειτα έπαιξε στο Εθνικό θέατρο, στην Επίδαυρο, στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και στο Παλλάς, έχει πια μεγαλώσει. «Αν και μέχρι τα 40 μου κρινόμουν σαν να μην έχω παίξει ποτέ», διαμαρτύρεται.

Και παρά τη συστολή της, δεν διστάζει να αποκαλύψει την ηλικία της. Δεν διστάζει, επίσης, να παραδεχτεί πως στο θέατρο επιβάλλεται μονάχα «η αριστοκρατία του ταλέντου». Φταίει η παρόρμηση της που συνυπάρχει με την εσωστρέφεια; Μπορεί. Η Παρθενόπη Μπουζούρη έμαθε να παίρνει πάντα θέση, ακόμα κι αν ο δρόμος της φάνταζε μοναχικός.

Με φυσικό σκηνικό της φωτογράφισης την Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου στην οδό Φιλελλήνων.

Δουλεύεις ασταμάτητα. Δεν σου κοστίζει αυτό;

Από την στιγμή που ξεκίνησα την διδασκαλία στις σχολές επεκτάθηκε το ωράριο μου κατά 18 με 20 ώρες την εβδομάδα. Στην αρχή το ξεκίνησα σαν ανάγκη, σαν δεύτερο επάγγελμα γιατί δεν επιβιώνεις από το επάγγελμα του ηθοποιού – τουλάχιστον όχι αν δεν κάνεις παραχωρήσεις. Κι εγώ καλλιτεχνικές παραχωρήσεις δεν ήθελα να κάνω. Πρωτοδίδαξα στο εργαστήρι με την Αντζελα το 1996, εκεί δίδασκα και διδασκόμουν. Τα τελευταία πέντε χρόνια, ωστόσο, διδάσκω σε δύο σχολές. Και στο μεταξύ, την τελευταία πενταετία, η μια δουλειά φέρνει την άλλη.

Περνάς από τη μια ρομαντική ηρωίδα στην άλλη.

Ναι. Από το 2015, οπότε ξεκινήσαμε με την Μάγδα Γκέμπελς μέχρι και σήμερα. Βρίσκω ότι ανακάλυψα ένα νήμα που ενώνει όλες αυτές τις γυναίκες. Από την Γκέμπελς στην Γκάμπλερ, στις ηρωίδες του Μπουνιουέλ και φτάνει στη Μαρία Στιούαρτ. Εδώ συγκρούεται ο ιπποτικός – άρα και ρομαντικός κόσμος – με τον προτεσταντικό (πολιτικό και οικονομικό) κόσμο. Είναι μαγικοί κόσμοι, παραμυθένιοι.

Με τη «Μαρία Στιούαρτ», το Θέατρο Δωματίου συμπληρώνει 25 χρόνια παρουσίας. ‘Εχεις ζήσει μεγάλες συγκινήσεις σε αυτό το διάστημα;

Είναι ωραία η έννοια της συγκίνησης, μου αρέσει. Αν κάτι με ενδιαφέρει πάνω στη σκηνή είναι αυτό. Το θέατρο πρέπει να γεννάει συγκίνηση και δεν εννοώ το συναίσθημα, αλλά την κίνηση ανθρώπων μαζί. Νομίζω ότι κρατώ και στιγμές μεγάλης προσωπικής μου συγκίνησης. Δηλαδή, δεν θα ξεχάσω την πρώτη πρόβα στην Επίδαυρο, το πρώτο δειλινό που ανεβήκαμε να κάνουμε πρόβα όπου έπεφτε η σκιά του κοίλου μέσα στην ορχήστρα κι έμοιαζε σαν να μπαίνεις σ’ ένα κουφάρι που αναπνέει.

Αν διαθέτω μια γερή πλάτη είναι γιατί δυνάμωσα από το πολύ ξύλο

Αναρωτιέμαι αν είσαι ανοιχτή να παίξεις κι εκτός ομάδας.

Πάντα ήμουν. Δεν ξέρω πως αποτυπώθηκε ότι εγώ δουλεύω αποκλειστικά με την Αντζελα. Σίγουρα, στην ομάδα που έχτισα δουλεύω πρωτίστως, αλλά κλειστή δεν ήμουν ποτέ. Μάλιστα, υπάρχουν κι άνθρωποι που θα ήθελα διακαώς να δουλέψω μαζί τους.

Παρόλα αυτά, η αφοσίωση στο θέατρο Δωματίου λειτούργησε και αντίστροφα;

Είμαι πιστός άνθρωπος, υπηρέτησα την ομάδα, τη σκηνοθέτη και μέντορα μου και την ιδέα της ομάδας. Αυτό αυτομάτως είναι μια θέση που ο καθένας μετέφραζε όπως ήθελε. Πολλοί θεωρούσαν ότι τους απέκλεια επιλέγοντας κάτι άλλο. ‘Ομως, εγώ αγρόν αγόραζα. Δεν μπορούσα να διαννοηθώ ότι επειδή δρω μ’ έναν τρόπο, αυτό θα μπορούσε να με εμφανίσει ως εχθρό στα μάτια ενός ανθρώπου που δεν είχα γνωρίσει ποτέ. ‘Οταν το συνειδητοποίησα, φρίκαρα.

Υποδύεται τη «Μαρία Στιούαρτ» του Φρίντριχ Σίλλερ σε σκηνοθεσία της ‘Αντζελας Μπρούσκου.

Τι έχει σημάνει για σένα η συνεργασία με την ‘Αντζελα Μπρούσκου και πως σε έχει διαμορφώσει στον άνθρωπο που είσαι σήμερα;

Με καθόρισε. Μαζί φτιάξαμε έναν κώδικα και καλέσαμε κι άλλους μέσα σε αυτό. ‘Αλλωστε η ‘Αντζελα δεν είναι μόνο η σκηνοθέτης αλλά και η δασκάλα μου. Κοντά της, λειτούργησα με το ένστικτο και την ανάγκη να κάνουμε πράγματα. Η πρώτη μας κοινή επταετία ήταν σκληρή. Παλεύαμε με μηδέν χρηματοδότηση. Επί επτά χρόνια κάναμε αίτηση και επί επτά χρόνια απορριπτόμασταν από την επιτροπή. Αυτό άλλαξε το 2002. Μέχρι τότε οι παραστάσεις μας δεν περνούσαν ούτε ως είδηση στα ψιλά.

Διατηρήθηκαν και αργότερα οι απορρίψεις;

Δεν είναι εμφανείς οι αποκλεισμοί αλλά κάποια στιγμή αρχίζεις να μετράς απορρίψεις. Κάνεις προτάσεις συνεργασίας σ’ ένα θεσμό και, επί οχτώ χρόνια, τρως πόρτα. Δεν ξέρεις γιατί. ‘Ομως, πλέον, είναι πια τόσο χαοτικό το τοπίο και τόσο μικρό το κοινό, οπότε μοιραία έρχεται η σύγκρουση. Δεν ξέρω το πειραματικό – ερευνητικό θέατρο τι θέση έχει πια μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον.

Διαχωρίστηκα σταθερά από την ‘Αντζελα Μπρούσκου και διεκδίκησα τη δική μου αυτονομία στην σκηνή

Εχεις περάσει δύσκολους χειμώνες;

Ου! Αλλά αυτό δεν με έκαμψε. Καμιά φορά οι πέτρες που σου ρίχνουν είναι ένα θαυμάσιο υλικό για να χτίσεις, ό,τι χτίσεις. Νομίζω πως αν διαθέτω μια γερή πλάτη (και μπορώ να την δείχνω σε μιαν αφίσα) είναι γιατί δυνάμωσα από το πολύ ξύλο.

Προσπάθησες να ερμηνεύσεις την στάση των αποκλεισμών;

Στην πρώτη φάση που μας συνέβαινε, οι ομάδες ήμασταν όλες κι όλες τέσσερις ή πέντε. Και, προφανώς, το κατεστημένο μας είχε εκλάβει ως απειλή. Του τύπου ποιοί είστε εσείς που θα κάνετε έτσι το Μολιέρο σε μια κατάληψη;

Μπορείς να ανακαλέσεις ένα περιστατικό από τα χρόνια της κατάληψης;

Στην πρεμιέρα του «Μισάνθρωπου», όπου η σκηνή ήταν διακοσμημένη με πραγματικά κεριά και υφασμάτινα λουλούδια σε όλη τη νεοκλασική σάλα – έπεσε ένα κερί κι άναψε φωτιά πίσω μου. Τότε σηκώθηκε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, με προσπέρασε και το έσβησε ψύχραιμα με το πόδι του. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι πως τότε ο Δημήτρης είχε σχεδιάσει και τα κοστούμια στην παράσταση.

Θυμάται την εποχή που μαθήτευσε στο πλευρό του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπεις το θέατρο από την εποχή της κατάληψης μέχρι σήμερα, όπου συνεργάστηκες και ως βοηθός του Δημήτρη Παπαϊωάννου;

Η σκιά είναι μια θέση προστασίας. Κι εγώ ήμουν πολύ εσωστρεφές παιδί. Συνεπώς, αυτή η θέση σκιάς κάτω από δυνατά “δέντρα” ήταν ταυτόγχρονα σκιές προστασίας μέχρι να νιώσω καλά. Κι από την άλλη, ήταν μια δικαιολογία των φόβων και της τεμπελιάς μου ν’ ανοιχτώ κάτω από τον ήλιο.

‘Εφυγες από τη σκιά αυτών των δέντρων;

Σιγά – σιγά, πότε μ’ ένα βήμα έξω, πότε ξανά μέσα, άρπαξα λίγο φως. Τα επόμενα χρόνια, διαχωρίστηκα σταθερά από την Αντζελα κι διεκδίκησα τη δική μου αυτονομία στην σκηνή. Με ενδιαφέρουν οι συνεργασίες με ανθρώπους, κυρίως σκηνοθέτες της νέας γενιάς γιατί κομίζουν κάτι που θα με ξεβολέψει. Δυστυχώς, στην τέχνη κλεινόμαστε ασυνείδητα μέσα στα τείχη μιας ασφάλειας. Παλιώσαμε πολύ γρήγορα.

Σήμερα που μιλάμε για ένα θέατρο το οποίο καθορίζεται από τις ομάδες, τι έχεις να σχολιάσεις;

‘Οταν ξεκινήσαμε δεν είχαμε την ψευδαίσθηση ότι πάμε να κάνουμε ένα κίνημα στο θέατρο. Παρόλα αυτά, το Θέατρο Δωματίου ήταν μια ιδρυτική πράξη. Προσωπικά συμμετείχα σε αυτή την ομάδα, όχι γιατί δεν είχα προτάσεις να παίξω αλλού, αλλά γιατί δεν ήθελα να παίξω αλλού. ‘Ηταν μια συνειδητή πράξη για ένα άλλο θέατρο που αναρωτιέται περισσότερο για τα πράγματα και δεν έχει βεβαιότητες.

Τι κάνει το θέατρο σας ξεχωριστό ανάμεσα στις άλλες ομάδες;

Το ότι ακόμα αναρωτιόμαστε σε μια εποχή που το θέατρο θέλει βεβαιότητες. Είναι πολυτέλεια η αναρώτηση πια. ‘Ολοι θέλουν να έχεις αυτοπεποίθηση. Αλλά εμείς θέλουμε να ανεβαίνουμε στη σκηνή με ένα ερωτηματικό.

Συμμετείχα σ’ αυτή την ομάδα, όχι γιατί δεν είχα προτάσεις να παίξω αλλού, αλλά γιατί δεν ήθελα να παίξω αλλού

Θυμάσαι τον εαυτό σου όταν έμπαινες στην σχολή Βεάκη;

Ω, ναι! ‘Ημουν ένα παιδί που ερχόταν από άλλο πλαίσιο, χώρο και τρόπο. Καταρχάς, ερχόμουν από τον ελληνικό βορρά όπου εκεί οι άνθρωποι δεν έβλεπαν – ούτε τώρα βλέπουν – θέατρο. Κατά συνέπεια, όταν ξεκίνησα να παρακολουθώ θέατρο και κάπως μαγικά άρθρωσα ότι κι εγώ θέλω να το κάνω, η Αντζελα μου πρότεινε να πάω σε δραματική σχολή. Προσήλθα σχολή μ’ ένα μυαλό εντελώς πρακτικό· τα είχα καλά με τους αριθμούς, τη Χημεία και τη Φυσική, τα είχα καλά με το σώμα μου – γιατί έκανα πάντα αθλητισμό – και βρέθηκα ξαφνικά ένα περίεργο πλάσμα, ένα αγοροκόριτσο με τζιν και αρβίλες σ’ ένα περιβάλλον όπου όλες ήθελαν να μοιάσουν στην Λαμπέτη. Φορούσαν μαύρες μακριές φούστες και κουβαλούσαν πολλή μελαγχολία. Δεν εντάχθηκα σε αυτό φυσικά, ήμουν λίγο το μαύρο πρόβατο της σχολής. Πάντως, είχα ένα «γιατί;». ‘Εψαχνα να βρω πρακτικά εργαλεία για να καταλάβω την τέχνη του θεάτρου.

Αργότερα, σε διέψευσε ο χώρος ακόμα και η ίδια η τέχνη;

Μπήκα στην τέχνη εντελώς παρορμητικά και δεν θέλησα μόνο να κάνω τέχνη· θέλησα να ζω μέσα από την τέχνη. Είχα, ήδη, ένα καλό πτυχίο, μπορούσα να κάνω ένα μεταπτυχιακό, να γίνω μια business woman στην Ευρώπη και να βγάζω χρήματα. Αλλά υπήρχε και μια άλλη επιλογή που με έκανε να νιώθω πολύ ζωντανή αν και δεν μου εξασφάλιζε τίποτα – ούτε καν την επόμενη μέρα.

Πότε συμβιβάστηκες με αυτή την ιδέα;

‘Οταν πήγα στη σχολή, άρχισαν να γκρεμίζονται οι βεβαιότητες μου – γιατί μέχρι τότε πίστευα ότι όσο πιο πολύ δουλεύω τόσο πιο πολύ θα ανταμοίβομαι. Ωστόσο, διαπίστωσα ότι δεν σου δίνεται τίποτα, απλώς και μόνο αν είσαι επιμελής μαθητής. Διαπίστωσα πως στο θέατρο αποδίδει η αριστοκρατία του ταλέντου – στην οποία πιστεύω ακράδαντα. Πιστεύω, επίσης, εκείνο που μου είπε ο δάσκαλος μου Λυκούργος Καλλέργης όταν έδινα εξετάσεις: «Παιδί μου, σκέψου το καλά». Το θέατρο, λοιπόν, είναι μια επιλογή ζωής γιατί πορεύεται σε μια διαρκή αβεβαιότητα.

Κουράστηκες από την αβεβαιότητα;

Με κάποιο τρόπο γνωρίζω τα 300 μέτρα του δρόμου μέσα στη νύχτα με αναμμένα τα φώτα του αυτοκινήτου. ‘Εμαθα να είμαι φίλη με αυτό.

«Μπήκα στην τέχνη εντελώς παρορμητικά και δεν θέλησα μόνο να κάνω τέχνη· θέλησα να ζω μέσα από την τέχνη» διευκρινίζει.

Είπες νωρίτερα πως μπήκες στο θέατρο από παρόρμηση. Εξακολουθείς να είσαι παρορμητικός άνθρωπος;

Νομίζω στα 52 μου είμαι λιγότερο παρορμητική απ’ ότι ήμουν στα 25. Επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώθει την παρόρμηση, αλλά νομίζω ότι μπορώ να ελέγξω τη δράση μου.

Σε επίπεδο αυτοπαρατήρησης τι άλλο έχει αλλάξει σε σένα;

Αγαπώ περισσότερο την άγνοια, τον ατελή εαυτό μου. Και μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης αυτός ο εαυτός, που παλιά θεωρούσα ελλειματικό.

‘Ησουν σκληρή, δηλαδή, με τον εαυτό σου;

Είμαι όπως όλοι όσοι έχουν κάνει εκπαίδευση αθλητή. Οι αθλητές είμαστε αμείλικτοι με τους ευατούς μας. Η επαγγελματική μου εμπειρία στοι μπάσκετ ήταν σπουδαία τόσο που θεωρώ ότι τα ομαδικά αθλήματα θα έπρεπε να διδάσκονται στις δραματικές σχολές. Μαθαίνουν να παίζεις χωρίς τη μπάλα, να παίζεις στο χώρο και απαραιτήτως με τους άλλους.

Στο θέατρο αποδίδει η αριστοκρατία του ταλέντου

Πλέον, τι αναζητάς στο θέατρο;

Να συνυπάρχω με ανθρώπους που καλλιτεχνικά μου ανοίγουν τα μάτια. Να συνυπάρχω με τους ηθοποιούς που χωρίς νοητικά, ψυχικά και άλλα σχήματα, χωρίς προβολές και συναισθήματα, μυρίζουν ο ένας τον άλλον σαν ζώα κι αρχίζουν να παίζουν και να παίρνουν χαρά από αυτό.

H Παρθενόπη Μπουζούρη στοχεύει ώστε «καμία μέρα να μην πηγαίνει χαμένη, δεν θέλω καμία μέρα να μην έχει μέσα της χαρά ή να πηγαίνει στο βρόντο».

‘Εχεις αλλάξει πίστα;

Αλλάζω πίστα σαν γυναίκα και σαν καλλιτέχνης γιατί από τη θέση που βρίσκομαι, συνειδητοποιώ πως το κομμάτι ζωής που έχω μπροστά μου είναι μικρότερο από το κομμάτι που αφήνω πίσω μου. Ως εκ τούτου, δεν θέλω καμία μέρα να πηγαίνει χαμένη, δεν θέλω καμία μέρα να μην έχει μέσα της χαρά ή να πηγαίνει στο βρόντο. Θέλω η κάθε μέρα να είναι μια μέρα αγάπης κι απόλαυσης. Και νομίζω ότι σιγά – σιγά κατευθύνομαι προς αυτό.

‘Εχεις αφήσει εκκρεμότητες;

Ξέρεις, υπάρχει μια προκατάληψη για τη γυναίκα που μεγαλώνει και οφείλουμε οι γυναίκες ν’ αλλάξουμε αυτό το σχήμα. Θα ήθελα να μην ντρέπονται οι γυναίκες να πουν την ηλικία τους, να μην ντρέπονται να παραδεχτούν ότι μεγάλωσαν – γιατί αυτό δεν σημαίνει ότι ασχήμηναν, ότι έχασαν κάτι από τη ζωτικότητα τους, το ταλέντο ή τον ερωτισμό τους. Με αυτό το μεγάλο κίνητρο μπαίνω στη νέα πίστα με μεγάλη διάθεση.

Σε τι άλλο στοχεύεις;

Να δουλεύω λιγότερο και με μεγαλύτερη βαθύτητα.

Αλλάζεις πίστα και στην προσωπική σου ζωή;

Ναι, σαφώς. Είμαι πολύ πιο απαιτητική από τη ζωή. Θέλω να τη ρουφήξω, όπως όταν ήμουν παιδί.

«Είμαι πολύ πιο απαιτητική από τη ζωή. Θέλω να τη ρουφήξω, όπως όταν ήμουν παιδί.» εξομολογείται.

Τι έχει μια ωραία μέρα για σένα;

Να ξυπνήσω από έναν βαθύ και ήσυχο ύπνο, να πάω να κολυμπήσω, να δουλέψω και να χαρώ τη δουλειά και την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Θέλω ν’ αγαπώ το σώμα μου, να το ακούω.

Σου πήρε καιρό για να φτάσεις σ΄ αυτή τη συνειδητότητα;

Δρούσα πάντα με το σώμα μου σαν ζώο, πάντα το άκουγα. Απλώς μου πήρε χρόνο να αποδεχτώ πως, όταν αφήνω ακάλυπτες ανάγκες στο σώμα μου, αυτό με εκδικείται. Αν δεν είμαι τίμια με μένα, δεν θα είμαι τίμια με κανένα. Αν δεν δημιουργήσω σχέση αγαπητική με τον εαυτό μου, δεν θα μπορέσω να δημιουργήσω σχέση αγαπητική με κανέναν. Δεν είναι εγωκεντρισμός να ξεκινήσεις πρώτα το διάλογο με τον εαυτό σου.

Αυτός ο διάλογος με τον εαυτό σου, σε έφερε μπροστά στη σκέψη να γίνεις μητέρα;

‘Οχι. Συνειδητότατα. Είμαι, όμως, μια εξαιρετική θεία και μια εξαιρετική γιαγιά-θεία, γιατί η αγαπημένη μου ανηψιά γέννησε μωράκι. Τ’ ανήψια μου και τα παιδιά των φίλων μου αντιπροσωπεύουν την σχέση μου με την μητρότητα. Και δεν θα πω πολλά για την σχέση μου με τα παιδιά στις σχολές. Αυτά είναι τα παιδιά μου. Με περιμένουν στην πόρτα όταν φτάνω στην πόρτα. Εχουμε σχέση συναισθηματική, δέσιμο, δεν είναι απλώς οι μαθητές μου. Κάποια με αποκαλούν «κυρία μου».

Υπάρχει μια προκατάληψη για τη γυναίκα που μεγαλώνει και οφείλουμε ν’ αλλάξουμε αυτό το σχήμα

Είχες ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;

‘Ημουν ένα παιδί που έπαιξε πάρα πολύ. ‘Ημουν ένα τυχερό παιδί που μεγάλωσα στην επαρχία, σε μια γειτονιά της Ξάνθης που είχε ένα αυτοκίνητο (το αυτοκίνητο του κ. Σταύρου), σ’ ένα κομμάτι της παλιάς πόλης, το Σαμακώβ, με μουσουλμάνους, και χριστιανούς. Εκεί, λοιπόν, εγώ έπαιζα, έπαιζα πάρα πολύ. Κι έτσι όταν μεγάλωσα, έγινα έφηβη και μου κόστιζε που έπρεπε να σταματήσω το παιχνίδι στους δρόμους, γράφτηκα στο μπάσκετ για να συνεχίσω να παίζω. Το θέατρο ήταν, μάλλον, ένας τρόπος για να συνεχίσω να παίζω υπό συνθήκη.

Τι είδους άνθρωποι ήταν οι γονείς σου;

Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και η μητέρα μου κεντούσε εργόχειρα για όλη την πόλη. Μεγάλωσα μέσα σε μια μικρή βιοτεχνία. Σε μια κλασική μικροαστική οικογένεια.

Πως αντιμετώπισαν το δεδομένο ότι η κόρη τους θα γίνει ηθοποιός;

Δεν χάρηκαν με την επιλογή μου. Ηταν τραυματικό γεγονός κι έπρεπε να δώσω μάχες. ‘Επεσαν από τα σύννεφα αφού εγώ δεν είχα δείξει κανένα τέτοιο δείγμα. ‘Ημουν αριστούχος μαθήτρια και πρωταθλήτρια. ‘Οταν, πια τους το αποκάλυψα, μου είχε πει η μάνα μου: «Και δεν μου το έλεγες τόσο καιρό βρε παιδί μου, που νόμιζα ότι ήσουν στην 17 Νοέμβρη»;

Γαλήνεψαν όταν σε είδαν να παίζεις;

Δυστυχώς, η μητέρα μου “έφυγε” πολύ νέα και δεν με πρόλαβε να παίζω. “Εφυγε” το 1996 κι εγώ τελείωσα τη σχολή το 1995. Θυμάμαι πως έπαιζα στις «Βάκχες», μια παράσταση του Γιάγκου Ανδρεάδη η οποία έκανε περιοδεία στο Βόρειο Αιγαίο και την Κύπρο· όμως, τότε η μητέρα μου είχε πια αρρωστήσει και δεν μπορούσε να έρθει να με δει. Ο μπαμπάς μου, πάλι, συμφιλιώθηκε σταδιακά με την ιδέα κι ενώ ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε ποτέ θέατρο, άρχισε να βλέπει θέατρο για να παρακολουθεί εμένα. ‘Ηταν ένας πολύ συκινητικός θεατής.

Ενθυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Ξάνθη σημειώνει πως «όταν άρχισα να σηκώνω το κεφάλι και να βλέπω τα πράγματα γύρω μου, η ελληνική επαρχία μου φαινόταν μια στείρα έρημος στην οποία δεν μπορούσα να βρω τίποτα καλό».

Η επαρχία ήταν ασφυκτική κατά τα άλλα;

Τα παιδικά χρόνια ήταν ωραία για την ελευθερία τους αλλά, κατά τα άλλα, δεν έχω τίποτα νοσταλγικό για την πόλη μου. ‘Οταν άρχισα να σηκώνω το κεφάλι και να βλέπω τα πράγματα γύρω μου, η ελληνική επαρχία μου φαινόταν μια στείρα έρημος στην οποία δεν μπορούσα να βρω τίποτα καλό. Στην περίοδο της εφηβείας μου, η ζωή άρχιζε μετά τον ποταμό Νέστο. Πίστευα ότι η ζωή μου θ’ αρχίσει μόλις φύγω από την Ξάνθη για σπουδές και βρω την ελευθερία της ανωνυμίας σε μια μεγάλη πόλη σαν την Θεσσαλονίκη. Που, τότε, φάνταζε σαν τη Νέα Υόρκη στα μάτια μου.

Με ποιες ιδεολογικές αξίες πορεύεσαι στη ζωή;

‘Οταν ήμουν νέα, ασπάστηκα τις ιδέες της Αριστεράς. Με το πέρασμα των χρόνων, δεν νομίζω ότι μπορώ να ορίσω τι είναι Αριστερά. Νομίζω, επομένως, πως μπορώ να συνοψίσω την ιδεολογία μου σε μια συγκεκριμένη στάση ζωής: Θα ήθελα να κινούμαι προς αυτό που μου δίνει ευχαρίστηση και να παράγω πράγματα που κάνουν καλό στους ανθρώπους γύρω μου. Ακόμα κι αν αυτό προϋποθέτει συγκρούσεις.

Η τέχνη, το θέατρο κάνει καλό στους ανθρώπους;

Αναμφισβήτητα. Η τέχνη της αφήγησης είναι ένας αρχέγονος τρόπος θεραπείας. Και μάλιστα μια αρχέγονη συλλογική εμπειρία που μετακινεί τους ανθρώπους. Το ίδιο κάνει και η θρησκεία.

Πιστεύω στους ανθρώπους που πράττουν το καλό κι ας είναι μειοψηφία

Πιστεύεις στο Θεό;

Η Μαργαρίτα Καραπάνου μου είχε πει πως δεν «πιστεύω ότι υπάρχει ένας γέρος που μας πετάει Βιτάμ». Της πιστώνω το αστείο. ‘Οχι, δεν πιστεύω καθόλου στην πατριαρχική φιγούρα των τριών κυρίαρχων θρησκειών του πλανήτη. Δεν πιστεύω, καθόλου, στη μεταφυσική του θανάτου. Νομίζω ότι έχουμε αυτή τη ζωή, αυτό το σώμα κι έναν κόσμο γύρω μας που διέπεται από κανόνες και νόμους. Συνεπώς, δεν θα προσευχηθώ ποτέ στο νόμο της θερμοδυναμικής για να μου δωρίσει κάτι.

Που πιστεύεις;

‘Εχω εμπιστοσύνη σε αυτό που μου δίνουν οι άνθρωποι ως ένδειξη ότι μπορούν να πράξουν εκείνο που υπόσχονται. ‘Εχω εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη ικανότητα και στην ανθρώπινη ηθική. Πιστεύω στους ανθρώπους που πράττουν το καλό κι ας είναι μειοψηφία. Συγκινούμαι, παρόλα αυτά, από το υπόβαθρο των μύθων που έχουν οικειοποιηθεί οι θρησκείες για ν’ αφηγηθούν τα μεγάλα ταξίδια της ψυχής. Υπάρχει, επομένως, ένα κομμάτι των θρησκειών που με συγκινεί βαθύτατα. Και με συγκινούν και οι άνθρωποι που δεσμεύονται από αυτή την πίστη.

«Μπορώ να συνοψίσω την ιδεολογία μου σε μια συγκεκριμένη στάση ζωής: Θα ήθελα να κινούμαι προς αυτό που μου δίνει ευχαρίστηση», εξηγεί.

Είπες ότι το θέατρο μετακινεί. Τι σου συμβαίνει όταν διαισθάνεσαι ότι έχεις συμμετάσχει στην μετακίνηση του κοινού;

Η πρόθεση σου είναι πάντα αυτή. Αλλά σπάνια την πετυχαίνεις. Θέλω να είμαι ειλικρινής: Οι παραστάσεις που αισθάνθηκα στα σίγουρα πως κάτι συνέβη με τον κόσμο είναι ελάχιστες. ‘Εχω παίξει σε κακές παραστάσεις, σε μέτριες, σε καλές. ‘Ομως, εκείνες που προκαλούσαν κάτι ισχυρό από κάτω δεν είναι πολλές. Θεωρώ πως η «Ψύχωση» είναι ένας σταθμός στην πορεία μου. Θυμάμαι πως, όταν τέλειωνε η παράσταση και σήκωσα το κεφάλι, οι άνθρωποι με κοιτούσαν σιωπηλοί. Πέρασαν πέντε ατελείωτα λεπτά μέχρι να χειροκροτήσουν. Και λέω «τι έγινε τώρα;». Δεν ξέρεις, λοιπόν, πότε θα καταφέρεις να συναντηθεί ο θεατής με το εσωτερικό υλικό σου. ‘Οσο κι αν κατέχεις τα εργαλεία, όσο κι έχεις καλές συνθήκες δουλειάς δεν μπορείς να το ελέγξεις. Αλλά γι’ αυτό το θέατρο είναι τέχνη και δεν είναι επιστήμη. Και γι’ αυτό δεν θα πάψεις να προσπαθείς.

Τι θα προσπαθήσεις για τον ρόλο της Μαρία Στιούαρτ;

Η Μαρία Στιούαρτ της Ιστορίας κι όχι του Σίλλερ είναι ένα πλάσμα παρορμητικό. Οδηγημένη από έρωτες έγινε αντικείμενο χειραγώγησης κι εκμευτάλλευσης. Κι αυτό με ιντριγκάρει πολύ για να το αποδώσω σκηνικά. Την συναντάμε λίγο πριν πεθάνει, ούσα φυλακισμένη επί 19 χρόνια.

Σε τι σκέψεις για τη ζωή σε βάζει η Μαρία καθώς στέκεται μπροστά από το ικρίωμα;

Ο μελλοθάνατος είναι η βασική υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου. Απλά δεν το ξέρει. Προσωπικά, έχω ζήσει από άλλο δρόμο το τι σημαίνει «μελλοθάνατος». Το έχουν βιώσει δικές μου γυναίκες, η μητέρα και η θεία μου, και τους συμπαραστάθηκα σ’ αυτό. ‘Εχω ζήσει τι σημαίνει ν’ ακούς μια διάγνωση που σου λέει «μέχρι εδώ ήταν». Οι γυναίκες της ζωής μου, λοιπόν, μπροστά το τέλος στάθηκαν σαν βασίλισσες. Σ’ αυτές είναι αφιερωμένος ο ρόλος της Μαρίας και η παράσταση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Παρθενόπη Μπουζούρη υποδύεται τη «Μαρία Στιούαρτ» του Φρίντριχ Σίλερ που κάνει πρεμιέρα στις 2 Νοεμβρίου στο θέατρο Άλμα. Σκηνοθετεί η ‘Αντζελα Μπρούσκου. Παραγωγή: 5η Εποχή.

Συμπρωταγωνιστούν οι Κατερίνα Μαραγκού, Γιάννης Σαμσιάρης, Νίκος Καρδώνης, Γιάννης Σαμσιαρης, Γιώγος Φριντζήλας, Γιώργος Τριανταφυλλίδης. 

Ευχαριστούμε θερμά την Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου (Φιλελλήνων 27, 210-7214906) για την φιλοξενία της φωτογράφισης.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b