MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
29
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Θέμελης Γλυνάτσης: «Η ηθική και η πίστη γεννιούνται μέσα στη μοναξιά»

«Ένα τέλος στον τρόμο είναι προτιμότερο από έναν τρόμο χωρίς τέλος». Με αυτά τα λόγια, το 1942-1943, μια ομάδα γερμανών φοιτητών προσπαθούσε να αφυπνίσει τους συμφοιτητές τους και τον γερμανικό λαό ενάντια στη ναζιστική βαρβαρότητα. Οι προκηρύξεις της ομάδας «Λευκό ρόδο» έκαναν την εμφάνισή τους στα πανεπιστήμια αλλά και σε δεκάδες γερμανικές πόλεις, καταδικάζοντας τον εθνικοσοσιαλισμό και τον μιλιταρισμό μέσα από αναφορές στη Βίβλο, αλλά και στις μεγάλες μορφές του γερμανικού πνεύματος, όπως τον Γκαίτε, τον Σίλερ ή τον Νοβάλις.

author-image Σπύρος Κακουριώτης

Η έκκληση σε αντίσταση και αγώνα για την ελευθερία θα διακοπεί απότομα, τον Φεβρουάριο του 1943, όταν τα δύο αδέρφια Χανς και Σοφί Σολ, εμπνευστές της αντιστασιακής ομάδας, και άλλα μέλη της θα συλληφθούν από την Γκεστάπο και μετά από ανακρίσεις θα καταδικαστούν σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού. Η υπόθεση του «Λευκού ρόδου» υπήρξε μία από τις ευάριθμες, αλλ’ όχι ανύπαρκτες, πράξεις αντίστασης στη ναζιστική τρομοκρατία, δείχνοντας, τότε αλλά και σήμερα, ότι ακόμη και μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι η ηθική στάση απέναντι στο Κακό, ακόμη και ενός μονάχα ανθρώπου, μπορεί να μετατραπεί στο φως που θα το διαλύσει.

Εμπνευσμένος από αυτήν την ηθική στάση, ο γερμανός συνθέτης Ούντο Τσίμερμαν συνέθεσε, αρχικά το 1967 και, σε δεύτερη εκδοχή, το 1986, την μονόπρακτη όπερα «Λευκό ρόδο», που αποτέλεσε έκτοτε ένα εμβληματικό έργο του σύγχρονου ρεπερτορίου. Στο πλαίσιο του «ανοίγματος» του ρεπερτορίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μουσικά έργα του 20ού αιώνα, το «Λευκό ρόδο» θα παρουσιαστεί από το Σάββατο 3 έως και την Κυριακή 18 Νοεμβρίου στην Εναλλακτική Σκηνή, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση και μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου. Τους ρόλους των δύο αδελφών Σολ ερμηνεύουν ο τενόρος Χρήστος Κεχρής και η υψίφωνος Αφροδίτη Πατουλίδου, ενώ συμμετέχει επί σκηνής ο ηθοποιός Αντώνης Γκρίτσης.

Με την ευκαιρία της πανελλήνιας πρώτης παρουσίασης του έργου του Τσίμερμαν από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, συζητήσαμε με τον σκηνοθέτη Θέμελη Γλυνάτση για την προσέγγισή του στο «Λευκό ρόδο» και τις σκηνικές δυσκολίες που παρουσιάζει ένα έργο που κινείται πάνω στα δυσδιάκριτα όρια του ονείρου, του οράματος και της πραγματικότητας…

Το «Λευκό ρόδο» γράφτηκε από τον συνθέτη του σε δύο εκδοχές. Ποια από τις δύο θα παρουσιαστεί στην Εναλλακτική Σκηνή;

Η παράσταση βασίζεται στη δεύτερη εκδοχή του έργου του Τσίμερμαν, το οποίο έχει υποστεί πολλές και σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την πρώτη, η οποία ήταν ιστορικά πολύ πιο σαφής και συγκεκριμένη. Στην εκδοχή που συνέθεσε είκοσι χρόνια αργότερα αποφασίζει να απομακρυνθεί από μια όπερα-ντοκουμέντο και να επικεντρωθεί στους δύο χαρακτήρες με τρόπο πολύ πιο ελεύθερο και ποιητικό, πολύ πιο εσωτερικό. Είναι, θα έλεγα, ένα έργο που επικεντρώνεται στη σιωπή και τη δραματική ένταση.

Γιατί προχωρά σε αυτήν την τόσο ριζική αλλαγή, κατά τη γνώμη σας;

Ο βασικός λόγος, πιστεύω, είναι αισθητικο-φιλοσοφικός: κατά πόσον ένα έργο το οποίο βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα οφείλει να είναι ιστορικά πιστό, με μια πολύ συγκεκριμένη έννοια της ιστορίας; Στη δεύτερη εκδοχή βλέπουμε την αναδιατύπωση της άποψης του συνθέτη για το πώς μπορεί να λειτουργήσει η ιστορία για τον καλλιτέχνη. Τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι παρόντα στην εκδοχή που θα δούμε στην Εναλλακτική Σκηνή, γιατί ο δημιουργός επικεντρώνεται στην εσωτερική, ψυχολογική και θρησκευτική σύγκρουση που βιώνουν οι δύο χαρακτήρες του περνώντας μέσα από την ιστορία, μια σύγκρουση με έντονες μεταφυσικές προεκτάσεις.

Σε αυτή τη σύγκρουση εστιάζεται η παράσταση;

Το έργο αποτελεί έναν διάλογο ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, τα αδέλφια Χανς και Σόφι Σολ, τα οποία συνυπάρχουν στον ίδιο σκηνικό χώρο. Είναι χωρισμένο σε 16 σκηνές και κάθε σκηνή είναι σαν να αποκαλύπτει ένα ψυχικό τοπίο, το οποίο στη συνέχεια χάνεται, επανέρχεται… Από την άλλη, όμως, ο δημιουργός κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να υπονομεύσει τη βεβαιότητα του θεατή ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Παρότι υπάρχουν σημεία όπου τραγουδούν μαζί, αυτός ο διάλογος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι φανταστικός. Αυτό αποτελεί ένα από τα γοητευτικότερα στοιχεία του έργου: δεν σε αφήνει να αποφασίσεις, όχι μόνο ως θεατής αλλά ούτε και ως σκηνοθέτης.

Πώς αντιμετωπίσατε αυτή τη σκηνική δυσκολία;

Το βασικό πρόβλημα είναι ο χώρος: Πού συμβαίνουν όλα αυτά; Συζητώντας με τους συνεργάτες μου, καταλήξαμε σε έναν χώρο που να είναι εύπλαστος και πρωτεϊκός. Να είναι ένα κελί, αλλά και ταυτόχρονα να είναι ένας χώρος αμιγώς ψυχικός και ποιητικός. Αυτός ο προβληματισμός μάς οδήγησε σε πολύ όμορφα μονοπάτια. Ξεκινώντας από μια πολύ απλή επιφάνεια, η οποία σιγά-σιγά αρχίζει να αλλάζει και να πλουτίζει, οδηγούμαστε στην αποκάλυψη ενός εντελώς διαφορετικού τοπίου, το οποίο στη συνέχεια εξαφανίζεται. Αυτό που επιδιώξαμε ήταν η χωρική μεταβλητότητα.

lefko rodo 1 

Λευκό ρόδο: Χ. Κεχρής, Α. Γκρίτσης, Α. Πατουλίδου. Φωτό Ανδρέας Σιμόπουλος

Αυτή η μεταβλητότητα σας επιτρέπει να χειριστείτε και τα οράματα των δύο πρωταγωνιστών;

Το όραμα είναι εμπειρία του μοναχικού ανθρώπου, μια επί της ουσίας ποιητική αναδιατύπωση του πραγματικού με βάση τις πεποιθήσεις του οραματιστή, είτε αυτές είναι θρησκευτικές είτε πολιτικές είτε αμιγώς ψυχολογικές. Οι δύο χαρακτήρες του «Λευκού ρόδου» αναδιατυπώνουν διαρκώς τον χώρο και τον χρόνο με βάση τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις, τη σχέση τους με το Θεό και την ιστορία, τη σχέση τους με τη φρίκη του ναζισμού.

Στον πυρήνα του έργου θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται η προσωπική ηθική στάση των δύο χαρακτήρων απέναντι στη ναζιστική δικτατορία;

Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με το κλασικό πρότυπο του επαναστάτη. Τα δύο αδέλφια ανήκαν στη χιτλερική νεολαία, ο Χανς μάλιστα είχε πολεμήσει στο ανατολικό μέτωπο. Πήγαιναν και οι δύο στο πανεπιστήμιο την εποχή της ναζιστικής παραμόρφωσης του πανεπιστημίου, ήταν και οι δύο πιστοί καθολικοί και οι προκηρύξεις τους δεν είχαν ίχνος αριστερού λεξιλογίου. Αντιθέτως, περιείχαν πάντοτε αποσπάσματα που ξεκινούσαν από τον Πλάτωνα και, περνώντας από τον Λάο Τσε, κατέληγαν στον Λέσινγκ και τον Σίλερ. Πέρα από την υπέροχη νεότητά τους, τη δράση των Weisse Rose χαρακτηρίζει ένας μεγάλος πνευματικός πλούτος. Πολύ συχνά στις προκηρύξεις τους αναφέρονταν στο «γερμανικό πνεύμα», ένα πνεύμα που επιδίωκε να αναδιαμορφώσει ο ναζισμός.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Χανς Σολ, στις διαλέξεις του οποίου πήγαιναν πολλά από τα μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης, ήταν ο μόνος που, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εξουσίας, συνέχισε να διδάσκει Σπινόζα, παρότι ο Σπινόζα ήταν εβραίος. Η «Ηθική» του Σπινόζα ήταν από τα βασικά διαβάσματά τους. Ήταν ο πυρήνας αυτού που έκαναν. Η στάση τους ήταν μια αμιγώς ηθική χειρονομία. Ήταν σαφώς μια πολιτική πράξη, αλλά θεωρώ πως, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις προκηρύξεις τους, θα δει ότι προσπαθούν να κεντρίσουν το ηθικό αίσθημα των Γερμανών.

Μια ανάλογη ηθική στάση απέναντι στο Κακό διατηρεί ακέραια την αξία της σήμερα;

Το πρόβλημα σήμερα είναι πως έχουμε μια μεγάλη φιλοσοφική σύγχυση με τους όρους: Υπάρχει τουλάχιστον μια αμφιθυμία, σχεδόν μια ειρωνική στάση απέναντι στην ηθική απολυτότητα, απότοκο της μεταμοντέρνας κατάστασης. Από την άλλη μεριά όμως, πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να ερχόμαστε σε επαφή με τον λόγο ομάδων όπως οι Weisse Rose, οι οποίοι δεν είχαν καμία αμφιβολία για το τι είναι καλό και τι είναι κακό. Η ηθική κατεύθυνση προς το καλό ήταν κάτι το οποίο τους απασχολούσε και στο οποίο επανέρχονταν διαρκώς.

Η υιοθέτηση ανάλογης ηθικής στάσης δεν προϋποθέτει και μια βαθιά πίστη, όχι απαραίτητα θρησκευτική;

Νομίζω πως αυτό είναι ένα από τα βασικότερα στοιχεία του έργου, αλλά και της ιστορικής δράσης των Weisse Rose. Βέβαια, στις μέρες μας η πίστη, οποιουδήποτε είδους πίστη, αντιμετωπίζεται με περισσή ειρωνεία. Για μένα είναι το πιο γοητευτικό κομμάτι του έργου και των χαρακτήρων. Ιδιαίτερα η αμφιβολία η οποία τους δημιουργείται: Υπάρχει μια συγκλονιστική στιγμή στην παράσταση, ίσως προσευχής, όπου έρχονται αντιμέτωποι με την αμφιβολία, τον φόβο και τη δειλία απέναντι στην πίστη τους. Η εμπειρία που βιώνουν οι δύο χαρακτήρες είναι χριστιανική –κάτι που υπογραμμίζει ο Τσίμερμαν, χρησιμοποιώντας μουσικό υλικό από τον Μπαχ. Μην ξεχνάμε ότι ο Τσίμερμαν μεγάλωσε στη χορωδία της Λειψίας, η οποία ακολουθεί πιστά την παράδοση του Μπαχ. Η έννοια του οράματος, του πάθους, της θυσίας είναι πολύ έντονα και αποτελούν πολύ σημαντικό θεατρικό υλικό.

Κάτι τέτοιο μπορεί να έχει απήχηση στον σημερινό θεατή;

Πέραν των φιλοσοφικών αντιρρήσεων που μπορεί να διατηρεί κανείς απέναντι στον χριστιανισμό ή οποιαδήποτε άλλη πίστη, η θρησκευτική εμπειρία είναι βαθύτατα συγκινητική. Είναι σνομπισμός του χειρίστου είδους να απορρίπτουμε την πίστη, του Χανς και της Σόφι στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή δεν την συμμεριζόμαστε. Έτσι χάνουμε τη βαθιά συγκίνηση που τους δημιουργεί, η οποία περνά μέσα από το έργο.

Βλέποντας την πορεία σας των τελευταίων χρόνων, θα λέγαμε ότι έχετε στραφεί αποφασιστικά προς το μουσικό θέατρο…

Χωρίς να απορρίπτω το θέατρο, πιστεύω πως είναι πολύ περισσότερο ο χώρος μου. Σε αυτόν αισθάνομαι πολύ πιο άνετα και όμορφα, γιατί ο χώρος της όπερας και του μουσικού θεάτρου είναι πολύ πιο λογικός, για μένα. Εδώ και καιρό, στην Ελλάδα δημιουργείται, δειλά αλλά με επιμονή, μια «σκηνή» για το μουσικό θέατρο, το οποίο πλέον υπάρχει ως είδος –πριν από δέκα χρόνια δεν υπήρχε παρά μόνο η όπερα στη Λυρική, τίποτε άλλο. Τώρα υπάρχει μια διασπορά, που αρχίζει να δημιουργεί σταδιακά ένα ρεύμα. Είναι ακόμη αρχή, αλλά θα δυναμώσει…

Τι είναι αυτό που διαπερνά, στη δική σας προσέγγιση, έργα τόσο διαφορετικά όσο η «Αλτσίνα» του Χέντελ, το «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του Σούμαν ή, τώρα, το «Λευκό ρόδο»;

Αυτό που ενώνει, με έναν περίεργο τρόπο, αυτές τις παραστάσεις, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι χαρακτήρες τους μένουν σταδιακά μόνοι. Και η προσπάθεια σύνδεσής τους. Ξεκινούν από μια βαθιά μοναχικότητα και προσπαθούν να αναπτύξουν μια σχέση, είτε με τον τόπο τους είτε με κάποιο άλλο πλάσμα είτε με τον εαυτό τους. Συνήθως μέσα σε αυτές τις μοναξιές είναι που προκύπτουν ζητήματα όπως η ηθική, η πίστη, η βαθιά σκέψη. Και η προσπάθεια να τεντώσουμε το χέρι και να πιαστούμε από έναν τόπο ή έναν άνθρωπο ή από μια ιδέα.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b