MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
04
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Σάββας Στρούμπος: Η πολιτικοποίηση εμπεριέχει την επίγνωση της ανθρώπινης δυνατότητας

Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και ιδρυτής της ομάδας «Σημείο Μηδέν» Σάββας Στρούμπος δεν θέλει να χάσει την πίστη του σε εκείνους που θα παλέψουν προς ένα άλλο όραμα για τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή.

Στέλλα Χαραμή | 29.11.2024 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Πίσω από την μαύρη επιφάνεια της εισόδου του Νέου Χώρου του Άττις, αποκαλύπτεται το σκηνικό του «Γλάρου». Αντικρίζοντας το σώμα ενός λευκού πουλιού στην άκρη της εικαστικής εγκατάστασης, συνειδητοποιώ γιατί ο Σάββας Στρούμπος επιστρέφει για έναν τρίτο κύκλο στο κλασικό του Τσέχωφ – αν και πάντα ήταν και παραμένει ένας δημιουργός που επιμένει να επαναδιαπραγματεύεται τη σχέση του με τους συγγραφείς, τα έργα και την ομάδα του.

Ιδρυτής της ομάδας «Σημείο Μηδέν» που φέτος συμπληρώνει 15 χρόνια παρουσίας, σκηνοθέτης της έρευνας γύρω από το ερμηνευτικό σώμα, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Θεόδωρου Τερζόπουλου και βασικός κοινωνός της μεθόδου του, ο Σάββας Στρούμπος στέκεται στο χείλος μιας νέας εποχής – όπως τον ορίζει ο χρόνος και η καλλιτεχνική του ωρίμανση. Και το κυριότερο όπως τον ορίζει η αφοσίωση του στα πράγματα. Σε μια εποχή που δεν φημίζεται για την συνέπεια της, το να τον ακούς να μιλάει με αυτή τη σταθερότητα για όσα τον απασχολούν στην τέχνη και στην αναζήτηση της υψηλής ανθρώπινης δυνατότητας μέσα από αυτήν, τον κάνουν να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια ασκητική μορφή στο θέατρο, από αυτές που νόμιζες πως έχουν αρχίσει να εκλείπουν από την γύρω πραγματικότητα. Ευτυχώς, όχι.

Γνήσιο θεατρικό τέκνο του Θεόδωρου Τερζόπουλου, κοινωνικό και πολιτικό ον εντός κι εκτός τέχνης, αποκαλύπτει τα επόμενα του βήματα που δεν φλερτάρουν με τον εντυπωσιασμό αλλά με την εμβάθυνση. Εκτός κι αν παραδεχθούμε πως η αναζήτηση βάθους είναι κάτι πιο πολύτιμο από αυτό.

“Ξεκινάω πάντα από το μηδέν” σημειώνει ο Σάββας Στρούμπος.

Είσαι από τους δημιουργούς που επενδύουν σε ένα υλικό και το επισκέπτονται ξανά. Αυτό συμβαίνει και με τον Τσέχοφ, όπου επανέρχεσαι για τρίτο κύκλο παραστάσεων στο «Γλάρο»;

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ομάδας είναι η εργαστηριακή της διάσταση. Αφιερώνουμε πέντε μήνες πρόβας για να καταλήξουμε στο πρώτο αποτέλεσμα της παράστασης. Και φυσικά έχουν προηγηθεί μήνες δικής μου προσωπικής δουλειάς – αφού δεν μου ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα προχωρούσα σε μια διασκευή του «Γλάρου». Φτάνοντας, πλέον, στην τρίτη περίοδο παραστάσεων συνομιλίας με το υλικό του Τσέχοφ βλέπω ότι όσο πιο πολύ δημιουργούμε μια σχέση με αυτό, όλο και πιο πολλές διαστάσεις του αποκαλύπτονται: και μέσα μας σαν καλλιτέχνες και στην αντίληψη μας πάνω στο υλικό.
Η πρώτη ύλη δεν είναι κάτι άλλο, παρά μια προσπάθεια μελέτης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξέρουμε ότι ο Τσέχοφ επιτελεί αυτή τη μελέτη. Όταν, όμως, το βιώνεις στην πράξη καθημερινά μετασχηματίζεται σε κάτι νέο. Αισθάνεσαι πως εδώ φέρει ένα κόσμο που ανοίγει νέα ερωτήματα πάνω στο τι είναι ο άνθρωπος, φιλοσοφικά και σκηνικά. Δίνεις μια απάντηση κι αυτή είναι μήτρα άλλων δέκα ερωτημάτων. Οπότε, είναι πραγματικά κάτι εξαιρετικά γοητευτικό. Ολοκληρώνοντας τις τελευταίες μας πρόβες αισθανθήκαμε πως μπαίνοντας στις παραστάσεις θα ξεκινήσει εκ νέου η έρευνα. Σαν μια μορφή εσωτερικού αυτοσχεδιασμού.

Καταλαβαίνω πως η έρευνα είναι ένα πολύ πυρηνικό στοιχείο για το θέατρο που κάνεις κι έχεις μαθητεύσει. Αλλά λες πως παίζοντας επαναδιαπραγματεύεσαι ότι έχεις χτίσει;

Αυτό ακριβώς. Έρχομαι από μια παράδοση του ΄Αττις, της μεθόδου Τερζόπουλου, της συνεργασίας με τον ίδιο το Θόδωρο. Σήμερα είμαι 45 ετών, ήρθα εδώ στα 23 μου και από τότε αναγνώριζα την επιμονή του Θόδωρου στην έρευνα, υπό την έννοια του πως δημιουργείται μια δομή, πως αποκαλύπτεται η δυνατότητα του κάθε ηθοποιού, πως οδηγούμαστε σε πιο ανοίκεια τοπία. Αυτό ήταν για μένα κάτι προκλητικό κι έτσι έχω αφιερωθεί σε αυτόν τον τρόπο δουλειάς. Είναι μια περιπέτεια.

Η θεατρική ομάδα είναι κι ένα εργαστήρι ανθρώπινων σχέσεων

Πρόσφατα, συμμετείχες στο θρίαμβο της «Ορέστειας» ενώ στον «Γλάρο» έχεις αναλάβει τον ρόλο του Τριγκόριν. Έχει αρχίσει να σε έλκει περισσότερο η υποκριτική;

Είναι η ειρωνεία της ιστορίας. Δεν είχα πρόθεση να παίξω στον «Γλάρο», ο ρόλος προοριζόταν για τον Δαυίδ Μαλτέζε, ο οποίος δεσμευόταν με την παράσταση του «Αρτούρο Ούι». Τότε, είχαμε την πρεμιέρα του «Όχι, εγώ» στη Λυρική Σκηνή και κάπως έτσι πήρα το ρίσκο. Παρόλα αυτά, αυτές οι συγκυρίες άνοιξαν για μένα ένα νέο προσανατολισμό στα πράγματα, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση.

Που σημαίνει ότι θα θέλεις να παίζεις συχνότερα;

Μπορεί, ναι.

“Με ενδιέφερε η σκηνοθεσία από τη δραματική σχολή κιόλας”, παραδέχεται.

Γιατί είχες απομακρυνθεί από την υποκριτική;

Εξελισσόταν η ομάδα και είχα επιφορτιστεί με την εκπαίδευση των ηθοποιών, του προσανατολισμού της έρευνας και της σύνθεσης. Αισθανόμουν πως αν πρόκειται να είμαι και μέσα και έξω από αυτό, κάτι θα χάνεται. Ακόμα το πιστεύω. Παρόλα αυτά, έχοντας κατακτήσει ένα πλαίσιο με τους συνεργάτες μου, δεν ξεκινούσα από το μηδέν.

Κι όμως, μήπως ξεκινάς πάντα από το μηδέν;

Ναι, διότι όταν μπαίνω στην διαδικασία αναζήτησης του κεντρικού σκεπτικού μιας παράστασης, δεν ξεκινώ με δεδομένα. Ασφαλώς, υπάρχει ένας δρόμος που έχω διανύσει και μια εμπειρία, αλλά αυτά δεν αρκούν. Να, τώρα προετοιμάζομαι για τις «Δούλες» που θα είναι η επόμενη μας παράσταση και έχουν προηγηθεί έξι μήνες προσωπικής δουλειάς, οραματισμού, μελέτης και φαντασίας. Και αυτή δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, αλλά μια πολυδιάστατη και δυναμική συνθήκη που σε ωθεί στην αυτοαναίρεση.

Όταν πεις ότι έφτασες κάπου, σίγουρα έρχεται ένας εφησυχασμός ο οποίος κοιμίζει την ανάπτυξη της δημιουργικότητας

Κατεδαφίζονται και οι βεβαιότητες σου γύρω από όσα κατέχεις;

Απολύτως. Πάντα κάτι καταστρέφεται προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι άλλο. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Όσο συνεχίζεται η μελέτη, αυτό που νομίζεις ότι ξέρεις έχει αντικατασταθεί από κάτι άλλο και κάτι άλλο· μέχρι να φτάσεις σε ένα απόσταγμα. Στο «Γλάρο», για παράδειγμα, είπα από την πρώτη στιγμή πως δεν θέλω να υποτάξω το υλικό στον δικό μου τρόπο δουλειάς, ούτε όμως θέλω να εγκαταλείψω τον τρόπο δουλειάς για να υποταχθούμε εμείς στο υλικό. Ξεκίνησε ένας περίεργος διάλογος.

Το επόμενο σκηνοθετικό βήμα μετά το “Γλάρο” θα είναι “Οι δούλες” του Ζαν Ζενέ.

Και με το Ζενέ πως έχει ξεκινήσει αυτός ο διάλογος;

Είναι από μόνος του ένας πολύ δύσκολος κόσμος για να προσεγγίσουμε. Αυτό το έργο δεν μπορεί να διαβαστεί και να παρασταθεί αν κανείς δεν εξοικειωθεί με αυτόν. Οι «Δούλες» δεν είναι οι υπηρέτριες μιας κυρίας σε ένα αστικό σπίτι, την οποία δολοφονούν λόγω απωθημένων. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για μια δραματική υπόθεση. Ο συγγραφέας παίρνει το γνωστό περιστατικό των αδερφών Παπέν που φτάνουν να διαπράξουν ένα έγκλημα. Μπαίνει στον πυρήνα του παραληρήματος τους που δημιουργείται από την κοινωνική, υπαρξιακή και ταξική καταπίεση. Ο Ζενέ ξεκινάει από την παραφορά και η παραφορά μας θυμίζει την αρχαία τραγωδία. Όμως, εδώ δεν έχουμε ούτε φύση, ούτε πόλη, ούτε θεό· ακόμα και οι ανθρωπολογικοί τύποι είναι κατακερματισμένοι. Νομίζω ότι με αυτό το έργο ο Ζενέ επιχειρεί μια επαναπροσεγγίσει το θέατρο στη νεωτερικότητα· είναι σαν τις«Βάκχες» της νεωτερικότητας. Επιφυλάσσομαι, βέβαια, για το πως αυτό θα υλοποιηθεί στη σκηνή: ενώ γνωρίζουμε με τη σκηνογράφο μας την Κατερίνα Παπαγεωργίου ποια θα είναι η εικαστική εγκατάσταση, όπως επίσης και πως θα είναι το ηχητικό τοπίο από το Λεωνίδα Μαριδάκη, πως οι ηθοποιοί της παράστασης θα είναι η Έλλη Ιγγλίζ, ο Ντίνος Παπαγεωργίου και η Μυρτώ Ροζάκη (που έρχεται από το θίασο της «Ορέστειας»), δεν θέλω να καθορίσω τη δομή της · θέλω να μπούμε στην εργαστηριακή συνθήκη ψυχή τε και σώματι.

Νιώθω πως ως ανθρωπότητα βαδίζουμε στο χείλος της αβύσσου

Από το 2009 μέχρι σήμερα έχει περάσει ένα ικανό διάστημα για τη ζωή της ομάδας «Σημείο μηδέν»· έχει μπει πια στην εφηβεία. Τι νομίζεις ότι έχει κατακτήσει σε αυτή τη διαδρομή;

Ένα δικό της δρόμο μέσα στην τέχνη του θεάτρου. Η θεατρική ομάδα είναι κι ένα εργαστήρι ανθρώπινων σχέσεων, να μπορέσεις να συναντηθείς με κάποιους ανθρώπους, να γνωρίσεις τον εαυτό σου καλύτερα, να δεις πως μέσα από τη διαδικασία αποκαλύπτεται και ακτινοβολεί το δημιουργικό υλικό του κάθε ατόμου, να μάθεις να συνομιλείς με νεκρούς και φαντάσματα – τον Τσέχοφ, τον Κάφκα, το Ζενέ, τον Μπέκετ. Επίσης, να δημιουργείς τις προϋποθέσεις να σχετιστείς με το κοινό, να αυτοαναιρείσαι σε πολύ μεγάλο βαθμό – διαφορετικά δημιουργείται ένα οικοδόμημα που κρύβει, αντί να αποκαλύπτει δυνατότητες. Αυτός αρχίζει να γίνεται ένας τρόπος ζωής.

Πως αντιμετωπίζεις το μέλλον της;

Ελπίζω σε μεγαλύτερη τόλμη, σε μεγαλύτερη φαντασία, σε ολοένα και πιο δημιουργικές συνεργασίες και στη συνέχεια του ταξιδιού.

Θα ήθελες να δοκιμάσει το δρόμο της στο εξωτερικό;

Είναι κάτι που μας απασχολεί, καθώς έτσι προέκυψε και η σκηνοθεσία των «Περσών» πέρυσι στο Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης. Θέλουμε να ταξιδεύουμε σε φεστιβάλ εκτός, να γνωρίζουμε ξένους καλλιτέχνες – δεν είναι πάντα εύκολο. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει είναι πως έχουμε ένα κοίταγμα προς τον κόσμο. Δεν αισθάνομαι πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε πέντε δρόμους της Αθήνας. Οπότε σιγά – σιγά θα συμβεί, χωρίς να αγχώνομαι γι’ αυτό.

“Μέσα στην ομάδα μαθαίνεις να αυτοαναιρείσαι σε πολύ μεγάλο βαθμό” εξηγεί.

Άφησες το Πανεπιστήμιο Πειραιά για το θέατρο. Αναθεώρησες ποτέ;

Άφησα τη Σχολή της Βιομηχανικής Διοίκησης και Τεχνολογίας. Υπάρχει πάντα ο αναστοχασμός, αλλά δεν άλλαζα κάτι. Ίσως μόνο επί μέρους πράγματα, παρορμήσεις.

Να υποθέσω πως το θέατρο δεν ήταν μια τέτοια παρόρμηση.

Ναι.

Η τέχνη μπορεί να αποκαλύψει την ανθρώπινη δυνατότητα, πως ο άνθρωπος δεν είναι ένα κατακερματισμένο και ταπεινωμένο ον, αλλά μπορεί να είναι και ο δημιουργός των όρων της ζωής του

Τι θυμάσαι από την πρώτη σου σκηνοθεσία, το άνοιγμα των φτερών σου;

Αρκετά πράγματα. Με ενδιέφερε η σκηνοθεσία από τη δραματική σχολή κιόλας. Ήξερα – ενστικτώδικα, όχι συνειδητά – πως είναι σημαντικό να περάσω από τη λειτουργία του ηθοποιού για να μπορέσω να μπω στην τέχνη του σκηνοθέτη. Αυτό συνέβη με τη «Σωφρονιστική αποικία του Κάφκα». Ήμουν αρκετά νέος, δεν είχα κανένα επιχείρημα καλλιτεχνικό και αποφάσισα να μετατρέψω αυτό το διήγημα σε παράσταση. Απευθύνθηκα σε τέσσερις ανθρώπους που το πίστεψαν – τη Ρόζα Προδρόμου, το Μιλτιάδη Φιορέντζη, το Νίκο Δροσάκη και την Αντιγόνη Ρήγα – ενώ δεν είχα τίποτα στα χέρια μου. Βρήκα ένα υπόγειο στο Μεταξουργείο για τις πρόβες μας και σκεφτόμουν να ανεβάσουμε την παράσταση σε κάποια κατάληψη. Τότε έμαθα την ύπαρξη του κτιρίου της Κοραή, πήγα εκεί με μοναδικό μου όπλο το έργο του Κάφκα και κάπως πείστηκαν οι άνθρωποι της Εθνικής Ασφαλιστικής. Κι ενώ ξεκίνησε ως ένα εγχείρημα παρορμητικό βρεθήκαμε να παίζουμε στο δεύτερο υπόγειο, το κρατητήριο των ποινικών αδικημάτων επί Κατοχής για δύο χρόνια, στη συνέχεια αρχίσαμε να περιοδεύουμε ανά την Ελλάδα, ανοίξαμε και το Πειθαρχείο στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη και μετά συνεχίσαμε εκεί με τους «Δίκαιους» του Καμύ.

“Δεν νομίζω πως ένας καλλιτέχνης ησυχάζει ποτέ στην εξέλιξη του οράματος του” αναφέρει.

Μεγαλώνοντας ως σκηνοθέτης, έχοντας πια ένα σημείο αναφοράς για τη δουλειά σου που είναι ο Νέος Χώρος του ΄Αττις, πως πιστεύεις ότι έχεις διαγράψει τα βήματα σου;

Δεν νομίζω πως ένας καλλιτέχνης ησυχάζει ποτέ στην εξέλιξη του οράματος του. Όταν πεις ότι έφτασες κάπου, σίγουρα έρχεται ένας εφησυχασμός ο οποίος κοιμίζει την ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Παρατηρώ το Θόδωρο (Τερζόπουλο) μετά από δεκαετίες δουλειάς και βλέπω πόσο επίμονος είναι στο όραμα, στην καλλιτεχνική του αγωνία. Αισθάνομαι, λοιπόν, κι εγώ ότι ανοίγονται νέες προκλήσεις, η φαντασία και η επιθυμία κινούνται με απρόβλεπτους τρόπους. Σαφώς συσσωρεύεται μια εμπειρία, μια δυνατότητα· και την ίδια ώρα έχεις την ανάγκη να ανοίξεις σε τοπία πιο ανοίκεια, να βάλεις τον πήχη ψηλότερα και να δεις τι μπορεί να συμβεί εκεί. Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος σήμερα με εκείνον που ήταν 27 χρονών στην αρχή της ομάδας. Τα καλλιτεχνικά βιώματα – και κυρίως τα βιώματα της ίδιας της ζωής δημιουργούν ένα υλικό δημιουργίας: το κοίταγμα και μέσα αλλά και έξω σε μια ιδιαίτερα μεταβατική και σεισμογενή εποχή.

Πρόσφατα, σε μια πορεία του Pride στην Αργεντινή όπου βρέθηκα, είδα ένα πανό με το σύνθημα «πατρίδα μου, είναι ο άλλος». Δεν λέω ότι υλοποιείται. Λέω ότι κάποιοι άνθρωποι το σκέφτηκαν, κι αφού το σκέφτηκαν, το επικοινωνούν και υπάρχει ως διακύβευμα

Πως θα χαρακτήριζες την εποχή που διανύουμε;

Νιώθω πως σαν ανθρωπότητα βαδίζουμε στο χείλος της αβύσσου. Έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι, ανά τον πλανήτη, διαβάζουν ειδήσεις στα κινητά τους τηλέφωνα με το φόβο ότι ο κόσμος τέλειωσε, αναρωτιούνται αν έχουμε Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή κάποια αδιανόητη περιβαλλοντική καταστροφή. Η Τέχνη σε ένα βαθμό μπορεί να μιλήσει γι’ αυτά, μπορεί να εκπέμψει σήματα κινδύνου, δονήσεις αγωνίας. Και μπορεί να αποκαλύψει την ανθρώπινη δυνατότητα, πως ο άνθρωπος δεν είναι ένα κατακερματισμένο και ταπεινωμένο ον, αλλά μπορεί να είναι και ο δημιουργός των όρων της ζωής του. Φυσικά, ξέρουμε από την εποχή του Σοφοκλή πως ο άνθρωπος είναι δημιουργός και καταστροφέας, την ίδια στιγμή.

“Με απασχολεί η δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης, της αποκάλυψης του δημιουργικού δυναμικού που βρίσκεται μέσα στον κάθε άνθρωπο ώστε να μπορεί να ζήσει μια αξιοβίωτη ζωή” τονίζει.

Όλες σου οι σκηνοθεσίες έχουν βασιστεί σε θεατρικά έργα με πολιτικό πυρήνα. Η πολιτική σου ταυτότητα πόσο συναρτάται με την καλλιτεχνική;

Η πολιτική και η καλλιτεχνική φύση είναι πτυχές του ίδιου πράγματος. Με απασχολεί η δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης, της αποκάλυψης του δημιουργικού δυναμικού που βρίσκεται μέσα στον κάθε άνθρωπο ώστε να μπορεί να ζήσει μια αξιοβίωτη ζωή – παντού στον κόσμο. Για μένα η πολιτικοποίηση είναι κάτι τέτοιο, δεν είναι ένα αιματηρό ντελίριο· έχει μέσα της την επίγνωση της ανθρώπινης δυνατότητας. Κι αυτό συνδέεται με την ανθρώπινη διάσταση: το training που κάνουμε στο Άττις, η μέθοδος της δουλειάς μας αποκαλύπτει με ψυχοσωματικό τρόπο αυτήν την ανθρώπινη δυνατότητα. Οι ηθοποιοί που περνούν από το εργαστήριο παραδέχονται πως αντιλαμβάνονται το σώμα τους με έναν άλλο τρόπο· γεγονός που σημαίνει ότι είχαν δυνατότητες σε ύπνωση ή ανεξερεύνητες. Επίσης, σε μια σκηνοθεσία υπάρχει μια κριτική σαρκαστική στάση στα πράγματα, μια φιλοσοφική διάσταση. Και όλα αυτά για μένα είναι η μελέτη της ανθρωπινότητας, η μελέτη για το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο.

Αν αφεθούμε στην τάση της κυριαρχίας της τεχνοεπιστήμης σε όλες τις σφαίρες της ζωής τότε πάμε σε μια αποανθρωποποιημένη κατάσταση, όπου ο άνθρωπος δεν θα είναι κάτι άλλο παρά ένας αριθμός, ένα εμπόρευμα. Ε, λοιπόν, σε αυτό πρέπει να αντισταθούμε

Έχοντας ανδρωθεί καλλιτεχνικά σε μια ιδιαίτερα ασταθή κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα, τι απαντάς στο ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος σήμερα»;

Πιστεύω ότι σήμερα πιο πολύ παρά ποτέ δεν μπορούμε να απαντήσουμε εύκολα σε αυτό το ερώτημα· ακριβώς γιατί είναι τόσο μεταιχμιακή και μεταβατική η εποχή. Αν πούμε ότι ο άνθρωπος είναι «αυτό» χάνουμε ήδη κάτι άλλο. Σαφώς, δημιουργείται ένας ανθρωπολογικός τύπος ταπεινωμένος, φοβισμένος, συρρικνωμένος, με την ύπαρξη και την επιθυμία του να φιλτράρονται μέσα από ένα κινητό τηλέφωνο. Ένας ανθρωπολογικός τύπος που δεν αισθάνεται ότι πολιτικά και ψυχικά μπορεί να εκφραστεί, με κοινωνικούς δεσμούς ρημαγμένους, ο οποίος δεν μπορεί να απαντήσει τι σημαίνει φιλία, ερωτική σχέση, οικογένεια. Την ίδια, όμως, στιγμή, ακριβώς επειδή όλα αυτά που αναφέραμε είναι τραυματικά βιώματα, δημιουργείται και η αντίθετη τάση – ακόμα κι αν είναι σε σπερματική κατάσταση: να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε από την αρχή την ανθρωπινότητα, μια άλλη σχέση με τον άνθρωπο, μια άλλη σχέση με τον εαυτό μας, με το όραμα για τη ζωή, τη φύση, τον κόσμο. Εννοείται, πως όταν καθημερινά ζούμε υπό την απειλή ενός Γ΄ Παγκόσμιου Πολέμου όλα αυτά είναι πολύ ταπεινά και μικρά, αλλά δεν θέλω να χάσω την πίστη σε αυτά. Πρόσφατα, σε μια πορεία του Pride στην Αργεντινή όπου βρέθηκα, είδα ένα πανό με το σύνθημα «πατρίδα μου, είναι ο άλλος». Δεν λέω ότι υλοποιείται. Λέω ότι κάποιοι άνθρωποι το σκέφτηκαν, κι αφού το σκέφτηκαν, το επικοινωνούν και υπάρχει ως διακύβευμα. Κι όσο υπάρχει ως διακύβευμα θα μας απασχολεί, θα επηρεάζει τον τρόπο που υπάρχουμε.

Για τις θεατρικές του αναζητήσεις, λέει: “Λιγότερο με ενδιαφέρει η τεχνολογία, να δημιουργήσω έναν κόσμο θεαματικό με φοβερά φώτα και σκηνικά, με ενδιαφέρει ο ζωντανός άνθρωπος”.

Ήσουν πάντα τόσο ανήσυχος; Ή ήταν το θέατρο που έχει αναδείξει αυτή τη μαχητική προσωπικότητα; Η΄επίσης, έχει να κάνει και με τις οικογενειακές σου καταβολές; Το Μικρασιάτη παππού, ας πούμε.

Αισθάνομαι από μικρός αυτήν την ανησυχία. Από το ερασιτεχνικό θέατρο που έκανα έφηβος, στα πρώτα χρόνια της σχολής αλλά και αργότερα. Και δεν μπορώ να πω ότι έχει φύγει. Έχω δύο παρακλάδια καταγωγής και αυτές ήταν οι αφηγήσεις με τις οποίες μεγάλωσα: Από τη μεριά της μητέρας μου είναι η Μικρασιατική καταγωγή, από την πλευρά του πατέρα η εξορία, η αντίσταση, τα ξερονήσια. Αυτά όλα σήμερα είναι μέρος της συνείδησης μου, της θέσης μου απέναντι στη ζωή και της ιδεολογίας μου. Στα παιδικά μου χρόνια ήταν κάτι σαν περιπέτειες γοητευτικές. Η αγάπη για το θέατρο ήρθε έντονα από το Μικρασιάτη παππού μου ο οποίος ήταν πολύ φιλόμουσος. Μου αφηγούνταν πως είδε το Δημήτρη Χορν σε μια παράσταση, την Κατίνα Παξινού, την Λαμπέτη, τον Βεάκη και τον Κατράκη, τη Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο κι άλλες τέτοιες μυθικές φυσιογνωμίες. Ποτέ αυτοί οι άνθρωποι δεν πήραν ανθρώπινη υπόσταση στην παιδική μου φαντασία. Κι όταν κάπως τέθηκε μέσα μου η δυνατότητα να συμμετέχω σ’ έναν ερασιτεχνικό θίασο νόμιζα ότι θα τους συναντήσω. Ευθυνόταν φυσικά κι αυτή θαλπωρή που απέπνεε το ερασιτεχνικό θέατρο, αλλά συνυπήρχε με αυτές τις φασματικές φιγούρες.

Επανέρχεται, δηλαδή, το κοινωνικό βίωμα που εκτονώνεται στην τέχνη.

Ναι, αυτή είναι σημαντική παρατήρηση. Πάντα, αναρωτιόμουν τι μπορεί να εκφράσει τελικά η τέχνη. Προσωπικά, με ενδιαφέρει πολύ ο άνθρωπος, ο ηθοποιός, το Σώμα «με σίγμα κεφαλαίο» που λέει και ο Τερζόπουλος, το ψυχοσώμα. Λιγότερο με ενδιαφέρει η τεχνολογία, να δημιουργήσω έναν κόσμο θεαματικό με φοβερά φώτα και σκηνικά, με ενδιαφέρει ο ζωντανός άνθρωπος – εκεί γίνεται η αναζήτηση.

Η μέθοδος Τερζόπουλου δεν φαίνεται· είναι ένα στοιχείο εσωτερικής ζωής του ατόμου

Κι αυτό θα έλεγα πως αποτελεί μια πολιτική επιλογή την ώρα που όλα δηλώνουν ότι οδηγούμαστε στη μηχανική εξέλιξη του είδους.

Ναι συμφωνώ απολύτως, είναι μια εντελώς πολιτική πράξη. Αυτό είναι και που με συγκινεί στα εργαστήρια του Άττις, όπου κάνουμε εκατοντάδες ώρες training. Aντλώ ενέργεια από τη μεταμόρφωση των ηθοποιών, που φεύγουν άλλοι άνθρωποι. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος κουβαλάει μια δυνατότητα που υπερβαίνει την AI. Αν η ανθρωπότητα μπορέσει με όρους δημιουργικούς, αξιοπρεπείς και χειραφετητικούς να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία και την επιστήμη για να στηρίξει τον ανθρώπινο πολιτισμό, έχει ελπίδα. Αν, όμως, αφεθούμε στην τάση της κυριαρχίας της τεχνοεπιστήμης σε όλες τις σφαίρες της ζωής τότε πάμε σε μια αποανθρωποποιημένη κατάσταση, όπου ο άνθρωπος δεν θα είναι κάτι άλλο παρά ένας αριθμός, ένα εμπόρευμα. Ε, λοιπόν, σε αυτό πρέπει να αντισταθούμε.

Σχολιάζοντας τη μέθοδο Τερζόπουλου: “Αισθάνομαι αφοσιωμένος στη μελέτη, τη διδασκαλία και στην ανάπτυξη της μεθόδου βλέποντας τον εσωτερικό της πλούτο”.

Ακούγοντας σε, καταλαβαίνω το υπόβαθρο και τις καταβολές που είχες για να φωλιάσεις στο Άττις.

Πριν ξεκινήσω τη συνεργασία με το Άττις είχα την τύχη να κάνω κάποια εργαστήρια με τη Σοφία Μιχοπούλου. Σπούδαζα στη δραματική σχολή τότε, ιδιαιτέρως κλειστός ως άνθρωπος και χωρίς κέντρο έμπνευσης. Ώσπου σε ένα λεύκωμα του Γιώργου Πάτσα – που ήταν συνεργάτης του Θεόδωρου Τερζόπουλου για πολλά χρόνια – είδα τη φωτογραφία της Σοφίας από τις ιστορικές «Βάκχες». Δεν ήξερα ούτε ποια ήταν, ούτε τι συμβαίνει στο Άττις. Πάντως, σαν μια πρωτόλεια αίσθηση είχα αρχίσει να αισθάνομαι πως κάτι συμβαίνει με το σώμα. Συναντηθήκαμε, λοιπόν, με αυτή τη συγκλονιστική περσόνα και το εργαστήριο ήταν αποκαλυπτικό γιατί πρώτη φορά κατάλαβα τι μπορώ να κάνω με την ενέργεια μου. Στη συνέχεια, είδα παραστάσεις του θεάτρου και με ένα θάρρος – θράσος ζήτησα από το Θόδωρο να δουλέψω ως βοηθός του στην Επίδαυρο· τότε θα έκανε τις «Βάκχες» του 2002 στην Επίδαυρο. Τελικά, τα έφερε έτσι η ζωή και κάπως συμμετείχα στην παράσταση, όπου αποτέλεσε την αρχή της σχέσης μου με το Άττις.

Σέβομαι τους συναδέλφους που παίζουν σε σίριαλ, σε δύο παραστάσεις την ίδια εβδομάδα, έτσι λειτουργεί η δουλειά μας, όμως υπάρχει και κάτι άλλο: το τάξιμο. Κι αυτό το τάξιμο καθορίζει τον τρόπο ζωής

Και πλέον είσαι ένας από τους βασικότερους κρίκους που κοινωνεί τη μέθοδο Τερζόπουλου. Νιώθεις ευθύνη;

Η μέθοδος έχει από την αρχή τα ίδια κέντρα, αλλά συνέχεια εξελίσσεται και μεταπλάθεται. Αισθάνομαι αφοσιωμένος στη μελέτη, τη διδασκαλία και στην ανάπτυξη της μεθόδου βλέποντας τον εσωτερικό της πλούτο. Βλέπω πως επενδύεται στους ανθρώπους που έρχονται από όλα τα μέρη του κόσμου για να τη διδαχθούν. Μου είναι εξαιρετικά προκλητικό να αναπτύξω με κάθε άνθρωπο ξεχωριστά έναν άλλο διάλογο: να δούμε πως μπορούμε η συναισθηματική, ψυχοσωματική ενεργοποίηση και συγκέντρωση, να ζωντανέψει μέσα του. Βλέπω, επίσης, πως για τον δημιουργό ανοίγει ένας ορίζοντας ελευθερίας. Ανοίγουν οι δυνατότητες και οι αισθήσεις, οι ηχογόνες πηγές, το σώμα ξυπνάει, μαλακώνει, νιώθεις το ρυθμό του κι αυτό σημαίνει πως το πεδίο της δημιουργίας ανοίγει στο άπειρο.

Για την σχέση του με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο: “Όχι, ποτέ δεν εξέλαβα την εμπιστοσύνη του ως άγχος, βάρος ή πίεση”.

Έχεις σκεφτεί να βγεις έξω από το πλαίσιο της μεθόδου Τερζόπουλου; Φαντάζομαι είχες προτάσεις.

Ναι, έχω και είχα προτάσεις. Όμως, υπάρχει ένα άλλο ζήτημα. Η μέθοδος δεν φαίνεται· είναι ένα στοιχείο εσωτερικής ζωής του ατόμου. Κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κλειδί: ο ηθοποιός μπορεί να εκπαιδευτεί στη μέθοδο Τερζόπουλου, αργότερα να βρεθεί σε ένα άλλο εργασιακό περιβάλλον αφού τα συστατικά στοιχεία της μεθόδου δεν εμπεριέχουν έναν αισθητικό καθορισμό. Αυτή η ομάδα, η εργαστηριακή διαδικασία, η έρευνα προϋποθέτουν αφοσίωση, μια μορφή ασκητισμού. Δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Σέβομαι τους συναδέλφους που παίζουν σε σίριαλ, σε δύο παραστάσεις την ίδια εβδομάδα, έτσι λειτουργεί η δουλειά μας, όμως υπάρχει και κάτι άλλο: το τάξιμο. Κι αυτό το τάξιμο καθορίζει τον τρόπο ζωής.

Η πίστη του Θεόδωρου Τερζόπουλου στο πρόσωπο σου τι σημαίνει;

Η συνεργασία, η συνύπαρξη και η συμπόρευση με το Θόδωρο είναι πολύτιμη και πολύ ανθρώπινη· πολλά χρόνια και σε πολλά επίπεδα. Τολμώ να πω ότι ήρθε κάπως φυσικά, δηλαδή η γέννηση της ομάδας «Σημείο Μηδέν» και η στέγαση της στο Νέο Χώρο του Άττις. Σαφώς, θέλω να είμαι συνεπής όχι τόσο στην προσδοκία, όσο σε αυτή την ανθρώπινη σχέση με το Θόδωρο Τερζόπουλο. Οπότε, όχι, δεν εξέλαβα την εμπιστοσύνη του ποτέ ως άγχος, βάρος ή πίεση. Ούτε προσπαθώ να μιμηθώ το Θόδωρο, ούτε προσπαθώ να διαφοροποιηθώ από αυτόν. Ακολουθώ το δρόμο μου μαζί με τους συνεργάτες μου. Και επιμένω να δουλεύουμε στο Νέο Χώρο γιατί είναι μια μορφή εστίας και ρίζας.

Ούτε προσπαθώ να μιμηθώ το Θόδωρο Τερζόπουλο, ούτε προσπαθώ να διαφοροποιηθώ από αυτόν

Φοβήθηκες πως άλλοι θα θεωρήσουν ότι προσπάθησες να μιμηθείς ή να αποστασιοποιηθείς αισθητικά από το Θόδωρο Τερζόπουλο; Αποπροσανατολίστηκες από τις προσδοκίες των άλλων;

Κυρίως στο παρελθόν άκουγα ότι μιμούμαι το Θόδωρο – όμως δεν το έκανα. Απλώς δημιουργούνταν κάποια τοπία όπου κυριαρχούσαν όσα είχα διδαχθεί στη μέθοδο και κάπως προσομοίαζαν σε παραστάσεις του Άττις. Για κάποια χρόνια, είχα μια αγωνία διαφοροποίησης αλλά δεν την μετέφραζα πρακτικά· δηλαδή δεν έκανα ψυχολογικό ρεαλισμό. Προσπαθούσα συνέχεια να εμβαθύνω μέχρι να αγγίξω πιο προσωπικές συχνότητες. Αυτό πλέον γίνεται φυσικά.

Τι σηματοδοτεί για σένα ο Θεόδωρος Τερζόπουλος;

Σαφώς είναι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου. Συναντώντας τον στα 20 μου χρόνια καθόρισε πολλά πράγματα σε επίπεδο καλλιτεχνικό, προσωπικό, υπαρξιακό. Είναι ο μέντορας μου και του οφείλω ότι μου έδωσε το χώρο και το χρόνο της καλλιτεχνικής ζύμωσης και εξέλιξης. Γιατί αυτά προϋποθέτουν διαρκώς το λάθος και το σφάλμα, δεν είναι ένας δρόμος προσβάσιμος. Ο Θόδωρος, λοιπόν, μου έκανε ένα δώρο ζωής.

Ο Θόδωρος Τερζόπουλος είναι μέντορας μου και του οφείλω ότι μου έδωσε το χώρο και το χρόνο της καλλιτεχνικής ζύμωσης. Μου έκανε ένα δώρο ζωής

Αναμένεται δε, να συμμετέχεις και στο Ίδρυμα Τερζόπουλου.

Ο Θόδωρος επιθυμεί να συνεχιστεί η παρακαταθήκη και η παράδοση του Άττις, να περάσει στις επόμενες γενιές, να εμπνεύσει νέους καλλιτέχνες. Θέλει να συντηρηθεί η ιδέα της ομάδας, της έρευνας, της δημιουργίας της συλλογικότητας. Αυτά τα πράγματα σε έναν άνθρωπο ανοιχτό και ευαίσθητο αποκλείεται να μην ασκούν επίδραση. Ας δούμε το πρόσφατο παράδειγμα της «Ορέστειας»: ο Θόδωρος έχοντας διανύσει μια φοβερή διαδρομή κι ενώ είχε όλες τις προϋποθέσεις μιας μεγάλης παραγωγής από το Εθνικό Θέατρο, επέλεξε να κάνει την παράσταση με την ομάδα του.

Είσαι ανοιχτός κι ευαίσθητος άνθρωπος;

Νομίζω ναι. Είμαι, επίσης, και πολύ επίμονος, απαιτητικός, ενίοτε και πολύ σκληρός, αυστηρός και με τον εαυτό μου και με τους άλλους· αλλά αισθάνομαι πως δένομαι πολύ με τους ανθρώπους. Δημιουργείται ένα αίσθημα αγάπης, με ενδιαφέρει η δημιουργία δεσμών.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Σάββας Στρούμπος πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί το έργο του Αντόν Τσέχωφ “Ο Γλάρος” που ανεβαίνει στο Νέο Χώρο του Άττις. (Λεωνίδου 12, Μεταξουργείο, Τηλ.: 210-3225207)

Η επόμενη παραγωγή της ομάδας “Σημείο Μηδέν” θα είναι “Οι δούλες” του Ζαν Ζενέ

Μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Σάββας Στρούμπος
Σκηνικά – κοστούμια: Κατερίνα Παπαγεωργίου
Φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης
Ηχοτοπίο: Λεωνίδας Μαριδάκης
Δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο

Παίζουν Άννα Μαρκά – Μπονισέλ,  Γιάννης Σανιδάς, Ελπινίκη Μαραπίδη, Ρόζυ Μονάκη, Σάββας Στρούμπος

Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 & Κυριακή στις 20.00
Διάρκεια:
100’
Τιμές εισιτηρίων: 15ευρώ (κανονικό), 10ευρώ (μειωμένο: φοιτητές, άνεργοι ΟΑΕΔ, ΑμΕΑ, συνοδός ΑμΕΑ, άνω των 65, ΟΛΜΕ-ΔΟΕ, ομαδικές κρατήσεις άνω των 7 ατόμων)
Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/theatro-attis-anton-tsexof-o-glaros-2024-25/

Περισσότερα από Πρόσωπα