MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
12
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Στην πρόβα: «O Αυτόχειρ!» στο Εθνικό θέατρο – Μια πικρή γιορτή για το θέατρο

Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα του «Αυτόχειρα» στο Εθνικό Θέατρο ο σκηνοθέτης Γιώργος Παπαγεωργίου και οι συντελεστές της παράστασης ανοίγουν την πρόβα ενός, σπανιότατα, παιζόμενου έργου.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 14.03.2022 Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης

Τέσσερα χρόνια πριν, βρισκόταν και πάλι στη σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο Εθνικό Θέατρο. Τότε, πρωταγωνιστούσε στο «Παιχνίδι της Σφαγής» – μιαν άλλη σθεναρή παρουσία του θεάτρου του παραλόγου, όπως την σκηνοθετούσε ο Γιάννης Κακλέας. Σήμερα, ο Γιώργος Παπαγεωργίου επιστρέφει στο Εθνικό για να κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του και μάλιστα στην πιο απαιτητική παραγωγή που έχει καταπιαστεί μέχρι σήμερα.

Αφορμή, το παραγκωνισμένο και, για δεκαετίες, λογοκριμένο από το Σταλινισμό αριστούργημα του Ρώσου Νικολάϊ Έρντμαν «Ο Αυτόχειρ»– σε μια συγκυρία που καθετί το ρωσικό (ακόμα και οι καλλιτεχνικές δημιουργίες) ενοχοποιείται. Κι όμως, ο Παπαγεωργίου επιδιώκει τη δικαίωση αυτής της σημαντικής δραματουργίας αλλά και τη δικαίωση του καθαυτού θεάτρου που, όπως και ο «Αυτόχειρ», πέρασε χρόνο σκοταδιού και σιωπής.

Ο Μανώλης Μαυροματάκης υποδύεται τον επώνυμο ρόλο του έργου.

Γεύση από πρόβα

Η καθαυτή πρόβα έχει σταματήσει. Ωστόσο, όλη η ομάδα του «Αυτόχειρα» – ακόμα και η ομάδα τεχνικών της παράστασης – είναι επί ποδός. Είναι η στιγμή που οι ηθοποιοί – Μανώλης Μαυροματάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Ναταλία Τσαλίκη, Μάκης Παπαδημητρίου, Κώστας Μπερικόπουλος, Βάσω Καβαλιεράτου, Άγγελος Μπούρας, Νίκος Καρδώνης, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Κλέαρχος Παπαγεωργίου Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Λυδία Τζανουδάκη, Φανή Παρλή, Αντώνης Αντωνιάδης, Νικόλας Ντούρος, Εβίτα Αγαΐτση – δοκιμάζουν διάφορους τρόπους για το πως θα σηκώσουν (στα χέρια εννοείται) ένα μέρος του σκηνικού και θα το δέσουν σε σιδερένιους ιμάντες. Σύντομα, αυτή η φλούδα του σκηνικού πετάει, οι μουσικοί – Αλέξανδρος Δανδουλάκης, Γιώργος Δούσος, Δημήτρης Κλωνής, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Τίγκας – παίρνουν τις θέσεις του και η φωνή του Γιώργου Παπαγεωργίου ακούγεται από μικροφώνου καθώς συντονίζει τη σκηνή της έναρξης.

Μπροστά στο βελούδινο ριντό, το χορωδιακό τρίο των Αντωνιάδη, Λατουσάκη και Ντούρου σκαρώνουν μια σατιρική ουβερτούρα πριν το «παλιό, βαθιά σοβιετικό» έργο ξεκινήσει. Πριν, δηλαδή, ο Σεμιόν του Μανώλη Μαυροματάκη στριφογυρίσει στο σιδερένιο του κρεβάτι και ξυπνήσει την έρημη γυναίκα του Μαρία, γυρεύοντας να φάει σαλάμι. Ο μεταμεσονύχτιος καβγάς τους θα έχει όμως, ολέθριες συνέπειες καθώς ο Σεμιόν θα απειλήσει πως θα παραδώσει πνεύμα. Ο τρελός μηχανισμός του «Αυτόχειρα» έχει μπει σε λειτουργία.

Με γκροτέσκα διάθεση οι Άγγελος Μπούρας, Νίκος Καρδώνης, Βάσω Καβαλλιεράτρου, Κώστας Μπερικόπουλος, Μάκης Παπαδημητρίου.

Το έργο θα μπορούσε να είναι ένας από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής δραματουργίας του 20ου αιώνα και σίγουρα της λογοτεχνικής θεατρικής άνοιξης της Ρωσίας. Όμως, ο Νικολάι Έρντμαν υπήρξε ένας, ανηλεώς κυνηγημένος, δημιουργός από το σταλινικό καθεστώς καθώς και τα δύο θεατρικά του έργα, «Το πιστοποιητικό» του 1925 και ο «Αυτόχειρ» του 1928 τον οδήγησαν στην εξορία για δεκαετίες και τα κείμενα του πήραν άδεια για να παρασταθούν μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1956. Ο «Αυτόχειρ» προοριζόταν για να σκηνοθετηθεί από τον, επίσης διωκόμενο, Μέγερχολντ έχοντας ως πολύτιμο σύμμαχο τον Στανισλάφκσι· ωστόσο, τίποτα δεν στάθηκε ικανό να το σώσει από τη βαρβαρότητα της λογοκρισίας.

Ο απελπισμένος ήρωας του Έρντμαν είναι ένας μακροχρόνια άνεργος, ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ, που αναγκάζεται να ζει από το εισόδημα της γυναίκας του. Είναι εκείνη που παρεξηγεί την κατήφεια του, θεωρώντας πως σκοπεύει να αυτοκτονήσει. Η θεωρία της ταξιδεύει γρήγορα στον περίγυρο τους, ώστε σύντομα παρελαύνουν από το σπίτι τους ένα σωρό εκπρόσωποι της εξουσίας και των θεσμών που δεν θέλουν τίποτα περισσότερο από το να καπηλευτούν τον επικείμενο θάνατο του Σεμιόν. «Είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό έργο και μια κραυγή υπαρξιακής ματαιότητας μαζί. Ο Έρντμαν γράφει όντας και ο ίδιος διαψευσμένος από την Επανάσταση – γι’ αυτό και η ματαίωση είναι ένα διαρκές μοτίβο του έργου» εξηγεί ο σκηνοθέτης της παράστασης, Γιώργος Παπαγεωργίου.

Ο Μανώλης Μαυροματάκης που ενδύεται την απελπισία του δύσμοιρου Σεμιόν παρατηρεί πως το έργο είναι ένα «πικρότατο σχόλιο πάνω στην υποκρισία των ιδεολογιών που απαιτούν από το άτομο, και μάλιστα το άτομο που ζει στις λούμπεν τάξεις της κοινωνίας, να θυσιαστεί προς όφελος του συνόλου. Δηλαδή, το σύστημα έχει αποτύχει, θεωρεί πως έχει τα δικά του προβλήματα και δεν ακούει τις διαμαρτυρίες των ανθρώπων που υποφέρουν. Οπότε τους προτρέπει να δώσουν νόημα στη ζωή τους πεθαίνοντας ηρωϊκά!».

Εκατό χρόνια μετά την συγγραφή του και 40 χρόνια από την πρώτη φορά που ανέβηκε στη Ρωσία, ο «Αυτόχειρ» αφηγείται μια ιστορία που ισχύει (ολόιδια) σήμερα. «Είναι ένας σατιρικός μηχανισμός που μας εξηγεί πως λειτουργεί ο κόσμος μας, πως αξιολογούμε τους εαυτούς μας πάντα σε σχέση με την εξουσία. Οι άνθρωποι τότε, όπως και σήμερα, είναι καταπιεσμένοι από το σύστημα, όμως το σύστημα δεν επιβιώνει παράγοντας πρότυπα, γι’ αυτό και κάθε είδους επανάσταση είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Δουλειά του συστήματος είναι να παράγει ανθρώπους που δεν αντιδρούν. Κι αυτό ζούμε και κατά την άνοδο του καπιταλισμού: Οι άνθρωποι εξουθενωμένοι λειτουργούν ως μονάδα και όχι ως σύνολο» τονίζει ο Μάκης Παπαδημητρίου, ένας εκπρόσωπος της, κατά τον Έρντμαν, φαύλης κοινωνίας.

Κι όμως όλα αυτά τα πολύ πραγματικά υλικά, ο σπουδαίος Ρώσος τα «σερβίρει» όπως παρατηρεί η Ναταλία Τσαλίκη «με μια έντονη αίσθηση κωμωδίας και υπερβολής. Γιατί η κωμωδία είναι ένα πολύ ύπουλο και πολύ δυνατό μέσο για να καταπιείς την αλήθεια. Είναι ένα έργο πάνω στην κόψη της δυστυχίας, της θλίψης μα και του αστείου. Ακριβώς επειδή η αλήθεια της ζωής εμπεριέχει την τρέλα, την μαγεία, τη συγκίνηση, την ποίηση».

Η Αγορίτσα Οικονόμου παρομοιάζει τις ποιότητες της συγκεκριμένης ρωσικής δραματουργίας με τα έργα της αρχαίας γραμματείας. «Αν η απελπισία δεν ντυνόταν με χιούμορ αυτά τα έργα θα ασφυκτιούσαν στη φόρμα ενός μικρού δράματος. Αυτή η συνύπαρξη υφών είναι που τα καθιστά μεγάλα, φέρουν τις ίδιες αξίες με αυτές της τραγωδίας».

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την έννοια της ουτοπίας, έχει προσθέσει κάποια εμβόλιμα κείμενα του Τσέχωφ καθώς και ένα απόσπασμα από «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» τουΘόδωρου Αγγελόπουλου. «Κυρίως γιατί αισθάνθηκα πως πρέπει νιώσουμε πως χτυπάει και μια ελληνική φλέβα μέσα στο κείμενο του Έρντμαν».

Αγωνία για τις προθέσεις του Σεμιόν Σεμιόνοβιτς από την Ναταλία ΤΣαλίκη, Αγορίτσα Οικονόμου, Βάσω Καβαλλιεράτου και Μάκη Παπαδημητρίου.

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

Ο κόσμος του «Αυτόχειρα» έχει δύο υφολογικές ταχύτητες ερμηνείας: Τους λιγοστούς ήρωες που ανταποκρίνονται στα ρεαλιστικά πρότυπα και την πολυπληθή ομάδα που ξεσπά με ένα υπερρεαλιστικό παλμό. Από τη μια, δηλαδή, ο απελπισμένος Σεμιόν και η οικογένεια του και από την άλλη ο ‘στρατός’ της εξουσίας και της διεφθαρμένης κοινωνίας. «Εμείς ανήκουμε στην κατηγορία των, κάπως, φυσιολογικών ηρώων, είμαστε οι εκπρόσωποι του προλεταριάτου που μοχθεί για την επιβίωση» παρατηρεί η Ναταλία Τσαλίκη, από το ρόλο της Σεραφίμα Ιλίνιστνα, της πεθεράς του Σεμιόν. Μαζί με το Μανώλη Μαυροματάκη και την Αγορίτσα Οικονόμου (στο ρόλο της συζύγου του Μαρία Λουκιάνοβνα) είναι τα τρία πρόσωπα του έργου που καταβάλλονται από την υπαρξιακή αγωνία της επιβίωσης. «Απέναντι σε αυτήν την αλήθεια υψώνεται το γκροτέσκο στοιχείο, ο παραλογισμός και η υπερβολή. Κι εμείς πρέπει ειλικρινά να πατήσουμε σε αυτό το σχήμα για να δείξουμε την μεγάλη γενναιότητα εκείνων των ανθρώπων που πρέπει να συνδιαλλαγούν με τον πόνο τους. Το κάνουμε κι εμείς με χιούμορ φυσικά. Αλλιώς είναι αβάσταχτη η ζωή» εξηγεί η Αγορίτσα Οικονόμου.

Ο Αλεξάντρ Πετρόβιτς Καλαμπούσκιν είναι ο φίλος του Σεμιόν Σεμιόνοβιτς και επί της ουσίας το πρώτο πρόσωπο που επιβεβαιώνει στην κοινότητα πως ο άνδρας θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του: Τον πιάνει στα πράσα ενώ προσπαθεί να βάλει στο στόμα του ένα γενναίο κομμάτι σαλάμι, αλλά εκείνος θεωρεί πως πρόκειται για περίστροφο. «Το φοβερό με τον Αλεξάντρ είναι πως παρότι βρίσκεται κοντά στον Σεμιόν αρχίζει να οργανώνει στοιχήματα για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Μπορεί να μην εκπροσωπεί κάποια μορφή εξουσίας, όμως δείχνει με την συμπεριφορά του πως ο ατομισμός και η ανηθικότητα έχει μολύνει και τις φιλικές σχέσεις».

Στην πλευρά των διεφθαρμένων θα δούμε εκπροσώπους της διανόησης, της εκκλησίας, εμπορίου, ακόμα και των τεχνών που όλοι θα βάλουν ένα χεράκι για να προσπαθήσουν να πείσουν τον Σεμιόν πως ο θάνατος του θα σημάνει περισσότερα από το να συνεχίσει να ζει την ανούσια ζωή του. Θα τους δούμε να τους ερμηνεύουν, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Μπερικόπουλος, ο Άγγελος Μπούρας, ο Νίκος Καρδώνης, η Βάσω Καβαλλιεράτου, η Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΑυτόχειρ!: Η μαύρη κωμωδία του Νικολάι Έρντμαν σε μια μουσική εκδοχή στο Εθνικό12.09.2018

Ποιος είναι όμως στ’ αλήθεια ο εν δυνάμει «αυτόχειρ»; Ο Μανώλης Μαυροματάκης σημειώνει πως «είναι ένας άνθρωπος αποκομμένος από την κοινωνία καθώς έχει αποκλειστεί από την εργασία. Νιώθει χαμένος. Θέλει να υπάρξει, αλλά συνειδητοποιεί πως για να συμβεί αυτό πρέπει να τον δουν και οι άλλοι. Γι’ αυτό και πρέπει να κάνει κάτι θεαματικό. Αρχικά – και πριν καταλάβει την απαίτηση της κοινωνίας για τη ζωή του – η ψυχή του πάλλεται προς τη δημιουργία, θέλει να μάθει να παίζει σαξοτρόμπα, να γίνει καλλιτέχνης. Ζητάει δηλαδή το ευ ζην για να δώσει νόημα στη ζωή του. Δίνει μια μάχη τόσο με τους άλλους αλλά όσο και με τον εαυτό του. Στην πορεία οδηγείται προς την παράνοια και αρχίζει να βλέπει τον λαμπρό θάνατο του ως ενδεχόμενο. Φτάνει, δηλαδή, στο όριο της ζωής, στο παράλογο. Κινδυνεύει να πεθάνει γιατί δεν έχει λόγο για να ζήσει. Όμως, όπως έλεγε και ο φιλοσοφος Μαξ Στρίρνερ, που θεωρήθηκε και πρόδρομος του Νίτσε να μην ξεχνάμε πως βασική προϋπόθεση για τη ζωή έχει η ίδια η ζωή. Να δώσουμε ναι, νόημα στη ζωή μας, χωρίς να την χάσουμε ολότελα».

Η πρωταγωνιστική ομάδα της παράστασης όταν δεν παίζει παρακολουθεί τα, επί σκηνής, τεκταινόμενα.

Η σκηνοθεσία

Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του στο Εθνικό και μάλιστα στην πρώτη μεγάλης κλίμακας σκηνοθεσία του, ο Γιώργος Παπαγεωργίου αισθάνεται πως έχει στη διάθεση του τους ηθοποιούς και τους συντελεστές που ονειρεύτηκε εξ αρχής για την υλοποιήσει. Την ίδια ώρα, πιστεύει πως το στοίχημα του μεγαλώνει κι άλλο, καθώς πρέπει να συστήσει ένα σχεδόν άγνωστο έργο στο ελληνικό κοινό. «Υπό αυτήν την έννοια, η πρώτη μου προτεραιότητα είναι να αναδειχθεί αυτό το σπουδαίο έργο, να δικαιωθεί – με έναν τρόπο – ο Έρντμαν και να υπενθυμίσουμε πως ταξίδι που ξεκίνησε περίπου 100 χρόνια πριν, συνεχίζεται. Μας ενδιαφέρει να πούμε πως το θέατρο και είναι εδώ και δεν λογοκρίνεται».

Λαμβάνοντας υπόψιν την, ζοφερή για την τέχνη και το θέατρο ειδικότερα, διετία που μεσολάβησε, η σκηνοθεσία του έρχεται να υμνήσει το θέατρο, στήνοντας μια γιορτή γι’ αυτήν. «Μετά από δύο δύσκολα χρόνια, δημιουργούμε ένα πλαίσιο χαράς που αφιερώνεται στους θεατρίνους. Γι’ αυτό και η παράσταση είναι φτιαγμένη από θεατρικά υλικά, αποθεώνει την έννοια της κατασκευής με όλους τους τρόπους», εξηγεί ο σκηνοθέτης. Εντός αυτού του χώρου, την σκυτάλη θα πάρουν ο σύγχρονος κωμικός κώδικας σε έντονη αλληλεπίδραση με τη ζωντανή μουσική.

Ο Νίκος Καρδώνης ως εκπρόσωπος της διανόησης προσπαθεί να πείσει τον Μανώλη Μαυροματάκη πως «η πιστολιά της αυτοχειρίας θα αφυπνίσει τη ναρκωμένη συνείδηση της χώρας». Και στο βάθος το σκηνικό του Πάρι Μέξη.

Η αισθητική της παράστασης

Το επιβλητικό, με γεωμετρικά μοτίβα, ξύλινο σκηνικό που υψώνεται ως την οροφή της Σκηνής Κοτοπούλη του Rex, καθώς και τα κοστούμια του 22μελούς θιάσου φέρουν την υπογραφή του Πάρι Μέξη. Η λαϊκότητα του κειμένου καθώς και η εκτόξευση του προς το είδος του παραλόγου τον τροφοδοτούν για να δημιουργήσει τον κόσμο που ζει (ή και θα πεθάνει) ο «Αυτόχειρ». «Η σκηνογραφία της παράστασης ξεκινά από τον ίδιο τον Αυτόχειρα, έναν αρχετυπικό ‘φουκαρά’ με λερωμένη φανέλα, τριμμένο σακάκι, σκονισμένα παλιά παπούτσια, που ζει μέσα σε μια παρατημένη κάμαρη με την σύζυγό του. Τη στιγμή που ο Αυτόχειρας αποφασίζει να αποδράσει από την ίδια του τη μιζέρια, έρχεται σε επαφή με το παράλογο. Η ίδια του η κάμαρη είναι ένα σκηνικό και οι χαρακτήρες, που ένας-ένας οικειοποιούνται την επιλογή του να αυτοκτονήσει, είναι ηθοποιοί ή τσιρκολάνοι που υποδύονται εν είδει «νούμερου» τις διάφορες εξουσίες, πολιτικές, λαϊκές και πνευματικές που τον περιβάλλουν», εξηγεί ο ίδιος.

Αντλώντας από το καλλιτεχνικό κίνημα του κονστρουκτιβισμού που άνθισε στη Ρωσία μέχρι στα 1930, ο Μέξης συμπορεύεται με την σκηνοθετική γραμμή να τιμήσει το θέατρο. Όπως προσθέτει, «χωρίς να αναπαράγει τη χώρα προέλευσης ή την εποχή του έργου, ή τουλάχιστον όχι περισσότερο από όσο συμβαίνει στον λόγο του έργου, η όψη μας είναι μια εμφανής κατασκευή με μια λεπτή αναφορά στον κονστρουκτιβισμό σε ό,τι αφορά τα χρώματα και τα κοστούμια, που είναι εμπνευσμένα από κοστούμια τσίρκου της εποχής του συγγραφέα. Πρωτίστως, όμως, η βασικότερη επιρροή στον σχεδιασμό του Αυτόχειρα είναι το ίδιο το θέατρο. Ένα θέατρο απλό, λαϊκό, στο οποίο κάθε χρηστικό ή αισθητικό στοιχείο επιβεβαιώνει την εξέλιξη της πράξης που υπηρετεί».

Οι μουσικοί του «Αυτόχειρα» (στα αριστερά ο ένας εκ των δύο συθνετών της παράστασης, Γιώργος Δούσος) σε δράση.

Η μουσική

Ακολουθώντας τον Γιώργο Παπαγεωργίου από τον «Αρίστο» όπου και επιμελήθηκε την πρωτότυπη μουσική, ο Γιώργος Δούσος συνθέτει και τη μουσική του «Αυτόχειρα». Αυτή τη φορά, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Κλώνη υπογράφουν συνθέσεις με έμφαση στα κρουστά και τα πνευστά που αντλούν από διάφορες παραδόσεις όπως την βαλκανική και τη ρώσικη συνδυάζοντας την με καθαρόαιμο τζαζ ήχο. Στην παράσταση η μουσική έχει ρόλο ενός επιπλέον αφηγητή αφού είτε προλογίζει είτε υπογραμμίζει (συνήθως με ευθυμία) την σκηνική δράση.

Κίνηση που πηγάζει από την υπερβολή σε σχεδιασμό της Σεσίλ Μικρούτσικου.

H κίνηση – Η χορογραφία

Σε μια παράσταση όπου ο κωμικός ρυθμός είναι (και επιβάλλεται) να είναι ασφυκτικός, η παρουσία της χορογράφου Σεσίλ Μικρούτσικου έχει διπλή αξία. Καταρχάς, γιατί η κίνηση των ηθοποιών πρέπει να παρακολουθεί την υπερβολή. «Γι’ αυτό και δουλεύουμε με έντονη εξωστρέφεια. Δεν φοβόμαστε τον σουρεαλισμό, αντίθετα τον υπηρετούμε».

Την ίδια ώρα, η Μικρούτσικου οργανώνει την παραμικρή κίνηση καθώς οι ηθοποιοί είναι υπεύθυνοι και για τις αλλαγές του σκηνικού μέσα στην αφήγηση. «Αυτό μοιάζει με τροχονομία σκηνής! Εμείς έτσι το λέμε εδώ. Οι χρόνοι των ηθοποιών εντός κι εκτός σκηνής είναι μετρημένοι και χρειάζεται να είμαστε απολύτως ακριβείς σε αυτό. Ο θίασος πρέπει να είναι τόσο λειτουργικός, σαν να δουλεύουν ταυτόχρονα τα γρανάζια μιας μηχανής».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣυν&Πλην: «Αντιγόνη» στο Θέατρο Τέχνης12.09.2018

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας
Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Γιώργος Δούσος, Δημήτρης Κλωνής
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά

Διανομή (με σειρά εμφάνισης)

Αντώνης Αντωνιάδης, Γιάννης Λατουσάκης, Νικόλας Ντούρος, Μανώλης Μαυροματάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Ναταλία Τσαλίκη, Μάκης Παπαδημητρίου, Βάσω Καβαλιεράτου, Νίκος Καρδώνης, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Κώστας Μπερικόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Λυδία Τζανουδάκη, Φανή Παρλή, Αντώνης Αντωνιάδης, Νικόλας Ντούρος, Εβίτα Αγαΐτση, Φανή Παρλή

Μουσικοί επί σκηνής: Αλέξανδρος Δανδουλάκης (ηλεκτρική κιθάρα), Γιώργος Δούσος (κλαρίνο), Δημήτρης Κλωνής (ντραμς), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Δημήτρης Τίγκας (κοντραμπάσο)

Hμέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr και στο 210.7234567 (με χρήση πιστωτικής-χρεωστικής κάρτας)
Πληροφορίες: Ταμεία κτηρίου Τσίλλερ (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24), τηλ. 210.5288170-171 και Θεάτρου Rex (Πανεπιστημίου 48) τηλ. 210.3305074

Περισσότερα από Art & Culture