MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
14
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ρομπ/Rob του Ευθύμη Φιλίππου στη Στέγη

Κριτική για το έργο Ρομπ/Rob του Ευθύμη Φιλίππου που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

stars-fullstars-fullstars-fullstars-emptystars-empty
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος
author-image Ματίνα Καλτάκη

Σε αντίθεση με το σενάριο του «Θανάτου του Ιερού Ελαφιού», που είχε στιβαρή δομή, κεντρικό σημείο, σύγκρουση, εξέλιξη που σταδιακά καταλήγει στην κορύφωση, λύση, ο «Ρομπ/Rob», το καινούργιο θεατρικό έργο του Ευθύμη Φιλίππου που παρουσιάζεται από τις 11 έως τις 28 Iανουαρίου στη Στέγη, είναι ένα ανοιχτό κείμενο με “δομή” ονείρου, με υποτυπώδες κεντρικό σημείο και μη-εξέλιξη αφού ό,τι συμβαίνει επί σκηνής είναι αφηγήσεις (ιστοριών, εντυπώσεων, σκέψεων, εικασιών) που θα μπορούσαν να αναπαράγονται επ’ αόριστον.

Στη σκηνή που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να είναι περιορισμένη ως προς το βάθος (ανακαλώντας αναγεννησιακό πίνακα Μυστικού Δείπνου αλλά σ’ ένα χώρο περίκλειστο, σαν το σαλόνι στο «Κεκλεισμένων των Θυρών» του Σαρτρ) μαζεύονται δέκα πρόσωπα. Κάποιοι είναι ζωντανοί, κάποιοι νεκροί. Συνδετικός κρίκος όλων είναι ότι είχαν συγγενική ή κάποιου άλλου είδους σχέση με τον νεκρό Ρομπ (οι γονείς του, η αδελφή του, ο φίλος του που θέλει να είναι ο Ρομπ, ένας άλλος φίλος του που τον αγαπάει πολύ, ο δεσμοφύλακας, η διευθύντρια του σχολείου του Ρομπ κοκ).

Rob MG 4387Andreas Simopoulos

Στην αρχή μαθαίνουμε ότι ο Ρομπ ότι ανήκε σε μία ομάδα εξολοθρευτών των αγενών από προσώπου γης. Δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς έγινε μ’ αυτήν γιατί πολύ γρήγορα η ιστορία πάει αλλού, με τον τρόπο που ψάχνεις κάτι στο google και λήμμα το λήμμα, από λινκ σε λινκ, βρίσκεσαι κάπου που μπορεί να μην έχει σχέση με την αρχική αναζήτησή σου. Η δομή του «Ρομπ» βασίζεται στις παρενθετικές αφηγήσεις, που μπορεί να ξεκινούν από κάτι που συνδέεται με τον Ρομπ αλλά όχι απαραιτήτως. Μέσω αυτών αποκαλύπτονται στοιχεία για τους αφηγητές (παράνοια και βία κάτω και πίσω από κάθε πρόταση/χειρονομία τους) αλλά κυρίως πώς συμβαίνει και οι πολλαπλές μαρτυρίες, αντί να φωτίζουν, θολώνουν τελικά την εικόνα της «πραγματικότητας» (προσώπων και καταστάσεων).

Τα πρόσωπά του είναι «ρητορικές οντότητες» που υπάρχουν, «ζουν», διά του λόγου. Εκών άκων ο «Ρομπ/Rob» μας σπρώχνει στις θεωρίες των αποδομιστών και των μεταστρουκτουραλιστών – o Φιλίππου άλλωστε είπε πρόσφατα ότι «Αυτά τα “λόγος” και “τέχνη” κολλημένα μου προκαλούν δυσφορία. Μου αρέσει πιο πολύ η ελαφρότητα της λέξης “κείμενο”».

Δεν φταίω που ανατρέχω στον Ρολάν Μπαρτ: «Το Κείμενο είναι πληθυντικό. Αυτό δεν πάει να πει μόνο ότι έχει πολλές έννοιες αλλά ότι πραγματώνει τον πληθυντικό ακριβώς της έννοιας: έναν πληθυντικό μη αναγώγιμο (και όχι μόνο απλώς αποδεκτό). Το Κείμενο δεν είναι συνύπαρξη εννοιών, αλλά διάβαση, διάπλευση. Δεν μπορεί λοιπόν να υπόκειται σε μία ερμηνεία, έστω ελευθέρια, αλλά σε μία έκρηξη, σε μία διασπορά» γράφει («Εικόνα-μουσική-Κείμενο, εκδ. Πλέθρον). Ο Μπαρτ στη συνέχεια παρομοιάζει τον αναγνώστη (αλλά το ίδιο ισχύει και για τον θεατή του σκηνικού κειμένου) μ’ έναν τύπο που περιδιαβάζει στην εξοχή και ο οποίος δέχεται τόσο πολλά ερεθίσματα, διαφορετικής προέλευσης και ποιότητας, σ’ έναν συνδυασμό ντε φάκτο μοναδικό, ώστε ο περίπατος να μην μπορεί να επαναληφθεί, να μην μπορεί να εννοηθεί παρά μόνο ως «διαφορά». Αναλόγως ό,τι γράφει ο συγγραφέας δεν μπορεί να προσληφθεί παρά μόνο ως «διαφορά».

Μα τότε ο συγγραφέας δεν υπάρχει, για την ακρίβεια εξισώνεται με τον αναγνώστη που είναι δημιουργός των νοημάτων του κειμένου, σε μια παιγνιώδη αλλά και, κατά τη γνώμη μου, εξόχως δραματική ερμηνευτική διαδικασία, όπου ούτε «μυστικό» υπάρχει, ούτε έσχατο νόημα. Υπό το πρίσμα αυτό η «ανάγνωση» του Κειμένου είναι, λέει Μπαρτ, πράξη απελευθερωτική, «[…] μια δραστηριότητα που είναι όντως επαναστατική εφόσον η άρνηση ενός σταθερού μηνύματος ισοδυναμεί, τελικά, με τη άρνηση του Θεού και των υποστάσεών του –του λόγου, της επιστήμης, του νόμου».

Rob MG 3375Andreas Simopoulos 

Σημείο αφετηρίας για τον «Ρομπ» του Φιλίππου υπήρξε το έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές «Ρομπέρτο Τσούκο». Δεν θα σταθώ εδώ στην σχέση του ήρωα του Κολτές με το πραγματικό πρόσωπο που τον ενέπνευσε, τον Ρομπέρτο Σούκο. Γιατί θα πρέπει να σταθώ σε κάτι που από παλιά μ’ ενοχλεί: στην καλλιτεχνική μυθολόγηση της ψυχασθένειας. Ο Κολτές χαρακτήρισε τον Σούκο «μυθικό πρόσωπο, ήρωα σαν τον Σαμψών ή τον Γολιάθ». Και είχε πει ότι μοιάζει με τον καθένα μας στο βαθμό που «αρκεί ένας ελαχιστότατος αποσυντονισμός για να σκοτώσει κανείς». Αλλά ο Σούκο ήταν ψυχοπαθής, σκότωσε στα 15 του την μητέρα και τον πατέρα του, «ησύχασε» ως τα 25 του και στη συνέχεια σκότωσε μερικούς ακόμα, απήγαγε αθώους, βίασε, έως ότου συνελήφθη και κατέληξε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αυτοκτόνησε με τον τρόπο που σκότωσε τον πατέρα του –με πλαστική σακούλα που προκάλεσε ασφυξία.

Μας αρέσει να βλέπουμε σε τέτοιες περιπτώσεις τους ασυμβίβαστους, αυτούς που αρνήθηκαν να υποταχθούν στον Νόμο και στον Λόγο, στη θεσμοθετημένη βία που υφιστάμεθα στην καθημερινότητά μας αλλά και στη βία των καθημερινών σχέσεων. Δεν είναι έτσι. Ο ψυχασθενής είναι ασθενής, όπως π.χ. ένας παραπληγικός, και μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολος ασθενής αφού συχνά ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι αναγνωρίζουν ότι πάσχει.

Παρ’ όλα αυτά ο ήρωας του Κολτές είναι ένα πρόσωπο υψηλής συμβολικής σημασίας και το έργο προέρχεται από ένα από τους σημαντικότερους συγγραφείς του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού θεάτρου. Ο «Ρομπ/Rob», αντίθετα, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της εποχής μας, δηλαδή πρόσωπα που μοιάζουν αντεστραμμένες εικόνες το ένα του άλλου, με ασαφείς σχέσεις και αποσπασματικό λόγο, σ’ ένα απολύτως τεχνητό χωρόχρονο.

Πέραν του «Ρομπέρτο Τσούκο», το καινούργιο έργο του Φιλίππου μου θύμισε το μαύρο χιούμορ και το ειρωνικό πνεύμα του Παύλου Μάτεσι στην «Τελετή» (οκτώ γυναίκες και ένας τελετάρχης, με το φέρετρο στη μέση, προσπαθούν να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες της κηδείας) αλλά και «πραγματικές» σκηνές στην αίθουσα τελετών του νεκροταφείου, όπου μετά την κηδεία μαζεύονται συγγενείς και φίλοι. Αν στήσεις αυτί, στα τραπέζια παραδίπλα από τους στενούς συγγενείς, βγάζεις χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς λειτουργούν άνθρωποι, πένθος, τελετές. Το όργιο που κάποια στιγμή σπάει την λεκτική αφήγηση του «Ρομπ/Rob» ανακαλεί «Βάκχες», το ζωώδες στους ανθρώπους, τα απωθημένα ένστικτα, το ανορθόλογο που ελλοχεύει κάτω από την φαινομενική τάξη, την κανονικότητα, την ευρρυθμία κοινοτήτων και συστημάτων.

Rob MG 4432Andreas Simopoulos

Τα πρόσωπα του «Ρομπ» σαφώς ανακαλούν το τραπέζι της «Πλατείας Ηρώων» του Μπέρνχαρντ -η σχέση, ειδικά με το έργο αυτό, έχει να κάνει με το γεγονός ότι Φιλίππου γράφει σε συνεργασία με τους σκηνοθέτες, εδώ με τον Δημήτρη Καρατζά, ο οποίος πέρσι ανέβασε το συγκεκριμένο έργο. Ο Φιλίππου έχει κοινές απόψεις με τον Μπέρνχαρντ.

Ένα από τα πρόσωπα στην «Πλατεία Ηρώων» λέει:
[…] Tα κείμενα των συγγραφέων
δεν συσκοτίζουν την πραγματικότητα
ναι ναι και γράφουν μάλιστα και πόσο φρικτή είναι
πόσο διεφθαρμένη και σάπια είναι
πόσο καταστροφική
και πόσο αδιέξοδη είναι
όμως όλα όσα γράφουν
ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα
η πραγματικότητα είναι τόσο άθλια
που κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να την περιγράψει […]

Κάτι παρόμοιο έχει πει ο Φιλίππου σε συνέντευξή του: «Το σινεμά και η λογοτεχνία, και ο χορός, και η οποιαδήποτε μορφή τέχνης, ποτέ δεν θα καταφέρουν να φτάσουν τον παραλογισμό της ζωής. Αυτό που θα κάνουν πάντα είναι να προσπαθούν. Όσο οι άνθρωποι είναι ικανοί για τα πάντα, τόσο η καλλιτεχνική αναπαράσταση θα προσπαθεί ανεπιτυχώς να τους προφτάσει».

Εδώ, όμως, τίθεται ένα κρίσιμο ζήτημα. Αν οι άνθρωποι είναι ικανοί για τις μεγαλύτερες αθλιότητες, που είναι, και οι καλλιτέχνες προσπαθούν να το δείξουν, και η ζωή όλο τους ξεπερνάει (και για έναν επιπλέον λόγο, μαθαίνουμε τα πάντα κι είμαστε πάρα πολλοί πια σ’ αυτόν τον πλανήτη, άρα οι δόσεις Κακού έχουν μεγεθυνθεί σε ποσότητες που πλέον δεν αντέχονται), οδηγούμαστε σε έργα τέχνης αφόρητα. Δεν είναι αυτός ο ρόλος της τέχνης.

Rob MG 3351Andreas Simopoulos

Η δραματουργία του «Ρομπ» μου έφερε στο νου τη δομή του νευρωνικού δίκτυου, του κυβερνοχώρου, όπου δεν νοείται η έννοια του φυσικού τόπου, όπου η «συζήτηση» μεταξύ αγνώστων, υπαρκτών και «ανύπαρκτων» φίλων, μπορεί να μην τελειώνει ποτέ, και όπου τα σοβαρά και σημαντικά συνυπάρχουν με τα ασήμαντα και τα γελοία. Κάποια στιγμή, ας πούμε, η Αγγελική Παπούλια λέει ότι οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν έναν πράγμα θέλουν, κάποιος να τους γ….σει κι είναι θλιβερό γιατί δεν υπάρχει κάποιος που να θέλει να γ…σει έναν ετοιμοθάνατο (αστειότητες που εκφέρονται με απόλυτη σοβαρότητα). Σ’ άλλο σημείο του έργου ακούγεται και κείνη η τρομερή ιστορία που αφηγείται η αδελφή του Ρομπ (Ελίνα Ρίζου) για τον φίλο και ευεργέτη του Ρομπ. Ο Ρομπ αφάνισε την οικογένεια και το σπίτι του ανθρώπου που στάθηκε δίπλα του όσο κανείς, προκειμένου να διαπιστώσει μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει η καλοσύνη του! Σκοτώνει κι ο Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» αλλά μία γριά τοκογλύφο! Να γιατί βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το δίλημμα που προκύπτει από την πράξη του, και εντελώς απωθητική τη νοσηρή ιστορία του Ρομπ.

Κατα τ’ άλλα η παράσταση ήταν άψογη: στήσιμο και ερμηνείες έξοχες απ’ όλους τους ηθοποιούς, κίνηση μελετημένη στην λεπτομέρεια της χειρονομίας και του βηματισμού από τον Τάσο Καραχάλιο, το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη κρατούσαν το βλέμμα στη σκηνή όταν η προσοχή χαλάρωνε από την απουσία δράσης. Η κλασικότροπη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού λειτουργούσε ως ιδανικό κοντράστ στην λεκτική αφήγηση. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ολοκλήρωναν ιδανικά τη σκηνική σύνθεση.

Κι όμως στο τέλος έφυγα από το θέατρο εξαντλημένη. Μεγάλη διάρκεια, υπερβολικά πολύς λόγος και χωρίς κάτι που να μένει, να φωτίζει, να δίνει ανάσα. Σ’ ένα μικρό δοκίμιο που έτυχε να διαβάζω αυτές τις μέρες (Μ. Η. Abrams, «Τι είναι μια ανθρωπιστική κριτική;», ΜΙΕΤ, 2014) βρήκα μιαν απάντηση. Πολλά έργα τέχνης, στον απόηχο της στιβαρής πολεμικής των αβαντ-γκαρντ καλλιτεχνών του β΄μισού του 20ου αι., καταδίκασαν την έννοια του «ανθρωπισμού» ως χρεοκοπημένη μυθολογία πίσω από την οποία κρύβεται πλήθος εγκλημάτων στη μεγάλη και τη μικρή κλίμακα της Ιστορίας. Η σύγχρονη τέχνη επιμένει να είναι «αντιανθρωπιστική», ανατροφοδοτούμενη από ιδέες και μεθοδολογίες η δυναμική των οποίων έχει πλέον εξαντληθεί. Αν φεύγοντας από το θέατρο νιώθω όπως όταν βλέπω καταιγισμό καταστροφών στο Δελτίο Ειδήσεων, κάτι δεν πάει καλά.

Δεν θα είχα πρόβλημα να παραδεχθώ ότι το πρόβλημα είναι δικό μου, αν δεν ήταν τόσοι πολλοί όσοι σκέφτονται και νιώθουν το ίδιο με μένα.

[iframe width=”560″ height=”315″ src=”https://www.youtube.com/embed/RBlpvNhme0A” frameborder=”0″ allow=”autoplay; encrypted-media” allowfullscreen ]

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Συγγραφέας: Ευθύμης Φιλίππου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Χορογραφία: Τάσος Καραχάλιος

Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, Χρήστος Λούλης, Βασίλης Μαγουλιώτης, Αγγελική Παπούλια, Ελίνα Ρίζου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Σταυρούλα Σιάμου, Μαρία Σκουλά

Τιμές Εισιτηρίων: Κανονικό: 5, 7, 15, 20, 24 € Μειωμένο, Φίλος, Παρέα 5-9 άτομα: 5, 12, 16, 19 € Παρέα 10+ άτομα: 4, 11, 14, 17 € Κάτοικος Γειτονιάς: 7 € Ανεργίας, ΑμεΑ: 5 € | Συνοδός ΑμεΑ: 10 €
Διάρκεια Παραστάσεων: 17 – 28 Ιανουαρίου 2018
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή | 20:30
Βοηθός Σκηνοθετη: Γκέλυ Καλαμπάκα, Ράνια Καπετανάκη
Περισσότερα από Κριτική Θεάτρου