MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
24
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Γιάννης Κακλέας: – Μια ζωή ήμουν “υπηρέτης δύο αφεντάδων!”

Μετά την μεγάλη επιτυχία της “Λυσιστράτης” ο Γιάννης Κακλέας συνεργάζεται με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κρήτης ανεβάζοντας τον “Υπηρέτη δύο αφεντάδων” του Γκολντόνι, αναθέτοντας και πάλι στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο τον πρωταγωνιστικό ρόλο.Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης στο Ηρώδειο στις 29 και 30 Ιουνίου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, ο σκηνοθέτης μάς μίλησε για τον Γκολντόνι και γενικά τους κλασικούς συγγραφείς, τις απόψεις του για το θέατρο, την ξενομανία Ελλήνων αλλά και των ξένων και… για τον Αλμοδοβάρ, σκηνοθέτη που λατρεύει.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή

author-image Γιώργος Σμυρνής

Ως σκηνοθέτης ο Γιάννης Κακλέας δεν διστάζει να πειραματίζεται σε διάφορα είδη θεάτρου. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, είναι ένας άνθρωπος με τα πρότυπα του καθολικού ανθρώπου της Αναγέννησης και του ολικού θεάτρου του Αρτό και δεν θα μπορούσε να εγκλωβιστεί σε έναν τύπο θεάτρου. Αγαπάει τα μοντέρνα, αλλά και τα κλασικά κείμενα, όσο απεχθάνεται τα κλισέ στην τέχνη. Και θεωρεί πως ένα καλλιτεχνικό έργο επιβεβαιώνεται μέσα από την επικινδυνότητά του. Ένα μεγάλο έργο, όπως είπε, πρέπει να βάζει τον θεατή σε ένα ταξίδι χωρίς προστατευτικό δίχτυ.

Δεν φοβάται την οικονομική κρίση, όπως δεν φοβάται και τις αρνητικές κριτικές. Δηλώνει λάτρης του σινεμά και σκέφτεται, όπως ομολόγησε, με κινηματογραφικά πλάνα. Θεωρεί πως αν ένα έργο κλασικό, το παρουσιάζεις με όρους του σήμερα, το απελευθερώνεις. Ο κ. Κακλέας δεν θέλει να κρύβει τα έργα πίσω από ύφη και μόδες, κουστούμια και μακιγιάζ! Βρίσκει,δε, κοινό σημείο με τον ήρωα το γεγονός πως και αυτός -όπως εξομολογείται- όλη του τη ζωή υπήρξε υπηρέτης δύο ή και περισσότερων αφεντικών!

Το χειμώνα υπογράψατε το Tromopolis μια μετά- σάτιρα sci- fi. Τώρα περάτε σ’ ένα κλασικό έργο, το “Υπηρέτης δύο Αφεντάδων” του Γκολντόνι. Πόσο δύσκολη ήταν η μετάβαση;
Είναι αναγκαστικές μεταβάσεις. Δεν μπορείς να ανεβάσεις ένα είδος θεάτρου. Ανεβάζεις έργα που αγαπάς και τα οποία ανήκουν σε διαφορετικά είδη φόρμας του παγκόσμιου δραματολογίου. Δεν είναι δύσκολη η μετάβαση, γιατί αγαπάω τα κλασικά κείμενα, όσο αγαπάω και τα σύγχρονα. Προσπαθώ μέσα από τα κείμενα αυτά να με βρω. Γι’ αυτό και οι παραστάσεις έχουν μια προσωπική γραφή. Άρα, όπως και στο Tromopolis μπήκα σε έναν κόσμο του αύριο, έτσι και τώρα προσπάθησα να φέρω ένα έργο του χθες στο σήμερα, ελπίζω χωρίς να χαθεί μέσα από αυτό η αξία του.

Γιατί ο “Υπηρέτης δύο Αφεντάδων” είναι τόσο δημοφιλής στο ελληνικό κοινό;
Το έργο αυτό είναι ένα αβανταδόρικο έργο. Έχει καλοστημένες και καλογραμμένες σκηνές. Έχει έναν ήρωα, τον Τροφαλντίνο, που οι ηθοποιοί αρέσκονται να τον σωματοποιούν. Και γενικά, εκείνο που χτυπάει πολύ καλά στο ελληνικό ταμπεραμέντο είναι ότι είναι ένα κείμενο μεσογειακό. Παρ’ όλα αυτά, το κείμενο αυτό έχει αποκτήσει αυτή τη δημοφιλία, χωρίς όμως να επιβεβαιώσει την επικινδυνότητά του. Είναι, μεν, δημοφιλές κείμενο, αλλά είναι και λίγο άγνωστο. Ένα κείμενο που έχει κρυφτεί πίσω από το ύφος της comedia del’ arte.

Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο “Υπηρέτης δύο αφεντάδων”;
Επειδή αυτή η ερώτηση λέγεται συχνά, δε θα μπορούσε να μην είναι επίκαιρος! Αλλά και τι αξία είναι να είναι κάτι επίκαιρο; Προσωπικά δεν το
θεωρώ και μεγάλη αξία! Επίκαιρο ως προς τί; Ότι μας αφορά στην προκειμένη περίπτωση; Οι “Ευμενίδες”, ή άλλα κείμενα, του Μολιέρου, του Μίντλετον, που αναφέρονται σε πάθη ανθρώπινα, δεν είναι επίκαιρα; Ή τί κάνει ένα έργο να είναι επίκαιρο; Συνήθως απαντιέται με ένα κλισέ: ναι, είναι λίγο επίκαιρο, γιατί αφορά την πολιτική κατάσταση κτλ… Είναι λίγο μπούρδες όλα αυτά! Στην ουσία, κάτι είναι επίκαιρο, όταν δεν είναι κοινότοπο, όταν χτυπάει σε πτυχές που χρειάζεται να φωτιστούν και όταν αυτό δημιουργεί έναν διάλογο μεταξύ σκηνής και πλατείας, με μια επικίνδυνη τάση. Συνήθως τα λεγόμενα “επίκαιρα” έργα, είναι και λίγο κοινότοπα. Και εμένα αυτή η επικαιρότητα δεν με ενδιαφέρει.

Όταν λέτε “επικινδυνότητα” επειδή το αναφέρετε συχνά, πώς την ορίζετε και γιατί την θεωρείτε αξία σε ένα καλλιτεχνικό έργο;
Τα έργα που έχουν μια αξία μέσα στον χρόνο, είναι τα “ανήσυχα” έργα. Είναι τα έργα που μπορούν να σε πάνε μέσα και να μην έχουν σε πρώτη θέαση το μίτο της Αριάδνης, για να γυρίσεις πίσω. Είναι αυτά που σε ταξιδεύουν στον έρωτα, στο πάθος, στην ανάγκη, σε μια σωματοποιημένη εμβάθυνση των καταστάσεων και σε κάνουν να ταξιδεύεις κάπου που δεν έχεις δίχτυ ασφαλείας. Αυτά τα κείμενα είναι τα πιο ελκυστικά, γιατί ένας θεατής δεν πρέπει να νιώθει θεατής εκ του ασφαλούς. Πρέπει να δίνει κι αυτός την προσωπική του παράσταση μέσα στο κείμενο. Και για να του το δημιουργήσεις αυτό δεν μπορείς να του παρουσιάζεις μια σειρά από κοινοτοπίες ή από ήδη προβλεπόμενες καταστάσεις. Αυτό το κάνει ένα θέατρο καταναλώσιμο. Αλλά το θέατρο δεν πρέπει να είναι καταναλώσιμο. Το θέατρο είναι εμπειρία! Και δεν πρέπει να ξέρεις πώς θα βγεις από αυτό!

Πότε και πού τοποθετείται η δράση της παράστασης;
Στο τώρα. Είχα πάρα πολλές αναζητήσεις, πώς μπορούν να ανεβαίνουν κείμενα κλασικά. Σε ένα τελευταίο ταξίδι στο Βερολίνο γοητεύτηκα πάρα πολύ με τον τρόπο που οι άνθρωποι του θεάτρου ανεβάζουν κλασικά έργα, όπως η Άννα Καρένινα, ο Άμλετ, με μία πολύ σύγχρονη διάθεση. Και είδα πως όταν ένα έργο το φέρνεις στο τώρα, είσαι πιο εξομολογητικός. Δεν κρύβεσαι πίσω από το κουστούμι, πίσω από το μακιγιάζ, πίσω από τρόπους. Είναι ένας απελευθερωτικός τρόπος. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι πρέπει να ενστερνιστούν αυτό που λέω τώρα. Όμως αυτός ο τρόπος που σου αναφέρω, ο απογυμνωμένος, για να αναμετρηθείς με ένα κείμενο στο τώρα, είναι ένας τρόπος που με αφορά.

Ο πρωταγωνιστής της παράστασης είναι υπηρέτης δύο αφεντικών. Σας έχει τύχει στην επαγγελματική σας σταδιοδρομία να είστε “υπηρέτης” δύο ή περισσότερων αφεντικών και πώς το διαχειριστήκατε;
Όχι μία φορά! Μια ζωή! Υπηρέτης συμφερόντων παραγωγών. Είμαι υπηρέτης του ίδιου μου του εαυτού, που μπορεί να κρύβεται πίσω από ματαιόδοξα στοιχεία, είμαι υπηρέτης του ταμείου και της επιτυχίας. Είμαι υπηρέτης των διανοούμενων, στους οποίους θα πρέπει να αρέσω μέσα σε μία άλλη κατάσταση πιο προχωρημένης μορφής τέχνης. Αυτό μας κάνει να έχουμε ένα θράσος για να μπορέσουμε να τους ικανοποιήσουμε. Και να έχουμε μια ακροβατική δεξιοτεχνία, για να μπορέσουμε να τα φέρουμε όλα αυτά σε μία ισορροπία για να ικανοποιήσουμε τους παράγοντες που συμμετέχουν σε αυτό.

Είχατε πει κάπου ότι “γνωρίζουμε την κλισέ εκδοχή του Σαίξπηρ ή του Γκολντόνι”. Πόσο δύσκολο είναι να αποκρυπτογραφήσει κανείς έναν κλασικό συγγραφέα;
Το πιο εύκολο πράγμα είναι να μιμηθείς παραστάσεις ή να μιμηθεί ύφη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σιχαμερό από το αναμάσημα των κλισέ. Όπως ο Πίτερ Μπρουκ λέει σωστά αυτό είναι το λεγόμενο “πεθαμένο θέατρο”. Η αναπαραγωγή του είδους, όπως τα αγγεία που τα ζωγραφίζουν και τα πουλάνε στους τουρίστες. Κάτι μουσειακό, αλλά και κάτι ευτελές! Αυτό που έχει αξία είναι να κάνεις ένα ψυχαναλυτικό ταξίδι μέσα στην δραματουργία του έργου και να αρχίσεις να ανακαλύπτεις τον συγγραφέα ξανά σε μία μορφή που να καταργεί το ύφος και να δημιουργείς μια νέα ματιά!

Στο συγκεκριμένο έργο, αυτό που μου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή και δεν το έχω δει στις παραστάσεις άλλων, είναι ότι ξεκινάει από μια καθαρά δραματική βάση, που είναι ο θάνατος του αδερφού και ο εξορισμός του ερωμένου που τον σκότωσε. Και η κοπέλα, που είναι ερωτευμένη με τον δολοφόνο του αδερφού της, ντύνεται άντρας και τον βρίσκει στη Βενετία, για να του πει πόσο τον αγαπάει και να γίνουν ζευγάρι. Ο συγγραφέας ποτέ δεν βάζει τυχαία ένα δραματικό υπόβαθρο. Θέλει να μας πει ότι υπάρχει μια επικίνδυνη περιπέτεια, χωρίς ηθική. Εκεί πέρα βρίσκει έναν υπηρέτη, που είναι ένα παιδί του δρόμου. Και αυτοί οι δύο πόλοι- έρωτας και επιβίωση- δημιουργούν μία κατάσταση σε όλο το έργο, που αναδιαμορφώνει μια νέα ισορροπία. Αλλιώς ξεκινά και αλλιώς τελειώνει το έργο. Αρχίζει με μια γιορτή της υποκρισίας. Μπαίνουν ο υπηρέτης και η μεταμόρφωση της άλλης και τα τινάζουν όλα στον αέρα. Και στο τέλος επαναπροσδιορίζεται η όλη κατάσταση, μέσα από τη δημιουργία του χάους. Καταστρέφουν το μηχανισμό, για να τον ξαναμοντάρουν πιο ουσιαστικά.

Έχετε πει ότι πρότυπό σας είναι ο αναγεννησιακός άνθρωπος. Με τις ασχολίες σας, τα χόμπυ, τα ενδιαφέροντά σας, έχετε προσπαθήσει να αγγίξετε αυτό το υψηλό πρότυπο;
Είναι ο λόγος για τον οποίο κάνω θέατρο. Που αγαπάω την ποίηση, την μουσική, την επιστήμη. Που λατρεύω την περιπέτεια. Που γοητεύομαι από τον τυχοδιωκτισμό. Που θέλω να κάνω ταξίδια για να μπω σε μια τροχιά πιο κοσμική. Τα πιστεύω αυτά πολύ βαθιά μέσα μου. Η Αναγέννηση είναι ένα μοντέλο σκέψης που μου πηγαίνει πάρα πολύ.

Πώς έχετε προσπαθήσει να ταιριάξετε μια κωμωδία της comedia del’ arte με τον “επιβλητικό” χώρο του Ηρωδείου;
Ωραίες εκφράσεις και η comedia del’ arte και το επιβλητικό Ηρώδειο. Δεν είναι μια παράσταση comedia del’ arte. Είναι ένας Γκολντόνι! Και για μένα το Ηρώδειο είναι ένα θέατρο. Είναι τόσο επιβλητικό, όσο ήταν κι ο Τεχνοχώρος. Το ένα με μάρμαρο, το άλλο με σίδερα. Το Ηρώδειο, πάντως, είναι ένα μεγάλο θέατρο, ατμοσφαιρικό, που δημιουργεί μία αίσθηση κλειστού θεάτρου. Και είναι ένα θέατρο που μου αρέσει. Οι καλοκαιρινές παραγωγές είναι δύσκολες. Γιατί παίζουμε σε χώρους που δεν είναι θεατρικοί και όταν ανακαλύπτω τέτοιο, όπως στο Ηρώδειο ή στους Φιλίππους ή στην Πάτρα, που είναι το Ωδείο, νιώθω μια αγαλλίαση! Αυτές είναι οι οάσεις μας.

“Ξενομανία υπάρχει και στο εξωτερικό! Και ελληνικές παραστάσεις αποθεώνονται στο εξωτερικό, μόνο και μόνο επειδή τις κάνουν Έλληνες!”

Πώς κρίνετε την τάση μιας μερίδας του κοινού, να ορίζει “αριστουργήματα” έργα ξένων δημιουργών που έρχονται αυτήν την περίοδο, απλά και μόνο επειδή είναι από το εξωτερικό;
Η έννοια του εξωτισμού είναι πάντα ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο και από την άλλη μεριά η έννοια της ξενομανίας. Το ίδιο αντιμετωπίζουμε κι εμείς. Πηγαίνουμε και παίζουμε, ίσως όχι και με τον καλύτερο τρόπο μερικές φορές, αρχαία τραγωδία ή κωμωδία στο εξωτερικό και μας αποθεώνουν. Και τα βλέπουμε εμείς και λέμε: “εντάξει, δεν άξιζε πια και τέτοια κριτική!” Είναι μια τάση αυτή. Πέρα από το “ουδείς προφήτης στον τόπο του” νομίζω ότι εγώ τουλάχιστον δεν πρέπει να παραπονιέμαι. Οι παραστάσεις μου έχουν τύχει γερής αποδοχής και πολύ κακής κριτικής. Με χαροποιούν και τα δύο. Και δόξα σοι ο Θεός, είμαι ικανοποιημένος!

Γιατί σας ικανοποιεί μια κακή κριτική;
Ο άνθρωπος που τη γράφει έχει τόσο διαφορετικές αντιλήψεις οπότε τον έχω εξοργίσει τόσο πολύ. Και χαίρομαι που τον έχω εξοργίσει σε τέτοιο βαθμό, γιατί χτυπάω στα καίρια σημεία του συντηρητισμού του και της κλισέ αντίληψης του θεάτρου, καθώς το ανησυχητικό θα ήταν αυτός να με παίνευε.

Πώς έχει επηρεαστεί το θέατρο από την παρούσα οικονομική κατάσταση;
Τώρα τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν “πετάξει το γάντι” στην κρίση. Τους ακούω που λένε: “Μα, εμείς κρίση; Εμείς γεννηθήκαμε στην κρίση και ζούμε μες την κρίση!” Όντως. Με τέτοια ανεργία και με τέτοια ανασφάλεια, εμείς δεν καταλαβαίνουμε από αυτά!
Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχει ο φόβος μήπως αυτό οδηγήσει σε συντηρητισμό. Οδηγήσει σε πτώση της δυναμικής μέσα από την τέχνη. Μήπως από φόβο πάμε σε πιο σίγουρα μονοπάτια. Ο μόνος μου φόβος αυτός είναι! Κατά τα άλλα, η κρίση έχει αφυπνίσει μία συλλογική ευαισθησία. Έχουμε γίνει πιο συνεργατικοί. Και αυτό είναι καλό.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Τα επόμενα σχέδιά μου είναι μια παράσταση πάνω σε ένα έργο του Αλμοδοβάρ, “Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης”. Το κοιτάω και το περιμένω με ανυπομονησία, γιατί μου αρέσει αυτός ο σκηνοθέτης και συγγραφέας. Μία όπερα που πιστεύω ότι θα γίνει με θέμα τον Ωνάση και τη Μαρία Κάλας…

Όπερα που υπάρχει ήδη ή που γράφεται;
Γράφεται αυτή τη στιγμή στη Λυρική Σκηνή. Αυτά κατ’ αρχήν. Και κάποια άλλα που με τον καιρό θα βγουν μπροστά.

Aπό τα έργα σας φαίνεται πως ο κινηματογράφος σας αρέσει πολύ. Πόσο έχει επηρεάσει το σινεμά τη δουλειά σας στο θέατρο;
Απίθανα! Δηλαδή τι λατρεμένο είδος! Εγώ είμαι τρελός με το σινεμά! Βλέπω πολύ περισσότερο κινηματογράφο από θέατρο. Ο Φελίνι, ο Γριναγουέι, ο Μπεργκμαν, ο Βέντερς, ο Λιντς, ο Κόπολα και εκατοντάδες άλλοι σκηνοθέτες, είναι αγαπημένοι μου! Τους λατρεύω! Εγώ δεν μπορώ να κάνω σινεμά κι ούτε θέλω να κάνω. Η δουλειά μου είναι το θέατρο. Αυτό έχω σπουδάσει. Αλλά η επιρροή μου από το σινεμά είναι καταλυτική. Σκέφτομαι με πλάνα. Σκέφτομαι με γκρο πλαν. Σκέφτομαι με γενικά πλάνα. Οι φωτισμοί είναι πλάνου! Οι μουσικές είναι soundtrack!

Πώς όμως μια ματιά με κινηματογραφικό πλάνο μπορεί να περάσει στο θέατρο;
Μπορεί να περάσει. Μπορείς να τον οδηγήσεις το θεατή με το φωτισμό και με τον τρόπο, να κάνει γκρο πλαν σε μία σκηνή. Από τότε που ήρθα από το Λονδίνο κι έκανα τις πρώτες παραστάσεις, έδωσα μεγάλη σημασία στους φωτισμούς. Παλιότερα είχαμε έναν φωτισμό στην αρχή κι έναν φωτισμό στο τέλος. Οι φωτισμοί και τα soundtracks είναι εργαλεία, με τα οποία μπορείς να οδηγήσεις τον θεατή σε μια εμπειρία κινηματογραφικού τύπου.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b