MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
09
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Imam Baildi: “Υπάρχουν ωραία πράγματα στην Ελλάδα όταν έχει κανείς μάτια και αυτιά ανοικτά!”

Τους γνωρίσαμε μέσα από τη διασκευή του “Πασατέμπου” μα αποδείχθηκε η σχέση τους με το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι δεν ήταν απλά “για να περνάει η ώρα”. Από το ντεμπούτο τους ξεχώρισαν τραγούδια όπως ο “Πασατέμπος”, “Μινόρε της αυγής”, το “Πόσο λυπάμαι”, το “Δε θέλω πια να ξαναρθείς”, “Ξένα Χέρια” και “Ντυμένη Σαν Αρχόντισσα”, ρεμιξαρισμένα, ή αν θέλετε “μαγειρεμένα” από τους Imam Baildi, σε μία συνταγή που τα έκανε πιο εύπεπτα και εύγευστα στα πολυπολιτισμικά απαιτητικά μουσικά ώτα των νέων ακροατών.   Το πείραμα πέτυχε, οι αδερφοί Ορέστης και Λύσανδρος Φαληρέας, γόνοι “μουσικής οικογένειας” (ανιψιοί του παραγωγού της Columbia Τάσου Φαληρέα και γιοι του Γρηγόρη Φαληρέα, παραγωγού και ιδιοκτήτη του θρυλικού δισκάδικου Pop Eleven) , προκάλεσαν με το ομώνυμο δισκογραφικό τους ντεμπούτο ως «Imam Baildi» αίσθηση και γνώρισαν την επιτυχία εντός και εκτός συνόρων.Συνέντευξη στον Δημήτρη Κώτσο

Monopoli Team

Και όπως συμβαίνει σε κάθε επιτυχημένη περίπτωση πρωτοεμφανιζομενων καλλιτεχνών, το δεύτερο βήμα είναι εξίσου δύσκολο, προκειμένου να αποφύγουν την τροχιά ενός «διάττοντα αστέρα». Στην περίπτωση τους τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του πρώτου τους δισκους ήταν γόνιμα, άρχισε εκ νέου η ανασκαφή σκονισμένων βινυλίων, “στρατολογήθηκε” μία μπάντα εξαιρετικών μουσικών με τους οποίους περιόδευσαν και έδωσαν περισσότερες από 130 συναυλίες , και το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδρομής ήταν το δεύτερο δισκογραφικό τους πόνημα “Cookbook”, στο οποίο δεν κρύβουν την ροπή τους προς ένα περισσότερο χορευτικό και πειραματικό ήχο, με πιο εκτεταμένες επεμβάσεις πάνω στα samples των πρωτότυπων κομματιών. Το “Cookbook”, λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του, βρίσκεται ήδη στο top10 των ελληνικών charts και στα playlists ευρωπαϊκών ραδιοφώνων. Τα “μαγειρέματα” των Imam Baildi μας κίνησαν το ενδιαφέρον, οπότε αποφασίσαμε να τους θέσουμε μία σειρά από ερωτήσεις που αφορούν το δεύτερο δισκογραφικό τους βήμα και όχι μόνο…

 

Γράφετε στο σημείωμα του cd πως «όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος δεν είχαμε σκεφτεί καν το ενδεχόμενο να παίξουμε αυτά τα κομμάτια live». Πού θεωρείτε ότι στηρίζεται η απήχηση του όλου εγχειρήματος;
 Όντως δεν το είχαμε σκεφτεί και όταν προέκυψε η πρώτη πρόταση για live συνειδητοποιήσαμε ότι έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να παρουσιαστεί αυτό το υλικό ζωντανά. Σταδιακά διαμορφώθηκε η μπάντα με τους μουσικούς που παίζουμε μέχρι και σήμερα και στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν έχουμε προσπαθήσει πολύ να παντρέψουμε τον παλιό με το νέο ήχο στα πλαίσια μιας ζωντανής εμφάνισης. Όσον αφορά το γιατί υπάρχει απήχηση, δεν μπορούμε να το απαντήσουμε, από την πλευρά μας προσπαθούμε πολύ και μας αρέσει αυτό που κάνουμε, ίσως αυτός είναι ο λόγος…

Συζητώντας με γηραιότερους ακροατές ή λάτρεις του ρεμπέτικου που τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη στα πρωτότυπα κομμάτια ποιο είναι το feedback που λαμβάνετε;

Στην αρχή περιμέναμε αρκετή κριτική από κόσμο μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι ‘πειράζαμε’ κλασικά κομμάτια, ωστόσο, οι αντιδράσεις ήταν περιορισμένες. Στα live παρατηρούμε ότι οι μεγαλύτεροι αν και αρχικά παραξενεύονται με τη μίξη παλιού και καινούριου ήχου τελικά, στην πορεία μιας συναυλίας εξοικειώνονται και διασκεδάζουν παρέα με τους νεότερους.


Ο δεύτερος δίσκος περιλαμβάνει συνεργασίες με σημαντικούς καλλιτέχνες της διεθνούς σκηνής, όπως οι Delinquent
Habits και Maxwell Wright από τους Οjos de Brujo. Ποιο είναι το πρώτο όνομα καλλιτέχνη που σας έρχεται στο νου με το οποίο θα θέλατε να «ντύσετε» τις μελωδίες σας;

Είμαστε ανοιχτοί σε συνεργασίες, είναι πολύ ωραίο να δουλεύεις και με άλλους! Δεν έχουμε ακόμα σκεφτεί με ποιον θα ταίριαζε να συνεργαστούμε στο μέλλον. Όταν με το καλό ξεκινήσουμε να δουλεύουμε για τον επόμενο δίσκο θα έχει να κάνει με το κάθε κομμάτι. Συνήθως το κομμάτι σου δείχνει ότι «θέλουμε την τάδε φωνή ή το τάδε οργανοπαίκτη».
  

Σε σύγκριση με τον πρώτο δίσκο σας, ο δεύτερος πέρα από τις «υψηλές» συνεργασίες που περιέχει, που είναι κατά ένα μέρος απόρροια της επιτυχίας του project, περιλαμβάνει μία πιο ευρεία γκάμα ρυθμών (trip hop, dub, rumba κ.α) και πιο εκτεταμένες «επεμβάσεις» στα πρωτότυπα κομμάτια. Είχατε κατά νου να αποφύγετε να υποπέσετε σε μία περιορισμένη «μανιέρα» δημιουργίας;

Στο ‘Cookbook’ τόσο στα κομμάτια που είναι δικά μας –που δεν έχουν δηλαδή samples, όσο και στα remix, έχουμε βάλει περισσότερα δικά μας στοιχεία. Τα παιξίματα είναι πιο ζωντανά και σε αυτό έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι μουσικοί που τα έπαιξαν. Επίσης, στον πρώτο δίσκο είχαμε χρησιμοποιήσει samples μόνο από ελληνική μουσική, ενώ στο ‘Cookbook’ έχει samples και από ξένα κομμάτια. 

Αφού βγήκε ο δίσκος φτιάξαμε και την μπάντα, οπότε έχουμε πολλές επιρροές από τους μουσικούς που είναι μαζί μας τα τρία αυτά χρόνια, κυρίως από το Γιάννη Δίσκο και τον Περικλή Αλιώπη που παίζουν βαλκανικά πνευστά και μας έφεραν σε επαφή με αυτό τον ήχο. Εκτός από τα παιδιά της μπάντας στο δίσκο συμμετείχαν και πολλοί άλλοι μουσικοί, με τους περισσότερους από τους οποίους παίζαμε μαζί στις εμφανίσεις μας.

Δεν είχαμε προσχεδιάσει να δουλέψουμε έτσι, απλώς προέκυψε στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν. Γενικά πιστεύουμε ότι καλό είναι να μην προαποφασίζεις τον τρόπο δουλειάς και να αφήνεις τα πράγματα να γίνονται πιο αυθόρμητα.
   

Ποια είναι η γνώμη σας για άλλα project που πλέκουν ηλεκτρονική μουσική και παραδοσιακά ακούσματα, όπως αυτό των Palyrria;

Οι Palyrria είναι από τα πρώτα συγκροτήματα που επιχείρησαν αυτή τη μίξη παράδοσης και νέων ήχων στην Ελλάδα και η δουλειά τους είναι πρωτοποριακή. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν και καινούριο δίσκο (Electrifying Nature), ο οποίος είναι πολύ καλός. Στο μεταξύ έχουν προκύψει πολλές αντίστοιχες προσπάθειες και, αντίθετα με την γενικότερη κατάσταση στη χώρα, η νέα μουσική σκηνή είναι πολύ ελπιδοφόρα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που δημιουργούν ένα καινούριο ήχο και πολλές καινούριες μπάντες που παίζουν πολύ καλά, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από συγκροτήματα του εξωτερικού.


Ανακάλυψα ένα άρθρο – παρουσίαση του συγκροτήματος από τη Hurriyet, το οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων δίπλα στο όνομα σας αυτά γνωστών καλλιτεχνών της γειτονικής χώρας όπως των Harem, Baba Zula, του Mercan Dede κ.α.. Ποια είναι η γνώμη σας για την απήχηση του συγκροτήματος στην Τουρκία;

Με την Τουρκία μας συνδέουν πολλά. Πέρα από το όνομα, οι ήχοι και οι μελωδίες που χρησιμοποιούμε είναι σε μεγάλο βαθμό από την κοινή παράδοση μεταξύ των δύο χωρών. Το έχουμε διαπιστώσει αυτό και όταν παίξαμε στην Κωνσταντινούπολη, ο κόσμος μπήκε στο νόημα κατευθείαν. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το Cookbook στην Τουρκία και σύντομα θα ξαναπάμε για κάποια εμφάνιση.


Έχετε «κολλήσει» με κάποιο τραγούδι ή καλλιτέχνη τελευταία;
Ο Ορέστης ξανα-ανακαλύπτει το hip-hop των 90’s και των αρχών των ‘00’s,  και ο Λύσανδρος πρόσφατα ανακάλυψε τους Teengirl Fantasy.


Δώστε μία συμβουλή στους αναγνώστες του monopoli.gr

Να ψάχνουν καινούριες μουσικές και να μην απογοητεύονται από την επικαιρότητα, υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα αρκεί να έχει κανείς μάτια και αυτιά ανοικτά…

 


Οι Ιmam Baildi συνεχίζοντας δυναμικά τα επιτυχημένα τους live, κάνουν μια στάση στην καρδιά του Γκαζιού, το Σάββατο 9 Απριλίου, στη σκηνή του Κοοκοο Live Music Bar. Μια συνταγή με 8 άτομα επί σκηνής που έχει δοκιμαστεί σε κάθε είδους κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μαζί τους ο BnC (Jeff Gonzalez), ένας από τους πιο ανερχόμενους MC της αθηναϊκής μουσικής σκηνής.

 

Κερδίστε Προσκλήσεις!

[iframe title=”YouTube video player” width=”480″ height=”390″ src=”http://www.youtube.com/embed/p8d2lbsyFeA” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b