MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Αλέξανδρος Ευκλείδης: Θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω μια όπερα για τον Εμφύλιο

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ θεωρεί πως είναι ιεροσυλία να αντιμετωπίζει κανείς τα κλασικά έργα της όπερας σαν εικόνες Αγίων. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

author-image Στέλλα Χαραμή

Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης είναι γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης και παιδί της ελεύθερης σκηνής. Θυμάται τις, εκεί, πρώτες σκηνοθεσίες του «σ’ ένα πλαίσιο που αναγκαστικά επινοούσαμε όσοι είχαμε πάρει να την απόφαση να το υπηρετήσουμε». Σήμερα, περίπου δέκα χρόνια αργότερα, εγκατεστημένος στην Αθήνα πια, είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ στις εγκαταστάσεις του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Τι μεσολάβησε; Το «Yasou Aida» και η «Φόνισσα», μερικές από τις πιο ανατρεπτικές σκηνοθεσίες μουσικού θεάτρου των τελευταίων ετών, συνυπεύθυνες, τρόπον τινά, για την επανίδρυση ενός απενεργοποιημένου είδους. Τι θα ακολουθήσει; Σε λίγες μέρες το «Λυκόφως των χρεών», η “βέβηλη” ανάγνωση του Βαγκνερικού πρωτότυπου σε ύφος επιθεώρησης και εν καιρώ καινούργιες και σταθερά πειραγμένες όπερες πολιτικού περιεχομένου: Από το λυκαυγές των χρεών και τα χρόνια της Βαυαροκρατίας μέχρι το “άβατο” του Εμφυλίου πολέμου. Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης που δηλώνει σπασίκλας, είναι μάλλον αναρχικός.

Τι μουσική ακούτε;
Ημουν κι εξακολουθώ να είμαι από αυτά τα σπασικλάκια που ακούνε κλασική μουσική.

Αισθάνεστε περισσότερο μουσικός ή σκηνοθέτης;
Η ιδιότητα του μουσικού δεν είναι πλέον ενεργή. Η σκηνοθεσία είναι η βασική μου απασχόληση αν και για αρκετά χρόνια συνυπήρξε με τη θεατρολογία – την πιο ακαδημαϊκή ενασχόληση μου με το θέατρο. Τώρα τελευταία όμως, η ζωή με “έριξε” στη σκηνοθεσία.

Κάτω από ποιες συνθήκες προέκυψε το ενδιαφέρον σας για τη σκηνοθεσία;
Ως μαθητής Λυκείου αποφάσισα να σπουδάσω θεατρολογία κι αυτό μεγέθυνε μέσα μου την αγάπη για το θέατρο και μίκρυνε το ενδιαφέρον μου για τη μουσική. Βέβαια, η ενασχόληση μου με το μουσικό θέατρο ήρθε να τα παντρέψει.

Efkleidis Alex2

Τοποθετείτε τον εαυτό σας στη νέα γενιά σκηνοθετών που έχουν αποκαταστήσει, τα τελευταία χρόνια, την έννοια του μουσικού θεάτρου στην Ελλάδα; Γιατί στη συλλογική συνείδηση μουσικό θέατρο σημαίνει αναβίωση μιούζικαλ.
Μια μεγάλη παθογένεια του ελληνικού πολιτιστικού τοπίου, είναι το γεγονός ότι ένας ολόκληρος κλάδος των παραστατικών τεχνών, το μουσικό θέατρο, έχει σχεδόν εκλείψει ως ζωντανό είδος και υπάρχει στην εκδοχή του star system με φτηνές απομιμήσεις μιούζικαλ του εξωτερικού. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ισχυρή παράδοση στο μουσικό θέατρο· μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν το πιο παραγωγικό είδος της εγχώριας σκηνής. Είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία γιατί το μουσικό θέατρο άρχισε να εξαφανίζεται κι έμεινε να υποστηρίζεται πρακτικά μόνο από τη Λυρική Σκηνή – στη σοβαρή του εκδοχή – κι από κάποιες μικρές εστίες. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, ναι, παρατηρείται μια επιστροφή, το μουσικό θέατρο αποκτά ξανά μια θέση στο δημιουργικό τοπίο και ίσως πράγματι συμβάλλαμε κάποιοι άνθρωποι σε αυτό.

Δηλαδή, θα σκηνοθετούσατε ένα μιούζικαλ “ευρείας κατανάλωσης”;
Ναι, μου αρέσει πολύ το μιούζικαλ, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον είδος· όμως, δεν θα σκηνοθετούσα προκατασκευασμένες παραγωγές που έχουν ως μόνο στόχο το ταμείο – το οποίο βεβαίως και κατανοώ γιατί το μουσικό θέατρο είναι ακριβό σπορ.

Στην όπερα μπήκα, όχι από την κανονικότητα αλλά, από τις εξαιρέσεις της 

Μετά από μια δεκαετή σκηνοθετική πορεία και παρότι είχατε εμπειρία συνεργασίας με κρατικούς φορείς περάσατε στο διοικητικό σχήμα της Λυρικής Σκηνής. Πως ήταν η μετάβαση;
Είχα, εκ φύσεως, αναστολές σε σχέση με τη διοίκηση, δεν ήταν για μένα αντικειμενικός στόχος – παρότι έχω μια ικανότητα οργανωτικότητας κι ενός είδους leadership. Η, μέχρι τώρα, εμπλοκή με κρατικούς φορείς εξυπηρετούσε αφενός την ανάγκη να μπορέσω να ζω από τη δουλειά μου κι άρα να πληρώνομαι από αυτήν κι αφετέρου γιατί μόνον κρατικοί φορείς μπορούσαν να υποστηρίξουν τα είδη θεάματος με τα οποία ασχολούμαι. Εδώ και τέσσερα χρόνια λοιπόν, η Λυρική Σκηνή μου προσφέρει δουλειά – αρχικά ως τακτικός σκηνοθέτης, στη συνέχεια ως συνεργάτης του Γιώργου Κουμεντάκη στην Εναλλακτική Σκηνή και τώρα – ας πούμε – ως διευθυντής της.

Ακούγεστε διστακτικός. Σας απωθεί το πόστο εξουσίας;
Δεν έχω ιδιαίτερη αγάπη προς την εξουσία. Αντιλαμβάνομαι ωστόσο ότι οι ιεραρχικές δομές χρειάζονται σε οργανισμούς όπως η Λυρική Σκηνή. Θεωρητικά θα ήμουν πιο ευτυχής αν μπορούσαμε να έχουμε συνεργασίες ισότιμες και πιο συμμετοχικές, αλλά εκεί που δεν υπάρχει συμμετοχικότητα χρειάζεται ιεραρχία. Οι αποφάσεις από κάποιον πρέπει να παίρνονται και προσπαθούμε να είναι όσο το δυνατόν ισορροπημένες – παρά τα αντικρουόμενα συμφέροντα στις προσδοκίες του κοινού, των εργαζομένων, των συνεργατών. Πόσω μάλλον τώρα που έχουμε μπει σε ένα πιο περίπλοκο διοικητικό σχήμα όπως είναι το ΚΠΙΣΝ.

Efkleidis Alex9

Επικεφαλής της Εναλλακτικής Σκηνής λοιπόν. Αισθάνεστε… εναλλακτικός;
Σίγουρα, δεν είμαι ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για το life style. Και την ίδια ώρα, η ζωή μου είναι επικεντρωμένη στη δουλειά – οπότε είμαι κάπως εργασιομανής και συγκεντρωτικός, δεν θέλω να αφήνω εκκρεμότητες. Η αλήθεια είναι πως έχω χάσει κάπως τον προσανατολισμό μου, εξαιτίας της πολλής δουλειάς.

Παρότι «σπασικλάκι», όπως επίσης δηλώνετε, θεωρείτε πως η όπερα στην Ελλάδα χρειάζεται να επανεξετάσει τον εαυτό της;
Οπωσδήποτε. Είναι πολύ σημαντικό η όπερα να θέτει ερωτήματα γιατί η διαρκής επιστροφή σ’ ένα περιορισμένο και, παρά τη σπουδαιότητα του, ρεπερτόριο μοιάζει να μην έχει νόημα. Το ζήτημα είναι πως διαχειρίζεται κανείς τα κλασικά έργα, με ποια τόλμη, αν ακολουθεί τις προσδοκίες του κοινού του ή όχι, αν σκέφτεται ποιο είναι αυτό το κοινό του. Γιατί, ξέρετε, στην όπερα οι πιο εκδηλωτικοί είναι οι συντηρητικοί θεατές της, εκείνοι που αναζητούν την ασφάλεια της αέναης επανάληψης. Φυσικά και οι θεατές αυτοί είναι καθόλα σημαντικοί για εμάς και σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να τους αποξενώσουμε από τη Λυρική Σκηνή· ωστόσο δεν μπορεί να μην υπάρχουν και οι άλλοι θεατές που θα ήθελαν να έρθουν εδώ αλλά δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το πακέτο της παραδοσιακής όπερας.

Efkleidis Alex7

Σαν δημιουργός πως την διαχειρίζεστε;
Στην όπερα μπήκα, όχι από την κανονικότητα αλλά από τις εξαιρέσεις της – τουλάχιστον στο ελληνικό παράδειγμα. Μόνο στην αρχή της καριέρας μου έκανα μια-δυο παραγωγές που δεν περιείχαν τίποτα από δικές μου αναζητήσεις – οι οποίες έχουν να κάνουν με την πολιτική, την επικαιρότητα, με τη διάθεση να συνδεθεί η τέχνη με κάποιου είδους πολιτική συνειδητοποίηση. Τολμώ να πω ότι κάποια πράγματα που, πριν από χρόνια, θεωρούνταν αδιανόητα για το είδος μπορέσαμε με αγαπητούς συνεργάτες και φίλους, όπως ο Χαράλαμπος Γωγιός και ο Δημήτρης Δημόπουλος, να τα υλοποιήσουμε σ’ ένα πλαίσιο μη επιτρεπτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία μας δουλειά, το «Λυκόφως των χρεών».

Θα μπορούσε λοιπόν η Εναλλακτική να είναι το κλειδί στον εκσυγχρονισμό της Λυρικής;
Δεν αντιμετωπίζουμε την Εναλλακτική σαν προθάλαμο για τον θεατή προκειμένου να ωριμάσει και να οδηγηθεί στην Κεντρική Σκηνή της ΕΛΣ. Η Εναλλακτική από τη φύση της λειτουργεί με κάποια άλλα δεδομένα. Άλλωστε και η Κεντρική Σκηνή κάνει επιλογές, πολλές από αυτές ρηξικέλευθες και τολμηρές τις οποίες πολλοί βλέπουν ως ιεροσυλία. Η Λυρική Σκηνή, ως το μοναδικό λυρικό θέατρο της χώρας, δεν έχει τη δυνατότητα να αποξενώσει κομμάτια του ρεπερτορίου και του κοινού· θα ήταν λάθος και θα γινόταν μόνο από φανατισμό. Ωστόσο, προς όφελος της καλλιτεχνικής της ωρίμανσης, πρέπει ν’ ανοίξει τους ορίζοντες της.

Η Λυρική Σκηνή δεν έχει τη δυνατότητα να αποξενώσει κομμάτια του ρεπερτορίου και του κοινού· θα ήταν λάθος και θα γινόταν μόνο από φανατισμό

Ιδανικά πως φαντάζεστε το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Εναλλακτική Σκηνή προς μια ανανεωτική κατεύθυνση;
Νομίζω πως και ο Γιώργος Κουμεντάκης – με τον οποίο ξεκινήσαμε την περιπέτεια της Εναλλακτικής Σκηνής – κι εγώ εργαζόμαστε για την ενεργοποίηση του μουσικού θεάτρου ως μιας δημιουργικής δυνατότητας των παραστατικών τεχνών, ενός σύγχρονου και ζωντανού είδους το οποίο ν’ αναπτύσσει ένα ζωτικό διάλογο με την κοινωνία. Γι’ αυτό και ο προγραμματισμός είναι ισορροπημένος ανάμεσα στις μουσικές παραγωγές υψηλού επιπέδου, της κοινωνικής ανταποδοτικότητας και της εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Και για τις τρεις αυτές ενότητες αναζητούμε χρηματοδότηση, καθώς μέχρι τώρα είχαμε τη μεγάλη τύχη να μας υποστηρίζει το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι στερεύει η χρηματοδότηση.
Η Εναλλακτική Σκηνή δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν το Ίδρυμα με τη δωρεά του δεν χρηματοδοτούσε την πρώτη φάση λειτουργίας της. Γι’ αυτό κι ελπίζουμε να αντιληφθεί τη σημασία υποστήριξης της στο μέλλον. Όλα όσα συμβαίνουν τώρα, μπορούμε να τα διανοούμαστε χάρη στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αφού η Λυρική Σκηνή βρέθηκε σε μια συνθήκη οριακής χρηματοδότησης. Είναι μεν ο πιο ακριβοπληρωμένος θεσμός στην Ελλάδα ωστόσο η όπερα είναι πολύ ακριβό είδος. Αυτό είτε το αποδεχόμαστε και πάμε παρακάτω, είτε παίρνουμε τη γενναία απόφαση να την κλείσουμε. Δεν υπάρχει ενδιάμεση λύση· δεν γίνεται η Λυρική Σκηνή να λαμβάνει αντίστοιχη επιχορήγηση με αυτή του Εθνικού θεάτρου για αντικειμενικούς λόγους που ισχύουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.

Efkleidis Alex5

Υπάρχει, βεβαίως, και ο αντίλογος του μη επιχορηγούμενου ελεύθερου θεάτρου, αφού μόλις τώρα, μετά από χρόνια σιωπηλής κατάργησης, επανήλθαν οι επιχορηγήσεις.
Καταλαβαίνω απόλυτα ότι είναι εξαιρετικά απογοητευτικό να επιδοτείται ελάχιστα ή καθόλου το πιο ζωτικό κομμάτι της ελεύθερης σκηνής και αναγνωρίζω ότι βλακωδώς – ακόμα και με οικονομικούς όρους – είχε καταργηθεί ο θεσμός των επιχορηγήσεων. Τα θέατρα συνέβαλαν στην αστική ανάπτυξη της Αθήνας κι όπου κλείνει ένα θέατρο γύρω του ανθίζει μια πιάτσα ναρκωτικών. Κατά τη γνώμη μου, ολόσωστα αποφάσισε η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου να δώσει κάποια χρήματα, ψίχουλα μεν, που θα πιάσουν τόπο δε. Και ήταν μια κίνηση ενάντια στην επικρατούσα αντίληψη πως «εδώ κλείνουν νοσοκομεία, εσείς δίνετε χρήματα για τον πολιτισμό;» ή «αφήστε τον πολιτισμό στην τύχη του και δώστε προτεραιότητα στις προσλήψεις στο Δημόσιο».

Δεν θεωρώ ότι τα κρατικά θέατρα, κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, ήταν ελεύθερα θέατρα. Το κράτος πάντα έβρισκε τρόπο να βάζει το χέρι του βαθιά 

Πάντως, η Λυρική δέχεται κριτικές εξαιτίας της σύνδεσης της με το Ιδρυμα Νιάρχος. Για κάποιους η παραγωγή τέχνης από Ιδρύματα σημαίνει χειραγώγηση του πολιτιστικού προϊόντος. Πως το σχολιάζετε αυτό;
Είναι μια διαδεδομένη κριτική που βασίζεται στην ανάστροφη λογική ότι «καλός πολιτισμός είναι ο κρατικοδίαιτος πολιτισμός». Είναι μια λογική κακώς εννοούμενου κρατισμού που θεωρεί πως αν υπάρχει ένας ιδιώτης ο οποίος θέλει να υποστηρίξει τον πολιτισμό υποχρεωτικά κρύβει ένα δολοπλόκο σχέδιο από πίσω. Θεωρώ, λοιπόν, πως αυτή είναι μια προβληματική αντιμετώπιση που δεν βλέπει την ουσία του διακυβεύματος. Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο κρατικό και στο δημόσιο. Οι πολιτιστικοί οργανισμοί οφείλουν να είναι δημόσιοι, όχι κρατικοί – στη δεύτερη περίπτωση κάτι δεν πάει καλά. Επίσης, δεν θεωρώ ότι τα κρατικά θέατρα, κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, ήταν ελεύθερα θέατρα. Το κράτος πάντα έβρισκε τρόπο να βάζει το χέρι του βαθιά. Αυτή η σχέση δεν είναι αθώα και δεν είναι δυνατόν να δίνουμε συγχωροχάρτι στη σχέση του κράτους – θεσμού και να αναζητούμε ενόχους και σκάνδαλα στη σχέση ιδρυμάτων ή χρηματοδοτών και θεσμού. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος δεν έχει κάνει ποτέ, καμία παρέμβαση στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό κι αυτό είναι ξεκάθαρο. Επομένως κι ενώ είναι πολύ σημαντικό ο καθένας να λέει την άποψη του, οι νεφελώδεις κατηγορίες προς πάσα κατεύθυνση, χωρίς καμία εποικοδομητική κριτική, δεν βοηθούν.

Αν υποθέσουμε πως ένας δωρητής ή χορηγός της Λυρικής διεκδικούσε παρέμβαση στο καλλιτεχνικό έργο. Πως θα αντιδρούσατε;
Σίγουρα θα δημιουργούσε εμπλοκή στην ελευθερία με την οποία αντιμετωπίζουμε τη δουλειά μας κι αυτά είναι πράγματα που έχουν συμβεί και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου χορηγοί θεώρησαν ότι το χορηγούμενο πολιτιστικό προϊόν δεν τους αντιπροσώπευε. Εξαρτάται λοιπόν από το ποια είναι σχέση μεταξύ των δύο μερών. Έτσι κι αλλιώς υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη χορηγία και τη δωρεά· η πρώτη είναι εμμέσως μια διαφημιστική λειτουργία ενώ η δωρεά όχι. Οι δωρητές έχουν μικρότερη τάση να εμπλέκονται σε ζητήματα προσανατολισμού του θεσμού. Αυτό φυσικά δεν τους στερεί από να έχουν άποψη. Θυμάμαι πως όταν ο πρόεδρος του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, Ανδρέας Δρακόπουλος ήρθε για να δει τον «Ερωτόκριτο» ενθουσιάστηκε, θεωρώντας ότι το Ίδρυμα θα πρέπει να τον χρηματοδοτήσει για μια περιοδεία στο εξωτερικό. Προφανώς και δεν μπορώ να τον λογοκρίνω γι’ αυτό. Όπως επίσης και δεν μπορώ να τον κατηγορήσω αν δεν δηλώσει εξίσου θερμός με το «Λυκόφως των χρεών» – μια παράσταση που έχει κάποιες πολιτικές αιχμές.

Efkleidis Alex10 

Τελικά, που συμβαίνει το πρωτοποριακό στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος;
Στο ότι πηγαίνει πέρα από την έννοια της αυτονομίας ενός οργανισμού. Αυτό που συνέβαινε και συμβαίνει έως σήμερα είναι βλακώδες: Οι πολιτιστικοί οργανισμοί δεν συνεργάζονται ακόμα και στα στοιχειώδη και μόνο κατά τα χρόνια της κρίσης άρχισαν να υπάρχουν οσμώσεις. Το ΚΠΙΣΝ βάζει ένα καινοτόμο πλαίσιο ως προς αυτό, μια υποχρεωτική συνεργασία των φορέων της Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης και πιστεύω ότι μπορεί να φέρει μια άλλη νοοτροπία για τα ελληνικά πολιτιστικά πράγματα. Γιατί στην Ελλάδα έχουμε ένα πολιτιστικό τοπίο το οποίο περνάει από τους μεγάλους φορείς στην ελεύθερη σκηνή που λειτουργεί με όρους αντάρτικου πόλεων, με την ελάχιστη οικονομική υποστήριξη. Κι από αυτό το παράδειγμα πρέπει να διδαχθούμε όλοι οι κρατικοί φορείς.

Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος δεν έχει κάνει ποτέ, καμία παρέμβαση στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό κι αυτό είναι ξεκάθαρο

Κι ερχόμαστε στην προσωπική σας απόπειρα για καινοτομία, στην παράφραση Βάγκνερ. Θα πέσει φωτιά να σας κάψει;
Η σταθερή δημιουργική συνεργασία με το Χαράλαμπο Γωγιό και το Δημήτρη Δημόπουλο έχει σαν βασικό χαρακτηριστικό ότι γνωρίζουμε τα έργα με τα οποία καταπιανόμαστε. Κι αυτό μας επιτρέπει να μπούμε μέσα στο μηχανισμό τους, να τον αποσυνδέσουμε και να φτιάξουμε κάτι καινούργιο. Δεν το κάνουμε επιχειρώντας να προκαλέσουμε – είναι το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμαστε. Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ το μουσικό θέατρο και αγαπάμε το ρεπερτόριο της όπερας. Στο δικό μου μυαλό, αγάπη προς τα κλασικά έργα σημαίνει πως επιδιώκεις να μιλήσουν στο σημερινό θεατή, να μη μείνουν στη λειτουργία του πολιτιστικού μνημείου· γιατί ας το παραδεχτούμε τα έργα της όπερας συχνά μοιάζουν με μνημεία που στήνονται για να τα προσκυνήσουν πιστοί της. Για εμάς πάλι, αυτή είναι η ιεροσυλία: Να θεωρείς πως τα έργα έχουν πεθάνει και πως το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα περιφέρεις σαν εικόνα Αγίου. Φυσικά και δεν αμφιβάλλω πως οι πιστοί που τα προσκυνούν αισθάνονται μια γνήσια μέθεξη αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να το δεχθούμε ως βασική προϋπόθεση αντιμετώπισης τους.

Και το χιούμορ μοιάζει με ιδρυτικό στοιχείο της δικής αντιμετώπισης.
Πράγματι, αγαπώ την ελαφρότητα. Αν κι έχω καταβολές βαριάς κουλτούρας κι έχω δώσει τις εξετάσεις μου – δεν χρειάζεται δηλαδή να αποδείξω στο θεατή ότι το πνευματικό επίπεδο είναι τέτοιο που μου επιτρέπει να παριστάνω τον καλλιτέχνη – κατάλαβα νωρίς ότι με ενδιέφερε να περνάει καλά ο θεατής, να γελάμε όλοι.

Efkleidis Alex11

Tι σας ενδιαφέρει να αποδείξετε στους θεατές σας;
Η αλήθεια είναι ότι έχω κάποιες εμμονές, κυρίως πολιτικές. Ακόμα και οι οπερέτες που έχω κάνει στη Λυρική ήταν πολιτικές δηλώσεις που συνάμα μας επέτρεπαν να γελάμε με όσα αποτελούν μέρος του σκοτεινού παρελθόντος μας. Η ιδέα να κάνω μια οπερέτα για τη Χούντα, τη «Νυχτερίδα» ήταν διασκεδαστική. Κατά τον ίδιο τρόπο θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω μια οπερέτα ή μια όπερα για τον Εμφύλιο. Θεωρώ πως πρέπει να επιστρέφουμε σε αυτά τα συμβάντα και το μουσικό θέατρο έχει μεγάλη δύναμη γιατί φτιάχνει μυθολογίες. Το τραγούδι είναι μια υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης κι έχει μια συναισθηματική απεύθυνση που δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Θα ήθελα λοιπόν, να υπονομεύσω το ίδιο μας το παρελθόν, αφαιρώντας το πέπλο της σοβαρότητας από πράγματα που, τελικά, δεν είναι και τόσο σοβαρά.

Το ζήτημα είναι να γκρεμίσουμε την Ακρόπολη μέσα μας, όχι το μνημείο καθαυτό

Η ιδέα για το «Λυκόφως των χρεών» γεννήθηκε μαζί με την εγχώρια οικονομική κρίση. Αυτό σημαίνει πως καταγράφει και τη συμπτωματολογία της τελευταίας οκταετίας;
Το έργο αυτό προέκυψε από μια δυνατή ιδέα: Το γκρέμισμα της Ακρόπολης και τι θα σήμαινε για την Ελλάδα, το μύθο της συνέχειας και τον ιδρυτικό μύθο του νεοελληνικού κράτους να καταρρεύσει το τοπόσημο του· εκεί όπου εναποθέτουμε την ελληνικότητα μας.

Τι θα γινόταν σε περίπτωση που όντως γκρεμιζόταν;
Το ζήτημα είναι να γκρεμίσουμε την Ακρόπολη μέσα μας, όχι το μνημείο καθαυτό. Επαναστατική πράξη είναι να γκρεμίσεις την κατοικία των θεών σου, όπως γίνεται και στο βαγκνερικό πρωτότυπο. Να τολμήσουμε να πάρουμε το μέλλον μας στα χέρια μας και να βάλουμε μπουρλότο. Βεβαίως αυτό, είναι εντελώς αμφίσημο. Γιατί στην παράσταση δεν προτείνουμε επουδενί μια εκρηκτική κατάληξη.

Γιατί όχι; Θα ήταν μια κακή εξέλιξη;
Ναι. Γιατί το πραγματικά επαναστατικό είναι να μπορέσεις να φύγεις από το πλαίσιο στο οποίο είσαι καταδικασμένος να ζεις. Αυτή τη στιγμή, ζούμε σε μια τόσο ακραία κατάσταση όπου το ίδιο το σύστημα μας ωθεί προς τα άκρα. Οταν έχουμε τον Ντόναλντ Τραμπ για πρόεδρο των ΗΠΑ όλα κινούνται στη βάση της έκρηξης. Κι αν αντιλαμβανόμαστε όλοι πως ναι, ο παλιός κόσμος πρέπει να πεθάνει, καλό είναι να σκεφτόμαστε το πως θα πεθάνει και τι θα τον διαδεχθεί. Μην ξεχνάμε πως και ο Χίτλερ πήρε την εξουσία με το σύνθημα ανατροπής του παλιού κόσμου. Στην περίπτωση μας, μετά από δεκαετίες μιας σχετικής ευφορίας οι ανισότητες είναι τόσο μεγάλες και η δημοκρατία τόσο ανίσχυρη στην χειραγώγηση της όπου ο κίνδυνος της τελικής έκρηξης είναι πολύ μεγάλος και το αποτέλεσμα της τρομερά αμφίβολο. Κι αυτή η παράσταση είναι ένας τρόπος να συμβολοποιήσουμε το αδιέξοδο κι όχι να προτείνουμε τελικές λύσεις – αυτό το κάνει ο Βάγκνερ.

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b