MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
19
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Θαυματοποιοί” στη σκηνή και τη μεγάλη οθόνη!

Φέτος είχαμε την ευτυχία να παρακολουθήσουμε δύο “Θαυματοποιούς”, έναν στο θέατρο κι έναν στον κινηματογράφο. Και τα δύο έργα ήταν θαυμάσια, αν και οι διαφορές τους είναι πολύ περισσότερες από τις ομοιότητες.

author-image Γιώργος Σμυρνής
Ο θεατρικός “θαυματοποιός” έργο του 1979 από τον Μπράιαν Φρίελ, που θεωρείται ο κορυφαίος εν ζωή θεατρικός συγγραφέας της Ιρλανδίας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Ρίγλη.  Ο «θαυματοποιός κος Χάρντυ», τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο Λεμπεσόπουλους, είναι ένας περιφερόμενος σε χωριά της Ιρλανδίας, της Ουαλίας και της Σκωτίας ψευτομάγος, που δίνει ένα ψευτό- show, στο οποίο θεραπεύει αρρώστους και τραυματισμένους. Ο κος Χάρντι μας περιγράφει ο ίδιος αλλά και ο μάνατζερ του και η ερωμένη του, ιστορίες για τη δουλειά του, την προσωπική του ζωή, τα ταξίδια του.

Ο κινηματογραφικός “θαυματοποιός ένα έργο κινουμένων σχεδίων, το οποίο απευθύνεται -κυρίως, αλλά όχι μόνο- στο ενήλικο κοινό. Είναι σενάριο του Ζακ Τατύ (που έγινε γνωστός ως κύριος Υλό στον κινηματογράφο, μια γαλλική βερσιόν του Σαρλό). Ο «Illusionist» είναι ένας απλός ταχυδακτυλουργός, ένα διασκεδαστής, του οποίου η τέχνη δεν ενδιαφέρει κανέναν, καθώς το κοινό μαγεύεται από ηλεκτρονικές συσκευές και όχι πια από “μάγους”. Ο χαρακτήρας έχει πολλά κοινά σημεία με τον γκαφατζή και καλόκαρδο κύριο Υλό.

Αρχικά, να πούμε σε τι μοιάζουν οι δύο “θαυματοποιοί”.
Και οι δύο περιοδεύουν συνέχεια, ακολουθώντας νομαδικό βίο (όπου γης και πατρίς). Αξιοσημείωτο είναι πως ο “θαυματοποιός” του Ζακ Τατί  ακολουθεί περίπου και τις ίδιες διαδρομές με τον θαυματοποιό του Φρίελ. Ξεκινάει από το βροχερό Λονδίνο και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας περιοδεύει σε πόλεις και χωριά της Σκωτίας- στην περιφέρεια της Γηραιάς Αλβιόνας κι αυτός. Είναι μια παράξενη σύμπτωση, που ίσως να δείχνει ότι αυτές οι περιοχές ήταν γεμάτες “θαυματοποιούς”. Και οι δύο δείχνουν να ξεπερνιούνται από τα τα πράγματα. Ο κόσμος δεν πιστεύει πια στα θαύματα. Στη θεατρική εκδοχή του θέματος είναι δύσπιστος και εχθρικός, καθώς βάσισε πολλές ελπίδες στο “θαυματοποιό” που δεν δικαιώθηκαν. Στην κινηματογραφική εκδοχή, το κοινό είναι απλώς τελείως αδιάφορο, με τον ξεπερασμένο “ταχυδακτυλουργό” κι ενδιαφέρεται κυρίως για τα μοντέρνα θαύματα της τεχνολογίας.

Πάντως, οι διαφορές των δύο “θαυματοποιών” είναι πολύ περισσότερες.
Κατ’ αρχάς, ο θεατρικός βασίζεται στους μακροσκελείς μονολόγους των τριών πρωταγωνιστών του δράματος. Δεν έχει διάλογο καθόλου. Ο κινηματογραφικός, από την άλλη, δεν έχει σχεδόν καθόλου λόγο. Μιμείται μοτίβα του βουβού κινηματογράφου. Επίσης, ο πρώτος είναι ένα σκοτεινό δράμα, ενώ ο δεύτερος μια τρυφερή κωμωδία.

Ο θεατρικός θαυματοποιός του Φρίελ είναι ένας εγωπαθής άνθρωπος, που το μόνο που τελικά τον απασχολεί είναι αν είναι ή όχι χαρισματικός. Οι άνθρωποί του, που είναι προσκολλημένοι πάνω του, είναι δευτερεύουσας σημασίας γι’ αυτόν. Αντίθετα, ο “θαυματοποιός” του Τατύ, ο οποίος μεταφέρθηκε πλέον στα κινούμενα σχέδια, είναι ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Το παράδοξο είναι πως ο εγωπαθής και δύσκολος χαρακτήρας του θεάτρου είναι αυτός που  έχει πάντα τους δικούς του ανθρώπους μαζί του, το μάνατζερ και τη σύντροφό του. Δε νιώθει το βάρος της ευθύνης, που τους σέρνει μαζί του στην κακοτράχαλη ζωή του.

Αντίθετα, ο ευαίσθητος κινηματογραφικός χαρακτήρας είναι κυρίως μόνος. Συντροφεύεται από το κουνέλι, που χρησιμοποιεί στο γνωστό τρικ με το καπέλο. Αυτό το κουνέλι έχει γίνει τόσο χοντρό, επειδή το ταΐζει καλά, που δεν μπορεί να βγει από το καπέλο του. Και για ένα διάστημα έχει τη συντροφιά κι ενός μικρού κοριτσιού, που τον ακολούθησε από ένα μικρό χωριό της Σκωτιας και ο θαυματοποιός  το  φροντίζει σαν να είναι κόρη του.

Ο Ιρλανδός θαυματοποιός του θεάτρου προσπαθεί να αποδείξει πρώτα στον ίδιο του τον εαυτό και μετά στους άλλους, ότι είναι αντάξιος του ρόλου του. Ότι έχει το χάρισμα να κάνει θαύματα, να γιατρεύει αρρώστους- κάτι σαν ένας μικρός Χριστός. Αυτή είναι ίσως και η πηγή του μεγάλου ναρκισισμού του. Ο  Γάλλος θαυματοποιός του σινεμά δεν έχει  τέτοια κολλήματα. Ένας απλός ταχυδακτυλουργός είναι, που κάνει μερικά “αστεία” τρικ, τα οποία δεν εντυπωσιάζουν πια σχεδόν κανένα.

Οι κυριότερες, ωστόσο, διαφοροποιήσεις φαίνονται στην κεντρική ιδέα των έργων. Ο θεατρικός θαυματοποιός εξετάζει από τη μία τα όρια της αλήθειας και του υποκειμενικού λόγου κι από την άλλη τη σύγκρουση ανάμεσα στην πιο “τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά” ελπίδα και την απόλυτη απελπισία. Ο κινηματογραφικός θαυματοποιός εξερευνά τα όρια της αγάπης και της ελευθερίας. Ό,τι αγαπάς, πρέπει να το αφήνεις να πάρει το δρόμο του, μας λέει. Η ζωή είναι ένα ορμητικό ποτάμι, που συνέχεια προχωρά. Ο γέρος θαυματοποιός μένει μόνος, από αγάπη και όχι από κάποια παραξενιά.

Τελικά, στο θεατρικό αυτό που σου μένει είναι η δύναμη του κειμένου και οι υπέροχες ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών. Στον κινηματογραφικό “θαυματοποιό” γοητεύεσαι από την ομορφιά της εικόνας. Απορρείς με την ποίηση που έχουν μέσα τους οι Γάλλοι δημιουργοί, που καταφέρνουν να βγάλουν τόση ευαισθησία με τα πιο απλά μέσα.

Επειδή είναι διαφορετικά είδη, αλλά και διαφορετικά θέματα, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τους δύο “θαυματοποιούς” και να πούμε ποιός ήταν καλύτερος. Το μόνο που θα πούμε είναι να πάτε και στους δύο. Αξίζει τον κόπο! 

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από Ιστορίες
VIMA_WEB3b