Δεν υπάρχει τρόπος να διδαχθεί κανείς τη ζωή. Κανένας χάρτης δεν χαράσσει τη διαδρομή ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αμφιβολία για το ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσουμε. Τραμπαλιζόμαστε ανάμεσα στο “έπρεπε” και στο “ήθελα”, στο “αν” και στο “ίσως”, ανεξαρτήτως αν συνειδητοποιούμε πως κάθε ζωή είναι γεμάτη επικίνδυνες στροφές και αδιέξοδα. Κάποτε μας κυριεύει η σκέψη πως ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Δεν είναι πως θέλουμε να υποταχθούμε στις επιταγές μιας κοινωνίας που ορίζει το “σωστό” και το “λάθος”· είναι πως, μέσα μας, σε εκείνη την αέναη και εξουθενωτική πάλη με τη στιγμή που τρέμουμε μήπως ξαφνικά μετανιώσουμε για κάτι — ή ακόμη και για όλα — κάτι ραγίζει. Αυτή τη ρωγμή έρχεται να φωτίσει η παράσταση «Το Μπορντέλο της Μαντάμ Ρόζας», που παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή, στο Θέατρο Αλκμήνη, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Λιακόπουλου.
Το έργοΗ παράσταση βασίζεται στο βιβλίο της Σπεράντζας Βρανά, «Το Τίμιο Μπορντέλο». Στη σκηνή, μια γυναίκα στέκεται απέναντι σε εμάς και μάς αφηγείται την πολυτάραχη ζωή της. Η παρουσία της ανεπιτήδευτη, θαρραλέα, χειμαρρώδης και αληθινή -κάποιοι λένε πως πρόκειται για λογοτεχνικό alter ego της ίδιας της Βρανά- ο λόγος της κυλάει αβίαστα, αφιλτράριστος και ειλικρινής. Δεν επιζητά από εμάς ούτε συμπόνια ούτε άφεση. Επιζητά την αναγνώριση.
Ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια, τότε που κάποιοι άρπαξαν την αθωότητα της ύπουλα μέσα από τα χέρια της, τη ρήξη με τον πατέρα της -μια φιγούρα συναισθηματικής και υλικής στέρησης, την εγκατάλειψη της πατρικής εστίας. Μέσα από την αφήγηση της ενήλικης γυναίκας διακρίνεις εκείνο το παιδί που, προτού καλά καλά καταλάβει τον κόσμο, κλήθηκε να τον αντιμετωπίσει με το σώμα του ως βορρά. Και ύστερα έρχεται το απότομο πέρασμα στην ενηλικίωση, η ζωή της ιερόδουλης, τα προσωπεία που υιοθετεί ως εργαλείο επιβίωσης, η Πεπίτα και η Ρόζα, η κάθε νύχτα που αφήνει σημάδια στο σώμα και την ψυχή της.
Ο πρώτος, μεγάλος και μοναδικός έρωτας· ένας άντρας που δεν της άνοιξε καινούριο δρόμο, αλλά της καθρέφτισε τον κόσμο που την έπλασε, προβάλλοντας πίσω από το βλέμμα του το δικό της είδωλο. Η εγκυμοσύνη, η μητρότητα, η δύσκολη απόφαση που κλήθηκε να πάρει στο μεταίχμιο της απόγνωσης και της σιδερένιας της θέλησης, ως ύστατη μορφή αυτοθυσίας. Η στιγμή που καταφέρνει να ανοίξει το δικό της “σπίτι”, εκεί που το άλλοτε “κορίτσι του δρόμου” γίνεται η γυναίκα που κρατά τα κλειδιά και καθορίζει τους όρους. Το παρελθόν που εισχωρεί ύπουλα, μέσα από το πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας που κάτι της θυμίζει, και που την αναγκάζει να αντικρίσει ολόκληρη τη διαδρομή της και να αναμετρηθεί με ό,τι δεν ειπώθηκε, ό,τι θάφτηκε και ό,τι πόνεσε.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Αλέξανδρου Λιακόπουλου υπηρετεί τη λιτή και εξομολογητική γραμμή της αφήγησης· ένας χώρος μνήμης, μισός ιδιωτικός – μισός αποκαλυπτικός, με τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργη Κοντοπόδη να κινούνται από τα όρια του ρεαλισμού σε εκείνα της συμβολικής συμπύκνωσης. Ένας κόσμος βίας, φθοράς και αγοραίου έρωτα, απομεινάρι μιας ζωής που έσφυζε από κίνηση και τώρα λειτουργεί ως καθαρτήριο, που περιμένει να σπάσει η σιωπή και η ακινησία με έναν απολογισμό.
Η ηθοποιός Δανάη Καλοπήτα ενσαρκώνει στη σκηνή μια γυναίκα που μάς φέρνει αντιμέτωπους ως θεατές και ως κοινωνία με τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό μας, γκρεμίζοντας τα στερεότυπα της “ηθικής”, επανεγγράφοντας την γυναικεία της ταυτότητα, ανατρέποντας κάθε ρόλο που της επιβλήθηκε, εξεγειρόμενη ενάντια στον κοινωνικό στιγματισμό της και χωρίς ίχνος απολογίας ή θυματοποίησης.
Η Ειρήνη, Πεπίτα ή Ρόζα μάς συστήνεται ως «γεννημένη» πόρνη — μια δήλωση αυτοπροσδιορισμού και δύναμης, αλλά και ένα παράδοξο είδος “απελευθέρωσης”, καθώς δομείται πάνω στην ίδια την “αποδοχή” της εκμετάλλευσης της. Παγιδευμένη σε έναν μηχανισμό εξουσίας ενός βίαιου πατριαρχικού κόσμου, ρυθμιζόμενου από την επιθυμία των άλλων ποτέ από τη δική της, βρίσκεται συνεχώς σε μια μετέωρη κατάσταση: αντικείμενο και υποκείμενο της αφήγησης, σώμα εξουσιαζόμενο και αυτοδιαθετικό, εργαλείο επιβίωσης αλλά και φορέας εσωτερικευμένου πόνου και κανονικοποιημένου τραύματος. Το χιούμορ, η ειρωνεία λειτουργούν ως μηχανισμός άμυνας και απόστασης από τις μνήμες που την βασανίζουν. Η ισχυρή πειθαρχία της την επαναφέρει όταν η απελπισία απειλεί να την κυριεύσει. Ο ρυθμός του λόγου της άλλοτε δείχνει την ανάγκη της να ξεφύγει από ό,τι την πληγώνει και άλλοτε την ανάγκη για μια απαραίτητη παύση, σαν να χρειάζεται να το “αγγίξει” ξανά για να μπορέσει να συμφιλιωθεί μαζί του.
Αν η παράσταση «Το Μπορντέλο της Μαντάμ Ρόζας» αφήνει μια εντύπωση για την ηρωίδα της, είναι εκείνη μιας ριζικά αντισυμβατικής γυναίκας που έζησε μια αξιοπρεπή “ήττα” — με ανοιχτό το ενδεχόμενο να μετάνιωσε ή όχι για τις καθοριστικές επιλογές της. Κι αυτό, ίσως, είναι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να πει ο καθένας από εμάς, που ζούμε προσεκτικά μέσα στα όρια του αποδεκτού, ώσπου να φτάσει η στιγμή του δικού μας απολογισμού.
Συντελεστές
Συγγραφέας: Σπεράντζα Βρανά
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Λιακόπουλος
Σκηνικά: Γιώργης Κοντοπόδης
Κοστούμια: Γιώργης Κοντοπόδης
Μουσική: Άγγελος Ανδρεόπουλος
Διασκευή: Κώστας Παπαπέτρος