MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
10
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Μαμά, η ζωή είναι αγρίως απίθανη”- Σύνδρομο της Ηλέκτρας

Την σχέση μάνας και κόρης σε μια ειδική περίπτωση, αυτήν της πρωτοποριακής λογοτέχνιδος Μαργαρίτας Καραπάνου με την μητέρα της, την θεατρική συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη, εξερευνά η παράσταση “Μαμά, η ζωή είναι αγρίως απίθανη” της Άντζελας Μπρούσκου.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Η παράσταση, που ανεβαίνει στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο Ίδρυμα Ωνάση, είναι μια συρραφή των ημερολογίων της Μαργαρίτας Καραπάνου, που εκδόθηκαν με τον τίτλο “Η ζωή είναι αγρίως απίθανη“, μαζί με το τελευταίο της μυθιστόρημα “Μαμά” που απευθυνόταν στη μητέρα της, Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Από την Καραπάνου έχω διαβάσει τον “Υπνοβάτη” που βραβεύτηκε στη Γαλλία ως καλύτερο ξένο μυθιστόρημα το 1988 και το “η Κασσάνδρα και ο λύκος“. Αυτά τα δύο έργα δεν τα έχω διαβάσει, επομένως δεν γνωρίζω τι πήραν από κάθε βιβλίο και τι έκοψαν.

Στην παράσταση- αλλά και στο λογοτεχνικό σύμπαν της Καραπάνου- μητέρα και κόρη ξεδιπλώνουν το νήμα της ζωής τους μέσα σ’ έναν ίλιγγο συνεχών μεταμορφώσεων στα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Το συγγραφικό στυλ της Καραπάνου κινείται ανάμεσα στον σουρεαλισμό, το παράλογο και τον μαγικό ρεαλισμό, με μια βαθιά εξομολογητική κατάδυση στα μύχια της ταραγμένης από την μανιοκατάθλιψη ψυχής της.

Το λόγο συνοδεύει η μουσική της Monika, που θυμίζει σε κάποια σημεία soundtrack σε “τουριστική” ταινία του Woody Allen, αλλά έχει ένα βάθος σε αρκετά σημεία, ενώ αντλεί από πολλές μουσικές αναφορές. Σε κάποια άλλα, όμως, ίσως να μην είναι αρκετά έντονη σε σχέση με τον ταραγμένο κόσμο της αφηγήτριας. Πάντως, στο φινάλε, η Monika τραγουδάει ένα συγκινητικό κομμάτι, που μαζί με την φωτογραφία της Καραπάνου δημιουργεί μια ωραία μελό ατμόσφαιρα- φόρο τιμής σε μια πρωτοποριακή και αυθεντική λογοτέχνη.

Στην παράσταση αναπτύσσεται η σχέση λατρείας και μίσους, ταύτισης και ανταγωνισμού της κόρης με τη μάνα της. Το σύμπλεγμα μητέρα-πόρνη αναπτύσσεται συχνά. Παράλληλα, η μητέρα παρουσιάζεται ως λογοτέχνις, κοσμοπολίτισσα που συχνάζει συνέχεια στο Παρίσι, αντικείμενο λατρείας για την κόρη, αντικείμενο μίσους και απέχθειας, καταπιεστική δύναμη, ένα απρόσιτο, θηλυκό Υπερεγώ μιας κοπέλας που δεν νιώθει καλά με τον εαυτό της.

Σε κάποια σημεία η σχέση μάνας-κόρης θυμίζει την αντίστοιχη σχέση, όπως μας την προβάλλει ο Τέννεσσι Ουίλιαμς στον “Γυάλινο Κόσμο”. Όμως, υπάρχουν διαφορές. Κατ’ αρχάς, η ιστορία εδώ είναι γραμμένη από την κόρη και όχι από κάποιον τρίτο. Έπειτα, Καραπάνου και Λυμπεράκη δεν είναι τυχαίες γυναίκες, αλλά είναι και οι δύο προικισμένες με το λογοτεχνικό χάρισμα. Ωστόσο, η Καραπάνου, ίσως και λόγω της μανιοκατάθλιψης που αντιμετώπιζε, είχε ζητήματα με τον εαυτό της, αλλά και με τη σχέση της με τη μητέρα. Και ενώ οι λόγοι που η κόρη στο έργο του Τέννεσι Ουίλιαμς θέλει να θέσει εαυτήν στο περιθώριο δεν αμφισβητούνται, η Καραπάνου μάλλον έχει μια ζοφερή, αλλά όχι ρεαλιστική εικόνα για τον εαυτό της και την “κατάντια” της.

Γενικά, η παράσταση δεν θεατροποίησε επαρκώς ένα, έτσι κι αλλιώς, πολύ δύσκολο κείμενο για το θέατρο. Το σκηνικό ήταν αρκετά πλούσιο, με πλαστικές αντρικές κούκλες, μια μικρή πισίνα, video-wall από πίσω, αλλά μου φαινόταν κάπως ψυχρό και ουδέτερο σε σχέση με το δράμα της πρωταγωνίστριας. Σε λίγα σημεία- όπως στην σκηνή του ηλεκτροσόκ- νομίζω ότι αξιοποιήθηκε πολύ λειτουργικά.

Παράλληλα, καθώς οι δύο πρωταγωνίστριες (η Άντζελα Μπρούσκου και η νεαρότερη Παρθενόπη Μπουζούρη) εναλλάσσονταν συνεχώς στους ρόλους της μάνας-κόρης, κάπου το έχανες. Δεν υπήρχε- θεωρώ- κάποιο ξεκάθαρο κριτήριο γι’ αυτές τις εναλλαγές κι έβλεπες την νέα να παίζει τη μάνα και την μεγαλύτερη να παίζει την κόρη, που είναι 13 χρονών και γράφει ημερολόγιο. Και μετά, το εντελώς αντίθετο. Η νέα Μπουζούρη να παίζει την κόρη και η μεγαλύτερη Μπρούσκου να παίζει τη μάνα.

Αυτό σε συνδυασμό με τις δυσκολίες ενός προχωρημένου λογοτεχνήματος, που υπερβαίνει το ρεαλισμό και είναι γραμμένο για να διαβαστεί, αλλά και η όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη σκηνοθεσία, κάνουν το έργο κουραστικό και μάλλον δύσκολο να περάσει στο θεατή.

Νομίζω ότι τελικά είναι ένα έργο κυρίως για τους πολύ φανατικούς αναγνώστες της Μαργαρίτας Καραπάνου, αλλά και τους πιστούς της Monika. Ως μια skin deep προσπάθεια απόδοσης φόρου τιμής στην σημαντική αυτή φωνή της λογοτεχνίας έχει την αξία της. Δεν παύει όμως να είναι ένα κουραστικό θεατρικό έργο.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
VIMA_WEB3b