MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
19
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΧΟΡΟΥ

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στη Στέγη: Ένας κόσμος εγκάρσια προσανατολισμένος στη μαγεία

Είδαμε το νέο έργο που παρουσιάζει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

author-image Παρασκευή Τεκτονίδου

Είναι λιτό το σκηνικό που μας υποδέχεται στη μεγάλη σκηνή της Στέγης  Διακρίνουμε μία λάμπα νέον στη μία άκρη της σκηνής, ενώ στην άλλη μία χαμηλή σκάλα που οδηγεί σε μία ευδιάκριτη, στο χρώμα του τοίχου, πόρτα· πλάι της ένας τσίγκινος κουβάς και ένα μικρόφωνο.

Τα πρώτα «πλάσματα» που το επισκέπτονται, θυμίζουν αδιόρατα σκιές από φιγούρες του Τιμ Μπάρτον -αλλά όχι ακριβώς. Καμία εικόνα άλλωστε και κανένα πλάσμα του σύμπαντος του Εγκάρσιου Προσανατολισμού δεν αντιγράφει, παρά μάλλον δημιουργείται, με κάποιον τρόπο, κατ’ αναλογία.

Τα λιγνά και ψηλά αυτά πλάσματα, με το δονούμενο, ολοστρόγγυλο, μικρό κεφάλι, παίζουν με τις δυνατότητες της μεταμόρφωσης: του μεγέθους, των αντικειμένων, της προσέγγισης του χώρου, του φωτισμού, του εφέ της δημιουργίας κινηματογραφικών καρέ.

photo ©Julian Mommert

Η μεταμόρφωση αποτελεί άλλωστε, μία βασική στρατηγική  του καλλιτέχνη. Οι ασυνήθιστοι αυτοί πρώτοι κάτοικοι εμφανίζουν, απ’ την αρχή, σχεδόν ρητά, μία ακόμη από τις στρατηγικές του Παπαϊωάννου: εκείνη του αντιπερισπασμού. Την ικανότητά του αδιόρατα να στρέφει αλλού την προσοχή για να δημιουργήσει στη συνέχεια ή να επαναφέρει κάτι άλλο. Μία «τεχνική» που χρησιμοποιεί ο Παπαϊωάννου, με διαφορετική κάθε φορά ένταση, σε όλα του τα έργα.

Δεν μιμείται ο Παπαϊωάννου, ούτε ακολουθεί. Δημιουργεί, καθώς υλοποιεί αναφορές, αντανακλάσεις, παραθέσεις και αποκλίσεις

Το σύμπαν που εισήγαγε η πρώτη αυτή εμφάνιση γίνεται, καθώς κυλάει ο χρόνος, περισσότερο οικείο για εκείνους που γνωρίζουν τη δουλειά του Παπαϊωάννου. Λιτά, κομψά κουστούμια, σώματα γυμνά, εικαστικοί φωτισμοί, πλάσματα ανδρόγυνα, εφήμερα tableau vivant, μορφές πολυάνθρωπες, παρένθετες εικόνες, απόλυτα συγκεντρωμένη κίνηση, γεωμετρίες και εικόνες που αναγεννώνται από άλλες, αφηγήσεις εμβόλιμες. Σκηνές που διατρέχουν την ιστορία κυρίως εκείνη των εικαστικών.

photo ©Julian Mommert

Άλλωστε αυτές είναι οι πρώτες του σπουδές. Αναρωτήθηκα κάποιες στιγμές, αν μας παρέπεμψε επίσης στο Walking on the wall της Trisha Brown, ή στα ζώα και το άφθονο νερό επί σκηνής της Pina Bausch για να εγκαταλείψω στη συνέχεια όποια προσπάθεια ταυτοποίησης. Δεν μιμείται άλλωστε ο Παπαϊωάννου, ούτε ακολουθεί. Δημιουργεί, καθώς υλοποιεί αναφορές, αντανακλάσεις, παραθέσεις και αποκλίσεις -εξίσου και από παλαιότερα δικά του έργα, καθώς πραγματώνει την ηχώ που υπάρχει ενδιάμεσα.

Μας εμποτίζει με εικόνες που διαρκούν, προσκαλώντας το βλέμμα μας να διαχωριστεί από προηγούμενους, γνώριμους τρόπους θέασης. Καθώς διαστέλλει τη διάρκεια κάθε σκηνικού συμβάντος, μας προσφέρει, έχω την αίσθηση περισσότερο από άλλες φορές, την πολυτέλεια του χρόνου.

Ίσως αυτή την «αδράνεια» να μας ζητά ο Παπαϊωάννου. Να σταθούμε αντίκρυ και όχι απέναντι στο  έργο, που μπορεί να υπάρχει και χωρίς εμάς, κλεισμένο στον εαυτό του, με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει ολοκληρωμένο ένα άγαλμα της κλασσικής αρχαιότητας.

Αυτή η διάρκεια άλλοτε αναιρεί κι άλλοτε επιβεβαιώνει την υπόθεση, πως γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι αξίζει να ιδωθεί και τι όχι. Μας προτρέπει να παρακολουθήσουμε μία μαγευτική διαδρομή, όπως τη στιγμή που, θαρρείς χωρίς να χάνει ύψος, η χορεύτρια Breanna O’Mara βυθίζεται αργά, εν μέσω της αντανάκλασης του νερού, φέροντας στη σκηνή, ψήγματα της μεταφυσικής του συμβολισμού, ή όταν η Τίνα Παπανικολάου περνάει αργά γυμνή από τη σκηνή, κάνοντάς μας να σκεφτούμε τη μεστότητα και την τρισδιάστατη υφή της Αφροδίτης του Βίλλεντορφ.

photo ©Julian Mommert

Άλλες φορές πάλι μας αποσπά ταχυδακτυλουργικά την προσοχή, προτάσσοντας την ήπια έκπληξη της ανακάλυψης πραγμάτων που, ενώ είναι ήδη εκεί, γίνονται ξαφνικά ορατά. Η μία εικόνα φυλλορροεί μέσα στην άλλη. Μία επίδραση εξασθενεί για να αναγεννηθεί μία άλλη, συνθέτοντας την αίσθηση που έχει η καταβύθιση στη σκοτεινή πλατεία ενός γεμάτου θεάτρου με εκείνη της μοναχικής επίσκεψης σε ένα μουσείο.

Είναι λοιπόν φορές που η προσοχή μας έλκεται από ένα μόνο σώμα, μία κατασκευή ή μια κίνηση και αφήνουμε εκεί για ώρα τη ματιά μας. Άλλες πάλι ακυρώνεται η ικανότητά μας να φιλτράρουμε τα επιμέρους από το όλον, να καταστήσουμε το βλέμμα ικανό να κοιτά αντί να σαρώνει.

Ίσως αυτή την «αδράνεια» να μας ζητά ο Παπαϊωάννου. Να σταθούμε αντίκρυ και όχι απέναντι στο  έργο, που μπορεί να υπάρχει και χωρίς εμάς, κλεισμένο στον εαυτό του, με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει ολοκληρωμένο ένα άγαλμα της κλασσικής αρχαιότητας. Και αντίστοιχα, με τον τρόπο που η σαρκική επιθυμία, η λαγνεία, ή η όρεξη, καθίστανται στη γύμνια του ασυμπτωματικές, τα γυμνά σώματα που βλέπουμε στη σκηνή του στέκονται απρόσβλητα στο φιλήδονο βλέμμα. Μοιάζουν ωστόσο παραδόξως γνώριμα στην αφή.

Παρόλο που κανείς δεν θα μπορούσε να αγγίξει, όχι μόνο τα σώματα αλλά και ό,τι συμβαίνει στη σκηνή, χωρίς να αναστατώσει τη συμμετρία και την ισορροπία της. Ο κόσμος του Παπαϊωάννου, αν και λείπουν η γεύση και η όσφρηση, αυτές οι πιο ηδονικές και σπλαχνικές αισθήσεις, μοιάζει βαθιά σωματικός, εξίσου ορατός, κιναισθητικός, ακουστικός και απτός.

Είναι φορές που ο Παπαϊωάννου επιλέγει να τσαλακώσει για λίγο την αρμονία και, μέσα σε τόση ομορφιά, προσθέτει εγκάθετα κάτι που μοιάζει αστείο

Αναδεικνύει το χάδι από το γλείψιμο του ταύρου και αφαιρεί το σάλιο και την οσμή. Εμφανίζει τη γέννηση και εξαλείφει τον πόνο. Υλοποιεί το τόσο σε μας οικείο θερινό τοπίο, και εξουδετερώνει την υγρασία του. Προκαλεί την ανάταση της ενατένισης και εκμηδενίζει την ενόχληση. Κρατά την ανάμνηση χωρίς την αγωνία εκείνης της στιγμής.

Είναι φορές που ο Παπαϊωάννου επιλέγει να τσαλακώσει για λίγο την αρμονία και, μέσα σε τόση ομορφιά, προσθέτει εγκάθετα κάτι που μοιάζει αστείο όπως ένα σιντριβάνι και μία σφουγγαρίστρα που στύβει τη θάλασσα, ή βίαιο όπως ένας ευνουχισμός, ή βρώμικο, όπως η αφόδευση ενός ταύρου, ή ευτελές όπως κομμάτια φελιζόλ, ή ανεξέλεγκτο όπως ένα τρέξιμο σε κινούμενους όγκους.

photo©Julian Mommert

Επιτρέπει σε αυτές τις εμβόλιμες στιγμές να κάνουν λίγη «φασαρία» επιστρέφοντας ύστερα, όπως πάντα σε μία καθόλα ελεγχόμενη τελειότητα. Δημιουργεί τούτον τον «θόρυβο», μιαν εφήμερη απομάγευση, για να επιτείνει αντιστικτικά την αίσθηση της επιστροφής στην αρμονία. Η μουσική του Vivaldi, που έχει επιλέξει, ταιριάζει απόλυτα σε αυτή την τόσο ανεπτυγμένη αίσθηση γεωμετρικής τάξης και αναλογίας: όσο χρειάζεται μελωδική χωρίς λυρισμό, αρθρωμένη, ταυτόχρονα λιτή και μεστή, πυκνή και ρέουσα, καθαρή, χωρίς περίτεχνα στολίδια, ελλείψεις ή υπερβολές.

Οι εικόνες του περιστρέφονται σαν ομόκεντρα κελύφη γύρω από έναν ευέλικτο, αλλά καθαρό κάθετο άξονα. Είναι προσανατολισμένες εγκάρσια στην ομορφιά, την αρμονία, την ενατένιση. Μία πρόταση για αγνάντεμα, μία απλόχερη προσφορά σε μία εμπειρία που διακρίνεται εμφατικά από την καθημερινή, απλόχερη όχι μόνο για την τεχνική και δημιουργική της τελειότητα, τους καταπληκτικούς περφόρμερ, την υπόκλιση από όλη τη δημιουργική ομάδα, αλλά εξίσου και για τα χορταστικά 105 λεπτά, τον μεγάλο αριθμό παραστάσεων καθώς και το προσιτό στην τιμή εισιτήριο.

Μία πρόταση για να αγναντέψουμε την ομορφιά τη στιγμή που μία λεπτομέρεια διαστέλλεται, να διεκδικήσουμε ξανά το δικαίωμα στην ενατένιση, αφήνοντας μας να σκεφτούμε τι χρειάζεται να κάνουμε για αυτό, να μαγευτούμε από την λαμπρότητα που μας υπόσχεται η επιστροφή του θαυματοποιού στην πόλη.

photo ©Julian Mommert

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Παπαϊωάννου

Σκηνικά: Τίνα Τζόκα & Λουκάς Μπάκας
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Μουσική: Antonio Vivaldi/Μουσική Επιμέλεια: Στέφανος Δρουσιώτης/ Σχεδιασμός Ηχητικού Περιβάλλοντος και Σύνθεση Ήχων: Coti K.
Φωτισμοί: Στέφανος Δρουσιώτης
Χορογραφία: Δημήτρης Παπαϊωάννου

Παίζουν: Damiano Ottavio Bigi, Šuka Horn, Jan Möllmer, Breanna O’Mara, Τίνα Παπανικολάου, Łukasz Przytarski, Χρήστος Στρινόπουλος, Μιχάλης Θεοφάνους

Διάρκεια: 105 λεπτά
Τιμές Εισιτηρίων: Κανονικό: 7, 25, 32, 40, 48, 55 €
Παραστάσεις: Έως τις 16 ανουαρίου 2022
Περισσότερα από Κριτική Θεάτρου
VIMA_WEB3b