MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
27
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΦΟΥΑΓΙΕ

Ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης εξηγεί γιατί «Οι στρατιώτες» του Lenz αφορούν το σήμερα

Με αφορμή το ανέβασμα του έργου του J.M.R. Lenz, «Οι στρατιώτες», μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης Παντελή Φλατσούση σχετικά με την δική του προσέγγιση πάνω στο έργο, την επικαιρότητά του στο σήμερα, αλλά και γιατί παίζεται σπάνια.

Φωτό: Ελένη Στρούλια
author-image Ευδοκία Βαζούκη

Μετά το Κυψέλη – New Kids On the Block (Φεστιβάλ Αθηνών, 2019) και την Ιταλική Νύχτα του Ödön von Horvath (Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, 2019), ο Παντελής Φλατσούσης παρουσιάζει το έργο του J.M.R. Lenz, Οι στρατιώτες (1776), στον Ειδικά Διαμορφωμένο Υπόγειο Χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης από 17 Φεβρουαρίου 2020. Πρόκειται για ένα έργο που παίζεται σπάνια, ενώ η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί μόλις την δεύτερη παρουσίασή του στην Ελλάδα. Πιο δημοφιλής διεθνώς είναι η ομώνυμη όπερα του Bernd Alois Zimmermann (Die Soldaten / Οι στρατιώτες, 1965).

Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε στο έργο του J.M.R. Lenz, «Οι στρατιώτες»;

Όπως οι περισσότεροι γνώρισα τον Λεντς μέσω του ομώνυμου διηγήματος του Büchner. Μετά από αυτό έψαξα γι’ άυτόν και διάβασα τα έργα του και πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί από αυτό που διάβαζα. Η βιαιότητα και η πολυπλοκότητα των θεμάτων του αλλά και το χαοτικό και ελλειπτικό – σχεδόν κινηματογραφικό ύφος του – μου θύμιζαν περισσότερο εξπρεσιονισμό παρά κλασσικό έργο. Και ταυτόχρονα, όλα αυτά με ένα χιούμορ, ιδιαίτερα ειρωνικό και καυστικό. Φυσικά για όλα αυτά έχουν γράψει πολλοί πριν από εμένα, αλλά ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με έναν πρόδρομο του εξπρεσιονισμού αλλά και του Μπρεχτ. Και επίσης με τράβηξε πολύ, ότι ήταν ένας συγγραφέας που σχεδόν χάθηκε, ξεχάστηκε. Ακόμα και στην Γερμανία σήμερα δεν παίζεται καθόλου συχνά, τα έργα του – και οι Στρατιώτες – είναι εξαιρετικά δύστροπα.

Με ποιον τρόπο ακριβώς προσπαθήσατε να προσεγγίσετε το έργο και τι είναι αυτό που θέλετε να περάσετε στο κοινό;

Κοιτάξτε, ένα έργο που έρχεται από το μακρινό 1776 μοιάζει σχεδόν ερείπιο που περιμένει ένα βλέμμα να το αναστηλώσει. Ουσιαστικά το καταλαβαίνει κανείς θραυσματικά και πολλές φορές αναρωτιέται αν του ασκεί βία ή αν αναδεικνύει τα θέματά του έργου. Εμείς προσπαθήσαμε να διαβάσουμε τα θέματα που μας ενδιέφεραν σε αυτό και μετά να βρούμε την μορφή που θα τα αναδείκνυε. Μαζί με το κοινό θα θέλαμε να σκεφτούμε πάνω στα θέματα που ανοίγει ο Lenz, τα διάφορα ζητήματα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και τους τρόπους που αυτά παρουσιάζονται σήμερα.

Γιατί κατά τη γνώμη σας, αυτό το «ειρωνικό και βίαιο μελόδραμα» του 1776, παραμένει σήμερα επίκαιρο;

Θα μπορούσαμε να πούμε μόνο, ότι τα ζητήματα ανισότητας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης δεν έχουν εκλείψει. Το αντίθετο, οι νέες τεχνολογίες και τα social media μοιάζουν να δίνουν νέο βήμα σε αυτά. Στο έργο μία νεαρή κοπέλα, με καταγωγή από την αστική τάξη – που τότε δεν ήταν η κυρίαρχη τάξη – θέλει να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να γινει ένα σημαντικό κοινωνικά πρόσωπο μέσω των σεξουαλικών σχέσεων με τους αριστοκράτες στρατιώτες. Με έναν τρόπο πουλάει τον εαυτό της, όπως είναι σήμερα το πιο συνηθισμένο είδος αυτοεκμετάλλευσης μέσω facebook ή άλλων social media. Η ιστορία, βέβαια, καταλήγει με την διαπόμπευσή της στην τοπική κοινωνία. Αναρωτηθήκαμε αν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σήμερα και η πρώτη μας αντίδραση ήταν «μα και βέβαια όχι». Μετά ήρθαν, όμως, στην κουβέντα θέματα όπως το revenge porn και η διαπόμπευση μέσω internet. Και είδαμε ότι τα πράγματα είναι αλλιώς.

Ένα έργο που έρχεται από το μακρινό 1776 μοιάζει σχεδόν ερείπιο που περιμένει ένα βλέμμα να το αναστηλώσει.

Ο Lenz αφηγείται την ιστορία της κυριαρχίας στην δυτική κοινωνία μέσω της σεξουαλικής σχέσης των φύλων. Και αυτό δεν έχει τελειώσει, κάθε άλλο. Εμφανίζεται με αδιανόητη βία εκεί που κανείς θα περίμενε να υπάρχει τρυφερότητα και ελπίδα μέσα σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία όπως η σημερινή. Δείτε την υπόθεση στην Ρόδο. Και πέρα από το επίκαιρο του ζητήματος το βασικό που αντιμετωπίζει κανείς με ένα έργο του 1776 είναι η ενδιάμεση ιστορία. Όχι μόνο το σαφές και αναντίρρητο ερώτημα γιατί αυτό σήμερα, αλλά και το τι μεσολάβησε ιστορικά, πώς εξελίχθηκαν ας πούμε οι ιδέες του Διαφωτισμού. Γι’αυτό μιλάω για μια ιστορία της κυριαρχίας στην νεωτερική δυτική σκέψη, η οποία επεκτείνεται σε όλους τους τομείς. Ο Λεντς εκκινεί από την έμφυλη σχέση αλλά το θέμα έχει πολλές αναγωγές. Για την ακρίβεια η κυριαρχία γράφει την ιστορία. Οι διάφοροι Λεντς ψελλίζουν κάποια πράγματα και περιμένουν έναν Büchner ή έναν Μπρεχτ να τους σώσει από την λήθη. Και αυτά είναι θέματα που τα βλέπουμε στην καθημερινότητα μας ή μάλλον όπου η καθημερινότητα συνταντάει την ιστορικότητα.

Μιλήστε μας λίγο για το έργο και τους ήρωες που θα δούμε επί σκηνής.

Υπάρχει η νεαρή Μαρί που έχει μια αμφίδρομη ερωτική έλξη με τους νεαρούς αριστοκράτες στρατιώτες, οι οποίοι έχουν σαν παιχνίδι να εκμεταλλεύονται ό,τι πιο αθώο συναντάνε. Υπάρχει ο πατέρας της Μαρί που όπως όλοι οι γονείς ελπίζει το καλύτερο για το παιδί του, μέχρι που αυτό αποδεικνύεται παγίδα. Ο αρραβωνιαστικός της Μαρί, ο οποίος ξεκινάει ερωτευμένος με αυτήν και καταλήγει τελείως απελπισμένος και η κόμισσα. Μια γυναίκα έτοιμη να την βοηθήσει αρκεί εκείνη να παραμείνει κόμισσα και η Μαρί ατιμασμένη. Μία φιλάνθρωπος κυρία, θα λέγαμε με σημερινά δεδομένα.

Μεταφέρετε μας κάτι που ανακαλύψατε σε σχέση με το έργο ή με τον εαυτό σας, κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΟι στρατιώτες, του Jakob Michael Reinhold Lenz, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης12.09.2018

Είμαστε ακόμα στην διαδικασία, ακόμα ανακαλύπτουμε! Για μένα αυτό ήταν προσπάθεια να απαντήσω στο ερώτημα αν έχει νόημα να κάνει κανείς έργα σήμερα ή όχι. Έχοντας κάνει το θεατρικό ντοκιμαντέρ «Κυψέλη – New Kids On the Block», στο Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι, δυσκολεύτηκα να μπω σε κάτι με αντίστροφη πορεία. Γιατί εδώ πάει κανείς από το γενικό στο ειδικό, ενώ στο ντοκιμαντέρ, η αίσθησή μου είναι ότι πας από το ειδικό στο γενικό. Δεν έχω απάντηση για το τι προτιμώ. Αλλά αισθάνομαι, ότι ανακάλυψα ότι με ενδιαφέρουν και τα δύο εξίσου, αφού ο στόχος, τουλάχιστον αναφορικά με την δική μου πρακτική είναι ο ίδιος: να φτιαχτεί ένα νέο αφήγημα.

Γιατί να έρθει κάποιος να δει την παράσταση;

Αρχικά δεν είμαι και βέβαιος, ότι είναι χρήσιμο να υποβάλλω σε κάποιον τους λόγους να έρθει στην παράσταση. Θα μου φανεί απόλυτα φυσιολογικό να μην έρθει. Αλλά εγώ θα πήγαινα για να γνωρίσω τον Λεντς, αν δεν τον ήξερα, για να δω ένα έργο που έχει παιχτεί μόνο μία φορά ακόμα στην Ελλάδα και αυτό πριν 32 χρόνια. Για να δω έναν συγγραφέα που παίζεται σπάνια. Για να δω πόση ελπίδα μπορεί να κρύβει ένα απελπισμένο και σκληρό βλέμμα, όπως του Λεντς. Και για να δω κάποιους νέους ανθρώπους που θέλουν να πουν κάτι γι’αυτό που βιώνουν καθημερινά. Ο Λεντς μπορεί να αφορά μία μικρή μερίδα ανθρώπων στην Ελλάδα αυτή την στιγμή και αυτό είναι λογικό, αλλά μία νέα απόπειρα οπτικής στην πραγματικότητα ελπίζω, ότι ακόμα αφορά το αθηναϊκό κοινό.

Πώς θα περιγράφατε με 3 λέξεις το έργο;

Όπως είπατε παραπάνω: ειρωνικό, βίαιο μελόδραμα. Και ας πούμε εδώ, ότι το μελόδραμα είναι εξαιρετικά παρεξηγημένο είδος. Αντί να το κατακρίνουμε ας το δούμε ως ανοιχτό πεδίο μελέτης λόγω της αμφισημίας του και της λαϊκότητάς του.

Μοιραστείτε μαζί μας ένα αγαπημένο σας απόσπασμα από το κείμενο.

«Κι αν έτσι μπορώ να κάνω την ζωή μου καλύτερη». Όταν η Μαρι αποφασίζει να αφήσει τον αρραβωνιαστικό με τον οποίο είναι λογοδοσμένη για έναν αριστοκράτη. Αλλά δεν είναι πολύ ανθρώπινη αυτή η ερώτηση; Δεν ζητάει κάτι παράλογο. Αλλά προχωράει προς μία βέβαιη καταστροφή. Πολύ ανθρώπινο.

Πώς μοιάζει το κείμενο της παράστασης με τις σημειώσεις σας, μετά από μέρες προβών;

Α, έχω ένα πρόβλημα. Χάνω συνεχώς το κείμενό μου και σημειώνω σε κείμενα άλλων. Οπότε το κείμενο μου δεν υπάρχει, πλέον, πάρα μόνο σε ηλεκτρονική μορφή. Γι’ αυτο δεν υπάρχει και φωτογραφία. Άλλωστε πια το έχω μάθει απ’ έξω.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Παντελής Φλατσούσης σκηνοθετεί το έργο του Jakob Michael Reinhold Lenz, «Οι στρατιώτες», στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος).
Παίζουν: Βαγγέλης Αμπατζής, Αντώνης Αντωνόπουλος, Μάριος Κρητικόπουλος, Γιώργος Κριθάρας, Θεανώ Μεταξά, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Μάνος Στεφανάκης, Φοίβος Συμεωνίδης
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Τιμές Εισιτηρίων: 5-15 ευρώ

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b