MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
28
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Flâneur#6: Η αγωνία του δημοσιογράφου πριν τη γραφή…

Είναι πολλές οι φορές που βγαίνουμε από μία παράσταση και κοιταζόμαστε μεταξύ μας, οι του «συναφιού». Τα βλέμματα συνήθως είναι πολύ εύγλωττα, ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που το θεάμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών μας. «Και τώρα τι θα γράψουμε;» είναι το ερώτημα που μας τριβελίζει σιωπηρά, μερικές φορές εκφέρεται κιόλας…

author-image Όλγα Σελλά

Έχουμε καταλάβει καλά το «μέγεθος» του πολυδιαφημισμένου ξένου καλλιτέχνη, για παράδειγμα, που καθόλου δεν μας άγγιξε; Είναι σίγουρο ότι ένα συγκεκριμένο έργο, μεγάλου καλλιτέχνη, που εκτιμούμε και αγαπούμε, ήταν κατώτερο της δικής του πορείας και διαδρομής; Μήπως στο κριτήριο μπαίνει η απαιτητική ματιά του κορεσμένου επαγγελματία θεατή; Πώς μπορεί να είναι καθαρή; Τι κριτήρια μπαίνουν κάθε φορά; Και καλά αν συμφωνείς με άλλους τρεις, τέσσερις, πέντε συναδέλφους. Αισθάνεσαι την ασφάλεια ότι δεν ήταν η δική στου «στραβή» ματιά. Αλλά αν είσαι μόνος σου; Αν είσαι η εξαίρεση στην αρνητική πρόσληψη του «υπερθεάματος», όπως έχει διαφημιστεί;

Είναι κάτι σαν την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι. Ναι, δεν λέω, κάπως έτσι αισθάνονται, θα πρέπει να αισθάνονται, και οι καλλιτέχνες που έχουν συμβάλει στο κάθε θέαμα, λίγο πριν αρχίσει το θέαμα. Την κρίση του κοινού αποζητούν, σ’ αυτήν προσβλέπουν. Του εξειδικευμένου κοινού και του ευρέος κοινού.

Πας, λοιπόν, στην παράσταση που έχει διαφημιστεί με κάθε τρόπο, θεωρείται και πλασάρεται ως πρωτοπορία και απογοητεύεσαι οικτρά.

melagxolia ton drakon

Πας, λοιπόν, στην παράσταση που έχει διαφημιστεί με κάθε τρόπο, θεωρείται και πλασάρεται ως πρωτοπορία και απογοητεύεσαι οικτρά. Πρόσφατο παράδειγμα, «Η μελαγχολία των δράκων» του Φίλιπ Κεν, που παρουσιάστηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από 26 ως 28 Φεβρουαρίου. Η αίσθηση που είχε δημιουργηθεί ήταν ότι θα βλέπαμε κάτι μοναδικό, κάτι ανεπανάληπτο. Το αποτέλεσμα επί σκηνής διέψευσε τις προσδοκίες πολλών. Σίγουρα όμως; Μήπως κάτι δεν καταλάβαμε; Μήπως η «γλώσσα» του Φίλιπ Κεν δεν έγινε κατανοητή; Και αν είναι έτσι, γιατί αρκετοί, πολλοί, εισέπραξαν μιαν ελαφρότητα -στην καλύτερη περίπτωση; Είναι όμως δυνατόν; Αφού πρόκειται για πρωτοπορία, συνεχίζεις να αναρωτιέσαι (σχεδόν να αυτοχαστουκίζεσαι). Και τι θα γράψεις; Μήπως να μη γράψεις καθόλου; Μήπως να το αποσιωπήσεις;

loula anagnostaki

Λίγες μέρες αργότερα, σειρά είχε η παράσταση με το τελευταίο έργο που έχει γράψει η Λούλα Αναγνωστάκη, μια σπουδαία γυναίκα, η σημαντικότερη εν ζωή Ελληνίδα θεατρική συγγραφέας. «Σ’ εσάς που με ακούτε» είναι ο τίτλος του έργου (παρουσιάζεται σε δεύτερο κύκλο, στο θέατρο «Σημείο», σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη). Πολλά τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη που μας έχουν συγκλονίσει, που έχουν αφήσει τα ανεξίτηλα ίχνη της στις παραστάσεις και στις σκηνές αυτού του τόπου: «Η παρέλαση», «Ο ουρανός κατακόκκινος», «Ο ήχος του όπλου»… Βγαίνεις από την παράσταση και νιώθεις, είσαι σίγουρη ότι το νιώθεις, πως δεν έχεις επικοινωνήσει με το έργο. Παρότι έχεις διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο, γραμμένο πριν από 15-20 χρόνια περίπου, που έχει προλάβει να συμπεριλάβει μερικές από τις μεγάλες ανατροπές της ιστορίας του 20ού αιώνα: την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, την επανένωση της Γερμανίας, την ξενοφοβία, την άνοδο του ρατσισμού και του φασισμού, τη μετανάστευση. Παρ’ όλα αυτά το έργο δεν σε «παίρνει», δεν σε αγγίζει. Και πώς να γράψεις ότι δεν σου άρεσε ένα έργο της Λούλας Αναγνωστάκη; Μήπως να μη γράψεις καθόλου; Μήπως να το αποσιωπήσεις;

Και πώς να γράψεις ότι δεν σου άρεσε ένα έργο της Λούλας Αναγνωστάκη; Μήπως να μη γράψεις καθόλου; Μήπως να το αποσιωπήσεις;

Είναι δύο μόνο, πρόσφατα, πολύ πρόσφατα παραδείγματα, που επιχειρούν να καταδείξουν πώς μπορεί ένας επαγγελματίας γραφιάς (είτε γράφει για θέατρο, είτε για βιβλίο, είτε για οτιδήποτε που εμπεριέχει κριτική άποψη) να μπει σε μια διαδικασία αυτολογοκρισίας. Είτε γιατί «μπλοκάρεται» από τη διεθνή φήμη που συνοδεύει έναν καλλιτέχνη, είτε γιατί γονατίζει μπροστά στο δέος που προκαλεί ένας μεγάλος δημιουργός. Και τα δύο είναι τελικά κακοί σύμβουλοι στην καθαρή ματιά• ακόμα περισσότερο: στην καθαρή γραφή. Και συμβάλλει απολύτως στην αυτολογοκρισία, που σε κανέναν δεν κάνει καλό: ούτε σ’ εκείνον που γράφει, ούτε σ’ εκείνον που εισπράττει τα γραφόμενα.

Περισσότερα από Editors
VIMA_WEB3b