MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
11
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Φώτης Μακρής: Το θέατρο πρέπει να είναι πολιτικό. Δεν μπορεί να ασχολείται με αγάπες και λουλούδια!

Ο Φώτης Μακρής είναι γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός, που δίνει έμφαση σε ένα θέατρο κοινωνιολογικό και με πολιτικά μηνύματα. Αυτήν την περίοδο σκηνοθετεί στο Studio Μαυρομιχάλη δύο έργα, τη “Νύχτα των δολοφόνων” του Κουβανού Χοσέ Τριάνα και την “Τελετή” του Παύλου Μάτεσι. Και στα δύο έργα, πρωταγωνιστούν μαθητές της σχολής Φωτιάδη, στην οποία ο Φώτης Μακρής είναι καλλιτεχνικός διευθυντής.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Στη “Nύχτα των δολοφόνων” 3 παιδιά θέλουν να δολοφονήσουν τους γονείς τους, αλλά διαρκώς το αναβάλλουν και καταφεύγουν σε ένα παιχνίδι ρόλων, για να εκτονώσουν την οργή και την καταπίεση που νιώθουν.

Με αφορμή αυτήν την παράσταση, ο Φώτης Μακρής μας παραχώρησε μία συνέντευξη ποταμό. Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών, ενώ μας εξομολογείται ποιό πολύ μεγάλο όνομα από τους θεατρικούς συγγραφείς δεν του αρέσει καθόλου. 

Σκηνοθετείτε την παράσταση «H νύχτα των δολοφόνων». Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
Τα παιδιά που παίζουν στην παράσταση (Παναγιώτης Ανδρεάκος, Μάτα Κούρτη, Ρένα Κουμπαρούλη) είναι οι μαθητές μου στην δραματική σχολή Φωτιάδη. Το έργο αυτό το είχαμε επιλέξει για τις πτυχιακές τους εξετάσεις. Μέσα από τη δουλειά αρχίσαμε να το αγαπάμε το έργο και αποφασίσαμε να το κάνουμε και επαγγελματικά στα πλαίσια της συνεργασίας του στούντιο Μαυρομιχάλη με την σχολή Φωτιάδη με τα παιδιά . Εκ των υστέρων ανακαλύψαμε και πράγματα στο έργο, τα οποία μας ξάφνιασαν. Παρ’ όλο που το έργο έχει μια πατίνα του χρόνου, στο 64-65, καταφέρνει να μιλάει για το σήμερα, με την έννοια του καινούριου που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από το παλιό. Όλο αυτό, μέσα από την ιστορία των τριών παιδιών που θέλουν να σκοτώσουν τους γονείς τους, για να ανθίσουν, νομίζω ότι το δίνει ο συγγραφέας αρκετά παραβολικά. Ο συγγραφέας είναι Κουβανός, δηλαδή είναι ποτισμένος με το πνεύμα της επανάστασης, άσχετα αν είναι διαφωνών. Μοιραία, στο dna τους οι Κουβανοί έχουν αυτό το επαναστατικό. Αυτή η πάλη του νέου με το παλιό ήταν που μας τράβηξε κι από την ώρα κιόλας που παίζουν τρία νέα παιδιά. Όταν είσαι νέος, θες να αλλάξεις τον κόσμο.

-Γιατί βλέπατε με επιφύλαξη το έργο;
Γιατί είναι ένα έργο γραμμένο τη δεκαετία του 60 κι έχει μια πατίνα ψυχαναλυτική, η οποία δεν μου άρεσε καθόλου. Γενικώς, με την ψυχανάλυση δεν τα πάω πολύ καλά. Στην παράσταση έχουμε διασκευάσει πολύ το έργο. Στην ουσία είναι απόδοση του κειμένου. Και προσπαθήσαμε να απαλλαγούμε από αυτά τα ψυχαναλυτικά στοιχεία. Είχαμε ψυχοπαθολογίες μυστήριες στους ήρωες- μέχρι και σχιζοφρένεια. Ο Τριάνα τότε ήταν επηρεασμένος από τον Φρόιντ και την ψυχανάλυση. Εμείς τα αφαιρέσαμε όλα αυτά και το αποστεώσαμε από αυτή τη μεριά. Να φανταστείτε ότι η παράσταση μας κρατάει 55 λεπτά, ενώ αν παιζόταν ολόκληρο (που σπάνια παίζονται έργα ολόκληρα) θα κρατούσε πάνω από δυο ώρες. Δε μας αφορούσαν αυτά. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε την πιο πολιτική διάσταση του πράγματος. Τη διάσταση των τριών νέων, που, όπως η νεολαία σήμερα, νιώθουν να πνίγονται από μια κατάσταση που τους επιβάλλεται. Και πόσο δεν μπορούν να αντιδράσουν, γιατί αυτά τα παιδιά στο έργο δεν αντιδρούν. Κάθονται σε ένα υπόγειο και κάνουν ότι θα σκοτώσουν τη μαμά και τον μπαμπά. Από την άλλη, είναι ένα έργο, που είναι για τρεις νέους ηθοποιούς μεγάλο σχολείο.

-Αυτή η ψυχολογική διάσταση υπήρχε πιο παλιά και στις ερμηνείες και τώρα έχει καταργηθεί;
Υπήρχε η πιο στανισλαβσκική προσέγγιση στο θέατρο. Από ένα σημείο κι ύστερα άρχισε το θέατρο λίγο πιο κοινωνιολογικό. Να κυριαρχεί η προσπάθεια δια του παραδείγματος αυτού να πούμε πράγματα για την κοινωνία. Ένας από τους συγγραφείς που δεν μου αρέσει καθόλου είναι ο Τένεσι Ουίλιαμς, γιατί είναι πολύ της ψυχολογίας και των διαταραγμένων προσωπικοτήτων, τα οποία εμένα δεν με αφορούν πια. Ξέρεις, είναι και οι εποχές μωρέ! Όταν τα πράγματα είναι καλά, μπορείς να ασχοληθείς και με τα εσώψυχα. Όταν έχεις φτάσει σε ένα σημείο που δεν έχεις να φας και η πολιτική έχει μπει στην καθημερινότητά σου, τώρα θα κάτσεις να ασχολείσαι με τον ομοφυλόφιλο φυματικό που αγαπάει τη μαμά του; Μου φαίνεται χάσιμο χρόνου και δεν αφορά και κανένα. Πριν δέκα χρόνια, εδώ στην Ελλάδα κάναμε θέατρο για τον έρωτα. Ωραία: Σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς. Αν δεν έχουμε να φάμε όμως, να δω που θα πάει η αγάπη. Άρα το θέατρο καλείται να ασχοληθεί με τα πολιτικά προβλήματα. Δεν μπορεί να ασχολείται με αγάπες και λουλούδια.

-Υπάρχει αιμομικτικό στοιχείο στην σχέση των τριών αδερφών;
Δεν ξέρω αν υπάρχει. Εμείς πάντως δεν θέλαμε να το πάμε εκεί πέρα. Αν πας ψυχαναλυτικά και σε καταστάσεις σχιζοφρένειας μπορεί να βρεις και τέτοια πράγματα. Μεταξύ σοβαρού και αστείου το είχαμε αναφέρει στις πρόβες. Αλλά δεν θεωρήσαμε ότι έχει κανένα ενδιαφέρον να το αναδείξουμε. Μπορεί κάποιος άλλος να το αναδείξει και να έχει πολύ ενδιαφέρον.

-Γιατί θέλουν να σκοτώσουν τους γονείς τους;
Αυτό είναι αιώνιο και πανανθρώπινο φαινόμενο, με την έννοια ότι πάντα θέλεις να «σκοτώσεις» τον γονιό σου ή τον δάσκαλό σου, γιατί θέλεις να τον ξεπεράσεις και αν τον κουβαλάς πολύ έντονα μέσα, αυτό μπορεί να σε καταπιέζει. Οι δικοί μου δάσκαλοι ήταν από το θέατρο Τέχνης ο Κουν, ο Λαζάνης, ο Κουγιουμτζής, άνθρωποι που τους λάτρευα και τους λατρεύω. Παρ’ όλ’ αυτά, ήρθε κάποια στιγμή στην καριέρα μου, που αμφισβήτησα πολύ έντονα την διδασκαλία τους, για να μπορέσω εγώ να πάω σε άλλα μονοπάτια, που η δικιά τους σφραγίδα πάνω μου δεν με άφηνε. Αυτή την έννοια έχει το «σκοτώστε τους γονείς σας, ή τους μέντορές σας ή αυτούς που σας έχουν επηρεάσει πολύ».

-Όλη την ώρα οι τρεις ήρωες σχεδιάζουν ένα έγκλημα που δεν υλοποιούν ποτέ. Η αναβλητικότητά τους θυμίζει λίγο Άμλετ. Γιατί δεν σκοτώνουν τους γονείς τους;
Δεν το καταλαβαίνεις; Είναι λογικό! Οκ να τους σκοτώσω, αλλά πώς να αφήσεις κάτι, το οποίο σε τυραννάει, αλλά σε αγαπάει κιόλας; Πώς να σκοτώσεις τον δάσκαλό σου, που σου λέω εγώ, τον Κουν, το Λαζάνη ή τον Κουγιουμτζή, όταν αυτοί είναι που σου ανοίξανε τα μάτια για το τι είναι θέατρο. Από τη μια θες να προχωρήσεις παρακάτω, αλλά από την άλλη τρελαίνεσαι στην ιδέα να τους «σκοτώσεις». Υπάρχουν στιγμές που κάνεις πρόβα και λες: «Αχ Θεέ μου, τι θα έλεγε ο Κουν τώρα;» Ή όταν άρχισα να κάνω παραστάσεις με την δικιά μου ομάδα, θυμάμαι μία παράσταση δεν πήγαινε καλά. Και είχα πάρει τηλέφωνο το Λαζάνη. Και μου λέει: «Πώς πας με την παράσταση;» Του λέω: «Κύριε Λαζάνη δεν πάει καλά. Χτες είχαμε 5 άτομα.» «Κοίτα να δεις» μου λέει «όταν ξεκίνησε ο Κουν, έπαιζε με έναν κι ενάμιση. Άστα αυτά!» Να τον ο δάσκαλος! Είναι πολύ δύσκολο να σκοτώσεις τους γονείς ή τους δασκάλους. Είναι τεράστια μάχη. Κι αυτό δείχνει το έργο. Γι’ αυτό μου αρέσει κιόλας.

-Υπάρχουν πολιτικά μηνύματα στο έργο;
Ε, νομίζω ναι. Δηλαδή αν κάνεις την αναγωγή σου, το έργο χρησιμοποιεί την ιστορία των τριών παιδιών στην Κούβα, για να μας πει: «πολεμήστε, σπάστε δεσμά, μπορείτε! Δείτε τι γίνεται παραέξω. Μη μένετε σε κάτι που μπορεί να σας προσφέρει μία ασφάλεια, αλλά από την άλλη καταδυναστεύει τις δυνατότητές σου!» Θέλει μεγάλη μαγκιά να αποτινάξεις το παλιό, βγάζοντας όμως το καινούριο. Γιατί το να αποτινάξεις μόνο το παλιό, χωρίς να έχεις πρόταση για το καινούριο, δε λέει και τίποτα. Νομίζω ότι το έργο αυτό μας λέει: «Ψάξτε για το καινούριο κι όταν το βρείτε, αποτινάξτε το παλιό». Θέλετε να πάμε στην σημερινή πολιτική κατάσταση; Αυτό το πράγμα που μας κυβερνάει και στο οποίο δεν αντιδρούμε, το έργο μας λέει: «Για ψάξτε και αντιδράστε. Για δείτε τι μπορείτε να κάνετε.» Γιατί κακά τα ψέματα, δεν αντιδράει κανένας μας. Μας ψεκάζουν; Δεν ξέρω.

-Σκηνοθετείτε και το έργο η Τελετή του Μάτεσι. Μιλήστε μας και γι’ αυτό.
Ναι. Πάλι με τα παιδιά της σχολής (Ρένα Κουμπαρούλη, Μαρία Μαρίνου, Μαριλένα Στεφανή, Μάτα Κούρτη, Μαργαρίτα Καρακάση, Παναγιώτης Ανδρεάκος, Θάλεια Παπαδοπούλου, Υρώ Αληθεινού, Άννα Κιόρογλου). Πρόκειται για ένα αριστούργημα, κατά τη γνώμη μου, του Παύλου του Μάτεσι. Γραμμένο την ίδια περίοδο με «τη νύχτα των δολοφόνων», το 65. Αυτό είναι μια μαύρη κωμωδία. Η τελετή είναι για μία κηδεία μιας θείας. Μαζεύονται οι συγγενείς εκεί πέρα και γίνονται τα ευτράπελα, γιατί οι συγγενείς το μόνο που θέλουν να κάνουν είναι μια μεγαλοπρεπή κηδεία, να φανούνε στους γειτόνους τους και ξοδεύουν απίστευτα λεφτά, για να γίνει αυτό το πράγμα. Και ο Μάτεσις ξεσκεπάζει όλη αυτή την μικροαστική τάξη, που θέλει να φτάσει ψηλά, να καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει, γιατί έχει κι αυτό το πολιτικό νόημα η Τελετή. Το έργο παίχθηκε μες τη Χούντα. Αργότερα ο Μάτεσις πρόσθεσε κάποια πράγματα κι έχει κάποιες αιχμές για την Χούντα. Είναι μια τρελή κωμωδία, επηρεασμένη πάρα πολύ από το θέατρο του παραλόγου, το οποίο εκείνη την εποχή ανθούσε. Και επίσης είναι ένα έργο που δουλέψαμε στη σχολή όλη τη χρονιά με τους μαθητές μου.

-Είναι από τους αγαπημένους σας Έλληνες συγγραφείς ο Μάτεσις;
Είναι εξαιρετικός. Κυρίως τα πεζά του, αλλά και κάποια από τα θεατρικά του. Νομίζω ότι είναι από τους καλύτερους συγγραφείς που έχουμε. Η τελετή είχε πάρει το βραβείο καλύτερου θεατρικού έργου το 65. Είχε πάρα πολλά χρόνια να ανέβει επαγγελματικά. Όταν αποφασίσαμε να το κάνουμε λέγαμε ότι θα έχει ανέβει, τόσο ωραίο έργο. Δεν έχει ανέβει.

-Εκτός από αυτά τα δύο έργα, έχετε κάτι άλλο στο πρόγραμμα;
Στο πρόγραμμα έχουμε ένα πράγμα. Να μην πτωχεύσουμε! (Γέλια) Αυτό είναι το πρόγραμμα. Γιατί το έχουμε καταφέρει και αυτό. Να μην ονειρευόμαστε και παραπέρα. Όχι. Τα όνειρά μας φτάνουν στον επόμενο μήνα.

Περισσότερα από Πρόσωπα