Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου: Έκθεση της Νίνας Παπακωνσταντίνου στη Citronne Gallery
Αφετηρία των έργων της Νίνας Παπακωνσταντίνου, που παρουσιάζονται, στην έκθεση «Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου», στη Citronne Gallery, είναι αποσπάσματα ποίησης και πεζογραφίας σπουδαίων γυναικών λογοτεχνών.
Η Citronne Gallery, στην Αθήνα, παρουσιάζει την ατομική έκθεση της Νίνας Παπακωνσταντίνου «Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου».
«Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου»: Λίγα λόγια για την έκθεσηΟ τίτλος της έκθεσης παραπέμπει στο ποίημα της Σύλβια Πλαθ «Mad Girl’s Love Song», και υπαινίσσεται την αφετηρία και την πηγή των έργων που παρουσιάζονται, στα οποία η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί αποσπάσματα ποίησης και πεζογραφίας γυναικών λογοτέχνιδων. Η Παπακωνσταντίνου ακολουθεί μια ιδιαίτερη διαδρομή: δεν πρόκειται για θεματικές ή καλλιτεχνικές παραλλαγές, αλλά για την χειρωνακτική μετάπλαση κειμένων, για να «φτιάξει μέσα στο μυαλό της» και να αποδώσει τελικά μέσα από το συνδυασμό -το πλέξιμο διαφορετικών αποσπασμάτων- μια οπτική αίσθηση της γραφής, αλλά και μία νέα ανάγνωση.
Η επιλογή των κειμένων δεν είναι τυχαία. Οι λογοτέχνιδες προέρχονται από διαφορετικές χώρες, γράφουν σε διαφορετικές γλώσσες, παράγουν σε διαφορετικούς χρόνους. Κοινό στοιχείο ανάμεσά τους είναι το Πάθος, στην κυριολεκτική και στην ψυχολογική του έννοια. Αυτό το κοινό αρχέγονο Πάθος, συναίσθημα σχεδόν ανεξέλεγκτο και, ταυτοχρόνως, πάθημα, δηλαδή πληγή και τραύμα, διέπει τα αποσπάσματα από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, την Άννα Αχμάτοβα, την Κική Δημουλά, την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, την Σύλβια Πλαθ, την Μαρία Πολυδούρη, την Ανν Σέξτον.
Αντιγράφει, μεταγράφει και περι-γράφει το κείμενο, με μια ιδιόχειρη διαδικασία. Κάθε κείμενο αντιγράφεται· στην συνέχεια αποδομείται, διαχωρίζεται χειρωνακτικά και, κατόπιν, συσχετίζεται με κάποιο άλλο, με την διαδικασία της χειρωνακτικής πλέξης. Επιχειρεί, έτσι, να δημιουργήσει συνθήκες άμεσου, “κυριολεκτικού” διαλόγου ανάμεσα στις διαφορετικές ποιητικές δημιουργίες. Η απορρέουσα εντύπωση είναι η προσωπική εμπλοκή της καλλιτέχνιδος όχι μόνον ως προς την ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου με τις συνεπαγόμενες δονήσεις και συγκινήσεις, αλλά και σε μια απόπειρα καλυμμένης ή και κρυφής επικοινωνίας. Πίσω από τα προκύπτοντα σχήματα, όπως ο σταυρός και τα χρώματα, όπως το κόκκινο του Πάθους, διακρίνεται αχνά μια διστακτική, αλλά αποκαλυπτική εξομολόγηση.
Το αποκύημα αυτής της επεξεργασίας αποτυπώνεται επάνω σε ανάγλυφα χαρτιά ελαιογραφίας, σε ριζόχαρτα, και σε γιαπωνέζικα χειροποίητα χαρτιά, με μπλε, μαύρο και κόκκινο αρχειακό μαρκαδόρο. Η αποτύπωση της πλέξης, της χειρωναξίας, δημιουργεί μια νέα πλοκή- μια νέα αφήγηση, ενώ τα ίδια τα υλικά στα οποία αποτυπώνεται το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, συνδέουν περαιτέρω την πράξη της γραφής με αυτή του εργόχειρου.
Η έκθεση αναπτύσσεται αφηγηματικά με δύο σειρές επιτοίχια έργα, ένα τετράπτυχο σχέδιο και ένα βιβλιοδετημένο έργο, το οποίο αντλεί από τις ημερολογιακές σημειώσεις της Βιρτζίνια Γουλφ όταν έγραφε την «Κυρία Ντάλογουεϊ», ενώ κλείνει ως περιγραφή-αφήγηση, αποκαλύπτοντας στον θεατή ένα τμήμα του «εργαστηρίου», δηλαδή της διαδικασίας επεξεργασίας του υλικού της.
Η Νίνα Παπακωνσταντίνου εισάγει μια καινοτόμο έκφραση στην καλλιτεχνική δημιουργία. Προθέτει μια λογοτεχνική ανάγνωση η οποία δεν διαχωρίζει την γραφή σε οπτική μορφή και νοητό περιεχόμενο, σε ύλη και πνεύμα· αντιθέτως, θεωρεί το τυπωμένο κείμενο μια σύνολη δημιουργία την οποία μεταπλάθει, αναζητώντας συνειρμούς, συσχετισμούς και συγγένειες. Πρόκειται, όπως σημειώνει ο Θοδωρής Χιώτης, για «μια βαθιά οπτική προσέγγιση της γλώσσας». Η φιλολογική ανάγνωση εμπλέκεται με την χειρωνακτική απτή εμπειρία για να παραγάγει μια ανανεωμένη συγκινησιακή πραγματικότητα. Χωρίς να λησμονεί ή να παραγνωρίζει την αρχική λογοτεχνική προέλευση, η Παπακωνσταντίνου προσδίδει μια άλλη διάσταση στο λογοτεχνικό ποιητικό έργο, η οποία εγγράφεται στο προσωπικό της βιωματικό ημερολόγιο.
Η σχέση του εικαστικού καλλιτέχνη με την λογοτεχνία έχει επανειλημμένως παρουσιαστεί από την Citronne Gallery στην Αθήνα και στον Πόρο. Είτε με τον απλό συσχετισμό κειμένου και έργου (Ομαδική έκθεση, «Αιγαίο: Ταυτότητες + Διαδρομές», 2016 ), είτε με ad hoc εικαστικό σχολιασμό (Γιάννης Ψυχοπαίδης, «Ο Ηδονικός Ελπήνωρ» 2010 ), είτε εντάσσοντας το κείμενο στο ίδιο το εικαστικό έργο (Αλέκος Κυραρίνης, «Καρδία Νήφουσα», 2018 ), οι εκθέσεις αυτές έχουν αναδείξει όχι μόνον την συνομιλία ανάμεσα σε δύο μορφές Τέχνης, αλλά και την συμπληρωματική υπερβατική επικοινωνία του ίδιου του καλλιτέχνη με μια άλλης μορφής καλλιτεχνική δημιουργία.