MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
29
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Με την πένα της συγγραφέως: Σοφία Δάρτζαλη, “Μα πού πήγαν όλοι;”

Η συγγραφέας παιδικών βιβλίων Σοφία Δάρτζαλη μάς παρουσιάζει το νέο της βιβλίο με τίτλο «Μα πού πήγαν όλοι;» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ειρήνη Μωραϊτη | 09.07.2023

Τον κόσμο της λογοτεχνίας τον ανακάλυψα από μικρή και κέρδισα πολλά από αυτή τη συνάντηση.

Συναντήθηκα με ήρωες από διάφορα μήκη και πλάτη της γης, δέθηκα με κάποιους από αυτούς, άκουσα τις ιστορίες τους, ταξίδεψα μαζί τους. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς άρχισα κι εγώ να γράφω. Θυμάμαι όμως ότι ήθελα να δώσω φωνή σε ό,τι και όσα δεν είχαν. Κάπου στο Γυμνάσιο, ξεκίνησα να γράφω το ημερολόγιο του γάτου μου, του Μιλού. Ήταν το πρώτο μου πόνημα, που τόλμησα να το μοιραστώ και με κάποιους άλλους. Έγραφα γενικά διάφορα, αλλά δεν ένιωθα έτοιμη να τα μοιραστώ. Πολλά χρόνια αργότερα, αλλά με παρότρυνση, αποφάσισα να δώσω για έκδοση το πρώτο μου βιβλίο, «Όταν η μαμά μου είπε ψέματα», όπου δίσταζα να βάλω ακόμα και το όνομά μου.

Γράφω για παιδιά, επειδή τα νιώθω πιο κοντά μου.

Η ειλικρίνεια που τα διακρίνει, η φαντασία τους και η ομορφιά της ψυχής τους δημιουργούν για μένα έναν ιδανικό κόσμο, όπου θα ήθελα να ζω. Όταν βέβαια ενήλικες διαβάζουν τα βιβλία μου και τους αγγίζουν κι εκείνους, θεωρώ πως αποκτώ κι άλλους φίλους και φίλες με τα ίδια «πιστεύω» και ιδανικά. Επίσης αγαπώ πολύ τα παιδικά βιβλία (εντάξει, όχι όλα), γιατί προϋποθέτουν την αφαίρεση. Ξέρω ότι ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά θεωρώ πολύ πιο δύσκολο να αφαιρείς λέξεις ή να επιλέγεις τις πιο δυνατές στο κείμενό σου. Έτσι μένει το πιο ουσιαστικό κομμάτι.

Λατρεύω τα μυθιστορήματα, μην παρεξηγηθώ.

Όμως τα παιδικά βιβλία δεν είναι απλές ιστορίες για να γεμίζουν τα ράφια μιας βιβλιοθήκης. Έχουν κι εκείνα τη δική τους αξία και χαίρομαι που σιγά σιγά αρχίζει και διαφαίνεται αυτό στον ορίζοντα. Και χαίρομαι πολύ που υπάρχουν και πολλοί «μεγάλοι» που τα διαβάζουν, επίσης, χωρίς να είναι αυτός ο στόχος μου.

Η λέξη «κλειδί» στο ταξίδι της δημιουργίας ενός βιβλίου είναι η επικοινωνία.

Κάποιο ερέθισμα δίνει στο μυαλό την αρχή μιας ιστορίας και έπειτα αρχίζει να δημιουργείται ο ήρωας και το περιβάλλον του. Αρχίζεις να χτίζεις έναν κόσμο, επικοινωνείς με όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτόν και τότε αρχίζει ένας διάλογος. Ο ήρωας αποκτά μια υπόσταση, ξεφεύγει σιγά σιγά από τις δικές σου λέξεις κι αποκτά οντότητα. Έτσι δημιουργείται μια ιστορία. Όταν αυτή εικονογραφηθεί, ο ήρωας και ο κόσμος του συνομιλούν τώρα με τον εικονογράφο. Κι όταν το βιβλίο ολοκληρωθεί και τυπωθεί, σειρά έχει το αναγνωστικό κοινό.

Όταν το βιβλίο φτάσει στα χέρια του κοινού, ο συγγραφέας νιώθει λίγο κάπως περίεργα.

Σαν να φεύγει το παιδί του από το σπίτι για σπουδές. Πρέπει να το αποχαιρετήσει, αλλά και να νιώθει όμορφα που το έχει φροντίσει έτσι ώστε να μπορεί να «επιβιώσει» εκεί έξω και μόνο του. Χαίρομαι πολύ όταν ο κόσμος επικοινωνεί μαζί μου για τις ιστορίες μου. Και δεν θα σταματήσω να το λέω ποτέ, ότι στα βιβλία ή χάρη στα βιβλία, έχω γνωρίσει τους πιο όμορφους ανθρώπους. Και δεν εννοώ μόνον τα δικά μου βιβλία, φυσικά. Ίσως είναι τα «πιστεύω» που μας ενώνουν.

Όταν μπορείς να ταυτιστείς με κάποιον μέσα από λίγες λέξεις, αυτό για μένα είναι μαγεία.

H επικοινωνία με τους αναγνώστες είναι ό,τι πιο όμορφο μπορεί να «κερδίσει» κανείς από τη συγγραφή ενός βιβλίου.

Νιώθεις σαν να ξέρεις τον άλλον λίγο πολύ. Αυτό το συναίσθημα το ένιωσα πρώτη φορά με το πρώτο μου βιβλίο – όπου δεν είχα ιδέα πόσους ανθρώπους θα μπορούσε να αγγίξει. Τα ίδια συναισθήματα έχω και για το πιο πρόσφατο βιβλίο μου «Μα πού πήγαν όλοι;», όπου δεν είχε προλάβει καλά καλά να κυκλοφορήσει  από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και οι αναγνώστες του, γνωστοί μου αλλά και άγνωστοι (κι αυτό μετράει ακόμα περισσότερο για μένα), μου έλεγαν πόσο τους άγγιξε και πόσο όμορφα τους ταξίδεψε στον δικό του κόσμο. Ίσως είναι ο μαγικός χώρος της Τέχνης που μας ένωσε, σε μια κοινή θέαση του κόσμου της από μια άλλη οπτική γωνία – αυτή των ίδιων των έργων τέχνης.

Αγαπώ πολύ την Τέχνη, αν και δεν κατέχω το ταλέντο της ζωγραφικής, αλλά τη «συναντώ» σε διάφορες εκφάνσεις της.

Μιλά τη δική της γλώσσα, τη γλώσσα της ψυχής και δίνει στον καθένα που την απολαμβάνει ή την ασκεί το δικαίωμα να μιλήσει σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς περιορισμούς. Σου δίνει την ευκαιρία να φτιάξεις τη δική σου πραγματικότητα, καλώντας σε στον δικό της κόσμο, αλλά και τη δυνατότητα να δεις τον δικό σου κόσμο με άλλα μάτια. Στο βιβλίο της Ντόνα Ταρτ «Η καρδερίνα» βρήκα τον απόλυτο ορισμό της Τέχνης και θα ήθελα να τον παραθέσω αυτούσιο, γιατί πραγματικά δεν θα άλλαζα ούτε κόμμα: «Όσο κι αν θα ήθελα να πιστέψω πως υπάρχει μια αλήθεια πέρα από την ψευδαίσθηση, κατέληξα να πιστεύω ότι δεν υπάρχει. Γιατί ανάμεσα στην “πραγματικότητα” από τη μια πλευρά και στην αντίληψη της πραγματικότητας από το μυαλό υπάρχει μια ενδιάμεση ζώνη, μια άκρη του ουράνιου τόξου όπου γεννιέται η ομορφιά, όπου δυο πολύ διαφορετικές επιφάνειες εφάπτονται και συγχωνεύονται για να προσφέρουν αυτό που δεν προσφέρει η ζωή: Και αυτός είναι ο χώρος όπου υπάρχει όλη η τέχνη και όλη η μαγεία».

Η τέχνη για μένα είναι και συνώνυμο της ελευθερίας της έκφρασης.

Δεν έχω βέβαια συγκεκριμένο καλλιτέχνη που να θεωρώ αγαπημένο μου. Αγαπημένος μου γίνεται εκείνος που κάθε φορά που θα αντικρίσω τα έργα του θα με συγκινήσει, θα με ταξιδέψει, θα με αφήσει να δω ένα μέρος της ψυχής του. Αξέχαστη όμως εμπειρία ήταν για μένα η επαφή μου με τα έργα του Μονέ. Αν είχα βέβαια την ευκαιρία να ταξιδέψω «μαγικά» σε οποιοδήποτε μουσείο επιθυμώ, δε νομίζω πως θα μπορούσα να επιλέξω μόνο ένα. Μάλιστα, αν θα μπορούσα να περιπλανηθώ και αόρατη από τους υπόλοιπους επισκέπτες, αυτό θα ήταν για μένα το ιδανικό! Να ταξιδεύω πετώντας πάνω από τον Τάμεση στην Tate Modern και στο Victoria & Albert, έπειτα πάνω από τον Σηκουάνα στο Orsay, κι ύστερα λίγο πιο χαμηλά, να μπαίνω από τα ψηλά παράθυρα στις επάνω αίθουσες του Βατικανού… Κι αργότερα, αν τα φτερά μου αντέξουν το ταξίδι, στη Νέα Υόρκη, στο ΜΕΤ.

«Πρέπει» και βιβλία για μένα μαζί δεν πάνε ποτέ. Όπως και «πρέπει» και μουσεία.

Αν κάποιος γονιός ή εκπαιδευτικός πει πως «πρέπει» να πάω το παιδί μου στο μουσείο Χ και δεν το νιώθει ο ίδιος, νομίζω πως θα έχει τελείως διαφορετικά αποτελέσματα από το αν οδηγήσει ένα παιδί στο Μουσείο Χ, επειδή θέλει και αυτός να πάει και να μοιραστεί με τα παιδιά αυτό το συναίσθημα που προκαλεί η επίσκεψη σε έναν χώρο τέχνης ή ιστορίας. Δεν μπορώ φυσικά να επιβάλω τη δική μου άποψη για τους χώρους τέχνης, ωστόσο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα να εξερευνήσουν τον κόσμο αυτό, τον οποίο ήδη από μόνα τους έχουν μέσα τους. Ξέρετε κανένα παιδί που να μη ζωγραφίζει και να μην εκφράζεται μέσα από τα χρώματα;

Η αισθητική παιδεία είναι κάτι που μπορεί να καλλιεργηθεί άψογα μέσα σε ένα μουσείο.

Η αναζήτηση και η επαφή με το «Ωραίο» εξάλλου, ποιο παιδί μπορεί να αφήσουν ασυγκίνητο; Διψούν τα παιδιά μας για αυτό που είναι πάνω από το σήμερα. Για το αιώνιο, για το όμορφο, για την ελευθερία της έκφρασης και της διαφορετικής άποψης. Κουράστηκαν ν’ ακολουθούν τον ίδιο δρόμο, παίζοντας τα ίδια παιχνίδια στα τάμπλετ, φορώντας τα ίδια ρούχα, ακούγοντας τα ίδια τραγούδια και βλέποντας τις ίδιες εικόνες αμφιβόλου αισθητικής με τις οποίες βομβαρδίζονται. Ας τους προσφέρουμε αυτή τη διέξοδο στην Τέχνη κι ας τα αφήσουμε να την αφουγκραστούν όπως και όσο εκείνα επιθυμούν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΜε την πένα του συγγραφέα: Κώστας Στοφόρος, “Το Μακρύ Ταξίδι του Καραβάτζο”12.09.2018

Το «Μα πού πήγαν όλοι;» βασίζεται πάνω σε πραγματικά έργα τέχνης,

εκτός από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή και τη χήνα του, που σημαίνουν κάτι και άγγιξαν σε κάποια στιγμή της ζωής μας, τόσο μένα όσο και τον εικονογράφο του βιβλίου, Βασίλη Κουτσογιάννη, ο οποίος έζησε πρώτα την ιστορία στην καρδιά του και μετά την απέδωσε ζωγραφικά με απόλυτη συνέπεια στους ήρωες και την ίδια την ιστορία – είναι κι αυτός ένας από τους υπέροχους ανθρώπους που συνάντησα χάρη στα βιβλία! Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν θέλησα να αναλύσω κάποιον πίνακα. Εξάλλου, δεν θέλησα να φτιάξω ένα βιβλίο γνώσεων. Ήθελα να αφήσω στον αναγνώστη την ελευθερία να δει κι εκείνος τα έργα αυτά με μια άλλη ματιά. Το ότι αποφάσισα βέβαια να εμπλουτίσω το βιβλίο με συνοδευτικό εκπαιδευτικό υλικό και δημιουργικές δραστηριότητες που είναι αναρτημένα στον ιστότοπο των εκδόσεων Μεταίχμιο και περιέχουν μερικά στοιχεία πληροφοριακά για τα ρεύματα και για το πού βρίσκεται ο κάθε πίνακας,  το έκανα μόνο και μόνο ως παρότρυνση στον αναγνώστη, αν και όποτε θέλει, να ψάξει λίγο παραπάνω, αλλά και για να δώσω μια πρώτη βάση πάνω στην οποία μπορεί είτε ο γονιός ή ο εκπαιδευτικός να χτίσει μια άλλου είδους προσέγγιση, ιστορική ή τεχνικής φύσης πάνω στα έργα που παρουσιάζονται.

Ο Πέδρο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, είναι ένας πιτσιρίκος.

Είναι ένας πίνακας σε μια πινακοθήκη, το μοναδικό παιδί μέσα σε μια αίθουσα με διάφορους αριστοκράτες του προπροπερασμένου αιώνα. Ζει σε ένα πλαίσιο, τόσο πρακτικό (την κορνίζα του) όσο και κοινωνικό. Πρέπει να συμπεριφέρεται έτσι όπως του υπαγορεύουν οι τρόποι των αυστηρών γειτόνων του, ενός Δούκα, μιας Δούκισσας, μιας Πριγκίπισσας και διάφορων άλλων. Ο ζωγράφος του τον ζωγράφισε στην αυλή του σπιτιού του, με τα «καλά» του ρούχα, που τον πνίγουν και τον τσιμπούν και μαζί με μια χήνα, που δεν γνωρίζει ακριβώς γιατί βρέθηκε εκεί μαζί του.

Ο Πέδρο βρίσκει λιγάκι βαρετούς τους γείτονές του…

και η μόνη ίσως έφηβη με την οποία θα μπορούσε θεωρητικά να ανταλλάξει καμιά κουβέντα, είναι φοβερά φλύαρη και φαντασμένη και πραγματικά του σπάει τα νεύρα. Βρίσκει όμως μεγάλη χαρά στην επικοινωνία με τον κόσμο που μπαινοβγαίνει στο μουσείο. Του αρέσει να μιλά μαζί τους με τα μάτια, να τους παρατηρεί, να βλέπει τα παιδιά να μεγαλώνουν σε κάθε επόμενη επίσκεψη.

Ενώ εκείνος μένει ίδιος όσα χρόνια κι αν περνούν, οι άνθρωποι που επισκέπτονται το μουσείο αλλάζουν.

Κι έχει μια μαγεία όλη αυτή η σιωπηλή επικοινωνία. Ωστόσο, κάτι γίνεται ξαφνικά και το μουσείο αρχίζει να ερημώνει. Κανείς δεν έρχεται πια στην αίθουσά του. Θέλει να ρωτήσει, να μάθει, όμως οι γύρω του, ζώντας κι εκείνοι στην άγνοια, δεν μπορούν να βοηθήσουν. Οπότε αποφασίζει να το σκάσει από το κάδρο του, μήπως και συναντήσει κάποιον στο μουσείο που να ξέρει τι ακριβώς έχει συμβεί. Έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι στις αίθουσες του μουσείου και ουσιαστικά ένα ταξίδι στην Τέχνη. Ένα ταξίδι με τα μάτια ενός παιδιού που έχει μάθει να ζει σε μια συγκεκριμένη αίθουσα, με πορτρέτα του 17ου και 18ου αιώνα. Ο Πέδρο είναι μπαρόκ, μα δεν το ξέρει!

Μην ξεχνάμε βέβαια, πως ο Πέδρο βλέπει τον καινούριο κόσμο μέσα από το πρίσμα της εποχής του.

Ένας ήρωας της μπαρόκ εποχής είναι, που όλα όσα θα δει, θα τον εκπλήξουν. Δεν έχει καμία επαφή με καμία άλλη εποχή, πέραν της σημερινής, λόγω των επισκεπτών που βλέπει στο Μουσείο. Κατά τα άλλα είναι tabula rasa στα υπόλοιπα ρεύματα. Απορεί, τρομάζει, θαυμάζει, γαληνεύει, ταξιδεύει. Κι όταν γνωρίσει τον Σεβάχ, ο οποίος ξέρει τα πάντα περί Τέχνης, θα κάνει καινούρια ταξίδια, ταξίδια γεμάτα ήλιο και θα αρχίσει να βλέπει τα πάντα αλλιώς.

Κοινό και καλλιτέχνες, Τέχνη και Άνθρωπος, πάντα θα βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν και να συνδιαλέγονται.

Δεν σας κρύβω πως το βιβλίο γράφτηκε τον πρώτο μήνα του εγκλεισμού μας.

Το σκοτεινό φόντο στους πίνακες των γειτόνων του Πέδρο, η αυστηρότητα που αποπνέει η αίθουσά του ήταν όλα αυτά τα «μη» και τα «απαγορεύεται» που αναγκαστήκαμε να υποστούμε όλοι εκείνη την περίεργη περίοδο. Το κολάρο που σφίγγει τον Πέδρο και το μάλλινο παντελόνι που τον τσιμπά θα μπορούσε να είναι και το «σφίξιμο» που ένιωθε και η Τέχνη, όταν απομακρυνθήκαμε από εκείνη, αλλά και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες σε όλους τους τομείς.

Αντέξαμε κάποιους μήνες χωρίς την Τέχνη. Οι καλλιτέχνες όμως;

Από τη μία όσοι μπορούσαν να εκφραστούν μέσω εκείνης ήταν ίσως και πιο τυχεροί. Καθόλου τυχεροί όμως στον τομέα του διαλόγου με το κοινό. Διότι η Τέχνη από μόνη της εμπεριέχει έναν διάλογο με τον άλλον. Ο άλλος όμως βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Κι όμως, η Τέχνη βρήκε τον τρόπο να επικοινωνήσει. Όχι στο 100% κι ούτε με τα ίδια μέσα, φυσικά, αλλά βρήκε. Πολλά μουσεία άνοιξαν τον δρόμο σε εικονικές περιηγήσεις, πολλά θέατρα επιχείρησαν τις διαδικτυακές προβολές… Σε καμία περίπτωση δεν ήταν το ίδιο. Όμως όλο αυτό δείχνει πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον.

Πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως η Τέχνη έχει την υπέροχη ικανότητα να μας ταξιδεύει,

πέρα από το «τώρα» και το «σήμερα». Μας υποδέχεται στοργικά σε κάτι άλλο, διαφορετικό από τη δική μας πραγματικότητα, σε έναν κόσμο φτιαγμένο από τα υλικά που ξέρουμε, αλλά με άλλες διαστάσεις. Ανακατεύει χρώματα με συναισθήματα, προσωπικότητες με ιστορίες, παρόν με παρελθόν, λογική με ασυνείδητο, ανοίγοντάς μας την πόρτα στον δικό της κόσμο. Στον κόσμο όπου το «Ωραίο» παίρνει τη μορφή που του αξίζει και μας επιστρέφεται σαν αίσθηση γαλήνης, ευεξίας και απόλαυσης. Ο διάλογος που θα κάνουμε εκεί  θα είναι εντελώς διαφορετικός για τον καθένα από εμάς και αυτό είναι τελικά το ιδιαίτερο χάρισμα που διαθέτει η Τέχνη.

Όσο για τα επόμενα λογοτεχνικά μου ταξίδια πάντα ετοιμάζω κάτι, αλλά θέλω να χαίρομαι το κάθε μου βιβλίο ξεχωριστά.

Το μόνο που θα μπορούσα να πω μετά βεβαιότητας αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι πως το πρώτο μου βιβλίο, για το οποίο είχα βραβευτεί ως πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας από το ΙΒΒΥ, το «Όταν η μαμά μου είπε ψέματα» θα κυκλοφορήσει και πάλι και αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενη, γιατί το αγαπώ κι αυτό ιδιαίτερα!

Στην ψυχή του καθένα μας η Τέχνη μιλά διαφορετικά, αυτή είναι και η μαγεία της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΜε την πένα της συγγραφέως: Έρα Μουλάκη, “Η παλέτα των δύσκολων συναισθημάτων”12.09.2018

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Το νέο βιβλίο της Σοφίας Δάρτζαλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μα πού πήγαν όλοι;
Σελίδες: 64
Τιμή: 14,94€

 

Περισσότερα από Βιβλία
VIMA_WEB3b