MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
28
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Flâneur#15: «Φορτηγό», Διονύσης Σαββόπουλος: ένα αναπάντεχο reuion

«50 χρόνια, δεν είναι 50 φορολογικές δηλώσεις. Είναι “Κοράκου χρώμα/τα μαλλιά/ κι ασπρίσανε…» Ηταν μία από τις πολλές φράσεις με τις οποίες συνόδευσε την γενέθλια παρουσίαση των τραγουδιών του πρώτου μεγάλου δίσκου του ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχε τίτλο «Το φορτηγό» και έκλεισε φέτος τα 50 χρόνια του.

author-image Όλγα Σελλά

Ο δίσκος -γιατί ο Σαββόπουλος έκλεισε τα 72-, τα τραγούδια που περιείχε, και όλα όσα συνόδευαν τα τραγούδια. Και τη διαδρομή του τραγουδοποιού, τη διαδρομή των χρόνων αυτών, τη διαδρομή του καθενός που έζησε αυτά τα χρόνια.

Κι αυτή τη φορά δεν πήγε σ’ έναν καθιερωμένο συναυλιακό χώρο. Επέλεξε έναν χώρο που είχε πατίνα: την πατινα της πόλης, της πολιτιστικής αναζήτησης, της συνέχειας. Γιόρτασε τα γενέθλια του «Φορτηγού» στη Φιλολογική Αίθουσα «Παρνασσός», στην πλατεία Αγίου Γεωργίου Καρύτση, στο κέντρο της Αθήνας. Δεν το έκανε τυχαία ο αγαπημένος τραγουδοποιός, κι ας είπε ότι τον επέλεξε, γιατί πλέον είναι «εναλλακτικός». Τον επέλεξε ως τόπο αναστοχασμού, συνάντησης, περισυλλογής, αναπόλησης• των τραγουδιών, των στιγμών με τις οποίες το καθένα από αυτά συνδέθηκε με τους αποδέκτες του, των χρόνων που πέρασαν. Πάνω από τον καθένα, πάνω από τις χώρα.

sav

Τίποτα δεν έκανε τυχαίο ο Διονσύσης Σαββόπουλος, κι αυτή τη φορά. Ούτε, φυσικά, την ενορχήστρωση των τραγουδιών του, των γνωστών και αγαπημένων: «Ηλιε, ήλιε αρχηγέ», «Οι πλανόδιοι» (είναι εκείνο που θυμόμαστε όλοι ως «αξίζει η Ζωζώ ό,τι κι αν πεις»), την «Παράγκα», τη «Συννεφούλα», τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», τη «Σωματική ανάγκη», τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», το «Μια θάλασσα μικρή»…

Οσα υπήρξαν στο «Φορτηγό» και όσα έκοψε η λογοκρισία και πέρασαν σε άλλες συλλογές, αργότερα. Ολα είχαν μιαν άλλη ενορχήστρωση, πιο χαμηλόφωνη, πιο εσωτερική, όχι νοσταλγική. Νέα, αλλά διαφορετική. Και είχε και νέες φωνές, νέες ερμηνείες, εξαιρετικές, των αγαπημένων τραγουδιών: από τους Κατερίνα Πολέμη, Θέμο Σκανδάμη, Εύη Μάζη, με συνοδούς, σταθερούς και εξαιρετικούς, τους Γιώτη Κιουρτσόγλου και Δημήτρη Λάππα.

Διαφορετικοί ήταν και οι άνθρωποι που βρέθηκαν στον «Παρνασσό» τις δύο πρώτες μέρες των συναυλιών (ακολουθούν δύο ακόμα συναυλίες, στις 9 και 10 Δεκεμβρίου). Ασπρομάλληδες οι περισσότεροι, που κατανοούσαν απόλυτα τι συνέβη το ’62, το ’63, το ’67… Και που τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, που τα εμπνεύστηκε, λίγο ως πολύ, στην κάθοδό του στην Αθήνα μέσα σ’ ένα φορτηγό ακουμπούσαν στα δικά τους όνειρα -φυγής, ανεξαρτητοποίησης, ενηλικίωσης.

Σ’ ένα σκηνικό (δια χειρός Αλέξη Κυριτσόπουλου, που έχει επιμεληθεί τα περισσότερα εξώφυλλα των δίσκων του Διονύση Σαββόπουλου) και παρέπεμπε σε νοσταλγία, σε αθωότητα, σε τρυφερότητα, σε ανεπιτήδευτο πάλκο επαρχιακής εκδήλωσης. Συνέβαλαν και οι φωτισμοί, συνεβαλε και η εξαιρετική ακουστική της αίθουσας του «Παρνασσού». Συνέβαλε και η σιωπηλή «συγκατάνευση» σ’ αυτό το χαμηλόφωνο της ενορχήστρωσης. Και όλοι όσοι κάθονταν στις καρέκλες της πλατείας και του εξώστη, ήξεραν απ’ έξω τα λόγια των τραγουδιών και ήξεραν επίσης ότι δεν βρίσκονται σε γήπεδο. Περισσότερο βρέθηκαν όλοι σ’ ένα περίεργο reunion. Με τα όνειρά τους, με τις ελπίδες τους, με όσα διαψεύστηκαν, με όσα είναι ακόμη εδώ.

Είδα πολλά μάτια βουρκωμένα να σιγοψυθιρίζουν τους στίχους. Και ήταν φανερό ότι την ίδια στιγμή χάνονταν στη «στιγμή» που πρωτοσυνδέθηκαν με το κάθε τραγούδι. Κι όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος αντιλαμβανόταν ότι η συγκίνηση ανέβαινε, έκανε τα «μαγικά» του για να δώσει χαρά, σχεδόν λύτρωση από το γέλιο. Γιατί πώς να συνηθίσεις ότι «οι παλιοί μας φίλοι, για πάντα φύγαν»; Αλλά αυτό είναι η ζωή.

Περισσότερα από Editors
VIMA_WEB3b