MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
27
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Βρομιά” στο Ελληνικό Φεστιβάλ: Ρατσιστής με τον εαυτό σου!

Το μεγάλο πρόβλημα με την ρατσιστική ιδεολογία δεν είναι ότι πιστεύουν κάποιοι στην κατωτερότητα κάποιων άλλων. Είναι ότι τα ίδια τα θύματα του ρατσισμού ενστερνίζονται τελικά την κατωτερότητα τους.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Αυτό είναι ένα από τα κεντρικά μηνύματα του θεατρικού έργου “Βρομιά“, που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και παρουσιάστηκε στα πλαίσια του Ελληνικού Φεστιβάλ 2011. Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Αυστριακό συγγραφέα Ρόμπερτ Σνάιντερ το 1991 με αφορμή το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης από χώρες της Μέσης Ανατολής προς αυτές της Ευρώπης, κατά την διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου. Εκείνη την περίοδο στην Αυστρία είχε εκδηλωθεί ένα ισχυρό ρατσιστικό ρεύμα, με επιθέσεις σε βάρος μεταναστών από ομάδες νεοναζί.

Το έργο είναι ένας θεατρικός μονόλογος του Σαντ, ενός Ιρακινού μετανάστη στην Αυστρία, τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο Γιάννος Περλέγκας. Ο Σαντ κάνει μια ταπεινή δουλειά, κάτι που είναι κοινός τόπος για τους μετανάστες απανταχού της Ευρώπης και του κόσμου γενικότερα. Είναι ένας πλανόδιος πωλητής λουλουδιών. Παρ’ όλ’ αυτά, μας λέει ότι είναι εγγράμματος, ότι έχει σπουδάσει σε Πανεπιστήμιο και ότι είναι γνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας- με έμφαση μάλιστα στην γερμανική λογοτεχνία.

Το συγκεκριμένο σημείο είναι ένα έξυπνο εύρημα του ευφυούς Ρόμπερτ Σνάιντερ, για να δείξει γενικότερα ότι η κουλτούρα της Δύσης προβάλλει μια ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση ή αίσθηση ανωτερότητας, η οποία συχνά οδηγείται στην υποτίμηση των άλλων πολιτισμών. Ο Σαντ είναι ένας Άραβας, ο οποίος έχει αρχίσει να πιστεύει στην κατωτερότητα των Αράβων έναντι των λευκών, καθώς υπάρχουν αρκετές “έρευνες” και “επιστημονικά δεδομένα” που… αποδεικνύουν τις ελλείψεις τους.

Βέβαια, δεν είναι οι σπουδές του στην ευρωπαϊκή επιστήμη και γνώση, που τον έκαναν να νιώθει κατώτερος. Το παραδέχεται και ο ίδιος πως πριν αρχίσει να σπουδάζει, κάτοικος του Ιράκ ακόμα, είχε ήδη μια εικόνα ανωτερότητας των Ευρωπαίων και των Δυτικών. Και μετά τις σπουδές, όταν ήρθε στην Ευρώπη και βίωσε όλη αυτή την απαξίωση, τότε η αίσθηση της κατωτερότητας του γιγαντώθηκε μέσα του. Σε συνδυασμό με τον συνεχή φόβο, την ανάγκη να μην κοιτάζει τους Ευρωπαίους “συνανθρώπους” του στα μάτια, αυτό το συναίσθημα εξελίσσεται σε μια καταθλιπτική, σχεδόν μαζοχιστική ηττοπάθεια.

Οι στιγμές αιχμηρού χιούμορ δεν είναι λίγες. Κάποια στιγμή ο Σαντ παραδέχεται ότι έβαψε τα μαλλιά του ξανθά. Ήταν η μόνη φορά που ο ελεγκτής στο λεωφορείο του μίλησε στον πληθυντικό. Άλλωστε, τα τραύματα από τον ρατσισμό των άλλων δεν έρχονται μόνο από τη βία- αν και υπάρχει μπόλικη βία! Προέρχονται και από πολύ απλά πράγματα, όπως ότι δεν του μιλάνε ποτέ στον πληθυντικό οι Αυστριακοί.

Τελικά, ο Σαντ, μόνος και ξένος σε μια πόλη στην οποία νιώθει την ανάγκη να κρύβεται συνεχώς, μακριά από τα προσφιλή του πρόσωπα, τα οποία πλέον έχει μόνο σε φωτογραφίες, καταλήγει να αποξενώνεται από τον ίδιο τον εαυτό του. Πιστεύει ο ίδιος ότι είναι κατώτερος. Θεωρεί ότι μολύνει τον τόπο, στον οποίο κατοικεί. Τον χτυπάνε ή τον βρίζουν και τους δίνει δίκιο. “Καλά μου κάνετε!” τους λέει. “Κι εγώ στη θέση σας το ίδιο θα έκανα”. Και στο τέλος, αν και φοβάται ότι θα κατηγορηθεί για έπαρση, παραδέχεται: “Σας αγαπώ”.

Προφανώς, όλο αυτό δεν είναι η χριστιανική αγάπη, με την έννοια του “με βαράτε- γυρνάω και το άλλο μάγουλο”. Είναι μια ηττοπάθεια, που βγαίνει από ένα μίσος για τον ίδιο τον εαυτό σου. Ο Σαντ γίνεται ρατσιστής με τον εαυτό του. Του το έχουν περάσει οι άλλοι. Κι αυτός, τελικά, το απορρόφησε μέσα του και το αποδέχθηκε.

Ακούγοντας ήχους μεταλλικούς, που του θυμίζουν σιδερογροθιά ή λοστό, νομίζει πως ακούει τον εθνικό ύμνο της Γερμανίας. Πολύ σωστά ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πρόσθεσε στο τέλος και μερικές νότες από τον ελληνικό εθνικό ύμνο, για να δείξει ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν και εδώ, στον τόπο μας.

Γενικά, ο Θεοδωρόπουλος στην συγκεκριμένη παράσταση έδειξε μεγάλη μαεστρία, παρουσιάζοντας δείγματα του πώς ένας μονόλογος μπορεί να παρουσιαστεί στο θέατρο χωρίς να κουράζει καθόλου, αλλά να διατηρεί συνέχεια μια εσωτερική ζωντάνια και ενέργεια, που δεν προκύπτει από στιχομυθίες και δράση. Όπως επίσης έδειξε την ικανότητα να επιλέγει σοβαρά θεατρικά κείμενα, που αναλύουν το σήμερα σε κοινά προβλήματα της Ευρώπης. Κι ενώ στα Ορφανά το θέμα του πάλι ήταν ο ρατσισμός, αλλά από την πλευρά των θυτών, με την “Βρομιά” πέρασε στον ρατσισμό όπως τον ενσωματώνουν τα θύματα.

Εξαιρετικός, όπως είπαμε, ήταν ο πρωταγωνιστής Γιάννος Περλέγκας. Η ερμηνεία του ήταν γεμάτη ενέργεια, ενώ είχε ποιότητα και βάθος. Σε συνδυασμό με την υποδειγματική σκηνοθεσία, ήταν συνολικά ένα υπέροχο δείγμα σύγχρονου και πολιτικοποιημένου κοινωνικού θεάτρου.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
VIMA_WEB3b