Συν & Πλην: «΄Εγκλημα και τιμωρία: Αθήνα» στη Στέγη
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το έργο «Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη που ανεβαίνει στη Στέγη.
Το μυθιστόρημα-μνημείο της παγκόσμιας λογοτεχνίας του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι παρακολουθεί τη ζωή του φοιτητή Νομικής Ρασκόλνικωφ, που στην βαθιά του απελπισία από την φτώχεια που βιώνει, δολοφονεί μια γριά τοκογλύφο και την αδερφή της. Το διπλό φονικό που, μοιάζει να έχει ως βασικό κίνητρο τη ληστεία, πυροδοτεί στο μυαλό και την ψυχή του Ρασκόλνικωφ μια ερμηνεία προσωπικής δικαιοσύνης για τον άδικο κόσμο, μια υπέρβαση των ορίων ηθικής που θέτει η κοινωνία και ο νόμος, με την πεποίθηση πως ο φόνος που οδηγείται από ένα (κατά τον ίδιο) ‘υψηλό κίνητρο’ – την απαλλαγή του κοινωνικού συνόλου από ένα ‘βαρίδι’ – δεν αποτιμάται ως ‘φόνος’. Ο Ντοστογιέφσκι αναρωτιέται ποιος είναι ο Ρασκόλνικωφ: Είναι ένας κοινός, αδίστακτος φονιάς ή ένας ιδεολόγος με ανώτερα κίνητρα, με ‘προορισμό’; Η πίστη του Ρασκόλνικωφ πως διέπραξε ένα καθήκον προς την γενιά του, δεν τον απαλλάσσει από τις Ερινύες που τον καταδιώκουν. Οι ενοχές, οι τύψεις, συνθέτουν μια προσωπική κόλαση, από την οποία αδυνατεί να διαφύγει.
Συνοπτικά αυτό είναι το γενικό πλαίσιο της ντοστογιεφσκικής προβληματικής από την οποία εμπνέεται η δραματουργία του Βασίλη Μπισμπίκη – εδώ σε συνεργασία με τον Γιάννη Μελιτόπουλο. Και διευκρινίζουμε πως εμπνέεται αφού καταρχάς, η πλοκή τοποθετείται από την Αγία Πετρούπολη στις γειτονιές περιθωρίου της Ομόνοιας. Εδώ ο Ρασκόλνικωφ γίνεται Μιχάλης, ένας φοιτητής Εγκληματολογίας που παράτησε τις σπουδές του από απείθεια στο σύστημα και τώρα περνάει τις μέρες τους αναπτύσσοντας θεωρίες περί δικαιοσύνης μέσα σε μια a priori άδικη κοινωνία. Εκεί αναζητεί έναν δίκαιο σκοπό που θα αποτελέσει της θρυαλλίδα της κοινωνικής ανατροπής. Θεωρίες ανολοκλήρωτες που συμπληρώνονται και από τη νεανική φιλαρέσκεια η οποία, πάντα και παντού, θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο.
Από τους αυθεντικούς ήρωες αναγνωρίζουμε ακόμα την αδερφή του ήρωα Ντίνα (αντί Ντούνια) που διώκεται από το βιαστή της Αρκάδη (τον λάγνο Σβιντριγκάιλοβ του πρωτότυπου κειμένου), την πόρνη Σόνια (και κόρη του ποιητή Μαρμελάντωφ) που θα του αναγεννήσει την πίστη στη ζωή, τον δαιμόνιο Πορφύρη που ερευνά το έγκλημα και την Κατερίνα Μαρμελάντοβνα, μητριά της Σόνια. Το υπόλοιπο περιβάλλον ηρώων αντλεί περισσότερο από τις γνωστές αναζητήσεις του Βασίλη Μπισμπίκη για τον λούμπεν κόσμο: Πρεζάκια, πόρνες, τρανς που εκδίδονται σε φτηνά ξενοδοχεία. Την ίδια ώρα, σε αυτόν προστίθενται και πολλές ακόμα μάστιγες της κοινωνικής πραγματικότητας που συνομιλούν με τον κόσμο του εγκλήματος: Η γυναικεία κακοποίηση, τα έμφυλα δικαιώματα, η εκπόρνευση ως αποτέλεσμα της φτωχοποίησης.
Η ψυχαναλυτική υφή του μυθιστορήματος του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι υποχωρεί σθεναρά μπροστά στην, εδώ, δημιουργική πρόθεση να επικρατήσει ο ρεαλισμός, ως κεντρικό αφηγηματικό όχημα.
Αφού η απόπειρα μεταγραφής με αφορμή τον Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και τιμωρία: Αθήνα» πέφτει στην παγίδα πολλών δραματουργικών ερεθισμάτων, η παράσταση, με τη σειρά της, οδηγείται σε πολλές (δραματουργικές, ερμηνευτικές και αισθητικές) αντιφάσεις. Δεν λείπουν, όμως, και τα στοιχεία που, σε ένα βαθμό, θα την διασώσουν: Κάποιες καλές ερμηνείες και κάποιες εύστοχες σκηνοθετικές επιλογές με κορυφαία την παράλληλη κινηματογραφική αφήγηση.
Τα Συν (+) Οι βασικές ερμηνείεςΑπό τον 20μελή θίασο που στελεχώνει την ομάδα της παράστασης, λίγες αξιολογούνται ως αποδοτικές: Είτε γιατί είναι εμφανίσεις πολύ σύντομες για να προλάβουν να σχηματίσουν ένα χαρακτήρα, είτε γιατί η προσέγγιση κάποιων άλλων βουλιάζει στο γκροτέσκο σε αδικαιολόγητο βαθμό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεχωρίζει ο Τσέζαρις Γκραουζίνις – στην πρώτη του εμφάνιση ως ηθοποιός στην Ελλάδα παρότι διαπρέπει ως σκηνοθέτης – στο ρόλο του τρυφερού και απόκληρου μέθυσου Μαρμελάντωφ, ενός από τους ελάχιστους ανθρώπους που γεννούν συναισθήματα συμπόνιας στον κυνικό Μιχάλη. Ο Βασίλης Μπισμπίκης σκιαγραφεί πολύ εύστοχα και με βάθος το ρόλο του επιθεωρητή Πορφύρη, μολονότι η σκηνική του μεταμόρφωση (σε επιθεωρητή παλιάς κοπής που λες και έχει ξεπηδήσει από ταινία των 70s) είναι εντελώς παρωχημένη. Η ‘Αννα Μάσχα που, παρότι δεν αποκλίνει από την τυπική αποτύπωση της Ελληνίδας μάνας που θέλει τα παιδιά της «τακτοποιημένα», επιφυλάσσει μερικές ενδιαφέρουσες εκρήξεις. Η Έρρικα Μπίγιου ανταποκρίνεται με θέρμη στο ρόλο της αγνής πόρνης Σόνια, ενώ κατά την σκηνή της κηδείας του Μαρμελάντωφ επιδίδεται σε μια υπέροχη χορογραφία έμπλεη εσωτερικότητας. Η Μπέττυ Βακαλίδου, αν και δεν είναι ηθοποιός, διαθέτει μια αξιοσημείωτη αυθάδη δωρικότητα, την οποία και απελευθερώνει στον σύντομο ρόλο της ως Αλίνα. Τέλος, ο αξιόλογος Θοδωρής Σκυφτούλης εμφανίζεται άνισος, με δυσκολία να εμβαθύνει στο ψυχικό έρεβος του Μιχάλη· εξαίρεση αποτελούν οι σκηνές συνύπαρξης του με τους Μπισμπίκη και Μπίγιου και οι κινηματογραφημένοι μονολόγοι του.
Κάποιες καλές σκηνοθετικές ιδέεςΈχοντας στην διάθεση του αφθονία τεχνικών μέσων που αναβαθμίζουν τις δυνατότητες της αφήγησης, ο Βασίλης Μπισμπίκης στήνει μερικές εμπνευσμένες σκηνές για το δικό του «Έγκλημα και τιμωρία». Και είναι αξιοσημείωτο ότι όλες αντιστέκονται στον ωμό ρεαλισμό που διέπει τις σκηνοθεσίες του και ενδίδουν σε μια πιο φαντασιακή διάθεση. Η δολοφονία της αδίστακτης τοκογλύφου Αλίνα που τελείται υπό το βλέμμα όλων των, χωρίς πρόσωπο, ‘θυμάτων’ της, η κηδεία του Μαρμελάντωφ με τον μεθυσμένο χορό της Calinca που αναβλύζει από συγκίνηση. Και φυσικά η συνομιλία του Μιχάλη – Ρασκόλνικωφ με τον εαυτό του, μέσα από τα καλογυρισμένα πλάνα στις παρυφές της Ομόνοιας – οι μόνες στιγμές όπου επιβιώνει το ψυχαναλυτικό βάθος της ντοστογιεφσκικής γραφής. Ωστόσο, αποτελούν εξαιρέσεις στην γενικότερη σκηνοθετική δομή που μοιάζει να αποπροσανατολίζεται από τα πολλά και ετερόκλητα ερεθίσματα της νέας δραματουργίας – μεταγραφής.
Tα video και η live κινηματογράφισηΟ Φίλιππος Ζαμίδης αναλαμβάνει να κινηματογραφήσει τις ιστορίες του δρόμου, εκεί όπου άπελπις Μιχάλης περιπλανιέται αναζητώντας απαντήσεις που θα απαλύνουν τις ολέθριες τύψεις του και θα αποκαλύψουν την καλοσύνη που επιβιώνει στην διαβρωμένη καρδιά του. Την ίδια ώρα, η on stage διαχείριση της κινηματογραφικής προβολής (δείτε τα κοντινά στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών ή την σχέση τους με τα αντικείμενα) παραπέμπει μεν σε πρακτικές που πρωτοείδαμε στο θέατρο της Κέιτι Μίτσελ, δεν παύουν όμως να είναι επιδραστικές, ειδικά σε μια μεγάλη σκηνή όπως της Στέγης όπου οι μικρο-εκφράσεις δεν είναι διακριτές κι όμως είναι πολύτιμες για την κατανόηση μιας ερμηνείας.
Πολλούς σκηνικούς μικρόκοσμους εντός κι εκτός σκηνής έχει δημιουργήσει ο Κένι ΜακΛέλαν με έμφαση στο ρεαλιστικό στοιχείο. Κορυφώνονται σε μια ωραία αισθητική, πάντα σε συνάρτηση με τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη.
Τα Πλην (-) Η μεταγραφήΗ ελληνοποίηση έργων δεν είναι ούτε πρωτότυπη απόπειρα και ούτε αδόκιμη. Το εγχείρημα, ωστόσο, βαραίνει εξ ορισμού όταν κλασικά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας πρέπει να περάσουν από ένα επιπλέον φίλτρο, αυτό της θεατρικής μεταγραφής. Κάπου εδώ, στο διπλό αυτό ρίσκο δηλαδή, σκόνταψε η προσπάθεια των Βασίλη Μπισμπίκη και Γιάννη Μελιτόπουλου. Η μεταγραφή και δραματουργία τους εκλαΐκευσε κάποια από τα κεντρικά φιλοσοφικά ερωτήματα του Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και τιμωρία», αλλά δεν τα ‘σκάλισε’ επαρκώς προς τα κάτω. Και σαν μην φτάνει αυτό τα ενέπλεξε με άλλα κοινωνικά αιτήματα (έμφυλη βία, έμφυλα δικαιώματα, κακοποίηση, φτωχοποίηση) που επίσης τέθηκαν πρόχειρα και συσκότισαν περαιτέρω το τελικό κείμενο και τις προθέσεις του. Πιθανώς, αν κάποιοι θεατές της παράστασης δεν έχουν διαβάσει ποτέ το «Έγκλημα και τιμωρία» αλλά ούτε και πρόκειται να το κάνουν στο μέλλον, θα φύγουν με μια κάποια υποψία για τα διακυβεύματα του ντοστογιεφσκικού έργου.
Καταρχάς, η τοποθέτηση χειλόφωνων σε μια τόσο έντονη και ‘φασαριόζικη’ παράσταση φαίνεται πως αδίκησε πολλές ερμηνευτικές προσπάθειες που κύλησαν από την εκρηκτικότητα προς την υστερία. Εκεί μπορούμε να αποδώσουμε το αποτέλεσμα που έδωσαν η Ιόβη Φραγκάτου, η Νικολέτα Χαρατζόγλου, (σε σημεία) ο Στέλιος Τυριακίδης ή ο Δημήτρης Παπάζογλου. Πέραν αυτών, οι πραγματικά άστοχες ερμηνείες προέκυψαν μέσα από τις λάθος προσεγγίσεις των ηρώων που σχεδόν εξωθούσαν τα πρόσωπα στη γελοιότητα και την καρικατούρα: Η Νίκη Σερέτη ως Κατερίνα, ο Μάνος Καζαμίας ως Πέτρος Λούτζης είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της συνθήκης.
Το soundtrackΤο μουσικό συνονθύλευμα της παράστασης που περιλαμβάνει από όπερα σε ερμηνεία της Μαρία Κάλλας, μέχρι κλαρίνα, μπουζούκια και φεμινιστικό hip hop είναι μια ακόμα ένδειξη σύγχυσης της που επικρατεί επί σκηνής.
Δραματουργικά πάσχουσα μεταγραφή ορμώμενη από τον Ντοστογιέφσκι που υπολογίζει σε μερίδα ερμηνειών και σκηνοθετικών επιλογών.