MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
20
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

To σπίτι του Κατσίμπαλη στο Μαρούσι

Κάποτε το Μαρούσι ήταν γεμάτο μονοκατοικίες και οικόπεδα γεμάτα χαμομήλια και μαργαρίτες. Θυμάμαι σχεδόν κάθε γωνιά, κάθε μυρωδιά, κάθε λουλούδι, τα μεγάλα λυκόσκυλα που φύλαγαν τις αυλές, όταν πήγαινα με τον παππού μου βόλτα κάθε απόγευμα.Σιγά σιγά η γειτονιά γέμισε πολυκατοικίες. Η αντιπαροχή ήταν μεγάλο δέλεαρ. Γι’ αυτό το λόγο δεν μου έκανε καμία εντύπωση όταν η παλιά εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία, από τις τελευταίες που είχαν απομείνει, ένα τετράγωνο μακριά από το πατρικό μου, γκρεμίστηκε κι άρχισε να χτίζεται στη θέση της μια πενταόροφη πολυκατοικία.Από την Ανζελίκα Καψαμπέλη

Monopoli Team

Όταν ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη γωνία των οδών Χαϊμαντά και Αισώπου τοποθετήθηκε μια μαρμάρινη επιγραφή που έγραφε το εξής: «Τριανέμι – Ο ομφαλός της Αττικής. Κωστής Παλαμάς».

Επί μήνες περνούσα κι αναρωτιόμουν τι να σημαίνει αυτό, αλλά για κάποιο λόγο δεν το έψαχνα κιόλας.
Ως που μία μέρα με μια απλή αναζήτηση το internet έκανα τη μεγάλη ανακάλυψη! Εκεί ήταν το σπίτι του Γιώργου Κατσίμπαλη, του Κολοσσού του Μαρουσιού όπως τον ονόμασε ο Χένρι Μίλερ στο ομώνυμο βιβλίο. Υπήρξε εμβληματική προσωπικότητα της γενιάς του ’30, ο κινητήριος μοχλός των καλλιτεχνικών κύκλων του μεσοπολέμου, εκδότης μιας σειράς από λογοτεχνικά περιοδικά και αδελφικός φίλος του Γιώργου Σεφέρη.

giorgos-katsimpalisΑντιγράφω από το Βήμα το άρθρο της κας Νόρας Αναγνωστάκη 27.2.2000:
«…Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα ανηφορίζοντας από το Μαρούσι προς το δάσος της Μαγκουφάνας, αριστερά βρισκόταν η στάνη του μπάρμπα-Αποστόλη και δεξιά, στο υψωματάκι, δέσποζε, το σπίτι του Κατσίμπαλη, απλό, διώροφο, με μια μεγάλη βεράντα στο πάνω πάτωμα. Στην πίσω μάντρα του σπιτιού ήταν εντοιχισμένη μια μαρμάρινη πλάκα που έγραφε με κεφαλαία: Τριανέμι – Ο ομφαλός της Αττικής. Ο Κατσίμπαλης (ο κολοσσός του Μαρουσιού, όπως τον αποκαλούσε ο Χένρι Μίλερ στο ομότιτλο βιβλίο του) ήταν ο μέντωρ της γενιάς του τριάντα. Σε αυτό το σπίτι (που το βάφτισε Τριανέμι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) τους μάζευε όλους και εκεί κουβεντιάζανε τα ζέοντα λογοτεχνικά θέματα της εποχής. Δίπλα στο σπίτι, μέσα στα πεύκα, ήταν το καφενεδάκι του Γεράσιμου και εκεί τα καλοκαίρια ξημεροβραδιαζόμαστε τα παιδιά για τραμπάλα, γκαζόζες και υποβρύχια.
Έλεγα λοιπόν στον Σεφέρη όταν γνωριστήκαμε, ότι ήταν γραφτό να βρεθώ πολύ κοντά του από την παιδική μου ηλικία. «Πόσο κοντά;» απόρησε. «Όσο απείχε η βεράντα του Κατσίμπαλη από την κούνια του Γεράσιμου» του είπα γελώντας.
Ήταν σαν να βρεθήκαμε έπειτα από τόσα χρόνια κοντοχωριανοί!
Το σπίτι πουλήθηκε στην Κατοχή σε έναν μαυραγορίτη. Άραγε η μπουλντόζα που πέρασε από πάνω μας κατάπιε και τη μαρμαρένια πλάκα;»

Όχι! Ευτυχώς η μαρμάρινη πλάκα υπάρχει! Ποιoς ξέρει αν είναι η παλιά ή κάποιος απλά θέλησε να διατηρήσει την ιστορία του οικοπέδου…Όπως και να έχει είναι εκεί για να μας θυμίζει πόσοι σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από αυτό το σπίτι, από αυτή τη γειτονιά. Άνθρωποι που διαμόρφωσαν την πνευματική ιστορία και πορεία του τόπου μας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως λίγα μέτρα πιο μακριά δεσπόζει το σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη, αφημένο πλέον στην φθορά του χρόνου, καθώς το μουσείο μεταφέρθηκε, λόγω αδυναμίας κάλυψης των εξόδων συντήρησης.

Ο Χένρι Μίλερ γράφει για τον Γιώργο Κατσίμπαλη:
«Ο φίλος μου ο Κατσίμπαλης για τον οποίο έγραψα αυτό το βιβλίο, θέλοντας να δείξω την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτόν και τους συμπατριώτες του, ελπίζω να με συγχωρέσει που υπερέβαλα συγκρίνοντας τις αναλογίες του με εκείνες του Κολοσσού. Όσοι ξέρουν το Μαρούσι θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σ’ αυτό. Ούτε στον Κατσίμπαλη υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες. Ούτε, στο κάτω – κάτω, υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας.
Αλλά υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο όταν αυτός γίνεται αληθινά και ολοσχερώς ανθρώπινος. Ποτέ δεν γνώρισα πιο ανθρώπινο άτομο από τον Κατσίμπαλη. Περπατώντας μαζί του στους δρόμους του Μαρουσιού είχα την αίσθηση ότι περπατούσα στη γη μ’ έναν εντελώς καινούργιο τρόπο. Η γη γινόταν πιο οικεία, πιο ζωντανή, πιο υποσχόμενη. Είναι αλήθεια πως εκείνος μιλούσε συχνά για το παρελθόν, όμως όχι σαν κάτι νεκρό και ξεχασμένο, αλλά μάλλον σαν κάτι που κρατάμε μέσα μας, κάτι που καρποφορεί στο παρόν και κάνει ελκυστικό το μέλλον…».

Κρατώ την τελευταία φράση με την ελπίδα το παρελθόν που όλοι κουβαλάμε μέσα μας να μας δώσει τη δύναμη και τη γνώση να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του παρόντος.

Περισσότερα από Editors