MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
19
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Breath” του Μπέκετ: Celebrities, μπαλόνια και … χασμουρητά!

Πήγαμε στο υπέροχο κτήριο του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» στο εντυπωσιακό «ΘΕΑΤΡΟΝ» για την πρεμιέρα του “Breath – Η 3η εκδοχή”, μιας σύνθεσης έξι έργων του Σάμιουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία του Σταύρου Τσακίρη.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Στο φουαγιέ, περιμένοντας να αρχίσει η παράσταση, είδαμε πλήθος επωνυμων από τον καλλιτεχνικό χώρο αλλά και τα media.  

Προκειμένου να βάλουν το θεατή σε μια νουάρ ατμόσφαιρα πριν από την έναρξη ακόμα της παράστασης, οι συντελεστές του έργου δημιούργησαν μια είσοδο στο θέατρο ολίγον “γκραν κινιόλ”. Ο δρόμος ήταν σπαρμένος με μαύρα μπαλόνια με το λογότυπο της παράστασης – λίγο pop culture και μεταμοντερνισμός -, ενώ μέσα στα μαύρα σκοτάδια μαυροντυμένοι ταξιθέτες κρατώντας φακούς μας δείχνανε πού θα κάτσουμε ψιθυρίζοντας μας, όποτε χρειαζόταν.

Τα σκοτάδια τερμάτισε το ανεμικό φως ενός σπίρτου που έσβηνε στο κούτελο του ερμηνευτή Προκόπη Πολίτη. Αυτό ήταν νομίζω και το μοναδικό φωτεινό σημείο της παράστασης.

 

“Θάνατος, ύπνος και τίποτα άλλο”…

Αυτή τη φράση χρησιμοποιεί ο Άμλετ για να περιγράψει το θάνατο, στον πιο διάσημο μονόλογό του (to be,or not to be). Για να αναρωτηθεί, στην συνέχεια, μήπως υπάρχουν όνειρα στον ύπνο του θανάτου και τι όνειρα είναι αυτά: καλά ή εφιάλτες;

Θάνατος, ύπνος και τίποτ’ άλλο, νομίζω ότι θα μπορούσε επιγραμματικά να περιγράψει την εμπειρία του Breath του Μπέκετ. Θεματολογικά, το ζήτημα του θανάτου και της ζωής καλύπτεται κατά κόρον από τα κείμενα του μεγάλου Ιρλανδού. Το σκοτάδι είναι τόσο, σαν να μιλάει για μια ζωή εν τάφω. Ο άνθρωπος, μέσα σε κάτι που θυμίζει πλατωνική σπηλιά ή φέρετρο, προσπαθεί να δει λίγη αλήθεια, μέσα από αδύναμες μνήμες κι αισθήσεις και με κυρίαρχη μια αίσθηση ματαιότητας και οριστικού τέλους.

Παράλληλα, είναι κείμενα που, όπως τα πολύ avant garde λογοτεχνικά κείμενα του 20ου αιώνα, εξερευνούν τις δυνατότητες του λόγου να απεικονίσει την πραγματικότητα, η οποία, μάλλον, στον «σκοτεινό ποιητικό και παράλογο κόσμο» του Μπέκετ, ταυτίζεται περισσότερο με την ανυπαρξία, παρά με την ύπαρξη.

Επιλέγθηκαν 6 κείμενα του Μπέκετ. Το «Breath», το “A piece of Monologue» το «Rockaby», το «Come andGo», το «Cascando», (μουσικός όρος που δηλώνει την μείωση της έντασης με ταυτόχρονη επιβράδυνση του ρυθμού) και το «Ένας Opener και μια φωνή.» Η μείξη των έξι κειμένων έγινε με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσες να καταλάβεις πότε τελειώνει  το ένα και αρχίζει το άλλο. Κι ενώ γνώριζα από πριν ότι επρόκειτο για έξι θεατρικά του Μπέκετ, όταν οι ηθοποιοί υποκλήθηκαν στο κοινό, θα έπαιρνα όρκο ότι είχα δει μόνο δύο.

To σκηνικό ήταν διάσπαρτο με διάφορα εικαστικά ευρήματα. Η παράσταση οργανώνεται πάνω σε εικαστικές εγκαταστάσεις-δημιουργίες καλλιτεχνών της νέας γενιάς: του Αντώνη Βολανάκη, του Γιάννη Διαμάντη, της Ελευθερίας Ντεκώ και του Αλέξανδρου Ψυχούλη. Παράλληλα, τα ηχητικά εφέ είχαν σημαντικό ρόλο στο έργο. Όλες αυτές οι προσθήκες όμως, αντί να κάνουν πιο πλούσιο το όλο δημιούργημα, μάλλον ενέτειναν την αίσθηση του παράταιρου, του παραγεμισμένου με αταίριαστα στοιχεία.

Οι ερμηνείες και το όλο στήσιμο της παράστασης βγάζουν μια ψύχρα και μια συναισθηματική αποστασιοποίηση, κάπως συνήθη τον τελευταίο καιρό, ενώ δεν έβγαζαν σε καμία περίπτωση αυτό που οι συντελεστές του έργου υπόσχονταν: δηλαδή το υποδόριο μαύρο χιούμορ του Ιρλανδού συγγραφέα.

Ως προς τις ερμηνείες: Η Έλντα  Ιλιοπούλου δεν ήταν καθόλου πειστική στους ρόλους της κι  έκανε κακές κλακέτες, φωνάζοντας ένα εκνευριστικό επιφώνημα κάθε τρεις και λίγο! Η Τατιάνα Παπαμόσχου, αν και είναι σαφώς ποιοτικότερη ηθοποιός, δεν κατόρθωνε να κερδίσει τις εντυπώσεις, γιατί ήταν παραπάνω από εμφανές το υπέρ-παίξιμο της.

Προς το τέλος του έργου, στο «Ένας Opener και μια φωνή» εντύπωση προακαλεί η αλληγορία με τα πιάνα. Οι δύο ερμηνεύτριες (Έλντα Ιλιοπούλου και Τατιάνα Παπαμόσχου) προσπαθούσαν να αναπτύξουν το θέμα τους, σαν να είναι μια μουσική σύνθεση. Όμως το εύρημα δε λειτούργησε. Φταίει, ίσως, και το γεγονός ότι οι δύο πρωταγωνίστριες παίζανε  πιάνο σε πολύ ερασιτεχνικό επίπεδο.

Το φινάλε, όπως είπαμε, ήρθε απότομα. Κι οι ηθοποιοί στο τέλος μοιράσανε χειραψίες και μπαλόνια στους θεατές.

Κατά τη γνώμη μου, είναι  μία παράσταση,  που κάνει κοιλιά όχι σε κάποια σημεία, αλλά παντού… Είναι κουραστική- όσο σπουδαίος και να είναι ο λόγος του Σάμιουελ Μπέκετ.


Γιώργος Σμυρνής
 

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
VIMA_WEB3b