MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιάννης Οικονομίδης: Δεν πουλάω καλλιτεχνίλα, ούτε φοράω το φωτοστέφανο του σκηνοθέτη

Με την έξοδο της «Σπασμένης φλέβας» στις αίθουσες, ο κινηματογραφιστής Γιάννης Οικονομίδης ομολογεί πως έχει κάνει θυσίες, έχει καταστραφεί οικονομικά, έχει πει πολλά «όχι» αλλά δεν έχει υποκύψει σε προτάσεις για να «κονομήσει».

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 21.11.2025 Φωτογραφίες: Γιάννης Βασταρδής

Στα γραφεία της εταιρείας παραγωγής των «Αργοναυτών», μια μέρα μετά τη δημοσιογραφική προβολή της «Σπασμένης φλέβας». Το γραφείο που θα καθίσουμε για το επόμενο δίωρο βλέπει σε φωταγωγό, επιτρέποντας να παρατηρήσεις τους ανθρώπους των απέναντι κτηρίων· κι αν σηκώσεις ψηλά το κεφάλι ίσως δεις λίγο φυσικό φως. Το πλάνο μοιάζει με σύνοψη των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη: Πόλη, ασφυξία, άνθρωποι, αδιέξοδα. Που και που, ελπίδες να αχνοφέγγουν.

Το παράδειγμα του ως σκηνοθέτη είναι, πάντως, ελπιδοφόρο. Για τα σύγχρονα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα, ο Οικονομίδης έχει πραγματοποιήσει έναν άθλο. Από το 2002 μέχρι σήμερα, έχει σκηνοθετήσει έξι ταινίες – και ένα θεατρικό έργο το «Στέλλα κοιμήσου» που έχει αφήσει εποχή – δημιουργώντας ένα προσωπικό δρόμο, εξελίσσοντας μια προσωπική γλώσσα. Αφενός χωρίς να τα προδώσει, αφετέρου αφήνοντας το στίγμα μιας, τρόπον τινά, «σχολής» που βρήκε μιμητές σε πλατό και σκηνές. Καθώς επιστρέφει με τη «Σπασμένη φλέβα» – βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου – υπενθυμίζει πού έχει σταθεί περισσότερο συνεπής από καθετί άλλο: στη μελέτη της υπαρξιακής περιπέτειας, πάντα μέσα στο στενό ελληνικό κάδρο το οποίο, παρότι σύγχρονο, ολοένα και σκουριάζει.

Η «Σπασμένη φλέβα» πιάνει τον σφυγμό μιας κοινωνίας σε πρωτοφανή αποσύνθεση, μέσα από την πορεία ενός ανθρώπου που διαρκώς καταρρίπτει ‘ρεκόρ’ ηθικού φραγμού. Χρεοκοπημένος επαγγελματικά και κυρίως ψυχικά, ο ήρωας της (το σενάριο συνυπογράφουν ο Γιάννης Οικονομίδης και ο Βαγγέλης Μουρίκης) απηχεί έναν κόσμο που ανερυθρίαστα ζει, αν δεν κυριαρχεί, δίπλα μας.

Με αυτό το drive, ο Οικονομίδης παραδίδει ένα από τα δυνατά φιλμ της εργογραφίας του για να εδραιωθεί στην κοινότητα εκείνων των δημιουργών που έμαθαν να παίρνουν το ρίσκο μιας πολιτικής θέσης, συνομιλώντας με ψυχές σε ελεύθερη πτώση. Σαν να έχουν πέσει από την ταράτσα στον φωταγωγό.

Για τη «Σπασμένη φλέβα», ο Γιάννης Οικονομίδης τρέφει την αυτοπεποίθηση που είχε όταν έβγαινε στις αίθουσες «Το μικρό ψάρι» και «Το σπιρτόκουτο»: “τη βεβαιότητα, τη σιγουριά ότι έχω κάνει μια πολύ καλή δουλειά, μια καλή ταινία”, όπως λέει.

Μιλήσατε με αληθινή πίστη για τη «Σπασμένη φλέβα» στη δημοσιογραφική πρεμιέρα της. Πιστεύετε εξίσου σε όλες τις ταινίες σας;

Για τη «Σπασμένη φλέβα» τρέφω την αυτοπεποίθηση που είχα όταν έβγαινε στις αίθουσες «Το μικρό ψάρι» και «Το σπιρτόκουτο»: τη βεβαιότητα, τη σιγουριά ότι έχω κάνει μια πολύ καλή δουλειά, μια καλή ταινία. Αυτό το αίσθημα είναι πιο ισχυρό στη «Σπασμένη φλέβα». Θεωρώ ότι είναι μια ταινία πιο απέριττη, πιο κεντημένη, μια ταινία άρτια, πλήρης που φέρει την εμπειρία 25 ετών. Θέτει μεγάλα διακυβεύματα, μελετάει βαθιά την ανθρώπινη κατάσταση και τολμάει να προτείνει πράγματα.

Αν μου ζητήσετε να θυμηθώ τις συνθήκες στις δύο πρώτες μου ταινίες, θα σας πω ότι έπρεπε να πείσω την ομάδα γι’ αυτό που πάω να κάνω. Ομολογώ πως είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια

Αισθάνεστε, γενικότερα, πως πατάτε πιο γερά στα πόδια σας πια; Ή έχει συμβάλλει σε αυτό και η δόμηση μιας στέρεης ομάδας συνεργατών;

Η αλήθεια είναι πως, πλέον, κάποια πράγματα είναι πιο εύκολα. Τόσο επειδή χειρίζομαι καλύτερα τα «όπλα» μου, όσο και γιατί δεν χρειάζεται να αποδείξω ποιος είμαι σε ένα κόσμο συνεργατών. Αυτό σημαίνει πως… κόβω δρόμο. Αν μου ζητήσετε να θυμηθώ τις συνθήκες στις δύο πρώτες μου ταινίες, θα σας πω ότι έπρεπε να πείσω την ομάδα γι’ αυτό που πάω να κάνω, να την εμπνεύσω αλλά και της δείξω ότι έχω ή δεν έχω ικανότητες. Και ομολογώ πως είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια. Σήμερα, τα πράγματα κυλούν πιο ομαλά· μάλλον, «έχω πρόσωπο».

Για ποιό πράγμα αισθάνεται υπερήφανος; “Γιατί οι ταινίες μου πέρασαν στην κοινωνία, άνοιξαν διάλογο μαζί της”, απαντά.

Θα λέγατε ότι έχετε πείσει και το κοινό;

Νομίζω πως τώρα, με τη «Σπασμένη φλέβα» είναι η μεγάλη στιγμή να πειστούν και οι ‘άπιστοι’. Νιώθω πως το κοινό που παρακολουθεί τις ταινίες μου ολοένα και μεγαλώνει. Παράλληλα, καλλιεργείται ένα κοινό που τώρα μαθαίνει τις παλιές ταινίες μου, επιστρέφει σε αυτές μέσα από το YouTube και τελευταία από το Cinobo, όπου αναγνωρίζει τελικά μια πορεία αλλά και πράγματα που λέγαμε από τότε.

Όπως;

Παροτρύναμε τους θεατές να ‘διαβάσουν’ το βάθος των ταινιών, ν’ αναγνωρίσουν τα επίπεδα τους και να μην στέκονται μόνο στις ατάκες ή στην σκληρή γλώσσα. Σε αυτό βοήθησε και η «Μπαλάντα» που ήταν μια πιο εξωστρεφής ταινία.

Αισθάνομαι πως η «Σπασμένη φλέβα» δεν χωράει στους trendy, art house, χίπστερ, φασέϊκους προγραμματισμούς των σημερινών διοργανώσεων. Έρχεται από μια κλασική παράδοση

Αργήσατε, λοιπόν, να βρείτε το κοινό σας.

Ναι, στην αρχή, οι ταινίες μου δεν είχαν αποδοχή, λίγοι τις ξεχώρισαν. Όμως, ανάμεσα στους λίγους ήταν οι θεατές. Ο κόσμος πήγε τις ταινίες μου, εκεί που τις πήγε. Αν για κάτι νιώθω περηφάνια είναι γι’ αυτό: οι ταινίες πέρασαν στην κοινωνία, άνοιξαν διάλογο μαζί της.

Διανύσατε, λοιπόν, μια υπολογίσιμη απόσταση: από το δημιουργικό ‘περιθώριο’ του 2002 να αφομοιωθείτε, 23 χρόνια μετά, στη συλλογική συνείδηση – για να μην χρησιμοποιήσω την παρεξηγημένη ορολογία του pop.

Όντως, έτσι είναι; Δεν ξέρω. Ίσως να έχεις δίκιο. Οι ταινίες μας παραμένουν διαχρονικές γιατί έχουν αλήθεια, ειλικρίνεια, υπαρξιακή θερμοκρασία. Ίσως γι’ αυτό να μπήκαν στο dna του Έλληνα.

“Στην Ελλάδα έχουμε τον μεσογειακό τρόπο εφαρμοσμένο σε μια χώρα –  αποικιοκρατικό μόρφωμα”, τονίζει με τη γνώριμη κριτική πολιτική του στάση.

Στις αρετές της «Σπασμένης φλέβας» αναγνωρίζει κανείς και την εντοπιότητα της, την ελληνική συνθήκη μέσα στην οποία εξελίσσεται πράγμα που την καθιστά οικουμενική – άρα και μια ταινία που θα μπορούσε να σταθεί σε διεθνή φεστιβάλ.

Συμφωνώ πως η «Σπασμένη φλέβα» είναι μια φεστιβαλική ταινία, που θα μπορούσε να εφαρμόσει στην παλαιότερη κουλτούρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ.  Αισθάνομαι πως η ταινία αυτή δεν χωράει στους trendy, art house, χίπστερ, φασέϊκους προγραμματισμούς των σημερινών διοργανώσεων. Δεν θα ικανοποιήσει τέτοιους curators. Έρχεται από μια κλασική παράδοση τόσο σε επίπεδο κινηματογράφισης, όσο και σε επίπεδο αφήγησης και αισθητικής.

Αν το «Σπιρτόκουτο» ήταν πράξη αποδόμησης της ελληνικής οικογένειας σε μια, κατ’ επίφαση, εποχή, ευημερίας, τι… αίμα στάζει η «Σπασμένη φλέβα»;

Νομίζω, πως όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Κοιτάζοντας τα πράγματα κάπως από ψηλά, οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι· η ανθρώπινη συνθήκη μεταβάλλεται ελάχιστα. Μόνο ο τρόπος έκφρασης της αλλάζει. Στην Ελλάδα έχουμε το μεσογειακό τρόπο εφαρμοσμένο σε μια χώρα –  αποικιοκρατικό μόρφωμα. Όλοι ξέρουμε πως έχει χτιστεί η εθνική μας παράγκα, πως εξακολουθεί να είναι παράγκα και μάλλον θα παραμείνει ως τέτοια για πολλά χρόνια ακόμα. Φυσικά, εμείς, βαυκαλιζόμαστε με τα αρχαία μας τα κάλλη – το έχει διατυπώσει θαυμάσια ο Γκάτσος – ξεχνάμε εύκολα, είμαστε επιπόλαιοι, ευκολόπιστοι, κρύβουμε τα λερωμένα κάτω από το χαλί. Και φυσικά είμαστε έτοιμοι να προδώσουμε για να χώσουμε το παιδάκι μας σε καμιά δουλίτσα, έτοιμοι να πετάξουμε πέτρες στον καλύτερο από εμάς. Μην ξεχνάτε πως η Ελλάδα είναι το βασίλειο της μετριότητας, όπως έχει και πει και ο Τσαρούχης. Με λίγα λόγια, η χώρα μας έχει όλα τα κουσούρια και τις κατάρες ενός μικρού τόπου. Και από το «Σπιρτόκουτο» του 2002 μέχρι σήμερα τα πράγματα, χωρίς αμφιβολία, έγιναν χειρότερα. Η κατρακύλα είναι πιο μεγάλη, πέσαμε πια στο χαντάκι. Στις πρώτες ταινίες μου, αποτυπωνόταν η πορεία μας προς τα εκεί. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως έχουν διαλυθεί τα πάντα, δεν υπάρχει καμία σταθερά. Γι’ αυτό και γεννιέται ο Θωμάς της «Σπασμένης φλέβας»: τον θεωρώ ένα, νέου τύπου, Νεοέλληνα. Είναι ένα είδος που έχει φυτρώσει τα τελευταία 20 χρόνια.

Όλοι ξέρουμε πως έχει χτιστεί η εθνική μας παράγκα και πως μάλλον θα παραμείνει ως τέτοια για πολλά χρόνια ακόμα

Τι τον διαφοροποιεί από το Νεοέλληνα του «Σπιρτόκουτου»;

Δεν έχει το Θεό του. Δεν τον πιάνεις από πουθενά, κάνει το άσπρο-μαύρο, τη μέρα – νύχτα, το καλό – κακό και το ανάποδο. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Και το βασικό είναι πως δεν έχει τσίπα, δεν τον ακουμπάει τίποτα. Ε, λοιπόν, συμπεριφορές σαν τη δική του δεν ευδοκιμούσαν πάντα σε αυτόν τον τόπο. Αντιθέτως, τώρα έχουν γίνει καθεστώς, έχουν νομιμοποιηθεί.

Δεν θα έκανε ποτέ μια ταινία με ήρωες πολιτικούς αφού “με απωθεί ο πολιτικός κόσμος. Καταπιάνομαι με θέματα που με ελκύουν για να έχω κουράγιο να τα ερευνήσω”.

Αρκεί να φέρει κανείς στο μυαλό του παραδείγματα της δημόσιας ζωής· είναι γεμάτη από τύπους σαν το Θωμά.

Ακριβώς, η πολιτική και επιχειρηματική ζωή, η τηλεόραση. Αυτό το είδος έχει ‘περάσει’ ως αποδεκτό. Ήθελα πολύ να κάνω μια ταινία με έναν τέτοιο χαρακτήρα και η πρόκληση – μέχρι σ’ ένα σημείο – ήταν να τον κάνω να μοιάζει  ελκυστικός. Δηλαδή, πριν σου δημιουργήσει την ανάγκη να τον κλωτσήσεις, να σου γεννήσει την επιθυμία να τον παρηγορήσεις. Στα δικά μου μάτια, είναι αξιολύπητος και την ίδια ώρα πολύ ανθρώπινος: η τιμωρία του είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτή που μπορεί να αντέξει. Γιατί στο τέλος της ημέρας, μιλάμε για ένα λεβεντομαλάκα, όχι για έναν καθαρόαιμο κακό. Κι αυτό τον καθιστά τραγικό πρόσωπο.

Μου φαίνεται παράξενο που δεν έχετε δοκιμάσει να κάνετε μια ταινία για το περιθώριο της πολιτικής ζωής.

Με απωθεί ο πολιτικός κόσμος. Καταπιάνομαι με θέματα που με ελκύουν για να έχω κουράγιο να τα ερευνήσω. Αντίθετα, η μυρωδιά του πολιτικού κόσμου με απωθεί.

Η κατρακύλα είναι πιο μεγάλη, πέσαμε πια στο χαντάκι. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως έχουν διαλυθεί τα πάντα, δεν υπάρχει καμία σταθερά

Προλογίσατε την «Σπασμένη φλέβα» ως μια ταινία για την Ελλάδα που έρχεται. Τι αισθάνεστε ότι ακολουθεί, παρακολουθώντας αυτή την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση;

Σε όλο τον κόσμο, νομίζω ότι θα επικρατήσει ο νόμος του καουμπόϊ και του σαλούν. Η κατάσταση έχει ξεφύγει τελείως: η ακροδεξιά είναι σε διαρκή άνοδο, η δημοκρατία διαρκώς απαξιώνεται, οι τράπεζες κάνουν παντού κουμάντο. Ο Λέοναρντ Κοέν έχει περιγράψει στο «Everybody knows» όλη την ιστορία του κόσμου: Everybody knows the war is over/Everybody knows the good guys lost/ Everybody knows the fight was fixed/The poor stay poor, the rich get rich/That’s how it goes. Βέβαια, στην Ελλάδα συμβαίνει το εξής τρομερό: υπάρχει μια μερίδα κόσμου – έξω από εμάς – που πιστεύει ότι η χώρα είναι φανταστική, πως όλα είναι σούπερ, πως είμαστε το καλύτερο μαγαζί στην πιάτσα και πως οι τομείς της δικαιοσύνης, της παιδείας και της υγείας ανθίζουν. Ναι, αυτοί οι άνθρωποι ζουν ανάμεσα μας…

“Σώζονται οι παρέες, οι άνθρωποι που δεν πουλάνε την εντιμότητα και το ήθος τους, η νέα γενιά που μας έχει ξαφνιάσει ως ένας κόσμος που ζούσε και ανέπνεε κάτω από τη μύτη του καθεστώτος”, παρατηρεί.

Εντοπίζετε κάτι καλό που επιβιώνει μέσα σε αυτό το περιβάλλον;

Σαφώς υπάρχουν και ελπιδοφόρα διαλείμματα. Αλίμονο αν ήταν όλοι έτσι. Σώζονται οι παρέες, οι άνθρωποι που δεν πουλάνε την εντιμότητα και το ήθος τους, η νέα γενιά που μας έχει ξαφνιάσει ως ένας κόσμος που ζούσε και ανέπνεε κάτω από τη μύτη του καθεστώτος· από εκεί έχει διακριθεί ένας ΛΕΞ, ένας Blood Hawk, ένας 12ος Πίθηκος που ‘παρασύρουν’ νέα παιδιά σε μια σκέψη αντίστασης και αγωνίας, που γυρίζουν την πλάτη στην κυρίαρχη αισθητική και στον κυρίαρχο τρόπο ζωής -στις λαμογιές, στα κόμματα, στην εύκολη κονόμα. Χάρη σε όλους αυτούς σώζεται η Ελλάδα, αυτοί είναι οι άνθρωποι που ρίχνουν το κάρβουνο στην ατμομηχανή.

Αισθάνεστε ένας από αυτούς;

Δεν ξέρω αν μπορώ να ισχυριστώ τέτοιο πράγμα. Γνωρίζω, όμως, πολύ κόσμο της εργατικής τάξης που έχει θυσιάσει τη ζωή του με μια πίστη προς τον τόπο, ανθρώπους που έβαλαν το κεφάλι κάτω για να επιβιώσουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα μορφώσουν.

Σε όλο τον κόσμο, νομίζω ότι θα επικρατήσει ο νόμος του καουμπόϊ και του σαλούν

Αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να έχετε αναδείξει τόσους αντι-ήρωες στις ταινίες σας, αν δεν σας ωθούσε μια πίστη για να καλυτερέψει αυτός ο τόπος.

Έχω την πίστη του καλλιτέχνη. Γι’ αυτό και προσπαθώ να τηρώ μια στάση απέναντι στα πράγματα, να κάνω ταινίες για τον Έλληνα, να φωτίζω τις σκοτεινιές του, να βάλω κι εγώ ένα λιθαράκι πάνω σε αυτό που λέγεται ατομική και συλλογική συνείδηση. Σ’ αυτή τη γραμμή βρίσκομαι, αυτό είναι το νόημα στη δουλειά μου ως κινηματογραφιστή.

Μήπως, λοιπόν, έχετε ρίξει κάρβουνο στην ατμομηχανή;

Έχω κάνει θυσίες, έχω καταστραφεί οικονομικά, έχω πει πολλά «όχι» προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν έχω υποκύψει στη μια και την άλλη πρόταση για να κονομήσω – αντ’ αυτού κάνω μια ταινία ανά πέντε χρόνια. Έχω περάσει δύσκολα, πολύ δύσκολα. Όμως, μέσα μου ήταν αυτονόητος ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία: να παρουσιάζει κομμάτια της ζωής του, της εποχής του, της πατρίδας του, να ομολογεί τι τον κάνει να ντρέπεται, να θυμώνει. Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι είμαστε, τι μας φταίει και ας προχωρήσουμε.

Αξιολογώντας την πορεία του, εξηγεί: “Προσωπικά, νιώθω πως από ταινία σε ταινία, γίνομαι καλύτερος. Ίσως γιατί ποτέ δεν ενέδωσα στις Σειρήνες. Μάλλον, από ένστικτο ή επειδή δεν με απασχολούσε να λοξοδρομήσω από τον στόχο μου”.

Πόσο έχετε μετακινηθεί δημιουργικά από την πρώτη σας ταινία μέχρι σήμερα;

Στην Ελλάδα, από μικρός, παρατηρούσα καλλιτέχνες που έκαναν μια σπουδαία πρώτη εμφάνιση, ένα «μπαμ», και μετά έμπαιναν σε καθοδική πορεία. Κάποιοι έφταναν να γίνουν και σκιά του πρώτου εαυτού τους. Προσωπικά, νιώθω πως από ταινία σε ταινία, γίνομαι καλύτερος. Ίσως γιατί ποτέ δεν ενέδωσα στις Σειρήνες. Μάλλον, από ένστικτο ή επειδή δεν με απασχολούσε να λοξοδρομήσω από τον στόχο μου.

Φαντάζομαι, πως το επιτύχατε με κάποιο προσωπικό τίμημα. Μόλις είπατε πως περάσατε δύσκολα.

Ως άνθρωπος ήμουν πάντα ικανοποιημένος με τα λίγα. Τα «θέλω» στο επίπεδο του προσωπικού μου βίου δεν ξέφυγαν ποτέ. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν έχω αμάξι – αμάξι έχει η γυναίκα μου για να πηγαίνει στη δουλειά της. Είμαι και παραμένω ένα παιδί της μεσαίας τάξης. Πάντα προσπαθούσα να κάνω τα κουμάντα μου, να μην χρειαστεί να πέσω στην ανάγκη τους και να υποκύψω σε πράγματα που θα μου είναι δυσάρεστα, με μοναδικό σκοπό να συντηρήσω τα πολλά. Χειρίστηκα, με περίσκεψη και εγκράτεια, τόσο τη ζωή όσο και την τέχνη μου. Δεν ήθελα να δημιουργήσω στον εαυτό μου ανάγκες για τις οποίες θα έπρεπε «να βγω στη γύρα». Δεν γλίστρησα στη φιλοδοξία, προτίμησα να έχω την ελευθερία μου.

Προσπαθώ να βάλω ένα λιθαράκι σε αυτό που λέγεται ατομική και συλλογική συνείδηση

Ανήκετε στη μεσαία τάξη, αλλά δεν είστε ο μέσος Έλληνας.

Είμαι ένας ευάλωτος, ανασφαλής, κανονικός άνθρωπος ο οποίος θέλει να περνάει απαρατήρητος. Ζω την πιο πεζή πραγματικότητα που μπορείς να φανταστείς και θέλω να τη ζω με την οικογένεια μου, τους συνεργάτες, τους «δικούς μου» ανθρώπους που έχουν πολύ μεγάλη αξία στη ζωή μου. Διατηρώ χαμηλό προφίλ, δεν πουλάω καλλιτεχνίλα, ούτε φοράω το φωτοστέφανο του σκηνοθέτη. Θέλω να πω, δεν διάγω το βίο μου σαν να είμαι ο Όσκαρ Γουάϊλντ.

Πώς αντιδράτε όταν σας αναγνωρίζουν;

Ένα κομμάτι μου χαίρεται κι ένα άλλο ξεβολεύεται· έρχεται σε αμηχανία και ζοχάδα. Για το ποιος πραγματικά είμαι, θέλω να μιλάνε μόνο οι ταινίες μου.

“Είμαι ένας ευάλωτος, ανασφαλής, κανονικός άνθρωπος ο οποίος θέλει να περνάει απαρατήρητος. Ζω την πιο πεζή πραγματικότητα που μπορείς να φανταστείς”, ομολογεί.

Υπό αυτή την έννοια, μέσα σε ένα πλαίσιο πεζής καθημερινότητας, οι ταινίες είναι οι επαναστάσεις σας;

Nαι, οι ταινίες μου είναι το πεδίο μάχης, ο προσωπικός μου πόλεμος. Και, γιατί όχι, είναι οι επαναστάσεις μου. Χαίρομαι πολύ που επέλεξα ν’ ακολουθήσω την δουλειά του κινηματογραφιστή γιατί η αρχική τάση μου ήταν προς τη ζωγραφική. Ευτυχώς, πήρα αυτό το δρόμο γιατί δεν αγαπώ τη μοναχικότητα, έχω ανάγκη να πορεύομαι με κόσμο γύρω μου και μαζί του να δίνουμε το σύνθημα να… πάρουμε το ύψωμα.

Σαν να λέμε ύψωμα 731…

Πάντα υπάρχει ένα ύψωμα για να κατακτήσεις. Και πάντα υπάρχει ένα ύψωμα για να υπερασπιστείς από εχθρούς.

Ποιοι είναι οι δικοί σας εχθροί;

Εκείνοι που αμφισβήτησαν όλα όσα προσπαθούσαμε να κάνουμε στο ξεκίνημα μας. Όσοι έπεισαν κάποιους πως ο Οικονομίδης είναι ένας βάρβαρος που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να βρίζει. Οι είρωνες, επιθετικοί, απαξιωτικοί κριτικοί. Όλοι όσοι είχαν την ευκαιρία να μας βάλουν τρικλοποδιά και την έβαλαν. Έχουμε δεχθεί μεγάλο πόλεμο. Παρόλα αυτά, το καραβάνι προχωράει κι ας γαυγίζουν τα σκυλιά. Είχα, πάντα, αυτή τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού μου.

Η κινηματογραφική κατάσταση στην Ελλάδα είναι βιοτεχνική και βαλτωμένη.

Η πολεμική που δεχθήκατε, στοίχισε και στην προσπάθεια να βρείτε χρηματοδότες;

Το άγχος της χρηματοδότησης δεν με έχει εγκαταλείψει. Απλώς, πλέον, υπάρχουν άνθρωποι που με πιστεύουν και τους ευγνωμονώ. Τα πρώτα χρόνια έπαιρνα ελάχιστες, ισχνές επιχορηγήσεις από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι αυτές οι δυσκολίες με διαμόρφωσαν, αφού ποτέ δεν σταμάτησα να ψάχνω τρόπους προκειμένου να ολοκληρώσω τις ταινίες μου. Δεν επαναπαύτηκα, γι’ αυτό και βρήκα υποστηρικτές και συνοδοιπόρους για να προχωρήσω. Από την πρώτη στιγμή, συνήθισα να πηγαίνω εγώ πάνω στα πράγματα κι όχι να τηρώ στάση αναμονής. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως είχα την αίσθηση ότι «μου χρωστάνε».

“Από την πρώτη στιγμή, συνήθισα να πηγαίνω εγώ πάνω στα πράγματα κι όχι να τηρώ στάση αναμονής. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως είχα την αίσθηση ότι «μου χρωστάνε»”, σχολιάζει σχετικά με τη δυσκολία ανεύρεσης πόρων.

Μου φαίνεται πως η «Σπασμένη φλέβα» είναι ένα ύψωμα. Τι ακολουθεί μετά;

Περιμένω πως και πως να δω την ανταπόκριση του κόσμου, αν θα καταφέρουμε ν’ ανοίξουμε διάλογο, να έρθουμε σε ώσμωση με το μεγαλύτερο κοινό. Στην πραγματικότητα, όμως, για μένα η ταινία έχει τελειώσει. Έχω πάρει τη χαρά της δημιουργίας της, εδώ και έξι μήνες. Κι έτσι βρίσκομαι σε μια βαθιά δυστυχία γιατί δεν βαδίζω προς τον επόμενο στόχο – κάτι που με διαλύει. Στη δική μου λειτουργία δεν υπάρχει η χαλάρωση ή ο εφησυχασμός. Είμαι ένας άνθρωπος που πάντα θέλει να κυνηγά κάτι. Όπως λέει και ο Αλ Πατσίνο στο «Heat» «είσαι αυτό που κυνηγάς». Ο χρόνος περνάει γρήγορα, πόσο μάλλον όταν στον ελληνικό κινηματογράφο τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Η κινηματογραφική κατάσταση στην Ελλάδα είναι βιοτεχνική και βαλτωμένη. Δεν υπάρχουν σενάρια, πρέπει να τα γράψουμε εμείς. Ούτε θα έρθει κανείς να μου πει «Οικονομίδη, πάμε να κάνουμε μια ταινία;».

Μα κανείς;

Κανείς δεν έχει έρθει και κανείς δεν θα έρθει.

Εχθροί είναι εκείνοι που αμφισβήτησαν όλα όσα προσπαθούσαμε να κάνουμε στο ξεκίνημα μας. Όσοι έπεισαν κάποιους πως ο Οικονομίδης είναι ένας βάρβαρος

Ακόμα κι έτσι, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν «κυνηγάτε» κάτι, έστω μια ιδέα.

Έχω μια ιδέα για την επόμενη ταινία, χωρίς να την έχω διαμορφώσει. Πρέπει να βρω την ομάδα εργασίας, να είναι διαθέσιμη, να βρω τα χρήματα της αμοιβής, να βρω χώρο για πρόβες. Κάπως έτσι θα περάσει ο πρώτος χρόνος: στην προσπάθεια της οργάνωσης. Αλλά η ταινία, στην ουσία, δεν θα έχει ξεκινήσει. Είναι μια πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία.

“Ό,τι κερδήθηκε, δεν κερδήθηκε με μια ταινία· αλλά μέσα στο χρόνο, από ταινία σε ταινία. Ούτε κι εγώ πίστευα ότι θα τα καταφέρω”, λέει ψύχραιμα.

Έξι ταινίες σε 23 χρόνια. Εκτός από την ψυχοφθόρα αυτή προσπάθεια που περιγράψατε, χρειάζεστε να παίρνετε και χρόνο από το ένα εγχείρημα στο άλλο;

Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο πιο δημιουργικός χρόνος είναι η εποχή του κωλοβαρέματος, η εποχή του καφενείου – μια ακόμα πολυτέλεια που προσφέρω στον εαυτό μου. Δεν θέλω να είμαι διαρκώς σε φάση τρέλας. Η τρέλα μεταφράζεται σε ενδιάμεσες τηλεοπτικές σειρές, σε διαφημιστικά, σε θεατρικές παραστάσεις. Θα μπορούσα να τα έχω κάνει όλα αυτά, αλλά δεν θέλησα. Γιατί η περίοδος του νεκρού χρόνου καταλήγει σε κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, σε μια φάση διεργασιών.

Θα μπορούσα να έχω κάνει τηλεοπτικές σειρές, διαφημιστικά, θεατρικές παραστάσεις, αλλά δεν θέλησα

Μετά από όλα αυτά, θα λέγατε ότι έχετε συμβάλλει στην ανάπτυξη στου νέου ελληνικού σινεμά;

Θα αντιστρέψω την ερώτηση: να το πιστεύω;

Αν με ρωτάτε, ναι, να το πιστεύετε.

Πάντως, ότι κερδήθηκε, δεν κερδήθηκε με μια ταινία· αλλά μέσα στο χρόνο, από ταινία σε ταινία. Ούτε κι εγώ πίστευα ότι θα τα καταφέρω.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η “Σπασμένη φλέβα” κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου από την Tanweer.

Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης – Βαγγέλης Μουρίκης
Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη, Στάθης Σταμουλακάτος, Σοφία Κουνιά, Γιάννης Νιάρρος, Γιάννης Αναστασάκης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κλέλια Ρένεση, Αναστασία Χατζηαθανασίου, Δημήτρης Καπετανάκος και Μαρία Καλλιμάνη

Μαζί τους οι: Βασίλης Κουκαλάνι, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αργύρης Γκαγκάνης, Αλέκος Πάγκαλος, Γιώργος Κολλιόπουλος, Nectar De Leon, Σταύρος Μπένος, Δαυίδ Σταμούλος, Ελένη Μπούκλη

Οργάνωση Παραγωγής: Γιάννης Καραντάνης. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης. Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης G.F.E.. Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος.Ήχος: Άρης Αναστασόπουλος
Σχεδιασμός Ήχου – Μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης. Σκηνικά: Σταμάτης Δεληγιάννης. Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα. Μακιγιάζ-Κομμώσεις: Γιάννης Παμούκης. VFX Supervisor: Αντώνης Κοτζιάς | YAFKA. Τραγούδι τίτλων τέλους: ΛΕΞ / Kepler is Free.

Παραγωγοί: Πάνος Παπαχατζής, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος. Παραγωγός: Γιάννης Καραντάνης. Συμπαραγωγοί: Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Αλεξάνδρα Δασκαλοπούλου, Δημήτρης Μάρης, Γιάννης Οικονομίδης. Executive Producers: Κωνσταντίνος Πολίτης, Γιάννης Ρήγος

Μία παραγωγή των: Athens Productions A.E., Αργοναύτες Α.Ε., Faliro House S.A., Yannis Economides Films Ltd. Σε συμπαραγωγή με: ΕΡΤ, Onassis Culture, Frontstage Entertainment, Custom Productions A.E.

Περισσότερα από Πρόσωπα
Σχετικά Θέματα
Art & Culture
Ο Βασίλης Βηλαράς γράφει για την τηλεόραση των ’90s και τα τραύματα που κληρονομήσαμε
Πρόσωπα
Alexandra Sieti: Το Broken Heart Syndrome είναι μια υπενθύμιση ότι η ζωή είναι, ακόμη, όμορφη
Θεατρικά Νέα
Για τους Μάριο Ιορδάνου και Σοφία Καζαντζιάν, η «Κατσαρίδα Κ.» μιλά για όλους όσοι δεν χωρούν πουθενά
Πρόσωπα
Ελένη Κοκκίδου: Είμαι φτιαγμένη από υλικά τέτοια, που μπορώ να πετάξω
Θεατρικά Νέα
Ποιες είναι οι “Καλλιόπες” που μιλούν για το πένθος μέσα από την κωμωδία;
Πρόσωπα
Μαρία Παπαφωτίου: Στη θεατρική σκηνή όλα συγχωρούνται και όλα επιτρέπονται
Πρόσωπα
Φωκάς Ευαγγελινός: Η Αλεξάνδρεια δεν είναι απλώς ένα τοπωνύμιο – είναι μνήμη
Πρόσωπα
Για τον Θέμο Σκανδάμη, οι στιγμές θαυμασμού είναι αυτές που γίνονται τραγούδια
Πρόσωπα
Αργυρώ Χιώτη: Το Εθνικό είναι εδώ για να προτείνει σε όλα τα επίπεδα
Πρόσωπα
«Η Λέλα και η Λέλα» μάς βάζουν στον κόσμο του νέου έργου του Ανδρέα Στάικου
Πρόσωπα
Για τον Βαγγέλη Μουλαρά, δεν υπάρχει καλύτερο συναίσθημα απ’ το να γελάνε με τα αστεία σου
Πρόσωπα
Θέμις Μαρσέλλου: Θα μπορούσα ν’ ανεβάζω το Annie όλη μου τη ζωή