MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
14
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΑΝ ΣΉΜΕΡΑ

Μαρία Πολυδούρη: Ο έρωτας μέσα από τους στίχους της

Σαν σήμερα, πριν από 120 χρόνια γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη, μία ποιήτρια πρωτοπόρος της ελληνικής νεορομαντικής σχολής του Μεσοπολέμου, που άφησε πίσω της ένα σπουδαίο ποιητικό έργο.

Μαρία Πολυδούρη
Μαρία Πολυδούρη
author-image Τατιάνα Γεωργακοπούλου

Σαν σήμερα, 1 Απριλίου το 1902, γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη, μία ποιήτρια πρωτοπόρος της ελληνικής νεορομαντικής σχολής του Μεσοπολέμου.

Μπορεί να έφυγε νωρίς -σε ηλικία μόλις 28 ετών από φυματίωση- άφησε όμως πίσω της ένα σημαντικό έργο. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, κυκλοφόρησαν μόλις δύο ποιητικές συλλογές της. Το 1928 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν», και το 1929 η δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος».

Γεννημένη το 1902, η Πολυδούρη ανήκει στη Γενιά του 1920, την οποία χαρακτήριζε το αίσθημα του ανικανοποίητου, του αδιέξοδου και της παρακμής. Το έργο της, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από δύο περιόδους. Την πρώιμη, με έντονο βιωματικό ύφος, μελοδραματισμούς και νεορομαντικές τάσεις, και τη δεύτερη, όπου επηρεασμένη από την αρρώστιά της και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, ο λόγος της γίνεται πιο επιμελημένος. Τα κύρια θέματα που απασχολούσαν την γραφή της, όμως, ήταν πάντα ο έρωτας και ο θάνατος.

Με αφορμή την γέννηση της σπουδαίας ποιήτριας, λοιπόν, εμείς θυμόμαστε μερικούς από τους πιο όμορφους στίχους της για τον έρωτα.

Από το ανέκδοτο ποίημα “Ποιος ξέρει”

Μα ποιος το ξέρει αν, μια στιγμή βρισκόσουνα
κάπου να με βλέπεις όταν γέρνω
και σκύβω μαζωχτή κάτω από τάγριο
χτύπημα, τις στριγγές φωνές που σέρνω

αν άκουες, και στου πόνου το ξεχείλισμα
το δόσιμο στο ξέψυχο μεθύσι,
τα δάκρια, ω, θα μ’ αρνιόσουν όλα αν τάβλεπες.
Κι όμως μου λες πως μ’ έχεις αγαπήσει.

“Τα χέρια σου”

Ακούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια -ω χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο της απελπισίας κρυμμένα περιστέρια
από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά.
Μιλούνε, δε μιλούν; Αχεί βαθιά μέσ’ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ενός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή του αυγερινού στους σκοτεινούς χαμούς.
Ξανοίγω την αγνώριστην αγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο των μπλεγμένων σου χεριών
και πλέκω τ’ όνειρο γλυκό. Μη με κοιτάς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσοφώς των πλάνων αστεριών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΠαγκόσμια Ημέρα Ποίησης: Τα πιο όμορφα ποιήματα που έχουν γραφτεί για την ποίηση12.09.2018

“Η αγάπη του ποιητή”

Μ’ απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.
Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.
Η δίψα της αγάπης που ζητεί
σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.
Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή
τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει
μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,
όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.
Με τον καιρό, τον πόθο σου σ’ εμέ
να φανερώσης σίμωσες. Ωιμέ,
είμασταν μιας γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας
Αγάπαε με το πάθος που ζητά
να πάρει, το αισθανθήκαμε φριχτά
και πήραμεν αλλούθε τη ματιά μας.

Κοίτα πως αγωνίζεται η ψυχή μου
τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύσει.
ανέσπερον αστέρι να προφτάσει
το αργυρό μέτωπό σου να φιλήσει.

“Γυρισμός” – Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που σβήνουν»

Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.
Ήρθες, όσο κι αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σού ‘χει ανοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κοιτάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
Θες να σου πω το πως μ’ έχει απαντήσει;

Μα τι σημαίνει. Φαίδρυνε τα χείλη
στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι.
Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίσει.

Τώρα πια, όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.

Κοίτα πως αγωνίζεται η ψυχή μου
τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύσει.
ανέσπερον αστέρι να προφτάσει
το αργυρό μέτωπό σου να φιλήσει.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.

Από το ποίημα “Μόνο γιατί μ’ αγάπησες”

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

“Στο δρόμο…”

Στο δρόμο που με πήρε μοναχή
δεν ξέρω πως, αλήθεια,
βρήκα μια νέα μέσα μου ψυχή
κι’ όνειρα βρήκα πλήθια.

Μεσ’ στο μισό το φως, ήταν γλυκό
νέο φύτρο στην ελπίδα
να τη θωρώ σα μάγο μυστικό
και σα ζωοδότρα αχτίδα.

Ήταν γλυκό πως άνθιζε η καρδιά
μέσα στο νέο κορμί μου.
Ανοίγανε τα μάτια στα κλαδιά,
τραγούδαγεν η ορμή μου.

Ο νους μου οραματιζόταν. Τρελά
φτερά τα δυο μου χέρια
και να η Αγάπη μούγνεψε δειλά,
μού ‘στειλε περιστέρια.

Και να η Αγάπη μ’ ένα αστραφτερό
δρεπάνι με σιμώνει
κι’ αφού μας θέρισε ό,τι δροσερό
μ’ άφησε πάλι μόνη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΜόνο γιατί μ’ αγάπησες: Ένα ποίημα-ωδή στον ανεκπλήρωτο έρωτα12.09.2018

Περισσότερα από Σαν σήμερα