MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Σφυγμός Πολιτισμού”: από ασθενικός έως ντιπ για ντιπ!

Το ότι η πολιτεία δεν ενισχύει ικανοποιητικά το πολιτιστικό έργο, αποτελεί γενικότερη πεποίθηση που στηρίζεται σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Μήπως όμως ο καταλογισμός ευθυνών εις βάρος τής πολιτείας λειτουργεί και σαν άλλοθι για την αδιαφορία του κοινού σχετικά με το πολιτιστικό γίγνεσθαι;

Monopoli Team

Η έρευνα με τίτλο «Σφυγμός Πολιτισμού», που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους σε δείγμα 1.500 ατόμων πανελλαδικά, αποτύπωσε τη γνώμη του κοινού σε θέματα που αφορούν σε όλους τους τομείς πολιτισμού. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν από την πρόεδρο της «AΠΟΨΙΣ SMR», Πέπη Θεοδώρου, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Οκτωβρίου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, και μαρτυρούν μια εκτεταμένη απουσία του ελληνικού κοινού από την εγχώρια πολιτιστική δράση και γενικότερα από την ενημέρωση και επαφή με την πολιτιστική παραγωγή. Μάλιστα σε συνδυασμό με μια άλλη έρευνα, της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα και φανερώνει ότι οι Έλληνες διαθέτουν το 10% περίπου των οικογενειακών δαπανών τους σε καφεστιατόρια, και δεδομένου ότι στην εποχή του ίντερνετ και του free press οι τρόποι για να ενημερωθεί κανείς για την πολιτιστική δράση αφθονούν, τα αποτελέσματα προκαλούν μεγάλο προβληματισμό. Γιατί ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη την παράμετρο ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού είναι γηρασμένο και όχι αρκετά εξοικειωμένο με τα νέα μέσα, και πάλι κάτι τέτοιο δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τόσο χαμηλά νούμερα στην επαφή μας με τα πολιτιστικά πράγματα.

 

Σε περιόδους μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, η ιεράρχηση προτεραιοτήτων μπορεί κάποιες φορές να φέρνει σε δεύτερη μοίρα την πολιτιστική καλλιέργεια. Από την άλλη όμως, σε τέτοιες περιόδους έχουν ανθίσει και καλλιτεχνικά ρεύματα, ιδέες, τάσεις και αφυπνίσεις. Εξάλλου δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι η κατάσταση που εμφανίζει η έρευνα, διαμορφώθηκε και παγιώθηκε μέσα σε μια περίοδο ευημερίας (πραγματικής ή επίπλαστης, είναι άλλο θέμα), αφού μόλις φέτος εισήλθαμε στην εποχή της «συνειδητοποιημένης κρίσης». Και το τελευταίο δείχνει πως ίσως τελικά η επαφή μας με τον πολιτισμό δεν έχει να κάνει τόσο με την οικονομική κατάσταση, όσο με προσωπικές επιλογές. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, είναι και το παράδειγμα του φτωχού Φλωρά και της πλούσιας Παπασταύρου, βεβαίως-βεβαίως! (βλ. βίντεο στο τέλος του κειμένου).

 

Αναλυτικότερα τα αποτελέσματα της έρευνας:


Δώσ’ μου ένα όνομα


Το “branding” έχει μεγάλη ισχύ και στον χώρο του πολιτισμού. «Προβλέψιμα» ή δημοφιλή ονόματα είναι αυτά που αναφέρονται περισσότερο στην ερώτηση «Αναφέρετε κάποιους Έλληνες καλλιτέχνες των οποίων το έργο βρίσκετε αξιόλογο». Μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αναγνωρισιμότητα και η εδραίωση κάποιων ονομάτων στην «εθνική συνείδηση» ίσως ταυτίζονται από τους ερωτηθέντες σε ένα βαθμό με τους εκπροσώπους «αξιόλογου έργου» που ήταν το ζητούμενο της ερώτησης, και το οποίο υπό ιδανικές συνθήκες απαιτεί καλή γνώση του έργου του κάθε καλλιτέχνη αλλά και της πολιτιστικής παραγωγής γενικότερα. Έτσι, για τον κιν/φο συναντάμε κυρίως τα ονόματα των Αγγελόπουλου, Βούλγαρη, Κακογιάννη, Χορν, Κούρκουλου, Βέγγου, Φούντα (μα ούτε μία γυναίκα, έστω μια Νία Βαρντάλος;). Για τη μουσική, αυτά των Χατζιδάκι, Παπαθανασίου, Θεοδωράκη, Νταλάρα, Καζαντζίδη, Παπακωνσταντίνου (για Μαρία Κάλλας, ας πούμε, ούτε λόγος, όμως ούτως ή άλλως θα προηγούνταν οι επίτιμοι Έλληνες Scorpions). Για το θέατρο, το κοινό ανέφερε τους Κουν, Χορν, Καρακατσάνη, Χατζηχρήστο, Μουστάκα, Μπέζο, Φιλιππίδη (πάλι γυναικείες προσωπικότητες όπως Κυβέλη, Παξινού, Λαμπέτη “πέρασαν και δεν ακούμπησαν”). Για τον χορό αναφέρονται οι Παπαϊωάννου, Μεταξόπουλος (υιός ή πατέρας, τι σημασία έχει…;), για τη λογοτεχνία οι Ελύτης, Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος, Δημουλά, και για τα εικαστικά οι Θεοτοκόπουλος, Μόραλης, Μυταράς, Φασιανός. Σαν «πολιτιστικές» χαρακτηρίστηκαν εκπομπές κυρίως της δημόσιας τηλεόρασης, και με μεγαλύτερη συχνότητα οι εκπομπές «Στα άκρα», «Έχει γούστο» και «Στην υγειά μας» (και στα μούτρα μας). Για κάποιον περίεργο λόγο, στα αποτελέσματα που δημοσιοποιήθηκαν, δεν βλέπουμε τα ονόματα των Λαζόπουλου, Ράδιο Αρβύλα και Σεφερλή.

 

Όπως συμπεραίνεται από τα παραπάνω, πέρα από τις «παραδοσιακές αξίες» και το star status που μπορεί να χαρίσει η τηλεόραση, ο μέσος Έλληνας έχει σε μεγάλο βαθμό άγνοια για σύγχρονους καλλιτέχνες.

 

Πώς ενημερωνόμαστε


Στην ερώτηση αν ενημερώνονται επαρκώς για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται και με ποιον τρόπο, η έρευνα αναφέρει ότι 1 στους 3 πιστεύει ότι το κοινό δεν ενημερώνεται επαρκώς (είναι ασαφές αν η απάντηση των ερωτώμενων αναφέρεται προσωπικά στους ίδιους, ή αν αποτελεί μια γενικότερη αίσθησή τους για την ενημέρωση του κοινού). Η τηλεόραση και το ίντερνετ είναι οι κύριες πηγές πληροφόρησης για τους άνδρες. Τα περιοδικά και οι φίλοι για τις γυναίκες, το ίντερνετ και το ραδιόφωνο αντίστοιχα για τα άτομα που ζουν στην επαρχία και για ηλικίες άνω των 45 ετών και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ενώ όπως είναι αναμενόμενο, το ίντερνετ προτιμούν περισσότερο οι νεότερες ηλικίες και οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων.

 

Τι βλέπουμε και πώς διαλέγουμε


Οι τομείς πολιτισμού που συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη προτίμηση σύμφωνα με την έρευνα, είναι οι συναυλίες και ο κινηματογράφος. Ωστόσο, το κοινό δηλώνει πως γενικά παρακολουθεί πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά μέσο όρο μόλις 1-2 φορές το χρόνο! Ειδικά μάλιστα για τους πιο «κουλτουριάρικους» τομείς, το ποσοστά όσων δεν παρακολουθούν ΠΟΤΕ διαλέξεις/σεμινάρια είναι 76,6%, λογοτεχνία/ποίηση 70,9%, χορό 68,3%, εκθέσεις 66,8%. Από τη στιγμή που θα αποφασίσουν να βγουν έξω για πολιτισμό, το πρωτεύον κριτήριο για την επιλογή τους είναι για τις μεν γυναίκες η τιμή του εισιτηρίου και η κοινωνική συναναστροφή, για τους δε άνδρες η καλή οργάνωση και το προσωπικό ενδιαφέρον. Η τιμή του εισιτηρίου είναι ο πρωτεύων παράγων και για τις νεότερες ηλικίες (18-34 ετών), ενώ για τις ηλικίες άνω των 65 ετών, τον πιο σημαντικό ρόλο παίζει η ευκολία πρόσβασης. Όσον αφορά στο πιο δημοφιλές τρίπτυχο, κινηματογράφος – συναυλίες – θέατρο, προσελκύει κυρίως και αντιστοίχως φοιτητές και μισθωτούς 25-34 ετών – άνδρες – γυναίκες.

Τι θέλουμε να παρακολουθούμε και πού


Ως γενική επιθυμία προκύπτει το να διοργανώνονται περισσότερες εκδηλώσεις στον τομέα του θέατρου και του χορού – κάτι τέτοιο βέβαια είναι λίγο οξύμωρο, τουλάχιστον για τους κατοίκους της πρωτεύουσας, καθώς έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το αν η «αγορά» της Αθήνας μπορεί να «σηκώσει» την πληθώρα τέτοιων παραστάσεων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, εκτός κι αν το αθηναϊκό κοινό απάντησε έτσι χωρίς να είναι επαρκώς ενημερωμένο για το τι συμβαίνει (που και πάλι δεν είναι τόσο κολακευτικό για την επαφή μας με την επικαιρότητα, δεδομένης της πληθώρας διαθέσιμων τρόπων πληροφόρησης). Ωστόσο είναι απόλυτα λογικό μια τέτοια απάντηση να δίνουν κυρίως οι κάτοικοι της επαρχίας, οι οποίοι είναι κι εκείνοι που τις ζητούν περισσότερο.

 

Όσο για τους χώρους στους οποίους μας αρέσει να παρακολουθούμε εκδηλώσεις, το συντριπτικό 67,8% προτιμά τους ανοιχτούς, όπως πάρκα και τα συναφή. Παρόλ’ αυτά, σε μια χώρα στην οποία το καλοκαίρι -και όχι μόνο- διοργανώνονται δεκάδες φεστιβάλ σε τέτοιους χώρους, το 81,6% απάντησε ότι ΔΕΝ παρακολουθεί φεστιβαλικές εκδηλώσεις, και το 76,3% ότι δεν γνωρίζει ούτε έναν χώρο που φιλοξενεί εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών! Και εδώ αναρωτιέται κανείς, πώς είναι δυνατόν ανάμεσα σε τόσες προτάσεις να μην υπάρχει τίποτα που να κινεί το ενδιαφέρον – γιατί, μπορεί οι τιμές των εισιτηρίων στα περισσότερα μεγάλα φεστιβάλ να είναι πολύ υψηλές, και να χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα ως προς το στήσιμο και την οργάνωση, ωστόσο όλο και κάτι βρίσκεται που να αξίζει να «τιμήσεις» έστω ΜΙΑ φορά. Όπως και το πώς γίνεται να μην ανακαλείται στη μνήμη το Ηρώδειο ως κατεξοχήν «παραδοσιακός» χώρος του μακρόβιου Φεστιβάλ Αθηνών. Το 80% πάντως όσων το «αποτόλμησαν», δηλώνει ευχαριστημένο με ό,τι παρακολούθησε, αναγνωρίζοντας ως ευνοϊκούς παράγοντες τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο και τον μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων την περίοδο του καλοκαιριού. Οι πιο ευχαριστημένοι είναι οι επισκέπτες του εν πολλοίς «προβλέψιμου» Φεστιβάλ Επιδαύρου, και εκείνοι με το χαμηλότερο ποσοστό επιδοκιμασίας, οι του Φεστιβάλ Αθηνών, μιας διοργάνωσης που παρόλ’ αυτά έχει να επιδείξει πολλές εκδηλώσεις υψηλού και νεωτεριστικού επιπέδου. Γενικότερα, οι νεότεροι όπως είναι φυσικό προτίμησαν τις συναυλίες, ενώ οι περισσότεροι είδαν θέατρο.

 

Τι ρόλο παίζουν οι τιμές των εισιτηρίων


Στο «φλέγον» ζήτημα της τιμής των εισιτηρίων, αν και σε γενικές γραμμές το κοινό δεν χαρακτηρίζει τα πολιτιστικά προϊόντα ως είδη πολυτελείας, θεωρεί ακριβές τις συναυλίες, το θέατρο και τον χορό, λογικές τις τιμές για εκθέσεις, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους (βέβαια αυτό δεν φαίνεται αρκετό για να τους «συγκινήσει» αν λάβουμε υπόψη το αν και το πόσο συχνά επισκέπτονται τέτοιους χώρους: 73,8% επισκέπτεται σπάνια ή ποτέ μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους – εντούτοις το 23,3% των ερωτηθέντων πανελλαδικά, και το 40% των κατοίκων Αττικής έχουν επισκεφθεί το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης), και φθηνά τα βιβλία, cd και dvd (άραγε να εννοούν τα cd των πλανόδιων ή των καταστημάτων…).

 

Παιδιά και πολιτισμός


Τα παραπάνω βέβαια εξηγούνται εν μέρει ως νοοτροπία που κληροδοτείται και ενδεχομένως διαιωνίζεται, και από το εύρημα ότι το 57% των ερωτηθέντων γονέων απάντησε ότι πηγαίνει τα παιδιά του σε πολιτιστικές εκδηλώσεις από σπάνια έως πολύ σπάνια. Αυτοί πάντως που το κάνουν συχνά, δηλώνουν πολύ ευχαριστημένοι με το επίπεδο των εκδηλώσεων.

 

Κράτος και πολιτισμός


Παρά την μικρή επαφή με το πολιτιστικό γίγνεσθαι, το 89,2% εμφανίζεται θετικό στην προοπτική να επενδύσει η Ελλάδα στον πολιτισμό ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης (πιθανόν μια τέτοια απάντηση εκπορεύεται περισσότερο ως «ιδανικό» παρά σαν ρεαλιστική και συνειδητοποιημένη πεποίθηση). Η πλειοψηφία πάντως θεωρεί ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχουν γίνει ικανοποιητικά βήματα για την αναβάθμιση του εγχώριου πολιτιστικού προϊόντος, δίνοντας προβάδισμα στον ιδιωτικό τομέα έναντι των κρατικών φορέων σε σχέση με το ποιος από τους δύο βοηθάει περισσότερο στην κατεύθυνση αυτή. Γενικότερα, ένα «συντριπτικό» ποσοστό είναι δυσαρεστημένο τόσο με την εγχώρια πολιτιστική παραγωγή (παρόλο που οι περισσότεροι δεν την παρακολουθούν…), όσο και με τον βαθμό «επένδυσης» του κράτους σε αυτή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Επιπλέον, το 80% πιστεύει ότι υπάρχει διαπλοκή και διαφθορά στον χώρο του πολιτισμού.

 

Σημ.: Η έρευνα με τίτλο “Σφυγμός Πολιτισμού” πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία Στατιστικών και Οικονομικών Ερευνών «AΠΟΨΙΣ SMR», και αποτελεί πρωτοβουλία του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου και της μη κερδοσκοπικής εταιρείας Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού.

Αργυρώ Σταυρίδη

Περισσότερα από Art & Culture
VIMA_WEB3b