MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
02
ΜΑΪΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Βίβα Ρουμπέρτου Κάρλους” και ύστερα “ανάσα”!

Η παραχώρηση του Ηρωδείου για «αμφιλεγόμενες» εκδηλώσεις είχε γίνει μεγάλο θέμα συζήτησης τα προηγούμενα χρόνια και ευτυχώς τον τελευταίο καιρό ακολουθείται μια πολύ πιο συνετή διαχείριση αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία επικροτήθηκε από την κοινή γνώμη. Έτσι λοιπόν ήταν μικρό το «κακό» της φιλοξενίας τού Caetano Veloso στο αρχαίο αθηναϊκό ωδείο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.

Monopoli Team

«Κακό» όχι σε σχέση με την καλλιτεχνική αξία και σημασία που φέρει ο Βραζιλιάνος τραγουδοποιός, ο οποίος για τους fans του είδους τής τροπικάλια αποτελεί σύμβολο, αλλά για την καταλληλότητα του χώρου σε σχέση με την ατμόσφαιρα της μουσικής τού καλλιτέχνη και με την σκηνική του παρουσία.

 

Ο λεγόμενος και «Βραζιλιάνος Ντύλαν» (πότε θα σταματήσουν τέτοιου είδους παρομοιώσεις;) παρουσίασε επιτυχίες του παρελθόντος από την 30χρονη καριέρα του, αλλά και δείγμα της νέας του δουλειάς από το άλμπουμ “Zii e Zie“. Ήταν φανερό πως ο περισσότερος κόσμος που έσπευσε στο Ηρώδειο το βράδυ της 12ης Ιουλίου, ήξερε πολύ καλά τι πήγαινε να δει και να ακούσει. Πολλοί από αυτούς σηκώθηκαν από τη θέση τους για να χορέψουν, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα «δικό σας» τραγουδώντας στίχους κομματιών, και έστηναν αυτοσχέδιους σύντομους διαλόγους με τον Veloso. Στη σκηνή εκείνος έδινε το δικό του «σόου» άναρχης κίνησης, που όμως δεν συγκίνησε καθόλου την παρέα μου, που σχολίασε δηλητηριωδώς ότι «πρέπει να είναι ο μοναδικός Βραζιλιάνος που δεν ξέρει να χορεύει». Ευτυχώς για τον “performer”, η πλειοψηφία δεν συμμεριζόταν την άποψή του ή τουλάχιστον διόλου δεν ενοχλήθηκε από την «βελόζεια» αυτοσχέδια χορογραφία. Μάλιστα ο ιδρυτής του «τροπικαλίσμο» ήλθε σε τέτοια ευφορία, ώστε να αναφωνήσει «Βίβα Ρουμπέρτου Κάρλους», και να συμπληρωθεί έτσι η όλη ιδιαιτερότητα της βραδιάς. Πολύ συμπαθητικό και ικανό και το τριμελές γκρουπάκι σε κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα και κρουστά, που συνόδευσε τον Veloso, το οποίο προσέδωσε μια ροκ -αν και κάπως «προκάτ» ως προς τις συνθέσεις- πινελιά στα κομμάτια, με highlight το δυναμικό κρεσέντο των drums στο “Maria Bethania”. Μείναμε πάντως με την απορία γιατί μια τέτοια συναυλία έπρεπε να πραγματοποιηθεί στο Ηρώδειο, στερώντας της μια επιπλέον ζωντάνια και ένα πιο ανέμελο κλίμα, όπως θα της ταίριαζε και όπως φανταζόμαστε ότι θα ήθελε πολύ το κοινό. Δεν είναι θέμα σοβαροφάνειας, αλλά ορθολογικού management.

 

Από την άλλη πλευρά, βλέποντας το Nefes” (=”ανάσα” στα τουρκικά) της Pina Bausch από το Χοροθέατρo του Βούπερταλ στο Μέγαρο Μουσικής, και έχοντας παραστεί στη συναυλία του Veloso, το παράπονο ήταν εύλογο: πόσο «μαγικό» θα ήταν να ανέβαινε αυτή η υποβλητική και άρτια παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού… Η μουσικο-χορο-θεατρική παραγωγή αναπαρέστησε «αφηρημένα» μεν, με πολύ συναισθηματισμό δε, την ατμόσφαιρα της Κωνσταντινούπολης, όπου η Ανατολή συναντάται με τη Δύση και οι κουλτούρες αναμιγνύονται. Μνήμες, συνήθειες και εικόνες, από τα χαμάμ, τον έρωτα και τις οικογενειακές παραδόσεις μέχρι την εργασία και τον κοσμοπολιτισμό των σύγχρονων παζαριών, παρουσιάστηκαν και υπονοήθηκαν με τρόπο που πολύ απέχει από τα οριεντάλ νούμερα που βλέπουμε συνήθως, και με τέτοια αγαστή συνεργασία κίνησης και -επίσης πανέμορφης- μουσικής, που θα ’λεγε κανείς ότι μπορούσες να οσμιστείς μέχρι και τις μυρωδιές της Ανατολής. Σχεδόν όλες οι επιμέρους χορογραφίες χαρακτηρίζονταν από μια μυσταγωγική αύρα, ενώ οι λίγες χιουμοριστικές στιγμές ενίσχυαν το νόημα της συγκρατημένα αισιόδοξης Συνέχειας, που «περνούσε» ως διαρκής αίσθηση παρά την γενικότερη υφέρπουσα μελαγχολία του έργου.

 

Όσο για τις ικανότητες των χορευτών του συγκεκριμένου οργανισμού, ίσως είναι πια πλεονασμός να εξυμνούνται. Στο “Nefes” την παράσταση «έκλεψαν» οι δύο μικροσκοπικές μελαμψές χορεύτριες της ομάδας, που είχαν αναλάβει και τα πιο μεγάλα σόλι, ενώ ως πιο έντονες εικόνες καταγράφονται τα χορευτικά «παιχνίδια» με τη «λίμνη» νερού στο κέντρο της σκηνής (το νερό ως σημείο αναφοράς γεωφυσικό αλλά και συμβολικό ως φορέας ζωής), και η σκηνή του «κλεισίματος», με άνδρες και γυναίκες χορευτές αντικριστά σε ευθύ εκατέρωθεν σχηματισμό, να διατρέχουν τη σκηνή από τη μία άκρη στην άλλη, με ένα ιδιότυπο συγχρονισμένο «μπουσούλημα» και χαμογελώντας. Η μοναδική παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε, είναι ότι ίσως η συναισθηματική πρόσληψη να ήταν ακόμα πιο «συμπαγής» αν δεν υπήρχε η κάπως κουραστική εμμονή στην επανάληψη κάποιων σεκάνς, που επέκτεινε τη διάρκεια της παράστασης στις δυόμιση+ ώρες συνολικά.

 

Αργυρώ Σταυρίδη

Περισσότερα από Επίκαιρα
VIMA_WEB3b