Μια Late Night συναυλία με την ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής
Η ΚΟΑ παρουσιάζει στο Μέγαρο τη «Late Night» συναυλία με γαλλικό άρωμα, υπό τη διεθνώς καταξιωμένη μαέστρο Ανού Τάλι.

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής, για πρώτη φορά με έναρξη στις 10 το βράδυ, μια ατμοσφαιρική συναυλία με γαλλικό άρωμα, υπό τον τίτλο «Late Night με την ΚΟΑ.», σε μουσική διεύθυνση της Ανού Τάλι. Η Εσθονή, διεθνούς φήμης μαέστρος, γνωστή για την έντονη εκφραστικότητα και την καθαρότητα της ερμηνείας της, έχει διευθύνει σημαντικές ορχήστρες παγκοσμίως και έχει υπάρξει μουσική διευθύντρια της Sarasota Orchestra στις ΗΠΑ.
Το ιδιαίτερο ρεπερτόριο της συναυλίας περιλαμβάνει το σουρεαλιστικό Βόδι στη Στέγη του Ντάριους Μιγιό, το δεξιοτεχνικό Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 του Καμίγ Σαιν-Σανς με σολίστ τη γοητευτική και δεξιοτέχνιδα πιανίστα Νεφέλη Μούσουρα, και δύο έργα του Ζακ Ιμπέρ – το Concertino da camera και το Divertissement – με σολίστα τον διακεκριμένο σαξοφωνίστα Στάθη Μαυρομάτη.

Η Νεφέλη Μούσουρα στο πιάνο
Το πρόγραμμα προσφέρει έναν ευφάνταστο διάλογο ανάμεσα στον πιο βαθύ Ρομαντισμό και την ανάλαφρη γαλλική φινέτσα, με έργα που ανήκουν σε πολύ διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα. Οι ερμηνευτές, καταξιωμένοι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, θα αναδείξουν τις λεπτές αποχρώσεις και την εκφραστική πολυμορφία της γαλλικής μουσικής από τον 19ο έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, σε μια βραδιά που υπόσχεται μεγάλη συγκίνηση, αλλά και μεγάλη ευφορία.
Η βραδινή αυτή «μουσική επίσκεψη» στη Γαλλία θα ολοκληρωθεί με το κρασί Pétale de Rose, μια ευγενική προσφορά του Château La Tour de l’ Évêque.

Ο Στάθης Μαυρομάτης στο σαξόφωνο
Νταριούς Μιγιώ (1892 – 1974)
Το βόδι στη στέγη, έργο 58
Καμίγ Σαιν-Σανς (1835 – 1921)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.2 σε σολ ελάσσονα, έργο 22
Ζακ Ιμπέρ (1890 – 1962)
Concertino da camera (Κοντσερτίνο δωματίου) για άλτο σαξόφωνο και σύνολο δωματίου
Divertissement
Για την ΙστορίαΝταριούς Μιγιώ (1892-1974)
Το βόδι στη στέγη, έργο 58
Το 1916 ο γνωστός Γάλλος ποιητής, δραματουργός αλλά και διπλωμάτης Πωλ Κλωντέλ διορίστηκε μέλος της διπλωματικής αποστολής της Γαλλίας στη Βραζιλία· ο φίλος του, νεαρός τότε συνθέτης Νταριούς Μιγιώ, τον ακολούθησε ως γραμματέας, για να επιστρέψει μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Παρίσι. Εκεί, ο Μιγιώ επρόκειτο να ενώσει τις δυνάμεις του με άλλους πρωτοπόρους Γάλλους συνθέτες (που αποτέλεσαν την λεγόμενη Ομάδα των Έξι) εστιάζοντας το ενδιαφέρον του -μέχρι το τέλος της ζωής του- σε μία μουσική λεπταίσθητη, φινετσάτη και κατά κύριο λόγο «χαρούμενη».
Οι αναμνήσεις από την παραμονή του Μιγιώ στη Βραζιλία βρήκαν την μουσική τους έκφραση στο συμφωνικό έργο «Το βόδι στη στέγη», που γράφτηκε το 1919 και έλαβε αυτό το ομολογουμένως αστείο όνομα από ένα δημοφιλές βραζιλιάνικο τραγούδι της εποχής. Ο συνθέτης αξιοποίησε στο έργο του αυτό μία σειρά από μελωδίες και ρυθμούς της Βραζιλίας (τάνγκο, σάμπα, μασίς ακόμα και ένα Πορτογαλικό φάντο) ενώνοντάς τους με μία χαρακτηριστική, πρωτότυπη μελωδία που επανεμφανίζεται ανά τακτά διαστήματα.
Ο Μιγιώ ευελπιστούσε το έργο να αξιοποιηθεί ως υπόκρουση σε κάποια ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, ωστόσο ο Ζαν Κοκτώ έσπευσε να γράψει το σενάριο ενός κωμικού μπαλέτου, που βασιζόταν πάνω στη μουσική του Μιγιώ και παρουσιάστηκε το 1920 στο Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων με μεγάλη επιτυχία. Το βόδι στη στέγη αποτελεί αναμφίβολα ένα εμβληματικό έργο της θρυλικής παρισινής μπελ επόκ· δεν είναι τυχαίο που ένα ιστορικό καμπαρέ, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι κορυφαίοι καλλιτέχνες του Παρισιού της εποχής (Στραβίνσκυ, Πικάσο, Μπρακ, Καμύ, Χέμινγουεϊ, Πουλένκ, Ραβέλ και τόσοι άλλοι) πήρε το όνομά του από το έργο του Μιγιώ.
Καμίγ Σαιν-Σανς (1835-1921)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.2 σε σολ ελάσσονα, έργο 22
1. Andante sostenuto
2. Allegro scherzando
3. Presto
Ο Καμίγ Σαιν-Σανς υπήρξε σε όλη του τη μακρά ζωή ευλαβικός θεματοφύλακας της μεγάλης ρομαντικής παράδοσης των Μέντελσον, Σούμαν και Λιστ. Ως νέος συνθέτης λοιπόν, ταυτίστηκε με τη μουσική πρωτοπορία της εποχής του και απροκάλυπτα επέμενε να υπηρετεί την οργανική μουσική και τις κλασικές φόρμες της συμφωνίας, του κοντσέρτου και της σονάτας σε πείσμα της διάχυτης προτίμησης του γαλλικού κοινού προς την όπερα ή την οπερέτα – και αυτά αξίζει να σημειώνονται, διότι συχνά ξεχνιούνται ή υποτιμώνται αδίκως. Οι νέες όμως συνθετικές προοπτικές, που άρχισαν να διαφαίνονται προς το τέλος του 19ου και την αρχή του 20ού αιώνα χάρη σε πρωτοπόρους συνθέτες, όπως οι Ντεμπυσύ, Μάλερ και Στραβίνσκυ, τον άφησαν παγερά αδιάφορο, αν όχι εχθρικά διακείμενο.
Το ύφος του παρέμεινε ακλόνητα προσκολλημένο στις αρχές της δομικής και αρμονικής διαύγειας, της εκφραστικής περιεκτικότητας και της έλλογης ισορροπίας μορφής και περιεχομένου, με συνειδητή αποστασιοποίηση από καθετί το εξεζητημένο ή αισθητικά διφορούμενο. Χαρακτηριστικά μάλιστα έγραψε: «για μένα τέχνη σημαίνει μορφή. Η εκφραστικότητα και το πάθος σαγηνεύουν τους ερασιτέχνες… Η τέχνη προορίζεται να δημιουργεί ομορφιά και χαρακτήρα. Η συναισθηματικότητα έρχεται δεύτερη σε σημασία – η τέχνη μπορεί κάλλιστα να κάνει και χωρίς αυτή!»
Αυτές οι αρχές διέπουν και τα έργα του για πιάνο και ορχήστρα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα πέντε κοντσέρτα. Ο Σαιν-Σανς είχε άλλωστε υπάρξει ένας εκπληκτικός βιρτουόζος πιανίστας. Ως παιδί-θαύμα είχε κάνει το θριαμβευτικό του πιανιστικό ντεμπούτο σε ηλικία μόλις έντεκα ετών στη Salle Pleyel του Παρισιού και ως encore είχε προσφερθεί να παίξει όποια από τις 32 Σονάτες του Μπετόβεν ήθελε το κοινό! Και διόλου τυχαία, ο ίδιος ήταν ο σολίστ στις πρεμιέρες και των πέντε κοντσέρτων του για πιάνο.
Παρόλα αυτά, αξίζει να επισημάνει κανείς κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: αν και η γραφή του Σαιν-Σανς για το πιάνο ήταν πάντα εξαιρετικά απαιτητική, εντυπωσιακή και λαμπερή, σε κανένα από τα κοντσέρτα του η δεξιοτεχνία δεν λειτουργεί ως αυτοσκοπός· αντιθέτως, ο τρόπος του να γράφει για το πιάνο χαρακτηρίζεται πάντα από ευγένεια και κομψότητα. Οι αρχές αυτές εξηγούν επίσης τον σημαντικό ρόλο που έχει η ορχήστρα στα κοντσέρτα του Σαιν-Σανς, λειτουργώντας ως ισότιμος συνομιλητής με το σολιστικό όργανο και όχι ως μία δευτερεύουσα, συνοδευτική παρουσία.
Ζακ Ιμπέρ (1890 – 1962)
Concertino da camera (Κοντσερτίνο δωματίου) για άλτο σαξόφωνο και σύνολο δωματίου
1. Allegro con moto
2. Larghetto – Animato molto
Το όργανο του σαξοφώνου, εφεύρεση του Βέλγου μουσικού και κατασκευαστή πνευστών οργάνων, Άντολφ Σαξ (1814-1894) κατά τη δεκαετία του 1840, άργησε να βρει τη θέση του στον κόσμο της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής, είτε ως όργανο σολιστικό είτε ως μέλος ευρύτερων συνόλων. Σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, η ευρεία αναγνώριση των εκφραστικών του δυνατοτήτων και μία σημαντική διεύρυνση του ρεπερτορίου του οφείλεται στον Αμερικανό (γεννημένο στη Γερμανία) βιρτουόζο σαξοφωνίστα Ζίγκουρντ Ράσερ (1907-2001), για τον οποίο γράφτηκαν δεκάδες (ή για να είμαστε πιο ακριβείς εκατοντάδες) έργα, τόσο μουσικής δωματίου όσο και για σαξόφωνο και ορχήστρα από πλείστους συνθέτες του 20ού αιώνα, θαυμαστές της υψηλές τέχνης του.
Ο ίδιος άρχισε να γίνεται γνωστός -και κατ’ επέκταση να καθιστά πιο γνωστό στο κοινό της κλασικής μουσικής το σαξόφωνο- στις αρχές της δεκαετίας του ’30, μετά από ένα πολύ επιτυχημένο ντεμπούτο με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Από το 1939 και ως το τέλος της ζωής του έζησε στις ΗΠΑ, συνδυάζοντας την έντονη συναυλιακή δραστηριότητα με εξίσου έντονη διδασκαλία σε κορυφαία μουσικά εκπαιδευτικά μουσικά ιδρύματα της χώρας. Ένας από τους πρώτους (και τους σπουδαιότερους) συνθέτες που εμπνεύστηκαν έργα από τον Ράσερ, ήταν και ο Γάλλος Ζακ Ιμπέρ, ο οποίος είχε κατακτήσει το 1919 το βαρύτιμο Βραβείο της Ρώμης με την πρώτη του κιόλας απόπειρα και ήταν ήδη ένα σημαίνον πρόσωπο για τα γαλλικά μουσικά πράγματα.
Το Concertino da camera γράφτηκε το 1935 για σαξόφωνο και έντεκα όργανα (φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο, τρομπέτα, δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο) και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Βίντερτουρ της Ελβετίας στις 11 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, με σολίστα τον αποδέκτη της αφιέρωσης, Ράσερ, ο οποίος έκτοτε το κράτησε σε περίοπτη θέση στο ενεργό του ρεπερτόριο, παίζοντάς το τακτικά σε Ευρώπη και Αμερική και συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στο να καθιερωθεί ως ένα από τα πιο γοητευτικά και αγαπητά έργα για σαξόφωνο και ορχήστρα του 20ού αιώνα.
Ο Ιμπέρ, πολυγραφότατος και συνάμα άκρως εκλεκτικός συνθέτης που αφομοίωσε επιδράσεις από πολλές διαφορετικές αισθητικές τάσεις της εποχής του, χωρίς ποτέ να ταυτιστεί απολύτως με καμία από αυτές, έγραψε εν προκειμένω ένα σύντομο, μικρό κοντσέρτο χρησιμοποιώντας απολύτως κλασικές φόρμες και συνταιριάζοντας με γούστο στοιχεία από τον μουσικό ιμπρεσιονισμό (ιδίως στο εναρκτήριο αργό τμήμα του δεύτερου μέρους) με στοιχεία από το στιλ τζαζ (πιο έντονα στο πρώτο μέρος). Με φυσικό και απολύτως λειτουργικό τρόπο, το σολιστικό όργανο συνδιαλέγεται με το ορχηστρικό σύνολο ως «πρώτος μεταξύ ίσων», πάντα στο πλαίσιο μίας μουσικής λεπταίσθητης αλλά και λαμπερά δεξιοτεχνικής.
Ζακ Ιμπέρ (1890 – 1962)
Divertissement
1. Εισαγωγή
2. Πομπή
3. Νυχτερινό
4. Βαλς
5. Παρέλαση
6. Φινάλε
Το Καπέλο από Ψάθα Ιταλίας είναι μία ξεκαρδιστική, διαχρονικά δημοφιλής κωμωδία του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Λαμπίς που συνέγραψε το 1851 με τον ομότεχνό του Μαρκ Μισέλ, και διαδραματίζεται στο Παρίσι στα μέσα του 19ου αιώνα. Την ημέρα του γάμου του, ο Φαντινάρ βλέπει το άλογό του να τρώει το καπέλο από ψάθα Ιταλίας της Αναΐς Μποπερτουΐ, την ώρα που έκανε τον περίπατό της στο δάσος με τον εραστή της. Ο Φαντινάρ στη συνέχεια, αναγκάζεται ν’ αρχίσει την αναζήτηση ενός πανομοιότυπου καπέλου προκειμένου να γλιτώσει η νεαρή αυτή κυρία από τον ζηλόφθονο σύζυγό της, κάτι που με την πρώτη ματιά φαίνεται απλό, αλλά αποδεικνύεται πολύ δύσκολο.
Για να μην κινήσει τις υποψίες του πεθερού του που φτάνει με όλο το συμπεθεριό, ο Φαντινάρ τούς παρασύρει όλους σε μια τρελή κούρσα για την αναζήτηση του καπέλου. Για ένα ανέβασμα του έργου το 1929 στο Παρίσι, ο Γάλλος συνθέτης Ζακ Ιμπέρ, συνέθεσε σκηνική μουσική, τμήματα της οποίας απομόνωσε και επεξεργάστηκε έναν χρόνο αργότερα, σχηματοποιώντας ένα συμφωνικό έργο με τίτλο Divertissement (Διασκέδαση). Εν προκειμένω, ο Ιμπέρ, συνθέτης που εσκεμμένα ακολούθησε «οδόν ιδίαν» στη μουσική του αρνούμενος να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με κάποια από τις κυρίαρχες πρωτοποριακές τάσεις των προβεβλημένων Ευρωπαίων συνθετών της εποχής του (Στραβίνσκι, Σαίνμπεργκ, Μπάρτοκ ή Χίντεμιτ) επέλεξε συνειδητά να προσεγγίσει στιλιστικά το ύφος της «Ομάδας των Έξι» που εκείνα τα χρόνια δέσποζε στα μουσικά δρώμενα της Γαλλίας και που πρέσβευε εν πολλοίς μία μουσική ανάλαφρη και απαλλαγμένη από τα «βάρη» είτε του όψιμου γερμανικού ρομαντισμού είτε του ιμπρεσιονισμού του Ντεμπυσύ.
Η πρεμιέρα της ορχηστρικής αυτής Σουίτα δόθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1930 στο Παρίσι από τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης υπό τη διεύθυνση του Βλαντιμίρ Γκόλσμαν και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πιο πολύ παιζόμενα έργα του συνθέτη της.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


- Αθήνα