Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Bugonia: Ξέρω τι θα δεις τον Νοέμβριο στο σινεμά (και γιατί θα το λατρέψεις)Οι 31ες Νύχτες Πρεμιέρας ξεκίνησαν θεαματικά την περασμένη Τετάρτη, προβάλλοντας τo “Bugonia”, τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου με την Emma Stone και τον Jesse Plemons. Η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς ήταν αδιαμφισβήτητα η παρουσία του ίδιου του Λάνθιμου στην τελετή έναρξης, στο πλευρό του μοντέρ του, Γιώργου Μαυροψαρίδη. Όλοι πάθαμε ένα μικρό (ή μεγάλο) σοκ κι αρχίσαμε να χειροκροτάμε και να ζητωκραυγάζουμε όσο εκείνος μοιραζόταν το άγχος του κάθε φορά που παρουσιάζει ταινία του στην Ελλάδα. Πολύ θα θέλαμε να είναι κάπου κρυμμένη κι η Emma Stone, κάτι που δεν έγινε! Αλλά απολαύσαμε όλοι το ηχογραφημένο της μήνυμα, στα ελληνικά, παρακαλώ. «Θα ήθελα πολύ να είμαι μαζί σας στην προβολή της Βουγονίας στην Ελλάδα αλλά δυστυχώς δεν πέτυχε ο διακτινισμός. Σας εύχομαι καλή προβολή και καλό βράδυ» την ακούσαμε να λέει με αξιοθαύμαστη προφορά.
Και μετά από αυτή την σουρεάλ, θα έλεγα, στιγμή της βραδιάς, είχε έρθει η ώρα για την ταινία. Τα κινητά απαγορεύονταν αυστηρά και ήδη μας παρακάλεσαν να μη κάνουμε spoiler, το οποίο και θα τηρήσω καθώς κι η ίδια τα απεχθάνομαι! Βέβαια, το να μιλήσω για την συγκεκριμένη ταινία χωρίς να κάνω κατά λάθος spoiler είναι σα να περπατάω σε ναρκοπέδιo αλλά θα βάλω τα δυνατά μου. Την υπόθεση την ξέρετε: δύο τύποι απαγάγουν μια υψηλόβαθμη CEO μεγάλης εταιρείας γιατί θεωρούν ότι είναι εξωγήινος που θέλει να καταστρέψει τη γη. Καταρχήν, άφησε σε όλους μας τις καλύτερες εντυπώσεις! Έχει τις ιδανικές αναλογίες χιούμορ, σάτιρας, αγωνίας και δράσης. Σε «ρουφάει» μέσα στην κατάσταση σαν μαύρη τρύπα και παρακολουθείς εκστατικά τις δυναμικές να αλλάζουν διαρκώς μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Θα μείνετε να αναρωτιέστε πραγματικά για το ανθρώπινο είδος, για το μαύρο σύννεφο του καπιταλισμού που ωθεί στα άκρα τους καταπιεσμένους και για το ποιος τελικά παίρνει την ευθύνη για τα κακά της ανθρωπότητας ή και για τη σωτηρία της. Υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να γίνει αυτή η αγαπημένη σας ταινία του Γιώργου Λάνθιμου.
ΥΓ.: Ξενέρωσα πολύ που δεν γυρίστηκε το πλάνο στην Ακρόπολη! Όταν τη δείτε, θα με καταλάβετε.
Φωτεινή Νικολίτσα
–Πώς θα ήθελες να σε θυμούνται;
–Σαν έναν καλό φίλο […] Ελπίζω να θυμούνται τη μουσική
Μια από τις πολλές βροχερές ημέρες αυτής της εβδομάδας, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το νέο ντοκιμαντέρ για τον Jeff Buckley με τίτλο It’s Never Over – που είναι στίχος από ένα τραγούδι που ακόμη στοιχειώνει τη συνείδησή μου, το Lover, You Should’ve Come Over. Μπαίνοντας στο όμορφο ΑΣΤΥ, στολισμένο με τα χρώματα των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας, συνειδητοποίησα το μεγαλύτερο λάθος μου: δεν είχα φέρει χαρτομάντιλα.
Με το ταλέντο που κληρονόμησε από τον πατέρα του και το πάθος που διεκδίκησε από τη μητέρα του, ο Jeff Buckley είχε πάντα καθαρή επίγνωση της θνητότητάς του και σκόπευε να ζήσει με τον τρόπο που του άρμοζε. Μα το να δημιουργείς με τόση ένταση σημαίνει συχνά να ζεις εκτεθειμένος, χωρίς φράγμα ανάμεσα στον εαυτό σου και τον κόσμο. Για τον Jeff Buckley, η μουσική ήταν και ασπίδα και γυμνό πεδίο. Την ίδια στιγμή που τον προστάτευε, τον εξέθετε ολοκληρωτικά. Ωμή και στοργική μαζί, η μουσική του υπενθυμίζει πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι μια ανθρώπινη καρδιά όταν της ζητείται να φανεί ολόκληρη. Μα αυτό που τελικά κατάλαβα, βγαίνοντας συγκινημένη από την αίθουσα, είναι πως ο Jeff Buckley ποτέ δεν περιοριζόταν στον πόνο του. Η μουσική του ήταν η δύναμη που τον καθόριζε και που συνεχίζει να μιλά σε όποιον τη νιώθει. Κι ακόμη και σήμερα, η ψυχή του αιωρείται στην αφήγηση της μουσικής ιστορίας.
Δάφνη Τζώρτζη
Τα αποθεωτικά σχόλια που έχεις ακούσει για το «One Battle after Another» ισχύουν, όλα – ή, τέλος πάντων, σχεδόν όλα. Σε μια εποχή που γενικώς επικρατούν τα άκρα – ακόμα και στις ‘αθώες’ κριτικές ταινιών, παραστάσεων, συναυλιών – η νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον είναι η καλύτερη έναρξη στη νέα κινηματογραφική περίοδο και ένα έργο που θα σκέφτεσαι για μέρες ή και μήνες.
Την ώρα που η Αμερική βουλιάζει στη φασιστική παρακμή και πορεύεται μέσα από τη στιβαρή κληρονομιά της αποικιοκρατίας και της μισαλλοδοξίας, ο Πολ Τόμας Άντερσον καταθέτει ό, τι πιο χορταστικό έχουμε δει, επί των ημερών Τραμπ, σε σκληρή σάτιρα: ένα πολιτικό μανιφέστο που όσο ανήκει στο σινεμά των αδερφών Κοέν και του Κουέντιν Ταραντίνο άλλο τόσο διαθέτει την επική, στιβαρή ματιά του Μάρτιν Σκορσέζε. Τόσες πολλές αρετές μαζί σε ένα κινηματογραφικό εγχείρημα έχουμε πολύ καιρό να απολαύσουμε – πόσο μάλλον όταν λειτουργεί σαν δυναμίτης στα σαθρά θεμέλια της ρατσιστικής αμερικανικής κυβέρνησης και (εν μέρει) κοινωνίας, όπου η βία μοιάζει να είναι η μόνη λύση για να προχωρήσει η ιστορία. Κι όμως, ο Άντερσον – όπως πολλοί άξιοι προκάτοχοι του – αποδομεί τη βία και την ακροδεξιά, την γελοιοποιεί και προτάσσει την αντίσταση για να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα και τα υγιή κύτταρα μιας κοινωνίας.
Η πλοκή; Ο Μπομπ, ένας νεαρός πυροτεχνουργός είναι μέλος της επαναστατικής ομάδας των French 75 που με αρχηγό μια λάγνα αφροαμερικανή επαναστάτρια, ονόματι Περφίντια, οργανώνει επιθέσεις κατά του μισαλόδοξου κράτους. Όταν, σε μια επιχείρηση, τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης συλλαμβάνονται, ο Μπομπ αλλάζει ταυτότητα και φυγαδεύεται μαζί με τη νεογέννητη κόρη του, καρπό του έρωτα του με την Περφίντια. Ωστόσο, η νέα τους ζωή δεν θα είναι ξέγνοιαστη. Ένας ακροδεξιός, φαλλοκράτης συνταγματάρχης, ο Στίβεν Λόκτζο θα βρεθεί στο κατόπι τους ακόμα κι όταν τα χρόνια περάσουν.
Σε αυτό το μπουκέτο ρόλων, θα δούμε εξαιρετικές ερμηνείες. Και πρώτος – πρώτος, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, σαν Dude (από το Big Lebowski) μιας άλλης εποχής, να ακροβατεί ανάμεσα στον σουρεαλισμό, τη συγκίνηση και τις ποιότητες ενός τον action hero με εκπληκτική ακρίβεια. Ο Σον Πεν, με μακρά πορεία στην ερμηνεία αποκλινουσών ηρώων, διαπρέπει στο ρόλο του φασίστα, εξουσιομανή αξιωματικού – και μαζί με τον Ντι Κάπριο βάζουν πλώρη για πολλές υποψηφιότητες και βραβεία. Επίσημη πρώτη για μια ταλαντούχα μικρή, την Τσέις Ινφίνιτι στο ρόλο της έφηβης κόρης του Μπομπ, ενώ στις κορυφαίες ερμηνείες της ταινίας συμπεριλαμβάνεται με άνεση ο Μπενίτσιο Ντελ Τόρο ως επιτομή του coolness στο ρόλο ενός μαχητικού Μεξικάνου που δρα αθόρυβα.
Μην το χάσεις – παίζεται σε πάνω από 50 αίθουσες και θερινά σινεμά στην Αθήνα.
Στέλλα Χαραμή
Το Σεπτεμβριάτικο 3ήμερο στη Σύρο για το Animasyros είναι από αυτά που περιμένω κάθε χρόνο. Δεν σηματοδοτεί μόνο το τέλος του καλοκαιριού, αλλά μου δίνει την ευκαιρία να βρεθώ με φίλους και συναδέλφους σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου νησιά των Κυκλάδων, σε μια από τις καλύτερες περιόδους για να το απολαύσεις.
Κι αν κάποτε οι ιδρυτές του, Βασίλης Καραμητσάνης και Μαρία Ανεστοπούλου, το αποκαλούσαν τρυφερά «boutique φεστιβάλ», σήμερα αυτό ανήκει στο παρελθόν. Στα 18 του χρόνια, το Animasyros έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο φεστιβάλ animation στη Μεσόγειο και ένα από τα σημαντικότερα διεθνώς. Και φαίνεται: για τις επτά μέρες που διαρκεί πλέον το φεστιβάλ, η Ερμούπολη σφύζει από νεανική ενέργεια, δημιουργούς από όλο τον κόσμο, φοιτητές και επαγγελματίες που ήρθαν για προβολές, εργαστήρια, networking ή απλά για ν’ απολαύσουν ταινίες και τη μοναδική ατμόσφαιρα του Animasyros.
Φέτος προβλήθηκαν 280 ταινίες από 50 χώρες σε επτά διαγωνιστικά τμήματα, τέσσερα θεματικά αφιερώματα, το καθιερωμένο Διεθνές Πανόραμα και ένα χορταστικό πρόγραμμα με ταινίες ειδικά επιλεγμένες για παιδιά. Ιδαίτερο ενδιαφέρον είχε το αφιέρωμα στους Great Greek Masters που μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε κάποιους από πρωτοπόρους του ελληνικού animation. Η ισχυρή διεθνής διάσταση του φεστιβάλ φάνηκε και από την παρουσία του θρυλικού animator Bill Plympton ο οποίος παρουσίασε ρετροσπεκτίβα του έργου του, αλλά και masterclass που αποτέλεσε κορυφαία στιγμή για νέους animators και φοιτητές.
Στην καρδιά του Animasyros οι παράλληλες δράσεις: Τα εκπαιδευτικά εργαστήρια για παιδιά, εφήβους, αλλά και ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, που φέρνουν την τοπική κοινότητα σε επαφή με το animation και δημιουργούν μικρές ομάδες και δίκτυα που ζουν και μετά το τέλος του φεστιβάλ.
Και φυσικά όλα τα πάρτι και οι βραδινές συναντήσεις που δίνουν την ιδανική αφορμή για ανεπίσημο networking. Από τα highlight του φεστιβάλ είναι οι επισκέψεις σε εμβληματικά κτίρια –όπως το εντυπωσιακό αρχοντικό του 19ου αιώνα της οικογένειας Κοή- που τα τελευταία χρόνια ανοίγει φιλόξενα στους επισκέπτες του Animasyros δίνοντας μας την ευκαιρία να θαυμάσουμε την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά του νησιού.
Φύγαμε από τη Σύρο μετρώντας -ήδη- αντίστροφα για την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε στο νησί, γιορτάζοντας μαζί με το 19ο Animasyros και 200ή επέτειο της ίδρυσης της Ερμούπολης.
Μάρη Τιγκαράκη
Πριν από λίγες ημέρες επιτέλους ολοκλήρωσα την Τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο, το βιβλίο που αποφάσισε η λέσχη ανάγνωσης, στην οποία συμμετέχω, να διαβάσουμε μέσα στο καλοκαίρι. Αν έχετε κι εσείς διαβάσει τα Πράγματα του Ζωρζ Περέκ, τότε ίσως αυτό το βιβλίο να σας φανεί γνώριμο. Η υπόθεση είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Ένα ζευγάρι από την Ιταλία αναζητά την τελειότητα στο Βερολίνο – όμως μέσα από εντυπωσιακές δεξιώσεις, αντικείμενα μινιμαλιστικής αισθητικής και ένα φαινομενικά τέλειο διαμέρισμα, ξεδιπλώνεται η μοναξιά της σημερινής εποχής. Οι εξαντλητικές και, ίσως, άσκοπες περιγραφές του βιβλίου καταφέρνουν να περιγράψουν την υπαρξιακή μοναξιά που μπορεί να αισθάνεται κάποιος, ακόμη και αν έχει φαινομενικά τα πάντα. Η ρηχότητα με την οποία η Άννα και ο Τομ προσεγγίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και τον κόσμο γύρω τους, είναι ο λόγος που τους οδηγεί σε αυτό το ταξίδι για την αναζήτηση της τελειότητας.
Τελειώνοντας το βιβλίο, η πρώτη σκέψη μου ήταν, πως οι ήρωες ήταν απλά ένα επιφανειακό ζευγάρι, το οποίο έχει αλλοιωθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – άλλο ένα φαινόμενο της σημερινής πραγματικότητας. Όμως, η αλήθεια είναι πως η Άννα και ο Τομ αντιπροσωπεύουν ένα ζευγάρι που υπάρχει σε κάθε εποχή – και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που απόλαυσα το βιβλίο αυτό. Με έκανε να προβληματιστώ για καταστάσεις που θεωρούμε σύγχρονες, ενώ τέτοια φαινόμενα μάλλον υπήρχαν και στο παρελθόν, απλώς με διαφορετική μορφή.
Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη
Φωτογραφία: Ρεγγίνα Κορκοβέλου
Δύο πράγματα ακούω όλο πιο συχνά τελευταία. ‘Δεν βλέπω YouTube’ και ‘δεν βγαίνει πια καλή μουσική’. Και τα δύο αυτά, άλλαξε για εμένα μια νέα – εγχώρια μάλιστα – σειρά, το «Beyond the Feed» από το κανάλι Nyma. Η κεντρική ιδέα της σειράς; Να καλεί μουσικούς της indie ελληνικής σκηνής για να μιλήσουν για τη μουσική που τους αρέσει, με έναν μόνο περιορισμό: τα άλμπουμ που θα επιλέξουν να μην υπερβαίνουν τα πέντε χρόνια κυκλοφορίας. Ό,τι έχω δει μέχρι τώρα είναι φοβερά ποιοτικό, το intro, με βίντεο και φωτογραφίες από όλη την Αθήνα, αλλά και πρωτότυπη μουσική, ευρηματικά και ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι από πίσω βρίσκεται μια ομάδα νέων – η ιδέα και η σκηνοθεσία είναι της Φωτεινής Τερζάκη.
Την Πέμπτη βγήκε άλλο ένα επεισόδιο, με το νεοσύστατο rock duo Come, οι οποίοι με φόντο το Entropia Records – ένα πανέμορφο δισκάδικο στην Κυψέλη – μίλησαν για τους αγαπημένους τους δίσκους και καλλιτέχνες, όπως οι Arctic Monkeys, St Vincent, Uknown Mortal Orchestra. Αυτό που εκτίμησα ιδιαίτερα στο επεισόδιο, αλλά και γενικά στη σειρά αυτή, είναι το ότι σε φέρνει σε επαφή με νέα μουσική. Δεν είναι μόνο η μουσική των καλλιτεχνών που καλεί, αλλά και οι προτάσεις τους — οι οποίες συχνά αφορούν τη σύγχρονη underground ελληνική σκηνή — που έχουν εμπλουτίσει σημαντικά τις playlist μου. Σε μία εποχή που καθημερινά ακούμε για το πως «δε βγαίνει πια καλή μουσική» και σε μία χώρα που οι μουσικοί, ιδίως αυτοί που δεν είναι ήδη καταξιωμένοι, υποτιμούνται, το «Beyond the Feed» έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι καλή μουσική ακόμα βγαίνει, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να της δώσουμε μία ευκαιρία.
Ερμιόνη Τσακιράκη
View this post on Instagram
Δεν ξέρω αν ο καφές είναι τελικά ρόφημα ή δικαιολογία για να νιώθω λίγο πιο «άνθρωπος» το πρωί. Ίσως φταίει το φθινόπωρο που μπαίνει πάντα με μια μελαγχολία στο πλάι. Αλλά φέτος, κάπου ανάμεσα σε μια ανάγκη για αλλαγή, αποφάσισα να πάω στο Athens Coffee Festival 2025 στην Τεχνόπολη. Το φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στις 27–29 Σεπτεμβρίου, με περίπτερα από πολλά franchises, αλλά και workshops και DJ sets. Μπαίνοντας στην Τεχνόπολη, συνειδητοποίησα ότι δεν χρειάζεται να είσαι barista ή γνώστης για να χωρέσεις σε αυτό το φεστιβάλ. Αρκεί να έχεις αγάπη – και αντοχή – στην καφεΐνη. Και όσο περπατούσα έβλεπα κόσμο να δοκιμάζει, να συζητά, να γελάει και να βγάζει φωτογραφίες τα ροφήματά του σαν μικρά έργα τέχνης. Κάθε stand είχε τον δικό του χαρακτήρα: κάποια με κλασικούς καφέδες φίλτρου, άλλα με δημιουργικά blends και πρωτότυπες συνταγές που σε προκαλούσαν να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό.
Εξερεύνησα και εγώ κάποιες πιο “τολμηρές” επιλογές: matcha με φιστίκι και λευκή σοκολάτα, καφέ με μπλε χρώμα από σπιρουλίνα, latte με miso. Όλα τους είχαν κάτι ξεχωριστό και απρόσμενο, εκπλήξεις που ακόμα κι αν ακούγονται «περίεργες» πραγματικά άξιζαν – και νομίζω ότι όλοι οι λάτρεις του καφέ εκτιμούν την ευκαιρία να δοκιμάσουν κάτι καινούριο. Και αυτό νομίζω είναι και η αξία του Athens Coffee Festival. Προσφέρει ποικιλίες και blends που δεν βρίσκεις εύκολα και παράλληλα φέρνει πιο κοντά τους επαγγελματίες του χώρου στο κοινό. Ίσως η γνωστή πρόσκληση «πάμε για καφέ;» να μην είναι τελικά απλώς μια συνήθεια, αλλά μια μικρή υπενθύμιση ότι γύρω από ένα φλιτζάνι μπορείς να συναντήσεις κάτι νέο.
Κάτια Τριανταφύλλου
Η αιώνια τηλεοπτική ελληνική πραγματικότητα ξαναχτυπά — και όσο κι αν μου έλειψε να γράφω ειρωνικά τσιτάτα για την κάποια κατάντια της «δημοσιογραφικής» ιδιότητας στην τηλεόραση, κάπου ΩΠΑ. Ναι, φυσικά και μιλάω για το, κατά τα άλλα εξαιρετικά σοβαρό και προβληματικό περιστατικό όπου ο ηθοποιός Βασίλης Μπισμπίκης, μάλλον υπό την επήρεια αλκοόλ, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε, χτύπησε τρία σταθμευμένα Ι.Χ. και μια μάντρα, και εξαφανίστηκε από το σημείο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα – άλλωστε, τι έχει μείνει να ειπωθεί πλέον γι’ αυτό το τροχαίο; Σχεδόν 24/7, όλη την εβδομάδα που μας πέρασε, κάθε είδους εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση – από ενημερωτική, μέχρι ψυχαγωγική, ακόμα και μαγειρική πιθανότατα – ασχολήθηκε με τον ηθοποιό. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν ήταν το κατακριτέο περιστατικό και η συμπεριφορά του· ήταν η Δέσποινα Βανδή, με την οποία διατηρεί σχέση· η Δανάη Παππά, με την οποία χόρευε στο γλέντι πριν το τροχαίο· οι συγγενείς των «θυμάτων» που τους έστειλε γλυκά· και οι συνεχείς, αδιάκοπες δηλώσεις του «μετανιωμένου» Βασίλη Μπισμπίκη. Αγαπημένη στιγμή; Εκείνη που ο Ευαγγελάτος, στο Mega, σαν άλλη Marvel με CGI, εμφανίζεται μέσα στο αμάξι του Βασίλη Μπισμπίκη για να αναλύσει το θέμα στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού.
Γιατί φυσικά, δεν υπάρχουν σημαντικά θέματα αυτή την περίοδο που να αφορούν τη χώρα μας – όπως η απεργία πείνας ενός πατέρα που ζητά απαντήσεις για το παιδί του, το νομοσχέδιο του 13ωρου, τα «πόθεν έσχες» των πολιτικών αρχηγών και υπουργών, το νέο στρατιωτικό νομοσχέδιο που τινάζει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων στον αέρα, μια γενοκτονία στο Νότο, και μια ελληνική αποστολή προς τη Γάζα από την οποία αγνοούνται Έλληνες και Ευρωπαίοι πολίτες. Όχι, παιδιά, έχετε δίκιο. Το «αποκλειστικό» ρεπορτάζ που θέλει τον Βασίλη Μπισμπίκη να καλεί τη Δέσποινα Βανδή μετά το περιστατικό και να της λέει «Δέσποινα, έκανα μ@λ@κί@» είναι τρομερά σημαντικότερο από όλα τα υπόλοιπα που συμβαίνουν. Ελπίζω να είναι εμφανής η ειρωνεία μου (daaa).
Μαρία Βαλτζάκη