Bella Ciao#34 – Το άγχος του sold out
Το Bella Ciao νοσταλγεί την εποχή που το να δεις μια παράσταση δεν ήταν τόσο αγχωτική διαδικασία…

Αυτοί οι πίνακες με τις ψηφιακές ουρές που τρέχουν σε μια οθόνη και η οργάνωση ενός πλάνου με πέντε φίλους να μπαίνουμε όλοι ταυτόχρονα από τη δική μας συσκευή για να κλείσουμε ένα εισιτήριο, αρχίζουν να μου τη δίνουν στα νεύρα.
Έχω βρεθεί σε ουρές που δεν είχαν τέλος σε δημόσιες υπηρεσίες, αλλά να είμαι μπροστά από μια οθόνη ώρες για το πολυπόθητο εισιτήριο ενός event στην Αθήνα με ξεπερνά. Αυτή η κούρσα με χαλάει· δεν έχει κανένα νόημα. Να προλάβω τι; Η εμπειρία της θέασης μετατρέπεται σε αγώνα δρόμου: «προλάβετε», «sold out», «exclusive».
Η ψυχαγωγία που ήταν απόλαυση, χαλάρωση, ένα εσωτερικό βίωμα και στη συνέχεια ένα μοίρασμα, μια συζήτηση, κάτι που το κουβαλούσες μέσα σου, έχει γίνει κάτι σαν μαραθώνιος· τρέχουμε όλοι χωρίς να ξέρουμε γιατί. Και αναρωτιέμαι: πόσοι από εμάς είμαστε εκεί γιατί ενδιαφερόμαστε πραγματικά και πόσοι επηρεάζονται από το hype, τα sold out και τη δημιουργία μύθων που στήνουν τα social media; Η εικόνα, το στιγμιότυπο του ενός δευτερολέπτου, το «ήμουν κι εγώ εκεί» δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφήνουν πίσω τους ένα κενό επίδειξης, χάνοντας την πραγματική ουσία. Και ποιον ενδιαφέρει τελικά αν ήσουν κι εσύ εκεί;
Μου λείπει η εποχή που έπαιρνα τηλέφωνο να κλείσω εισιτήριο, που περνούσα από το ταμείο με χρόνο να ωριμάσω την επιλογή μου· να βρεθώ στην Πεσματζόγλου, να πάρω το εισιτήριο για την Επίδαυρο. Δεν ήταν αγώνας δρόμου· ήταν ωρίμανση σκέψης που γεννούσε την επιθυμία και την ανάγκη για σύνδεση με τον δημιουργό. Σήμερα όλα γίνονται σε μια στιγμή: πρέπει ν’ αποφασίσεις τώρα, γιατί αλλιώς σε έφαγε η μαρμάγκα. Έχει χαθεί η διάσταση της εμπειρίας. Σκέφτομαι τις παραστάσεις που έχω δει φέτος το καλοκαίρι, τη σιωπή πριν και μετά, την κοινή ανάσα. Και μετά το άδειασμα, ένα story στο κινητό. Η ουσία εξαφανίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα, γιατί η εμπειρία έχει γίνει προϊόν προς κατανάλωση.
Έχω μπερδευτεί. Είχα μάθει πως η τέχνη είναι πράξη ελευθερίας, είναι μνήμη, είναι διάρκεια στον χρόνο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και, πάνω απ’ όλα, είναι η αλήθεια, όπως μου έλεγε ο δάσκαλός μου στην ΑΣΚΤ. Και πραγματικά δεν με ενδιαφέρουν οι θεσμοί που δεν είναι τίποτα άλλο από εμπορικές εταιρείες, που κρίνουν την τέχνη μέσα από το ψέμα της παραγωγής. Με λυπεί όταν χάνεται η αλήθεια. Θέλω να αλλάξει η νοοτροπία. Θέλω να είμαι εκεί γιατί με ενδιαφέρει, με αφορά· όχι γιατί πρέπει να δείξω ότι είμαι εκεί. Να μην είμαι ένα στιγμιότυπο, αλλά μια πρόκληση και μια πρόσκληση: να το ζήσω, να το αφουγκραστώ και να το θυμηθώ, να συνδεθώ.
Όταν στεκόμαστε σε μια ουρά, ψηφιακή, αόρατη, ατελείωτη, θα πρέπει να αναρωτιόμαστε: για ποιον λόγο το κάνουμε; Για να δούμε το έργο; Για να το ζήσουμε; Ή γιατί πρέπει να είμαστε «μέσα», για να πούμε ότι ήμασταν εκεί; Γνωρίζουμε τι θέλουμε να δούμε; Μας αφορά; Ή μας το επιβάλλει η εικόνα του status μας;