Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Το φαινόμενο Άννα Βίσση
Δεν είχε τύχει να ξαναβρεθώ σε μεγάλη συναυλία της Άννας Βίσση. Την είχα δει live μόνο σε θεατρικές σκηνές στις ροκ όπερες που είχε ανεβάσει και μια καλοκαιρινή βραδιά στο Άλσος. Ωστόσο είναι από τις γυναίκες-καλλιτέχνιδες που σέβομαι βαθιά, για την αντοχή, το ταλέντο και τη συνέπεια που κουβαλά πάνω από μισό αιώνα. Κι έτσι, όταν προέκυψε το χθεσινό Καλλιμάρμαρο, ήξερα ότι έπρεπε να είμαι εκεί, έστω και απλώς για να δω τι είναι αυτό που κάνει τόσες χιλιάδες ανθρώπους να γεμίζουν το στάδιο δύο συνεχόμενες βραδιές.
Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, κατάλαβα. Η Βίσση έχει αυτό το σπάνιο χάρισμα να επικοινωνεί χωρίς καμία απόσταση, να σε κοιτάζει –ακόμα κι αν κάθεσαι πολύ μακριά– και να νιώθεις ότι σου μιλάει προσωπικά. Γύρω μου, πιτσιρίκια που ούρλιαζαν εκστασιασμένα ξέροντας κάθε στίχο, σαραντάρηδες που μεγάλωσαν μαζί της, αλλά και παλιότερες γενιές που έδειχναν να την ακολουθούν από πάντα. Όλοι συντονισμένοι στην ίδια συχνότητα. Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει να γεφυρώνει ηλικίες χωρίς καμία προσπάθεια.
Κι ύστερα είναι η ίδια η εικόνα της. Λαμπερή, όμορφη, με εκείνη τη στόφα της ροκ σταρ που καμία άλλη ελληνίδα ποπ ή λαϊκή ερμηνεύτρια δεν έχει καταφέρει να κρατήσει τόσο αβίαστα. Η ενέργειά της είναι πραγματικά αστείρευτη. Σχεδόν τρεις ώρες στη σκηνή, να χορεύει, να διατρέχει τουλάχιστον τρεις φορές(!) το μήκος του σταδίου για να φτάσει κοντά στους πιο απομακρυσμένους θεατές και να τραγουδά με φωνή που παραμένει εντυπωσιακά γεμάτη. Σέβεται το κοινό της – το καταλαβαίνεις στον τρόπο που σταματάει να μιλήσει, να ευχαριστήσει, να αφιερώσει. Δεν είναι το τυπικό «ευχαριστώ που ήρθατε», αλλά κάτι πιο ειλικρινές, σαν να μας λέει «είμαστε μαζί σε αυτό».
@marytigaraki annavissi, live, #fanatics #kallimarmaro #bandaentopica @monopoligr
Η μπάντα της, δένει άψογα μαζί της, ενώ η σύμπραξη με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών έδωσε ένα απρόσμενο βάθος σε κάποια κομμάτια. Τα οπτικά εφέ, οι χορευτές, όλα προσεγμένα, όπως και όλη η παραγωγή άλλωστε- αλλά το βλέμμα σου κατέληγε πάντα πάνω της.
Φεύγοντας, σκεφτόμουν πως ίσως γι’ αυτό την αγαπούν τόσες γενιές: γιατί αποδεικνύει ότι το πάθος για τη μουσική δεν γνωρίζει ηλικία, και πως ο αληθινός σεβασμός προς το κοινό είναι η μοναδική σταθερά που μπορεί να σε κρατά στη σκηνή για τόσες δεκαετίες.
Μάρη Τιγκαράκη
Επιστροφή στην Marvel με το Fantastic Four: First Steps. Το all star cast (άχαστο duo Pedro Pascal -Vanessa Kirby on and off screen) υποστηρίζει μια ταινία που θέλει να είναι πιο ψυχολογική από ό,τι μας έχουν συνηθίσει ανάλογες παραγωγές της και αλλού πετυχαίνει αλλού όχι αλλά αφήνει μια ωραία γεύση διαφορετικής προσέγγισης στο κόσμο της Marvel. Η οικογένεια στο θεματικό επίκεντρο φέρνει νέο αέρα στις superhero ταινίες και νέο πεδίο εξερεύνησης. Η αισθητική των παλιών αυτοκινήτων, της ΝΥ των 60’s, της retro εικόνας μπλέκεται με το φουτουριστικό, τεχνολογικά εξελιγμένο σύμπαν δημιουργώντας μια μοναδική ταυτότητα, όσο τα VFX βάζουν τον καλύτερο εαυτό τους και παραδίδουν αποτέλεσμα στις σκηνές που διαδραματίζονται εκτός γης. Οι χαρακτήρες της έχουν τις στιγμές τους αλλά σώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ερμηνείες και την εμπειρία των ηθοποιών που σίγουρα πλάθουν τον δρόμο της επόμενης ταινίας. Πολύ ευχάριστο, έως και συγκινητικό, ήθελε λίγο τόλμη παραπάνω στο σενάριο για να γίνει περισσότερο ανατρεπτικό, με απανωτά γεγονότα. Προτείνεται!
Λίνα Ρόκα
Το βράδυ της Τρίτης, βρέθηκα μπροστά στην τηλεόραση και παρακολούθησα τον αγώνα μπάσκετ Λιθουανία – Ελλάδα. Πρέπει να παραδεχτώ πως βλέποντας τις υπεράνθρωπες προσπάθειες και των δύο εθνικών ομάδων να κάνουν περήφανη τη χώρα τους, ήταν αδύνατο να μην συγκινηθώ. Μετά τον αγώνα, οι αντιδράσεις του κόσμου επιβεβαίωσαν αυτό που ένιωθα – δεν ήμουν η μόνη που είχε συγκινηθεί. Αλλά γιατί άραγε μας προκαλούν τόσο έντονα συναισθήματα τα επιτεύγματα της εθνικής ομάδας; Ίσως η απάντηση να κρύβεται πίσω από μια σκέψη που είχα ακούσει κάποτε: «Επειδή δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα σούπερ ήρωες, οι αθλητές είναι ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε αυτούς – και γι’ αυτό τους θαυμάζουμε τόσο πολύ». Οι θυσίες τους, η αφοσίωση και η πειθαρχία τους ενσαρκώνουν την εικόνα του ήρωα που όλοι έχουμε στο μυαλό μας. Και ίσως γι’ αυτό οι ιστορίες τους μας συγκινούν τόσο βαθιά.
«Όταν ήμουν παιδί έπαιζα μπάσκετ σχεδόν κάθε μέρα. Πήγαινα σχολείο, αλλά δεν είχα ούτε τσάντα ούτε βιβλία. Ειλικρινά, δεν με ένοιαζε· ο στόχος μου ήταν να παίξω μπάσκετ. Μετά το σχολείο, γύριζα σπίτι και έτρωγα κάτι –αν και συνήθως δεν υπήρχε φαγητό. Έπειτα έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα για προπόνηση τρεις με τέσσερις ώρες» είχε πει κάποτε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, υπενθυμίζοντας ότι πίσω από κάθε μεγάλη επιτυχία κρύβονται θυσίες και αμέτρητες ώρες σκληρής δουλειάς. Έχουμε συνηθίσει να ακούμε ιστορίες όπου ο φανατισμός και η βία κυριαρχούν στους αθλητικούς χώρους. Επεισόδια, βανδαλισμοί και συμπεριφορές που πλήττουν την ευγενή άμιλλα. Κι όμως, αγώνες όπως αυτός της εθνικής ομάδας την Τρίτη δείχνουν πως το ήθος των αθλητών μπορεί να ανατρέψει αυτά τα φαινόμενα. Μας υπενθυμίζουν ότι ο αθλητισμός δεν είναι μόνο η νίκη ή η ήττα, αλλά ένα κομμάτι του πολιτισμού που έχει τη δύναμη να καλλιεργήσει τον σεβασμό και να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Aκόμη και εκείνους που υποστηρίζουν διαφορετικές ομάδες.
Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη
Πέμπτη βράδυ και καθιερωμένο cinema–night out: πήγα να δω το Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία. Δεν θα πω ψέματα, σε μερικές στιγμές πετάχτηκα από την θέση μου, αλλά overall… πέρασε και δεν ακούμπησε. Ίδια συνταγή και τίποτα που να με κάνει να νιώσω πως αυτό το κεφάλαιο πρόσθεσε κάτι πραγματικά νέο στη σειρά, ειδικά για φινάλε.
Και κάπως έτσι, η εβδομάδα μου συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, αφού το Σάββατο ξαναβρέθηκα στην αίθουσα για το Weapons του Zach Cregger. Ο Cregger είχε ήδη συζητηθεί αρκετά με το Barbarian το 2022, κι εδώ επιστρέφει με μια ιστορία που σε βάζει αμέσως στο κλίμα και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα μέχρι το τέλος. Η υπόθεση; Τα παιδιά μιας τάξης εξαφανίζονται μυστηριωδώς την ίδια νύχτα και την ίδια ακριβώς ώρα, κι ένα παιδί μόνο μένει πίσω. Τότε η κοινότητα αρχίζει να αναρωτιέται ποιος –ή τι– κρύβεται πίσω από όλα αυτά.
Το Weapons σε αρπάζει από τα πρώτα δευτερόλεπτα και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα για δύο ώρες. Τα πολλαπλά POVs λειτουργούν υπέροχα για εμένα εδώ, ξεδιπλώνοντας την ιστορία κομμάτι-κομμάτι και κρατώντας το σασπένς διαρκώς ζωντανό. Τα jumpscares αρκετά επιτυχημένα, ενώ η απουσία μουσικής σε πολλές σκηνές κάνει το συναίσθημα της αγωνίας ακόμα πιο έντονο. Μοναδική μου “ένσταση”: ο παραπάνω σουρεαλισμός σε κάποια σημεία και η απότομη αλλαγή τόνου (ειδικά όσο πλησιάζει προς το τέλος) με ξένισαν λίγο. Δεν θα σχολιάσω τα δυνατά γέλια της αίθουσας… Κλείνοντας, θα πω πως το Weapons αποτελεί για εμένα μια δυνατή προσθήκη στο horror cinema. Και το πιο ωραίο; Γέμισε τις αίθουσες, κάτι που είχα καιρό να δω στον μικρό κινηματογράφο της γειτονιάς μου.
Ευδοκία Βαζούκη

Η Μάρθα Φριντζήλα με καρφίτσα για την Παλαιστίνη στην εκπομπή της ΕΡΤ
Μέσα στην εβδομάδα, η Μάρθα Φριντζήλα βρέθηκε καλεσμένη στην εκπομπή του Φώτη Σεργουλόπουλου και της Τζένης Μελιτα, Πρωίαν σε είδον. Εκεί, για τις προσπάθειες της να δώσει ζωή στα ερημωμένα χωριά της Αρκαδίας, αλλά και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μεγαλώνοντας, για τη σοφία που αυτές οι εμπειρίες τής χάρισαν. Μάλλον αναπόφευκτα, μίλησε και για τη Γάζα. Με τον Φώτη Σεργουλόπουλο να μιλάει για τα αυξανόμενα περιστατικά βίας με θύματα παιδιά (μάλλον περισσότερο σε υποθέσεις της ελληνικής επικαιρότητας αναφερόταν βέβαια ο ίδιος), η Μάρθα βρήκε την ευκαιρία να αναφερθεί στη μεγαλύτερη και πιο βίαιη επίθεση που βιώνουν εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά αυτή τη στιγμή: στη γενοκτονία στην Παλαιστίνη. “Οφείλουμε συγγνώμη στα παιδιά της Γάζας. Τα διαλύσαμε για πάντα. Τι είναι αυτά που κάνουν οι κυβερνήσεις μας;” είπε μεταξύ άλλων και με μεγάλη λύπη πρόσεξα ότι οι παρουσιαστές ήταν κάπως άβολοι στο άκουσμα αυτής της τοποθέτησης, με τον Φώτη Σεργουλόπουλο να σπεύδει να την ρωτήσει αν… “ο θυμός αλλάζει τη διάθεσή της”. Μπορεί να κάνω μεγάλο λάθος, αλλά ένιωσα ότι αυτή η ερώτηση ήταν μια προσπάθεια να αλλάξει το θέμα της συζήτησης. Η Μάρθα, φυσικά, το γύρισε πάλι στο θέμα της Παλαιστίνης, απαντώντας ότι έχει θυμό “για το πού καταλήγουμε οι άνθρωποι, πού οδεύει η ανθρωπότητα. Για την αναισθησία μας και για τον φόβο. Δηλαδή πριν μου λένε από την παραγωγή να βγάλουμε την καρφίτσα γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι. Οχι… Γιατί να βγάλουμε την καρφίτσα; Τι φοβόμαστε; Φοβόμαστε να πούμε τι πιστεύουμε;”.
Θα σκεφτόταν κανείς ότι αυτή η – αρκετά σοβαρή, αν με ρωτάτε – αποκάλυψη θα “έπαιζε” παντού. Κι όμως, μέχρι την ώρα που γράφεται αυτο το κειμένο, τα περισσότερα μέσα ασχολήθηκαν με τις δηλώσεις για την προσωπική της ζωή – κάποια, μάλιστα, με clickbait τίτλους (“Γιατί να σε συγχωρήσω ενώ μου διέλυσες τη ζωή;” και τα συναφή). Η δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας ζει και βασιλεύει – ειδικά όταν σου επιτρέπει να αγνοήσεις παντελώς δηλώσεις στήριξης προς την Παλαιστίνη. Όσο και να προσπαθούν, όμως, εμείς είμαστε εδώ και ακούμε. Γιατί η γενοκτονία στην Παλαιστίνη δεν είναι “old news”, δεν είναι κάποιο δευτερεύον θεμα. Είναι θέμα υψίστης σημασίας, ειδικά τώρα που το σχέδιο εξάλειψης των Παλαιστινίων κλιμακώνεται. Την ώρα που συνάδελφοί μας δημοσιογράφοι δολοφονούνται από το κράτος του Ισραήλ, δεν γίνεται να μένουμε σιωπηλοί, ούτε να αλλάζουμε την κουβέντα.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Μέσα σε κλίμα έντασης και ταραχής – και ενώ ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ της Βενετίας Αλεξάντερ Πέιν – απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση για το Παλαιστινιακό, μάθαμε ότι 2.000 προσωπικότητες του Χόλυγουντ πήραν θέση και μάλιστα ηχηρή, υπογράφοντας μία ανοιχτή επιστολή, με την οποία δεσμεύονται να μην συνεργαστούν με ισραηλινούς φορείς. Αντί να περπατήσουν το κόκκινο χαλί, επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τη φωνή τους και γυρνούν την πλάτη στους συνενόχους. Στο στόχαστρο της επιστολής μπαίνουν ισραηλινά κινηματογραφικά ιδρύματα, φεστιβάλ, εταιρίες παραγωγής, ακόμη και κινηματογράφοι που κατηγορούνται με οποιονδήποτε τρόπο για συνενοχή στη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού και το απαρτχάιντ.
Η λίστα μοιάζει σαν all-star ταινία, με ονόματα όπως Γιώργος Λάνθιμος, Emma Stone, Olivia Colman, Mark Ruffalo και Javier Bardem. Όμως το σενάριο γράφεται στην πραγματική ζωή και είναι ένα σενάριο ηθικής αντίστασης απέναντι στην καταπίεση. Μια πρωτοβουλία επηρεασμένη από παλαιότερα κινήματα, μας υπενθυμίζει πως πάντοτε η τέχνη θα συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στον αγώνα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Δάφνη Τζώρτζη
Για κάποιο λόγο, καθυστέρησα να δω αυτή τη παράσταση. Από το 2022 παιζόταν παντού, συζητιόταν, γέμιζε θέατρα… κι εγώ απλώς το ανέβαλλα, ξανά και ξανά. Και τώρα προς τα τέλη της καλοκαιρινής της περιοδείας, ήρθε και για εμένα η ώρα να τη δω στο Θέατρο Ηλιούπολης. Ευτυχώς, όπως αποδείχθηκε, οι καλές ιστορίες δεν λήγουν ποτέ στην ώρα τους, σε περιμένουν να τις συναντήσεις όταν είσαι έτοιμος. Ίσως μάλιστα αυτή η καθυστέρηση να έκανε την εμπειρία ακόμη πιο δυνατή.
Η υπόθεση του έργου γράφει: Ο Αμπέλ Ζνόρκο (Γιάννης Μπέζος) είναι ένας συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ που ζει μόνος, αποτραβηγμένος στο Ροσβανοϋ, ένα μικρό νησί στη Θάλασσα της Νορβηγίας, αποφεύγοντας τα πάντα και ειδικά τους ανθρώπους. Έχοντας πρόσφατα εκδώσει το 21ο του βιβλίο που έχει γίνει τεράστια επιτυχία, δέχεται να δώσει συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο που τον πολιορκεί καιρό τον Έρικ Λάρσεν (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης). Άραγε πόσο τυχαία επέλεξε ο Αμπέλ Ζνόρκο τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο και πόσο τυχαία επέλεξε ο Έρικ Λάρσεν τον συγκεκριμένο συγγραφέα;
Είχα ήδη γνωρίσει τον Éric-Emmanuel Schmitt μέσα από “Monsieur Ibrahim et les Fleurs du Coran”, ένα βιβλίο που με είχε συγκινήσει όταν το είχα πρωτοδιαβάσει. Μου είχε δείξει πως ο Schmitt έχει έναν μοναδικό τρόπο να πλάθει χαρακτήρες που μοιάζουν οικείοι, ανθρώπινοι, αλλά και γεμάτοι μυστήριο, και στις «Αινιγματικές Παραλλαγές» το επιβεβαίωσα. Πίσω από τις φαινομενικά αντίθετες φιγούρες του ιδιότροπου συγγραφέα και του επίμονου δημοσιογράφου κρυβόταν η ίδια τρυφερή ματιά στον άνθρωπο που είχα βρει και στις σελίδες του βιβλίου.
Στη σκηνή, η χημεία του Μπέζου και του Δαδακαρίδη ήταν μαγική και όταν τα αστεία στιγμιότυπα συναντούσαν τα τρυφερά λόγια με έκανε να σκεφτώ πόσο ταιριαστοί είναι ο «δύσκολος» σοφός και ο φιλόδοξος νέος, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν το πώς αναδύθηκαν τελικά οι κοινές ανθρώπινες ανάγκες για αγάπη, για κατανόηση. Κι εκεί κατάλαβα πόσο συνεπής είναι ο Schmitt στη γραφή του. Είτε μιλά για έναν ηλικιωμένο παντοπώλη στο Παρίσι στα βιβλία του είτε για έναν διάσημο συγγραφέα στη Νορβηγία, οι ήρωές του κουβαλούν την ίδια δίψα για ζωή.
Κάτια Τριανταφύλλου

@Θωμάς Δασκαλάκης
Ο Γιάννης Χουβαρδάς κατέβηκε στην Επίδαυρο φέτος το καλοκαίρι με την παράσταση «Οιδίπους: από το σκοτάδι προς το φως», ένα έργο που μπλέκει τα δύο έργα του Σοφοκλή σε μια ενιαία παράσταση, με ένα λαμπερό καστ ηθοποιών και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως Κρέοντα. Δυστυχώς, μέχρι την Επίδαυρο δεν κατάφερα να πάω, αλλά ως την Πετρούπολη και το Θέατρο Πέτρας κατάφερα· και τη Δευτέρα που μας πέρασε αντίκρισα και θαύμασα την μαεστρία με την οποία ο Χουβαρδάς τοποθέτησε τα πιόνια του, έστησε την ορχήστρα του ή οποιαδήποτε άλλη μεταφορά θέλετε, τέλος πάντων.
Εκείνο το στοιχείο που από το πρώτο λεπτό με ενθουσίασε όμως, ήταν τα κοστούμια και η γενικότερη ενδυματολογική προσέγγιση. Η επιλογή του χρώματος των μαλλιών της Ιοκάστης (Στεφανία Γουλιώτη) και, αντίστοιχα, της Ισμήνης (Πηνελόπη Τσιλίκα) – το κόκκινο της φωτιάς – και το μήκος τους, σε συνδυασμό με τα ανύπαρκτα φρύδια και την επιλογή του λευκού ως χρώματος των ρούχων τους, τα βρήκα όλα ιδιοφυή. Επίσης, το φόρεμα (αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι) που φορούσε ο Ορέστης Χαλκιάς, ο οποίος είχε τον διπλό ρόλο του Τειρεσία και της Αντιγόνης: οι λεπτομέρειες στον γιακά, το εσωτερικό ύφασμα… Υπήρχε μια προσοχή στις λεπτομέρειες, η οποία φυσικά επεκτεινόταν και στην υποκριτική απόδοση όλων των ηθοποιών.
Ο Νίκος Καραθάνος, στα μάτια μου, είναι κάτι αντίστοιχο ενός μαραθωνοδρόμου. Η ευλάβεια και η νοητική διαύγεια με την οποία εκτελούσε τον ρόλο του Οιδίποδα – με την έξτρα δυσκολία μάλιστα να μεταπηδά από τον «τύραννο» στον «ἐπὶ Κολωνῷ»- είναι τουλάχιστον αξιοθαύμαστη. Επίσης η χημεία του επί σκηνής με την Καραμπέτη, ως έναν απόλυτα αρρενωπό Κρέοντα, είναι εκρηκτική.
Η εκκλησιαστική live μουσική έκανε τα πάντα πάνω στη σκηνή να δένουν λίγο καλύτερα, καθώς και να γίνονται πιο δραματικά. Μετά από δύο ώρες, το χειροκρότημα κράτησε αρκετά — και δικαίως. Μια παράσταση που μπλέκει δύο ιστορίες σε μία, με τρόπο αρκετά ομαλό, μια εμπειρία εντυπωσιακή.
Μαρία Βαλτζάκη
Την Πέμπτη βρέθηκα ξανά στο φεστιβάλ βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως. Το φεστιβάλ αποτελεί πια μία παράδοση για μένα, που ξεκίνησε όταν με πήγαιναν οι γονείς μου ως παιδί, αλλά συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, καθώς ποτέ δε χάνω την ευκαιρία να κάνω μία βόλτα εκεί. Για ακόμη μια χρονιά, η ατμόσφαιρα έμοιαζε γιορτινή, ενώ οι πάγκοι με τα βιβλία απλώνονταν παντού, δημιουργώντας ένα ζωντανό ταξίδι στις λέξεις για όποιον επιθυμεί να περιηγηθεί σε αυτό.
Η ποικιλία των βιβλίων που προσφέρονταν ήταν το λιγότερο εντυπωσιακή, και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι υπήρχε κάτι για όλα τα γούστα. Από κλασσική λογοτεχνία και σύγχρονα best-sellers μέχρι επιστημονικά βιβλία, βιογραφίες, αστυνομικά μυθιστορήματα και πολλά άλλα. Κοιτάζοντας όλα αυτά τα βιβλία, χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι η βιβλιοθήκη μου δεν έχει άλλη χωρητικότητα, κι ότι η λίστα με τα βιβλία που περιμένουν υπομονετικά να τα διαβάσω είναι ήδη μεγάλη. Από το φεστιβάλ δεν έλειπαν βέβαια και τα κόμιξ, τα μάνγκα, τα παιχνίδια αλλά και οι αφίσες. Ο πάγκος με τις vintage αφίσες, μάλιστα, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον της νεότερης γενιάς, και ήταν πάντα γεμάτος. Πέρα από το ξεφύλλισμα των βιβλίων, αυτό που κάνει το φεστιβάλ ξεχωριστό για εμένα είναι ο κόσμος που περπατάει ανάμεσα στους πάγκους, ο οποίος είναι πάντα πολύς. Το φεστιβάλ συγκεντρώνει όλες τις ηλικίες, γονείς με τα παιδάκια τους στους ώμους, παρέες νέων, εφήβους αλλά και μεγαλύτερους, με όλους να εξερευνούν τα βιβλία με τον ίδιο ενθουσιασμό. Κόντρα στη διαδεδομένη άποψη ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για το διάβασμα πια, το Πεδίον του Άρεως γεμίζει καθημερινά από ανθρώπους που αποδεικνύουν ότι δε χρειάζονται πολλά για να θυμηθούμε όλοι πόσο αγαπάμε τα βιβλία.
Ερμιόνη Τσακιράκη
(+) «Να έχεις ή να είσαι;», ένα ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε ξανά και ξανά

Μετά από μια κουραστική εβδομάδα οι περισσότεροι βιβλιοφάγοι προτιμούν συνήθως ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που θα τους “παρασύρει” μέσα στις σελίδες του εκείνες τις ώρες τις απόλυτης χαλάρωσης. Και πολλές φορές έχω βρεθεί κι εγώ ανάμεσά τους, ωστόσο αυτή η ασταμάτητη δίψα μου για εκείνα τα “μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα” που θα έρχονται ξανά και ξανά στην επιφάνεια όσο υπάρχουν άνθρωποι σε αυτήν τη γη έφερε στα χέρια μου το βιβλίο του Erich Fromm – ψυχαναλυτής βλέπεις, ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας για να αφιερώσω χρόνο στην ανάγνωσή του.
Ήδη από το άνοιγμα της πρώτης σελίδας το περιεχόμενό του δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τον ίδιο τον τίτλο του – άλλωστε από μόνο του το ερώτημα απαιτεί αναλύσεις επί αναλύσεων. «Να έχω λοιπόν ή να είμαι;» Τι είναι αυτό που δίνει υπόσταση στην ύπαρξή μου, η απόκτηση ολοένα και περισσότερων αγαθών που βρίσκονται στην κατοχή μου ή ο προσδιορισμός της ταυτότητάς μου με μοναδικά και ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά που απαρτίζουν τελικά την προσωπικότητά μου; Χωρίς να θέλω να κάνω spoiler, ο Fromm θα ανατρέξει στην άνθιση της κοινωνίας του καταναλωτισμού για να βρει απαντήσεις και θα σταθεί ξεκάθαρα υπέρ της δεύτερης επιλογής. Αυτό ωστόσο που κάνει την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου ενδιαφέρουσα είναι τα δεκάδες νοήματα που έρχονται να αναλυθούν και η συνειδητοποίηση για το πού βρίσκεται καθένας από εμάς. Δεν σας κρύβω ότι, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, βρήκα και τον εαυτό μου κάπου μέσα σε όσους πολλές φορές προτάσσουν την “κτήση” έναντι της “υπόστασης”. Και αναλογίστηκα ότι για να προσεγγίσω καλύτερα την αληθινή ελευθερία, τη δημιουργικότητα και την ανεξαρτησία – όπως λέει κι ο συγγραφέας – ήρθε η στιγμή να αναθεωρήσω πράγματα και καταστάσεις. Τι κάνει εξάλλου πιο ενδιαφέρον ένα βιβλίο αν δεν έρχεται να σε προβληματίσει;
Μιλένα Αργυροπούλου