MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
24
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
HOT OR NOT

Hot or Not #181: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα

Αυτή την εβδομάδα ξεχυθήκαμε στα θερινά και είδαμε ταινίες που μας ενθουσίασαν, μας συγκίνησαν, μας προβλημάτισαν – δυστυχώς με λιγότερο ενθουσιασμό και περισσότερο προβληματισμό παρακολουθήσαμε και την επικαιρότητα. Ακολουθούν όλα όσα μας έκαναν εντύπωση – και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας.

Monopoli Team | 24.08.2025

Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!

(+) Bring Her Back – Το horror όπως πρέπει να είναι

Μιας και κυκλοφόρησαν τόσα θρίλερ αυτήν την εβδομάδα (και αφού ήξερα ότι θα τα έβλεπα αργά ή γρήγορα), αποφάσισα να πάρω όλη την οικογένειά μου στην Πάτρα, στην πρεμιέρα της ταινίας Bring Her Back των αδερφών Philippou. Δεν είμαι πολύ σίγουρη πως ενθουσιάστηκαν όλοι με το concept της ταινίας (και ιδιαίτερα με το κομμάτι του gore), όμως ήταν η καλύτερη ευκαιρία να πάμε όλοι μαζί σινεμά μετά από πολύ καιρό – και εγώ, τουλάχιστον, εκτίμησα το «καλλιτεχνικό χάος» της, μια στιγμή που το horror σαν είδος είναι πιο δημοφιλές από ποτέ. Όλο και περισσότερες ταινίες τρόμου κυκλοφορούν και μπορεί να είναι εντυπωσιακή αυτή η πρωτοφανής ποσότητα, είναι όμως φανερή και η μείωση της ποιότητας, με reboots δημοφιλών franchises που τείνουν να βασίζονται υπερβολικά σε αυτό που άφησε η «κληρονομιά τους» τους αντί να αφηγούνται μια καλή ιστορία. Μέσα σε όλα αυτά, τα indie films ξεχωρίζουν σαν «φάροι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το ντεμπούτο των Danny και Michael Philippou, Talk To Me, αλλά και η νέα τους ταινία, στην οποία εξερευνούν για άλλη μια φορά τον κόσμο του πνευματικού τρόμου. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, τα ετεροθαλή αδέλφια Andy και Piper πηγαίνουν να ζήσουν με τη θετή μητέρα τους Laura. Η ίδια ακόμα προσπαθεί να ξεπεράσει τον χαμό της κόρης της Cathy, η οποία ήταν τυφλή όπως και η Piper. Έχει επίσης ένα άλλο θετό παιδί, τον Oli, ο οποίος είναι επιλεκτικά μουγκός και έχει δυσκολία να αλληλεπιδράσει με τους άλλους. Η Laura φαίνεται αρκετά ευγενική, αλλά σιγά-σιγά αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια και η συμπεριφορά της αποκαλύπτει το σκοτεινό της κίνητρο: σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ένα τελετουργικό για να αναστήσει την κόρη της, χρησιμοποιώντας την Piper ως ξενιστή για το πνεύμα της Cathy.

Η ταινία καταφέρνει να χτίσει την ένταση σιγά-σιγά. Από την πρώτη σκηνή σε φέρνει σε αμηχανία, δίνοντας μια αίσθηση ανησυχίας, σαν κάτι να πηγαίνει λάθος. Και όταν φτάνει στα σημεία κορύφωσης καταλαβαίνεις ότι κάθε στιγμή είχε χτιστεί, έτσι ώστε να σε σπρώξει στα όρια της αντοχής. Ο σωστός τρόμος δεν είναι το φτηνό jump scare, ούτε αυτός που λούζεται στο αίμα για το σοκ και μόνο. Είναι η δύναμη της ατμόσφαιρας, της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η φρίκη που δεν αποκαλύπτεται μόνο, αλλά που την νιώθεις. Έμεινα έκπληκτη από το πόσο μου άρεσε αυτή η ταινία, μιας και είμαι ‘δύσκολη’ στο horror. Εδώ, όμως, οι Philippou κατάφεραν να με αιχμαλωτίσουν με την ατμόσφαιρα, με τις λεπτομέρειες στις σχέσεις των χαρακτήρων, με την αργή αλλά αδυσώπητη ένταση. Όχι μόνο τρόμαξα, αλλά ένιωσα και να με συγκλονίζει η ιστορία.
Κάτια Τριανταφύλλου

(+) Είκοσι πέντε χρόνια μετά, είμαστε ακόμη «In the Mood for Love»

Έχοντας ακούσει πολλά για τις ταινίες του Wong Kar Wai, αποφάσισα να πάω στον κινηματογράφο Ριβιέρα στην καρδιά των Εξαρχείων – ιδανικό για να συνδυάσεις σινεμά με ποτό – για την προβολή της πλέον κλασσικής ταινίας του, «In the Mood for Love», με την εξής – φαινομενικά απλή – υπόθεση: Ένας άνδρας και μία γυναίκα  – και οι δύο παντρεμένοι – μετακομίζουν σε διπλανά διαμερίσματα και αντιλαμβάνονται ότι οι συντρόφοι τους έχουν εξωσυζυγική σχέση μεταξύ τους.

Το πρώτο που με κέρδισε στην ταινία ήταν η σκηνοθεσία. Τα πλάνα της ταινίας δεν ήταν μόνο πολύ όμορφα φτιαγμένα, αλλά κάθε πλάνο ήταν και άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλοκή. Η σκηνοθετική επιλογή, για παράδειγμα, να μη δούμε ποτέ ως κοινό τα πρόσωπα των συντρόφων των πρωταγωνιστών μου φάνηκε πολύ ευρηματική. Η κάμερα, επίσης, παίζει πολύ με τους καθρέφτες και τις μισόκλειστες πόρτες, δίνοντας μας πολλές φορές την εντύπωση ότι εισβάλλουμε μέσα στα πολύ προσωπικά κι απόκρυφα συναισθήματα των χαρακτήρων. Ένιωσα ότι κάθε πλάνο είχε τόση σημασία, που δεν μπορούσα να κοιτάξω αλλού ούτε για λεπτό.

Παρά το γεγονός ότι η ταινία διαδραματίζεται στα 60ς του Χονκ Κονγκ, ο τρόπος που η κοινωνία που περιβάλλει τους πρωταγωνιστές σχολιάζει την κάθε τους κίνηση μου θύμισε την ελληνική πραγματικότητα, σε παλιότερες εποχές αλλά και σήμερα. Είναι ακριβώς αυτοί οι κοινωνικοί κανόνες, αλλά και οι ηθικοί πυλώνες των ίδιων των πρωταγωνιστών, που δεν τους επιτρέπουν να ενδώσουν στα συναισθήματα που αναπτύσσουν ο ένας για τον άλλον κι έτσι ο έρωτας τους μένει για πάντα ανεκπλήρωτος. Συνήθως η μοναξιά είναι δύσκολο συναίσθημα να αποτυπωθεί σε μια ταινία, αλλά ο τρόπος που την παρουσίασε εδώ ο σκηνοθέτης μου φάνηκε μοναδικός. Και οι δύο πρωταγωνιστές, παρά τους γάμους, τις φιλίες και τους γνωστούς τους είναι μοναχικοί. Αποζητούν – αλλά και συγχρόνως απαρνιούνται στον εαυτό τους – την ανθρώπινη σύνδεση. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως βαριέμαι πλέον να βλέπω ταινίες για εξωσυζυγικές σχέσεις, καθώς είναι ένα θέμα πολυπαιγμένο. Αντί όμως να αναλωθεί στην εκδίκηση ή τον θυμό των χαρακτήρων, αυτή η ταινία έκανε μία βαθιά ανάλυση στη μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης, με τρόπο που πιστεύω μας αγγίζει όλους. Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας και μία ωδή στη μοναξιά, η ταινία θα μείνει μαζί μου για πολύ καιρό.
Ερμιόνη Τσακιράκη

(+) Αγάπη = Τρέλα ή αλλιώς μια ιδανική κομεντί για θερινό

Για όσες και όσους είχαν παρακολουθήσει την ταινία του Πάολο Τζενοβέζε “Τέλειοι ξένοι”, πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, θα έχουν ένα παραπάνω δέλεαρ για να δουν τη νέα προσέγγιση του στις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις. Βέβαια, το “Αγάπη = Τρέλα” δεν έχει τις αρετές της παλαιότερης δουλειάς του Ιταλού σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Αφηγείται το πρώτο ραντεβού ενός ζευγαριού που γνωρίστηκαν πρόσφατα σε ένα μπαρ και απόψε συναντώνται ξανά στο διαμέρισμα της κοπέλας. Η Λάρα και ο Πιέρο έχουν ένα ενδιαφέρον βράδυ, μέχρι που ο πρώην σύντροφος της πρώτης εμφανίζεται στο σπίτι με ένα μονόπετρο!  Και φυσικά, δεν είναι μόνοι τους. Οι φωνές στο κεφάλι τους – οι προσωπικές παρορμήσεις, οι επιθυμίες και οι κοινωνικές επιταγές – παίρνουν σάρκα και οστά, συσκοτίζοντας τη σκέψη τους με αποτέλεσμα το ραντεβού να περιπλακεί κι άλλο.

Έχουμε, λοιπόν, μια γρήγορη, σπιρτόζικη αισθηματική κομεντί που σχολιάζει τα στερεότυπα των φύλων, ανάλαφρη σαν καλοκαιρινό αεράκι – άρα και πρόσφορη για μια απροβλημάτιστη έξοδο σε θερινό σινεμά. Και με συμπαθητικές ερμηνείες από τους Πιλάρι Φολιάτι και Εντουάρντο Λέο. Το κακό είναι πως ακολουθεί όλα (μα όλα) τα κλισέ του είδους. Και κάτι μου λέει πως, καθώς το έργο έχει τη δομή ενός θεατρικού, θα ήταν ιδανικό για adaptation από αθηναϊκές σκηνές εμπορικής κλίμακας.
Στέλλα Χαραμή

(+) Something Wicked: Τρομακτικές ιστορίες σε καλοκαιρινό φόντο

Το καλοκαίρι είναι στο συλλογικό υποσυνείδητο άμεσα συνδεδεμένο με εικόνες και συναισθήματα ξεγνοιασιάς και διασκέδασης. Συχνά όμως οι αφύσικα άδειοι δρόμοι, η ασυνήθιστη ησυχία ή και τα σκοτεινά νερά που βλέπουμε από το κατάστρωμα του πλοίου, μπορεί να κρύβουν κάτι το απόκοσμο και το τρομακτικό. Αυτή η απροσδιόριστη αίσθηση καλοκαιρινού τρόμου, η τόσο ξένη από το ελληνικό καλοκαίρι, που εμείς την συναντάμε μόνο σε αμερικάνικες ταινίες τύπου Children of the Corn και Παρασκευή και 13, είναι το κεντρικό θέμα της νέας σεζόν του podcast “Something Wicked” της Μαρίας Βασιλικού.

Γνωστή κυρίως για τα true crime βίντεο της στο YouTube, η Βασιλικού ξεκίνησε αυτό το podcast με θέμα τον τρόμο και το υπερφυσικό το 2024 και φέτος το καλοκαίρι επανήλθε δυναμικά με νέα επεισόδια κάθε εβδομάδα: Ιστορίες στοιχειωμένων πλοίων και κατασκηνώσεων, θρύλοι από τα Απαλάχια όρη αλλά και ιδέες για διακοπές σε στοιχειωμένα μέρη είναι μερικά από τα θέματα που αναπτύσσει σε μια ποντκαστική Summerween* γιορτή. Και αν και δεν είμαι γενικά φανατική του τρόμου, αυτό το καινούργιο φίλτρο μέσα από το οποίο μπορούμε να κοιτάξουμε το καλοκαίρι ήταν μια ενδιαφέρουσα και αναζωογονητική αλλαγή. Εξάλλου δεν πρόκειται για τόσο απίστευτα τρομακτικές ιστορίες όσο για λαϊκά παραμύθια, από τον Ιπτάμενο Ολλανδό μέχρι μύθους των Ινδιάνων Τσερόκι. Ιστορίες που είτε σε τρομάζουν είτε όχι, ξυπνάνε -όπως όλα τα παραμύθια- αυτό το παιδικό, μαγικό συναίσθημα, ότι η πραγματικότητα κρύβει και κάτι παραπάνω από αυτό που βλέπουν τα μάτια μας. Σε συνδυασμό με το χιούμορ της Βασιλικού, αποτελούν μια ιδανική, χαλαρή παρέα για ήσυχα καλοκαιρινά βράδια. Ή και πρωινά, για τους πιο φοβητσιάρηδες.

*O εορτασμός του Halloween μέσα στο καλοκαίρι, όρος που προέρχεται από τη σειρά Gravity Falls του Disney Channel. Mην ανησυχείτε, κι εγώ πρώτη φορά τώρα το άκουσα.
Ιωάννα Λυκουροπούλου

(+) Το «No Other Land» στο Νοτιότερο άκρο της Ευρώπης

Είμαι αρκετά τυχερή ώστε να αποκαλώ σπίτι μου ένα μικρό νησάκι κάτω από την Κρήτη που είναι ταυτόσημο με τον παράδεισο – τη Γαύδο. Τα τελευταία χρόνια περνάω εκεί τους Αυγούστους μου, και αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι ένα HOT (πρέπει να πάτε στη Γαύδο!). Αυτή την εβδομάδα που μας πέρασε όμως έκανα κάτι πρωτόγνωρο για μένα στο νησί: είδα σινεμά στο Πέτρινο θεατράκι του Σαρακίνικου. Τα τελευταία χρόνια το Chania Film Festival συνομιλεί κατά κάποιο τρόπο με το νησί του Λιβυκού πελάγους.

Το ντοκιμαντέρ «No Other Land» στάθηκε η αφορμή για να βρεθώ στο αμφιθεατρικό θεατράκι δίπλα ακριβώς από τη θάλασσα, κοιτάζοντας το γαλαξία από πάνω μου. Είχε κάτι μοναδικό η συνθήκη του να βλέπεις την ωμότητα και την ειλικρίνεια από τα πλάνα των ανθρώπων στη Γάζα να χάνουν τα σπίτια τους και να σκοτώνονται, απλά επειδή υπάρχουν, ενώ βρισκόσουν σε ένα μέρος που μοιάζει με την άκρη του κόσμου – ίσως και να είναι.

Η συγκεκριμένη ταινία, η οποία έχει αποσπάσει το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ για το 2025 (bold choice Academy – or not), μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, αλλά δεν είχα προλάβει να τη δω – και πολύ καλά έκανα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω ακριβώς γιατί εκείνη η προβολή στη Γαύδο σήμαινε περισσότερα από μια απλή προβολή ενός πλέον ευρέως γνωστού εξαιρετικού ντοκιμαντέρ. Η ελευθερία, ο πόνος, η μοναξιά, η ησυχία ενός ακριτικού νησιού που διακόπτεται από τις βόμβες που προβάλλονται στο πανί. Όταν τελείωσε η ταινία φωνάξαμε όλοι μαζί – χωρίς να γνωριζόμαστε – «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» σε ένα θεατράκι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης.
Μαρία Βαλτζάκη

(-) Η υπόθεση Μαζωνάκη ή όταν η δημοσιογραφική δεοντολογία πήγε περίπατο

Αυτή, όπως και την προηγούμενη, εβδομάδα, μαθαίνουμε κάθε λεπτομέρεια σχετική με την “υπόθεση Μαζωνάκη”, δηλαδή για την απαράδεκτη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων ενός τραγουδιστή, που τυχαίνει να είναι δημόσιο πρόσωπο και αυτό με έναν μαγικό τρόπο φαίνεται να του αφαιρεί κάθε δικαίωμα στην ιδιωτικότητα που θα έπρεπε φυσικά να έχει. Με την όλη συζήτηση να έχει πάρει “κουτσομπολίστικη” τροπή, φοβάμαι ότι κάπως παραβλέπεται το πιο σημαντικό από όλα, που οχι, δεν είναι ούτε οι δηλώσεις των συγγενών του, ούτε το κυνηγητό για τις πρώτες δηλώσεις του ιδίου, ούτε οι λόγοι που οδήγησαν στον εγκλεισμό του, οι οποίοι – αν και ρίχνουν φως στο άδικο του εγκλεισμού του – παραμένουν επίσης προσωπικά δεδομένα, τα οποία δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε in the first place, αφού η δημοσιοποίηση της υπόθεσης – χωρίς τη συγκατάθεση του ίδιου – είναι φυσικά παράνομη, αλλά και δεν μας αφορά. Και εδώ έρχεται το κομμάτι που δεν πρέπει να παραβλέψουμε. Πέρα από λυπηρή η δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας, είναι και αντιδεοντοντολογική και σε αυτή την περίπτωση παράνομη. Δεν γίνεται να δημοσιεύεται κάτι που υπόκειται στο ιατρικό απόρρητο. Θα έπρεπε να ερευνηθούν, όχι μόνο οι δημοσιογράφοι και τα μέσα που δημοσίευσαν την είδηση, αλλά και οι πηγές τους. Εμείς, ως καταναλωτές των ειδήσεων, ας προσπαθήσουμε να σεβόμαστε την ιδιωτικότητα των άλλων, όπως θα θέλαμε να γίνονται σεβαστά και τα δικά μας δικαιώματα. Το γεγονός ότι κάποιος είναι “διάσημος” δεν σημαίνει ότι δεν έχει ιδιωτικότητα. Και κάτι ακόμα: η ψυχική υγεία δεν είναι κατι “τρελό”, κάτι που θα έπρεπε να μας “σοκάρει”. Δεν έχει διαφορά το να εισαχθεί κάποιος στον Ευαγγελισμό με ίωση, με το να εισαχθεί στο Δρομοκαΐτειο με κάποια άλλη ασθένεια, ψυχικής φύσεως. Και αυτό το λέω, γιατί εννοείται ότι διαβάσαμε και πολλά “τέρατα” με χαρακτηρισμούς που θα έπρεπε να έχουμε αφήσει πίσω μας. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να είμαστε πιο προσεκτικοί με τον λόγο μας. Και να ευχηθούμε καλή δύναμη στον Γιώργο Μαζωνάκη.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου

(+) Οι Wolf Alice μας έδωσαν το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους

Από την Παρασκευή που κυκλοφόρησε βρέθηκα να ακούω το νέο άλμπουμ των Wolf Alice, «The Clearing», ασταμάτητα — όταν έγραφα αυτές τις γραμμές ήμουν ήδη στην πέμπτη ακρόαση. Και αυτό γιατί κάθε τραγούδι έχει κάτι το απρόσμενο· σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να το μαντέψεις από το προηγούμενο κομμάτι και, ακόμη κι όταν το ακούς, ξαφνικά αλλάζει ή μεταμορφώνεται — ίσως όχι ολόκληρο, αλλά μια μικρή λεπτομέρεια ή διάθεση που σε εκπλήσσει. Άλλωστε, αν κάτι χαρακτηρίζει τους Wolf Alice από το ξεκίνημά τους, είναι η ρευστότητα με την οποία κινούνται ανάμεσα στα μουσικά είδη, σε κάθε άλμπουμ και σε κάθε τραγούδι — χάρη και στα φωνητικά της εκπληκτικής Ellie Rowsell. Στο νέο άλμπουμ, αν και κάθε τραγούδι φοράει τον δικό του μουσικό μανδύα — soft rock, dream pop, Americana/folk, μπαλάντες, νοσταλγικά ταξίδια-φόρος τιμής στην εναλλακτική ροκ υφή των ’70s και ’90s — υπάρχει μια ονειρική, αιθέρια κλωστή που τα διαπερνά και τα ενώνει, χαρακτηριστική του συγκροτήματος.

Αγαπημένα κομμάτια; Είναι δύσκολο να διαλέξεις ανάμεσα στα έντεκα του «The Clearing». Από το ενδοσκοπικό και ατμοσφαιρικό εναρκτήριο «Thorns», για την καλλιτεχνική ειλικρίνεια και ευαλωτότητα, στο πρώτο single του άλμπουμ, το «Bloom Baby Bloom»: πιο ενεργητικό και εξωστρεφές, όπου η ροκ αιχμηρότητα γίνεται πιο απαλή χάρη στις μελωδικές επιρροές της britpop που το καθιστούν φωτεινό και προσιτό — άλλωστε είναι κάτι σαν ύμνος στην ανθεκτικότητα. Έπειτα η παιχνιδιάρικη οικειότητα του «Just Two Girls», για την τρυφερότητα και την αμφισημία της γυναικείας φιλίας· η folk ευαισθησία του «Leaning Against the Wall»· η soft-rock, κινηματογραφική αίσθηση του «Passenger Seat» — ένα από τα κομμάτια που φτιάχνουν ολοκάθαρη εικόνα στο μυαλό σου. Και βέβαια το «White Horses», όπου οι Wolf Alice φλερτάρουν αρχικά με Americana, περνούν σε Fleetwood Mac vibes και καταλήγουν στο ρεφρέν με την ερμηνεία της Ellie Rowsell να θυμίζει την κρυστάλλινη καθαρότητα της Dolores O’Riordan των Cranberries. Κι όμως, είναι το τελευταίο τραγούδι, το «The Sofa», που με συγκινεί περισσότερο. Ίσως γιατί ταυτίζομαι με τον τρόπο που η γυναίκα της ιστορίας αγκαλιάζει και επαναδιεκδικεί την πολύπλοκη ψυχοσύνθεσή της μέσα από τη μελωδική απαλότητα και τρυφερότητα της μπαλάντας.
Αριστούλα Ζαχαρίου

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Σχετικά Θέματα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Hot or Not #180: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Bella Ciao#29: Ο αιματηρός δρόμος προς την κάθαρση
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Hot or Not #179: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Hot or Not #178: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Hot or Not #177: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Ένα ταξίδι στην ιστορία του θεάτρου από τη Λίνα Νικολακοπούλου
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Η πατριαρχική βία σε καιρούς πολέμου και ειρήνης, μέσα από τη γυναικεία φωνή
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Hot or Not #176: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Bella Ciao#26: Είδα ένα όνειρο…
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Στη Σύρο χορεύουμε Ακροποδητί το ξημέρωμα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Hot or Not #175: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα
ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
Bella Ciao#24: Η “μάχη” της Αντιγόνης στην κερκίδα…