Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, ακούσαμε μουσική, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Ghibli Nights στα θερινάΠηγή: Cine Αλεξάνδρα /Facebook
Πρώτο θερινό για φέτος και δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει καλύτερα: Είδα την «Ναυσικά της Κοιλάδας των Ανέμων», ένα δυστοπικό έπος του 1984, δημιουργία του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Δευτέρα, λοιπόν, και βρέθηκα στις 11 το βράδυ για μία… Ghibli Night κάτω από τα αστέρια – ένα αφιέρωμα που τρέχει αυτές τις μέρες σε δύο θερινά της Αθήνας. Κάθε Δευτέρα στο Cine Αλεξάνδρα στο Χαλάνδρι και κάθε Τετάρτη στο Σινέ Φλερύ στην Καλλιθέα δίνουμε ραντεβού με τον Μιγιαζάκι και μερικές από τις πιο εμβληματικές (και πια σπάνια προβαλλόμενες) ταινίες του Studio Ghibli — μια ωραία ευκαιρία να τις ξαναδούμε ή και να τις ανακαλύψουμε για πρώτη φορά.
Εγώ έκανα την αρχή με το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιγιαζάκι, που έβαλε τις βάσεις του σύμπαντος του εμβληματικού ιαπωνικού στούντιο όπως το ξέρουμε σήμερα και που αποτελεί τρομακτικά επίκαιρο: ένας πλανήτης στα πρόθυρα της καταστροφής, δύο αντίπαλα έθνη σε πόλεμο, και ανάμεσά τους μια ρομαντική ηρωίδα που φέρει δύναμη, ιδεαλισμό και ελπίδα. Μία ταινία με σαφή αντιπολεμικά και περιβαλλοντολογικά μηνύματα και ζωντανή μία ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Α, κι ένα από τα ωραιότερα σάουντρακ από τον Τζο Χασαΐσι. Έφυγα με το μυαλό γεμάτο εικόνες, σκεπτόμενη αυτό το viral trend που ζήσαμε λίγο καιρό πριν, που με τη βοήθεια του AI αυτό που κάποτε απαιτούσε εβδομάδες δουλειάς για να μπορέσει να συμβεί, πλέον το έχουμε στα χέρια μας σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα. Κούφιο, όμως, χωρίς τη μαγεία που μπορεί να σου χαρίσει μια τέτοια εμπειρία. Μάλλον μια άλλου είδους, σύγχρονη, δική μας δυστοπία…
Ευδοκία Βαζούκη
Φωτό από το live στον Λυκαβηττό την Τετάρτη 28 Ιουνίου
Πολύ δυναμικό ξεκίνημα για το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Με τέσσερις συναυλίες στον Λυκαβηττό –η καθεμία ξεχωριστή και διαφορετικού ύφους–, τα πρώτα sold out στην Πειραιώς 260 και στο Ηρώδειο, αλλά και μια πρώτη –υπέροχη– γεύση από τα live της πλατείας με την ξεσηκωτική latin μπάντα της έναρξης, η αρχή του φεστιβάλ μας γέμισε προσμονή για όσα θα ακολουθήσουν το επόμενο δίμηνο.
Το δικό μου πρώτο φεστιβαλικό τριήμερο ξεκίνησε με μια «συγκινητική» επιστροφή στο Θέατρο του Λυκαβηττού –δεν είχα καταφέρει να πάω μετά την ανακαίνιση– την Τετάρτη 28 Μαΐου, με αφορμή το live που επιμελήθηκε ο MC Yinka. Στη σκηνή ανέβηκε η αφρόκρεμα των αφρο-ελλήνων μουσικών: Ζερόμ Καλούτα, Idra Kayne, Ladele, Άγγελος Αγγέλου, Urban Lynx, μαζί με τον κορυφαίο τρομπετίστα Ανδρέα Πολυζωγόπουλο, που απογείωσε τις ενορχηστρώσεις. Ένα μοναδικό μουσικό χαρμάνι, όπου το hip hop συναντούσε τη jazz και τους ήχους των Βαλκανίων, σε μια βραδιά που άξιζε σίγουρα μεγαλύτερη προσέλευση.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το δεύτερο «τσεκ» στη φετινή φεστιβαλική μου λίστα ήταν η παράσταση «Εδώ έχει δράκους / Hic sunt Dracones» της Αριάν Μνουσκίν, που άνοιξε την αυλαία της Πειραιώς 260. Πρόκειται για τη νέα, επετειακή παραγωγή του εμβληματικού Θεάτρου του Ήλιου, που εδώ και 60 χρόνια παραμένει μία από τις σημαντικότερες θεατρικές κολεκτίβες παγκοσμίως – όχι τυχαία, τα εισιτήρια για όλες τις παραστάσεις είχαν εξαντληθεί από πολύ νωρίς.
Τα θεατρικά έπη της πολυβραβευμένης Μνουσκίν αποτελούν πάντα σημείο αναφοράς, τόσο για τα αιχμηρά πολιτικά τους σχόλια όσο και για τον τρόπο που η ιστορία μπλέκεται με τους μύθους και μεταμορφώνεται σε θεατρική αφήγηση. Η παράσταση που είδαμε στο Φεστιβάλ αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τον υπότιτλο «1917: Η νίκη ήταν στα χέρια μας», η οποία ξεκινά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και μια ηθοποιό μπροστά σε μια τεράστια φωτογραφία του Πούτιν να βρίζει και να φωνάζει στα ελληνικά «σκάσε!», πριν η δράση μεταφερθεί στο 2017, στις μέρες της Ρωσικής Επανάστασης. Οφείλω να παραδεχτώ ότι, παρά τις πολλές αρετές αυτής της δουλειάς –το αναμφισβήτητα υψηλό επίπεδο παραγωγής και το τολμηρό πολιτικό σχόλιο–, η παράσταση δεν με ενθουσίασε. Ο ρυθμός της και η πυκνή πληροφορία της δραματουργίας με κούρασαν αρκετά.
Ωστόσο, το συνολικό πρόσημο της πρώτης μέρας ήταν ξεκάθαρα θετικό: Μαζί με το γνώριμο κοινό της Πειραιώς 260 απολαύσαμε ποτά στην πλατεία και χορέψαμε στους ξεσηκωτικούς latin ρυθμούς της Rosanna Mailan Orchestra, σε μια βραδιά που ήρθε να επιβεβαιώσει –για άλλη μια χρονιά– πως το Φεστιβάλ Αθηνών παραμένει η πιο δυνατή, πολύχρωμη και ζωντανή ανάσα πολιτισμού στο αθηναϊκό καλοκαίρι.
Μάρη Τιγκαράκη
Χρόνια τώρα γκρινιάζουμε – και όχι άδικα – για την απαράδεκτη κατάσταση του πεζοδρομίου έξω από την είσοδο της Πειραιώς 260. Φέτος, με χαρά παρατήρησα ότι στρώθηκαν καινούργιες πλάκες σε ένα μεγάλο κομμάτι του, επιτέλους! Αλλά… όχι σε όλο. Για κάποιον μυστηριώδη λόγο, το υπόλοιπο 10μετρο που πρέπει να διασχίσουμε μέχρι την είσοδο παραμένει σε τριτοκοσμική κατάσταση: σπασμένα κομμάτια, πέτρες, σκουπίδια, λακκούβες, και – ναι, ακόμα – ψοφίμια σε αποσύνθεση.
Δηλαδή, πόσο δύσκολο ήταν να ολοκληρωθεί το έργο μέχρι τη γωνία του πεζοδρομίου; Για τον σημαντικότερο θεσμό του καλοκαιρινού πολιτισμού στη χώρα μιλάμε. Αυτή η εικόνα εγκατάλειψης είναι ντροπιαστική. Εκτός αν θεωρείται κι αυτό μέρος της εμπειρίας – ένα είδος «αστικού ρεαλισμού» πριν μπει κανείς στο θέατρο…
Μάρη Τιγκαράκη
@Γιάννης Καραμπάτσος
Μετά την πρώτη της συγγραφική απόπειρα στους «Ναυαγούς», η Ηρώ Μπέζου τράβηξε για τα καλά την προσοχή μας και για την ιδιότητα της θεατρικής συγγραφέα. Τέσσερα χρόνια μετά, ήρθε να σκηνοθετήσει το δεύτερο έργο της, υφολογικά αρκετά διαφορετικό από τους «Ναυαγούς». Το «Τέρας», όπως είναι ο τίτλος του, περιγράφει σε ένα παραμυθιακό, παραβολικό ποιητικό περιβάλλον την μετατροπή μιας καθημερινής γυναίκας σε serial killer, αφού εξοντώνει τους γονείς, τον άνδρα της και τρομοκρατεί το χωριό στο οποίο κατοικεί.
Ομολογουμένως, η αρχική ιδέα γύρω από την αλλόκοτη επανάσταση μιας σιωπηλής (έως τότε) γυναίκας έχει κάποιο ενδιαφέρον. Η ανάπτυξη της ιδέας αυτής, ωστόσο, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα αφήνοντας τους χαρακτήρες σε εκκρεμότητα και το κείμενο με την διαρκή αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ως εκ τούτου, το βάρος της παράστασης πέφτει στους ηθοποιούς που, χωρίς περιστροφές, τη διασώζουν – με κεντρική την ερμηνεία της Δήμητρας Βλαγκοπούλου και στο πλευρό της την Στέλλα Βογιατζάκη και τον Γιάννη Παπαδόπουλο. Τα αφηγηματικά και δραματουργικά κενά βρήκαν έναν υποστηρικτή στα ηχοτοπία του Φάνη Ζαχόπουλου ενώ το σκηνικό περιβάλλον της Ιωάννας Πλέσσα (ένα τοπίο καμένου δάσους) αναβάθμισε την αισθητική της παράστασης, φέρνοντας το έργο πιο κοντά στον εφιαλτικό μύθο.
Στέλλα Χαραμή
©GERASIMOS MAVROMMATIS
Δεν ξέρω αν το έχω μοιραστεί ποτέ, αλλά είμαι πολύ χαρούμενη για την τέχνη της Αθήνας – και γενικότερα, για την τέχνη στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια, ειδικά, η εικαστική σκηνή της πόλης βρίσκεται στα καλύτερά της. Καλλιτέχνες, χώροι, γκαλερί, εκθέσεις, μουσεία και άνθρωποι που θέλουν να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους- και βασικά, την αγάπη τους – μέσα από καμβάδες, προσπαθούν να διεγείρουν τις αισθήσεις. Σε μια τέτοια συνθήκη βρέθηκα κι εγώ, όταν στάθηκα ανάμεσα στα έργα του παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνη – του οποίου έργα υπάρχουν εκτός των άλλων και στο MOMA – Win Knowlton, στην Kourd Gallery.
Τα μπλε, πράσινα, μαύρα, σκούρα, ανοιχτόχρωμα, φωτεινά ή σκοτεινά τοπία του με μετέφεραν σε μια αίσθηση ταξιδιού. Αν και, όπως μου είπε ο ίδιος, τα έργα δεν δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα – παρόλο που ο ίδιος ο καλλιτέχνης επισκέπτεται τη χώρα μας εδώ και πάνω από 30 χρόνια – ο συγκεκριμένος χώρος ήταν ο ιδανικότερος για την παρουσίασή τους, και μάλιστα για πρώτη φορά στην χώρα μας. Κάπως με συνεπήρε η ελευθερία του πινέλου του και η αγάπη του για την κηπουρική (είναι επαγγελματίας κηπουρός!) και τη φύση, που βρήκε διέξοδο στους καμβάδες. Οι φωτογραφίες της Αστυπάλαιας που κοσμούσαν δύο από τους τοίχους της γκαλερί αποτέλεσαν μια εξαιρετική επιμελητική πινελιά, ως φόντο πίσω από τα έργα (η επιμέλεια είναι της [συμπληρώστε το όνομα]). Αν θέλετε να κάνετε μια βόλτα μέσα στη φύση, μέσα από μικρά και μεγάλα “παράθυρα”, περάστε από τη Kourd Gallery. Η έκθεση του Knowlton με τίτλο «Weather or not» θα βρίσκεται εκεί μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου. Βάλτε το στο καλεντάρι σας!
Μαρία Βαλτζάκη
Όσο βασανιστική κι αν είναι κανονικά η αναμονή, δεν έχω καλύτερο από το να περιμένω να κυκλοφορήσει ο νέος δίσκος αγαπημένου μου καλλιτέχνη. Και είμαι πραγματικά ευγνώμων που υπάρχουν Έλληνες καλλιτέχνες που με τις δουλειές τους δίνουν νόημα στο New Music Friday. Ένας τέτοιος είναι φυσικά ο Bloody Hawk, που την περασμένη Παρασκευή έκλεισε την τριλογία των Φθηνών Tricks με τον τρίτο δίσκο αυτού του κύκλου – είναι Μάιος, αφού.
Αυτή δεν είναι μια δισκοκριτική, προφανώς, ακόμα επεξεργάζομαι τον δίσκο, αλλά και πάλι θα ήθελα να μεταφέρω μερικές σκέψεις μου. Αρχικά να πω ότι μπορεί κάποια κομμάτια να μην με ενθουσίασαν τόσο, αλλά είναι θέμα γούστου, ο δίσκος είναι αντικειμενικά πολύ καλός. Για εμένα, όμως, όλο το ζουμί βρίσκεται στα τελευταία 4 κομμάτια. Εννοείται ότι το Αντιγονιδών είναι φοβερό και αξίζει το δικό του appreciation moment, δεν χώνουν συχνά οι δύο καλύτεροι ράπερς της χώρας, και μάλιστα σε beat του Ortiz. Αλλά ναι, τα τέσσερα τελευταία κομμάτια μού θύμισαν γιατί αγαπώ τον Bloody Hawk. Από το Κουτί, κλασική μπλαντιχοκική στοιχειωτική κοινωνική κριτική, μέχρι το πιο φαν Tour Skit με τον Τρουφ που μου έδωσε feel good old school vibes, το αφοπλιστικά ειλικρινές Χρόνια μου πολλά και αποκορύφωμα φυσικά το αριστουργηματικό – και δεν το χρησιμοποιώ καθόλου με ελαφριά τη καρδία – Κόλπο. Τι να πω για αυτό το τραγούδι; Αν κι εσύ αγαπάς ή αγάπησες πραγματικά τη ραπ, θα σε πάει πίσω, εκεί που ξεκίνησαν όλα. Θα σου θυμίσει γιατί κόλλησες με τους αγαπημένους σου ραπερς, γιατί αγάπησες αυτή την κουλούρα. Είναι σίγουρα το ιδανικό κομμάτι για να κλείσει αυτός ο πολύ δημιουργικός κύκλος
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Έχει καλοκαιριάσει για τα καλά πια και οι βόλτες έχουν αυξηθεί, η αγαπημένη συνήθεια ωστόσο του ‘Netflix & chill’ καλά κρατεί – προσωπικά τουλάχιστον. Η ταινία λοιπόν του Adam Brooks κατάφερε να με κερδίσει ήδη από την περιγραφή της κι έτσι το ‘play’ ήταν μονόδρομος. Και, να σημειωθεί, όσο τα λεπτά περνούσαν, με απορροφούσε ακόμη περισσότερο. Ο θάνατος της μητέρας της γίνεται η αφορμή για την Άλεξ να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της και τα θέλω της, ξεφεύγοντας από τα ‘στεγανά’ που την κρατούσαν δέσμια μιας συμβατικής ζωής. Η λίστα με τις μεγαλύτερες επιθυμίες των εφηβικών της χρόνων έρχεται έτσι στην επιφάνεια – έπειτα από μια αναπάντεχη παρότρυνση της μητέρας της – και η ίδια βρίσκεται να κυνηγά το επάγγελμα των ονείρων της, την πατρική στοργή, τον αληθινό έρωτα και τελικά τον ίδιο της τον εαυτό. Κάτι που καθένας από εμάς πρέπει να κάνει αν θέλει κάποτε να βιώσει την αληθινή ευτυχία. Δεν είναι ποτέ αργά να πατήσουμε το ‘restart’ στη ζωή μας, στο χέρι μας είναι. Εκπλήξεις, ανατροπές, συγκίνηση και γέλια απαρτίζουν στο σύνολό της αυτήν τη δίωρη παραγωγή του Netflix, με τη Sofia Carson στον πρωταγωνιστικό ρόλο να δίνει όλο της το είναι ερμηνευτικά, προκειμένου να αποδοθεί εξ ολοκλήρου μια όμορφη και γεμάτη δίψα για ζωή γυναικεία φιγούρα, που επιθυμεί διακαώς να διεκδικήσει όλα όσα της αξίζουν.
Μιλένα Αργυροπούλου
Την εβδομάδα που μάς πέρασε βρέθηκα στο «Από Μηχανής Θέατρο» για να παρακολουθήσω την παράσταση «Ο Φιάκας», την κωμωδία του Δημοσθένη Κ. Μισιτζή, σε σκηνοθεσία Πάνου Σκουρολιάκου, με κεντρικό ήρωα τον Χαρίλαο Πλουτίδη ή Χαράλαμπο Πεταλούδη ή Φιάκα, ο οποίος στην προσπάθεια του να γλιτώσει από τους επίμονους δανειστές και τα χρέη του υποδύεται τον γόνο αριστοκρατικής οικογένειας εξ Γερμανίας με σκοπό να ξεγελάσει την πλούσια κληρονόμο Ευανθία και να καρπωθεί την προίκα της. Με έντονο το σατιρικό και φαρσικό στοιχείο, η κωμωδία του Δημοσθένη Κ. Μισιτζή καυτηριάζει την Πολίτικη κοινωνία του 1870 -κυρίως την αναδυόμενη αστική τάξη- την ξενομανία και την επιφανειακότητα, την υποκρισία και τη ματαιοδοξία, τις ματεριαλιστικές αξίες, την γελοία μίμηση των «δυτικών τρόπων, τον γάμο ως μέσο κοινωνικής ανόδου και ως «εργαλείο» συναλλαγής, εστιάζοντας στο ζήτημα της απώλειας της πολιτισμικής αυθεντικότητας και μιας γνήσιας ταυτότητας σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία στο «πρόσωπο» του Νεοέλληνα συγκρουόταν η ανατολή και η δύση.
Ο Πάνος Σκουρολιάκος ομογενοποιεί και ενισχύει όλα αυτά τα στοιχεία δίνοντας σάρκα και οστά σε ένα κωμικό, εύθυμο σύμπαν έξυπνων διαλόγων, επιτηδευμένης υπερβολής, (συτό)εξαπάτησης και χειραγώγησης, εξωφρενικών καταστάσεων και ψεμάτων, σε ένα παιχνίδι απόκρυψης ‘η/και ψευδαίσθησης ταυτοτήτων, όπου η ανάμειξη στοιχείων του λαϊκού και του αστικού θεάτρου έρχονται να αναδείξουν το πολιτισμικό μεταίχμιο μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού με το οποίο προσπαθεί να συμφιλιωθεί και να διαχειριστεί ο εκάστοτε Έλληνας καλλιτέχνης. Η χρήση του Θεάτρου Σκιών (στην παράσταση συμμετείχε ο σκιοπαίχτης Κώστας Σπυρόπουλος) ως σκηνοθετική επιλογή, που ενσωματώνεται με οργανικό τρόπο μέσα στην παράσταση, συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση οξύνοντας την ειρωνική ματιά και σατιρική διάθεση του συγγραφέα, τη χιουμοριστική ατμόσφαιρα, τη φάρσα, λειτουργώντας παράλληλα ως ένα νοητό παράθυρο ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι που επεκτείνει το σύμπαν του έργου. Ο Γιώργος Γαλίτης στον ρόλο του Φιάκα και ο Δημήτρης Μυλωνάς στον ρόλο του υπηρέτη του Γιάννη -η πιο «μετα-θεατρική» σκηνική παρουσία που καταργεί τον τέταρτο τοίχο- αποδεικνύονται ένα δυνατό κωμικό δίδυμο εμβαθύνοντας, ταυτόχρονα, στο περίπλοκο συναισθηματικό βάθος της σχέσης των δύο ηρώων, την αφοσίωση και τη στοργή που κρύβεται πίσω από τη χιουμοριστική λεκτική διαμάχη, την κοροϊδία και την προσπάθεια υπονόμευσης που αποδεικνύεται ως μια απόπειρα απαλής προσγείωσης στην πραγματικότητα. Τους δύο ηθοποιούς πλαισιώνουν η Άννα Ελεφάντη στον ρόλο της Ευανθίας, η Ιλιάδα Λαμπρίδου στον ρόλο της κοκόνας Φρόσως που ζωντανεύουν στη σκηνή κωμικές φιγούρες μεν γεμάτες ευαλωτότητα δε, επιφορτισμένες με τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη του «ανήκειν». Ο Φώτης Τσορανίδης ως Καζαμίας -ο δανειστής του Φιάκα που τον ξεσκεπάζει- επιβάλει ένα είδος κωμικής δικαιοσύνης.
Αριστούλα Ζαχαρίου