Συν & Πλην: «Φρανκενστάϊν – Ο χαμένος Παράδεισος» στη Στέγη
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Φρανκενστάϊν – Ο χαμένος Παράδεισος» σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου που ανεβαίνει στη Στέγη.
΄Αγνωστο τι οδήγησε την Λένα Κιτσοπούλου στον «Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλεϊ, αυτό το έμβλημα του Ρομαντισμού. Φαίνεται, πάντως, πως μελετώντας τον, ήρθε αντιμέτωπη με δύο θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα: Την αμφιλεγόμενη σχέση του δημιουργού με το έργο του (και κατά συνέπεια την σχέση του δημιουργού με το κοινό του) και την ίδια ώρα τους τρόπους που αυτή η σχέση καθρεφτίζεται στο περιβάλλον της οικογένειας και της γονεϊκότητας. Και στις δύο περιπτώσεις, η Κιτσοπούλου αναγνωρίζει τη μεγάλη υπαρξιακή οδύνη που αυτές επιφέρουν. Γράφει, λοιπόν, ένα έργο για την οδύνη και τις οδύνες της γέννας.
Στην παράσταση της, η πλοκή του βικτοριανού μυθιστορήματος τείνει να γίνει μια προσχηματική αφετηρία. Διατηρούνται τα ονόματα των ηρώων με κεντρικό τον Βίκτορ Φρανκενστάιν, τον νέο που αναζητεί με δίψα τη γνώση και κάποια στιγμή – εδώ δεν γίνεται επιστήμονας αλλά κεραμίστας – ‘πλάθει’ ένα τέρας με το οποίο αναπτύσσει και ερωτική σχέση.
Με άφθονη αυτοαναφορική διάθεση – δεν είναι τυχαίο πως η Κιτσοπούλου παρεμβαίνει στην δραματουργία υποδυόμενη τον εαυτό της, ως συγγραφέα και σκηνοθέτη του έργου – αποδομεί προκλητικά τον μυθιστορηματικό καμβά και εκτοξεύει τη δραματουργία στο πλαίσιο του συμβόλου. Για να στερεώσει, τελικά, το έργο της σ’ έναν οργιαστικό διάλογο πάνω σε μεγάλα κοινωνικά και οντολογικά θέματα – γονεϊκή χειραγώγηση και επιβολή, ενδο-οικογενειακή βία, φόβος του θανάτου, αθανασία, τερατουργία και τερατωδία της καθημερινότητας, ηθική αυτουργία εγκλημάτων. Και φυσικά, είναι εδώ, η πανταχού παρούσα στα έργα της, μοναξιά.
Οι ήρωες της Σέλεϋ έχουν απογίνει, κιόλας, διάσημα δάνεια και ο εξωφρενικός κόσμος της Λένας Κιτσοπούλου αναζητά συγγένειες με την, εκτυφλωτικά, βίαιη πραγματικότητα που γεννάμε, παράγουμε και αναπαράγουμε. Γιατί είμαστε κι εμείς δημιουργοί και καταναλωτές της. Χωρίς αμφιβολία.
Η, γεμάτη απελπισία και κυνισμό, θεώρηση της Λένας Κιτσοπούλου για τον κόσμο, συναντάει εδώ την πιο ενοχλητική και οργισμένη εκδοχή της. Ο «Φρανκενστάϊν – Ο χαμένος παράδεισος» είναι ένας δραματουργικά άνισος και ακραία φασαριόζικος προβληματισμός για τις κοινωνικές τερατογενέσεις. Τι κι αν πιάνει το νήμα από τον νεοκλασικισμό του 19ου αιώνα; Στην παράσταση της επιβάλλεται η δομή και η αποδόμηση του μεταμοντέρνου, στις πιο επιτηδευμένες του αποχρώσεις. Υστερία, βρισιές, ανακυκλούμενη ένταση συσκοτίζουν επικίνδυνα τις εσωτερικές στοιβάδες του έργου που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν από μόνες τους ως μανιφέστο.
Ακόμα κι αν η συνολική αίσθηση για την παράσταση έχει αρνητικό πρόσημο, η Λένα Κιτσοπούλου υπενθυμίζει, μέσα από τον «Φρανκενστάϊν», της πως είναι η μοναδική Ελληνίδα δημιουργός (αυτό δεν διαπραγματεύεται και το έργο της;) που έχει κατακτήσει τη σκηνική της αυτοδιάθεση. Ακόμα κι αν το επιτυγχάνει με τα, πλέον προβοκατόρικα μέσα.
Οι βασικές ερμηνείεςΟ κύκλος των σταθερών πρωταγωνιστών της Λένας Κιτσοπούλου μπλέκεται δημιουργικά με ηθοποιούς της νεότερης γενιάς. Χωρίς κανείς να απωλέσει το ερμηνευτικό του στίγμα, όλοι αποδίδουν τις φλογισμένες, θορυβώδεις ερμηνείες που ζητάει το θέατρο της.
Ξεχωρίζουν η Ιωάννα Μαυρέα για το σατιρικό τέμπο με το οποίο ξεστομίζει κάθε λέξη, ο Νίκος Καραθάνος γιατί βρίσκει το βάθος ακόμα και στην πιο ακραία δραματουργική συνθήκη – και για το ότι φέρνει στην επιφάνεια τη συγγένεια ανάμεσα στο ρόλο του πατέρα Φρανκενστάϊν και στον «Προμηθέα» του. Ο Γιάννης Κότσιφας για τον τρόπο που εξωτερικεύει την εσωτερική του ένταση. Ο Πάνος Παπαδόπουλος τόσο για την κωμική του φλέβα όσο και για την απόγνωση του φινάλε (ερμηνεύει τον Βίκτορ Φρανκενστάιν). Και η Έμιλυ Κολιανδρή για τα μηδενικά της κόμπλεξ και τη δεινότητα της στη μεταμόρφωση. Α, και για μια από τις πραγματικά κωμικές σκηνές της παράστασης.
Η δε, σκηνή έναρξης με το νευρωτικό ρυθμό των διαλόγων ανήκει σε όλη την ομάδα (παίζουν ακόμα Ηλίας Μουλάς, Γιώργος Βουρδαμής, Χριστίνα Αντωναράκη, Χρήστος Καραβέβας).
Αν και η μίξη μεταμοντέρνου – κλασικού θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, τα σκηνικά του Τεό Τριανταφυλλίδη και τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού καταφέρνουν να συνομιλήσουν – ακόμα κι αν, εκ της συνθήκης, το ένα βγάζει τη γλώσσα στο άλλο.
Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Αυτός ο κανόνας μοιάζει να επαληθεύεται στην περίπτωση του «Φρανκενστάϊν» με την συγγραφέα του να υπονομεύει ασταμάτητα και καταιγιστικά τον θεματικό πυρήνα του έργου της.
Φταίνε τα εμβόλιμα, προβοκατόρικα επεισόδια που πετούν έξω τον θεατή από την κεντρική αφήγηση; Φταίει η απόφαση να εκφυλλίσει τόσο τους ήρωες της; Φταίει η επαναληπτικότητα στον παραμορφωμένο φακό που προσεγγίζει τα πράγματα; Φταίνε όλα μαζί – κυρίως στον μηδενισμό, την αυθάδεια και την κατάχρηση τους; Πάντως, η παράσταση χάνει συχνά τη συνοχή και το κέντρο βάρους της αποτρέποντας από τη σύνδεση με τα τόσο πυρηνικά θέματα που σχολιάζει.
Στον «Φρανκενστάιν», η Λένα Κιτσοπούλου – περισσότερο από κάθε άλλη φορά – εφαρμόζει, τρόπον τινά, έναν κανόνα συνειρμικής σκηνοθεσίας, όπου η αφήγηση όχι μόνο δεν είναι γραμμική (ούτε συζήτηση γι’ αυτό) αλλά δεν ακολουθεί μια ‘λογική’ σειρά. Φυσικά, την ώρα που πολλές θεατρικές συμβάσεις έχουν καταρρεύσει ήδη στο πλαίσιο της ίδιας παραστατικής απόπειρας, πως είναι δυνατόν κανείς να περιμένει από τη σκηνοθεσία να λειτουργήσει αντισταθμιστικά; Είναι, λοιπόν, πολεμικός ο τρόπος που η Κιτσοπούλου διαχειρίζεται το υλικό της. Εξαντλητικά υψηλές ενέργειες, διαρκείς αναταράξεις, ηθοποιοί που ενίοτε οδηγούνται σε ξόδεμα ενέργειας – πιθανώς με μια πρόθεση να ξεβολευτεί, να δυσκολευτεί ο θεατής. Αν αυτός είναι ο σκηνοθετικός στόχος, επετεύχθη – the hard way.
Το άθροισμα (=)Με πρόσχημα τον «Φρανκενστάιν», η Λένα Κιτσοπούλου δοκιμάζει τα δημιουργικά της όρια, υπογράφοντας το πλέον αμφιλεγόμενο έργο της.