MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Είδαμε τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο Θησείον- Πάθη και λάθη!

Την πικρή και την αστεία όψη του ανθρώπινου δράματος βλέπουμε στους μοναχικούς και μπερδεμένους ήρωες του «Γλάρου» του Άντον Τσέχοφ. Το σπουδαίο έργο του Ρώσου θεατρικού συγγραφέα ανεβαίνει στο θέατρο Θησείον σε σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Ο Τσέχοφ πίστευε ότι τα πάθη των ιδιαίτερων ηρώων του δεν έπρεπε οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί να τα παίρνουν στα σοβαρά, ενώ θεωρούσε τα έργα του κωμωδίες. Αυτό στην περίπτωση του «Γλάρου» με τις τόσες δραματικές στιγμές και τους πονεμένους του χαρακτήρες, αποτελεί ένα αίνιγμα και μια πρόκληση, στην οποία κάθε παράσταση δίνει τις δικές της απαντήσεις.

Το συγκεκριμένο έργο είναι έντονα ποιητικό και τελειώνει με μια αυτοκτονία. Οι ήρωες ζουν τα δικά τους προσωπικά δράματα, τα οποία, όπως συμβαίνει γενικά στα έργα του Τσέχοφ, καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα των ανθρώπινων συμπεριφορών. Οι συγκρούσεις των ηρώων προκύπτουν μέσα από τις αντιθέσεις τους με τους άλλους ήρωες. Όμως, οι χαρακτήρες του έργου έρχονται σε σύγκρουση και με τους εαυτούς τους, κάτι που οφείλεται στις προσωπικές τους αντιφάσεις. Το κυκλοθυμικό και το απρόβλεπτο χαρακτηρίζουν τις πράξεις τους.

Η σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου, με τον τρόπο που εστιάζει στο κείμενο και στους χαρακτήρες, φωτίζει αρκετά σημαντικά μηνύματα του έργου. Αν και προσπαθεί να βγάλει ένα σαρκασμό, ώστε να δικαιολογήσει ως ένα βαθμό την άποψη του Τσέχοφ ότι το έργο του ήταν κωμωδία, δεν θα έλεγα ότι δημιουργεί μια κωμική παράσταση. Μάλλον το δραματικό στοιχείο υπερισχύει. Έχει κάνει κάποιες μεταβολές στη δομή του έργου, ώστε οι σκηνές να μην κρατάνε πολύ, χωρίς να σημαίνει ότι έχει αφαιρέσει κομμάτια του θεατρικού, για να το καταφέρει αυτό.

Η παράσταση έχει μια δική της εικαστική και σωματική ποίηση του 21ου αιώνα, που δεν ταιριάζει πάντα με την ποίηση του κειμένου. Τα σκηνικά του Κένυ Μακλέλαν είναι λιτά και τα κοστούμια δεν είναι εποχής. Δίνουν όμως μια κάποια αίσθηση της κοινωνικής τάξης. Τα κινούμενα κοστούμια, τα οποία παριστάνουν κάποιους από τους χαρακτήρες, δεν με εντυπωσίασαν οπτικά. Και νομίζω ότι σε ένα θέατρο που οι θεατές κάθονται δεξιά και αριστερά από την σκηνή μια τέτοια επιλογή είναι δύσκολο να λειτουργήσει, γιατί οι ηθοποιοί που μιλούν δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από τα κοστούμια. Τους βλέπουμε να κρατάνε τα κοστούμια σαν να είναι μαριονέτες, αλλά αυτό, ομολογώ, μου φάνηκε λίγο περίεργο. Αντίθετα, οι προβολές με τα κοντινά στα πρόσωπα των ηθοποιών και ιδίως του Αλέξανδρου Λογοθέτη, είχαν ενδιαφέρον και έδιναν μια κινηματογραφική αίσθηση στην παράσταση, εμβαθύνοντας στην αλήθεια που κρύβει το πρόσωπο του ηθοποιού. Η μουσική των Lost Bodies δένει αρμονικά με την παράσταση.

Ερμηνευτικά ξεχωρίζει ο Αλέξανδρος Λογοθέτης. Παίζοντας με φυσικότητα και χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα να διακωμωδήσει τον ήρωά του, τον γοητευτικό και γυναικά, πετυχημένο κι αναποφάσιστο συγγραφέα Τριγκόριν, αναδεικνύει καθαρά και χωρίς υπερβολές τις παραδοξότητες και τα ελαττώματά του. Η Ναταλία Τσαλίκη στο ρόλο της Αρκάντινα, της τσιγκούνας και ματαιόδοξης ηθοποιού και μητέρας ξεχωρίζει κυρίως σε κάποια σημεία πειστικού σαρκασμού, που βγάζει, ενώ στα πιο συναισθηματικά μέρη δεν εντυπωσιάζει.

Ο Γιάννης Καραούλης (Τρέπλιεφ), ιδίως στην αρχή του έργου, βγάζει μια υπερβολή στο παίξιμο του, που μου θύμισε τους ρώσους ηθοποιούς, οι οποίοι όμως είναι διαφορετικά εκπαιδευμένοι και τα καταφέρνουν καλύτερα σε αυτό το στυλ υποκριτικής. Στη συνέχεια της παράστασης, η ερμηνεία του είναι πιο στρωτή. Η Σοφία Γεωργοβασίλη, στο ρόλο του «γλάρου», της τρυφερής και ευάλωτης Νίνα, δεν είναι τόσο σπαρακτική, στα συγκλονιστικά γραμμένα από τον Τσέχοφ δραματικά της σημεία. Όμως, στην απαγγελία του θεατρικού έργου του Τρέπλιεφ δείχνει υποκριτική ποιότητα. Από άποψη εξωτερικής εμφάνισης, ο ρόλος της Νίνα, της γυναίκας που προκαλεί τους ερωτικούς ανταγωνισμούς και τα πάθη στο έργο μάλλον θα ταίριαζε περισσότερο στην Ίριδα Μάρα, που παίζει την Μάσα, την άλλη κοπέλα, μια γυναίκα που δείχνει μεγαλύτερη από την ηλικία της και ζει μια πιο συμβατική ερωτική ζωή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Μια παράσταση του «Γλάρου» όχι συναρπαστική, αλλά ενδιαφέρουσα. Καταφέρνει να φωτίσει σημαντικά στοιχεία από τους χαρακτήρες και τα νοήματα κι έχει κάποιες αξιοπρεπείς ερμηνείες, ενώ στο εικαστικό κομμάτι και στο σωματικό θέατρο κάποιες επιλογές είναι μοντέρνες αλλά όχι απόλυτα ταιριαστές.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις
VIMA_WEB3b