Δέκα χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση με το έργο του Χένρικ Ίψεν – τότε στο «Κουκλόσπιτο» – ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας και ο ηθοποιός Άρης Λεμπεσόπουλος συναντώνται με την ίδια επιθυμία: να δουλέψουν μαζί το υπαρξιακό ποίημα του «Αρχιμάστορα Σόλνες» και πάλι στην ίδια έδρα, το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Μια σκηνή που, για μια ακόμα φορά, κυοφορεί την αγωνία της δημιουργίας.
Το σκηνικό της παράστασης – δια χειρός του σκηνοθέτη της, Γιώργου Σκεύα – έχει στηθεί. Είναι η πρώτη μέρα πρόβας, όπου οι ηθοποιοί ερευνούν και ανακαλύπτουν τη θέση τους στο χώρο, ο οποίος αναδίδει την ατμόσφαιρα του ανολοκλήρωτου, εκείνου που τώρα… μαστορεύεται, κατασκευάζεται. Λείες γραφειακές επιφάνειες ορίζουν τη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων – παραπέμποντας στον προσωπικό χώρο εργασίας του αρχιμάστορα. Την ώρα που στην πλάτη του σκηνικού δεσπόζει ένα σύστημα από καθρέφτες και διάφανους τοίχους.
Ο διάλογος ανάμεσα στον Άρη Λεμπεσόπουλο και τον Άγγελο Μπούρα στους ρόλους του Χάρβαρντ Σόλνες και του γιατρού Χέρνταλ αντίστοιχα, αντηχεί στην πλατεία. Ο Σόλνες μοιράζεται τον φόβο του εργασιακού εκτοπισμού του από τη νέα γενιά: «Ίσως να έχει δίκιο η Αλίνε ότι είμαι άρρωστος, δεν είμαι ευτυχισμένος», ομολογεί ο ίδιος στο φίλο του, καθώς τρέμει για τη στιγμή που «κάποιος να μου πει ‘φύγε από τη μέση’ και αυτό θα είναι το τέλος του Αρχιμάστορα Σόλνες».
Μπροστά στο ερμηνευτικό αυτό δίπτυχο, ο Γιώργος Σκεύας στέκεται χαμηλά, ακούγοντας τους, ψιθυρίζοντας οδηγίες για τον τονισμό της φωνής, για το ‘άνοιγμα’ του λόγου. Οι εκφράσεις των πρωταγωνιστών του βρίσκονται στο πρόσωπο του. Το ίδιο θα συμβεί και στις επόμενες σκηνές πρόβας, όπου η Αλίνε της Νικολίτσας Ντρίζη, η Χίλντε Βάνγκελ της Ιωάννας Καλλισαντζή αλλά και η Κάγια της Λουίζας Παυλάκη θα αναπτυχθούν – με τον Γιώργο Σκεύα να μοιράζεται τις ανάσες τους, να ‘μεταφράζει’ το βάθος του ιψενικού λόγου, να βουτάει μέσα στο συναίσθημα των χαρακτήρων. Η μεσημεριανή πρόβα του «Σόλνες» φέρνει, όπως λέει και ο Χένρικ Ιψεν για τον ήρωα του, «την αγωνία που δεν είναι παρά ένα κομμάτι της δημιουργίας».

Άρης Λεμπεσόπουλος, Άγγελος Μπούρας υπό το βλέμμα του σκηνοθέτη Γιώργου Σκεύα.
Δέκα χρόνια μετά την αξέχαστη προσέγγιση του στο «Κουκλόσπιτο» – και πάλι στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και πάλι με τον Άρη Λεμπεσόπουλο, τότε στο ρόλο του Τόρβαλντ Χέμλερ – ο Γιώργος Σκεύας επισκέπτεται ξανά τον Ίψεν. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα μεταφράζει και υπογράφει την δραματουργική επεξεργασία του κειμένου· με τη διαφορά ότι εδώ τολμάει και μια διασκευή του πρωτότυπου.
Ήρωας του ο Χάρβαρντ Σόλνες, αρχιμάστορας μεγάλων κατασκευαστικών έργων, πύργων και καμπαναριών, ο οποίος τώρα διανύει τη μέση ηλικία. Φτάνοντας σε αυτό το ‘όριο’ ζωής, ο Σόλνες ανησυχεί για την «επιδρομή των νέων», την απειλή που μπορεί να σημάνουν γι’ αυτόν οι συντεχνίτες της επόμενης γενιάς. Τώρα το έργο του τοπν στοιχειώνει, αντί να τον ανυψώνει, Την ίδια ώρα, κι ενώ ο γάμος του με την Αλίνε έχει λαβωθεί από τραγικά συμβάντα, αναζητά μια συναισθηματική αναζωογόνηση σε νεαρές υπάρξεις που τον περιβάλλουν. Ζητώντας μια έξοδο, ίσως και πέραν από αυτές που μπορεί να του προσφέρει η καθημερινή ζωή.
Γιώργος Σκεύας: Αναγνωρίζω στοιχεία και ιδέες του Άρη Κωνσταντινίδη στην προσωπικότητα του Χάρβαρντ Σόλνες, δανείζομαι φράσεις του τις οποίες εντάσσω μέσα στη δραματουργία
Η ανάγνωση του Γιώργου Σκεύα, στο κομμάτι της διασκευής, έρχεται ως μια μνεία στον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, αυτή τη σπάνια, φιλοσοφικής πνοής, μορφή ελληνικής δημιουργίας που, όπως και ο Σόλνες, δήλωνε πίστη «στο όνειρο και όχι στη φαντασία». «Αναγνωρίζω στοιχεία και ιδέες του Κωνσταντινίδη στην προσωπικότητα του Χάρβαρντ, δανείζομαι φράσεις του τις οποίες εντάσσω μέσα στη δραματουργία», εξηγεί ο Γιώργος Σκεύας, μια προσέγγιση που μοιάζει να επαληθεύεται από τη συνήθεια συνεργατών του Κωνσταντινίδη να τον αποκαλούν «αρχιμάστορα».
Την ίδια ώρα, η σκέψη της διασκευής ακουμπά σε έναν άλλον αρχιτέκτονα, τον Κυριάκο Κρόκο, που από τη μια βρέθηκε στην επίδραση του έργου του Κωνσταντινίδη και από την άλλη ήταν ο άνθρωπος που κατασκεύασε το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων· «ένα χώρο που δεν ήταν θέατρο αλλά έγινε», υπενθυμίζει ο Σκεύας – αυτή τη φορά με την ιδιότητα του στενού συνεργάτη του Λευτέρη Βογιατζή.
Με αυτά τα σημειολογικά φορτία, ο δημιουργός της παράστασης πλησιάζει με μεγαλύτερη «σιγουριά» τη μεταφυσική διάσταση του έργου, «τα σημεία ανύψωσης όπου η πραγματικότητα σταματάει και αρχίζει το όνειρο». Ο Χένρικ Ίψεν γράφει το έργο, κατά την επιστροφή του στη Νορβηγία, παραμένοντας (ακόμα) στην περιοχή των ποιητικών δραμάτων, εμπνευσμένος από τον πλατωνικό έρωτα που αισθάνεται για μια νεαρή από τη Βιέννη.
Ο Σόλνες είναι ένας ακόμα ήρωας – σύμβολο στο ιψενικό έργο για την πάλη του ανθρώπου ν’ αντιμετωπίσει τις πραγματικές και τις υπαρξιακές του μάχες, συνθήκη που ο Σκεύας αξιοποιεί με περιέργεια ανασκαφέα «προκειμένου να αναδυθούν στοιχεία λιγότερο φωτισμένα στο κείμενο, όπως είναι η αντίληψη του χρόνου και το αποτύπωμα του στις ζωές των ανθρώπων».

Ο Άρης Λεμπεσόπουλος στον επώνυμο ρόλο.
Ο Άρης Λεμπεσόπουλος, στα χρόνια της συνεργασίας του με τον Αντώνη Αντύπα, είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να συναντηθεί με τον «Αρχιμάστορα Σόλνες». Τότε, ο (πρόσφατα αναχωρητής) ιδρυτής του «Απλού Θεάτρου» του είχε δηλώσει στον ηθοποιό πως δίσταζε «να αντιμετωπίσει το μεταφυσικό στοιχείο του έργου». Το «θέλω» του Λεμπεσόπουλου έμελλε να συναντηθεί με τη βαθιά επιθυμία του Γιώργου Σκεύα στο πρόσωπο του οποίου θα συναντούσε τον ήρωα του Ίψεν. «Είναι κομβικής σημασίας να έχεις από την αρχή τον ιδανικό ηθοποιό για να ενσαρκώσει τον ήρωα σου. Και με τον Άρη βρήκαμε από κοινού το πεδίο που μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε».
Άρης Λεμπεσόπουλος: Αντιμετωπίζω, σχεδόν, καρμικά τη συγκυρία να υποδυθώ τώρα τον Σόλνες που – όπως κι αυτός, έτσι κι εγώ γίνομαι αποδέκτης της δοτικότητας των νέων γύρω μου
Όπως σημειώνει ο Άρης Λεμπεσόπουλος ο κώδικας τους «εστιάζει στη μελέτη του ανείπωτου, του μεταφυσικού, αυτού που άλλοι θα ονόμαζαν θείο ή υπέρτατο. Αυτές είναι οι αισθήσεις που διαπερνούν τον Σόλνες στη φάση ζωής που μας τον συστήνει ο Ίψεν. Είμαι πολύ ανοιχτός σε αυτό το ρόλο, αφήνω τα λόγια να κατοικήσουν το σώμα μου, σε βαθμό που καμιά φορά ανατριχιάζω με τη βαρύτητα τους. Όμως, θέλω να τα προσεγγίσω με μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα».
Ο πρωταγωνιστής του Σόλνες συναντά αυτό το ρόλο σε μια στιγμή της ζωής του που προσομοιάζει με τις αγωνίες του ήρωα του. «Είναι ένας χαρακτήρας φορτισμένος από τις δικές μου τωρινές ανησυχίες. Αρπάζομαι από την αγωνία και τους φόβους του Σόλνες για την δημιουργική κατηφόρα, ακόμα και για την έννοια του τέλους. Φυσικά, είναι πολύτιμο να έχεις την εμπειρία του χρόνου, να έχεις καταγράψει βιώματα για να σταθείς με ειλικρίνεια απέναντι σε αυτό το χαρακτήρα. Αντιμετωπίζω, σχεδόν, καρμικά τη συγκυρία να υποδυθώ τώρα τον Σόλνες που – όπως κι αυτός, έτσι κι εγώ γίνομαι αποδέκτης της δοτικότητας των νέων γύρω μου. Αντλώ από τη ζωντάνια των νέων ηθοποιών της παράστασης και, πριν αγγίξω τα όποια όρια, θα προσπαθήσω μαζί τους σαν παιδί», εξηγεί.
Με εξαίρεση τον έμπειρο Άγγελο Μπούρα στο ρόλο του γιατρού Χέρνταλ και της Νικολίτσας Ντρίζη που υποδύεται την Αλίνε, η επταμελής ομάδα συμπληρώνεται από νεότερους ηθοποιούς: την Ιωάννα Καλλιτσαντζή, τη Λουίζα Παυλάκη, τη Γιούλη Γεωργακοπούλου και τον Γιάννη Εγγλέζο.
«Δεν θα μπορούσε να είναι πιο επικίνδυνα και μαζί πιο ασφαλή τα μονοπάτια για να περπατήσω», ομολογεί η Λουίζα Παυλάκη που δοκιμάζει την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο, μετουσιώνοντας το «νέο αίμα» που από τη μια ζωοδοτεί και από την άλλη τρομοκρατεί τον Σόλνες. Πάντως, όλοι οι πρωταγωνιστές της παράστασης στέκονται στα βαθιά ανθρώπινα χαρακτηριστικά των ηρώων τους: ο Άγγελος Μπούρας μιλάει για το μεγαλείο «πίστης, φιλίας, αγάπης» που συνδέει τους Χέρνταλ και Σόλνες, η Νικολίτσα Ντρίζη για την σχέση της Αλίνε «με το αδύνατο παρά τα τραγικά γεγονότα που έχει βιώσει», η Ιωάννα Καλλιτσαντζή για τον «αγώνα και την ομορφιά της δημιουργίας».

Νικολίτσα Ντρίζη και Ιωάννα Καλλιτσαντζή στους ρόλους της Αλίνε και της Χίλντε.
Αντιμετωπίζοντας την ποιητική φύση του Ίψεν – πριν δηλαδή περάσει στα πιο ρεαλιστικά του δράματα – ο Γιώργος Σκεύας επιστρατεύει την έννοια της μεταφοράς και του συμβόλου. «Η σκηνοθεσία εμποτίζεται από αυτούς τους δύο άξονες που σε πρακτικό επίπεδο θα υλοποιηθούν μέσα από μια διαδικασία απόλυτης ακρίβειας. Γιατί όταν κατακτηθεί η ακρίβεια, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα είδος ελευθερίας, να γλιστρήσουμε στο πεδίο της μαγείας, της ρευστότητας. Κι εκεί νομίζω πως επαληθεύεται και η απόλυτη λειτουργία του θεάτρου», σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Όσο για την ερμηνευτική καθοδήγηση επενδύει στο στοιχείο της «μαλακότητας, η οποία όχι μόνο έχει να κάνει με τη φύση του έργου, αλλά αισθάνομαι πως οδηγεί βαθύτερα τους ηθοποιούς για να συναντήσουν τους υπόλοιπους άξονες της σκηνοθεσίας».

Άποψη του σκηνικού με την υπογραφή του Γιώργου Σκεύα.
Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων είναι ίσως το μικρότερο (σε κλίμακα) αθηναϊκό θέατρο που έχει γνωρίσει τις μεγαλύτερες σκηνογραφικές μεταμορφώσεις. Πόσο μάλλον τώρα, όπου στην περίπτωση του «Αρχιμάστορα Σόλνες», η έννοια της κατασκευής είναι δεδομένη. Γι’ αυτό και ο Γιώργος Σκεύας αποφασίζει να υπογράψει και το σκηνογραφικό πλαίσιο της παράστασης καθώς φιλτράρεται από τη σκηνοθεσία και τη διασκευή του κειμένου.
Από τη μια, γίνεται αναφορά στο ρεαλιστικό κομμάτι του έργου, το χώρο εργασίας του αρχιμάστορα, μέσα από μια λιτή και αφηρημένη γραφειακή κατασκευή. Στη σκηνογραφία, όμως, επιβάλλεται ένα μεγάλο κουτί πλέξι γκλας, πίσω από το οποίο δεσπόζει ένας υπερμεγέθης καθρέφτης. Ο Γιώργος Σκεύας επέλεξε αυτή την αντίστιξη για να υπογραμμίσει την έννοια του ειδώλου. «Η αντανάκλαση κάθε προσώπου θα καταγράφεται εκεί· και όπως ξέρουμε τα πολλαπλά είδωλα τείνουν προς το άπειρο. Μέσα από αυτό το συμβολισμό, ήθελα να μιλήσω για το μηχανισμό του έρωτα και της γοητείας – αφού μας έλκουν κάποια από τα είδωλα του άλλου – και τελικά να σχολιάζω το μηχανισμό της ζωής».

Υλικά του “Αρχιμάστορα Σόλνες”.
Σταθερή συνεργάτιδα στις σκηνοθεσίες του Γιώργου Σκεύα και με δηλωμένη την αγάπη της για το έργο του Χένρικ Ιψεν, η Σήμη Τσιλαλή έχει ετοιμάσει ένα μουσικό σχεδίασμα από φυσικά όργανα, κυρίως έγχορδα φιλτραρισμένα μέσα από σύγχρονες τεχνικές.
«Κι έτσι, υπάρχει το στοιχείο του σκληρού ήχου στη σύνθεση αλλά και κάποια λυρικά κομμάτια προκειμένου να αποδοθούν οι διάφορες ατμόσφαιρες του έργου: το ονειρικό κλίμα, το αίσθημα της ματαίωσης, της απειλής, του πένθους που βαραίνουν τον ήρωα», σημειώνει.


Ο “Αρχιμάστορας Σόλνες” κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων (Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, τηλ. 2108217877) στις 11 Δεκεμβρίου.
Σκηνοθεσία, μετάφραση, διασκευή: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικό-κοστούμια: Γιώργος Σκεύας
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώτα Καραχάλιου
Παίζουν: Άρης Λεμπεσόπουλους, Άγγελος Μπούρας, Νικολίτσα Ντριζη, Γιάννης Εγγλέζος, Γιούλη Γεωργακοπούλου, Ιωάννα Καλλιτσαντζή, Λουίζα Παυλάκη
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη: 20.30, Παρασκευή: 20.30. Σάββατο: 21.15, Κυριακή: 19.00
Τιμές εισιτηρίων: 26-23 ευρώ
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.ticketservices.gr/event/o-arximastoras-solnes/?lang=el