Το μεγαλύτερο ταλέντο του Βιμ Βέντερς, τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να εκτιμήσουμε καθαρότερα σήμερα – πριν μας συνεπάρουν οι ταινίες του – είναι ότι υπήρξε (και εξακολουθεί να είναι) ένας δημιουργός προσωπικής τέχνης. Απενοχοποιημένος πλέον από το «χρέος» να μιλάει για τον εαυτό, τη σκέψη και τη δημιουργική του ματιά (80 ετών σήμερα) βρέθηκε στη Στέγη, δύο ημέρες στη σειρά, να εξομολογείται εν πολλοίς για το πως το προσωπικό του βίωμα – ακόμα και το ασυνείδητο, το βαθιά καταγεγραμμένο – τον οδήγησε στην κινηματογραφική εμπειρία και αφήγηση.
Είτε συνομιλούσε με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου το βράδυ της Παρασκευής, είτε συνομιλούσε με σταθμούς του έργου του στο masterclass του Σαββάτου, είτε επισκεπτόταν το Αρχείο Καβάφη στην Πλάκα, είτε σκαρφάλωνε στο λόφο του Αρείου Πάγου άγγιζε περιοχές ενός ανθρώπου που έγινε καλλιτέχνης κι όχι το αντίστροφο. «Το προσωπικό στην τέχνη είναι ιδιαίτερα πολύτιμο γιατί αν προσεγγίζεις κάτι μέσα από την ατομική σου εμπειρία, όλοι μπορούν να συνδεθούν με αυτό. Το προσωπικό υλικό είναι θαυμάσιο γιατί σηματοδοτεί το ανθρώπινο. Με το ανθρώπινο θα συνάψεις σχέση. Λατρεύω να κάνω ταινίες που εμπεριέχουν την προσωπική μου γνώση – ακόμα κι αν χρειάζεται να ανασύρω αναμνήσεις των γονιών μου».

Πλάνο από τη συζήτηση του Βιμ Βέντερς με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Κάπως έτσι, το αφιέρωμα της Στέγης σ’ έναν από τους πιο τρυφερούς Γερμανούς κινηματογραφιστές της ιστορίας, λειτούργησε σαν μια αφήγηση από μικρά αποσπάσματα του ημερολογίου της ζωής του. Ο Βιμ Βέντερς αποκάλυψε πως όχι μόνο γύρισε το «Mέχρι το τέλος του κόσμου» ως φόρο τιμής στους γονείς του, αλλά μια από τις κεντρικές ηρωίδες του ήταν τυφλή (την υποδυόταν η Ζαν Μορό, μια – όπως ομολόγησε – σπουδαία συνεργασία στην καριέρα του) ακριβώς γιατί τυφλή ήταν και η μεγαλύτερη αδερφή του πατέρα του· πρόσωπο που σήμανε πολλά για τον ίδιο. Αποκάλυψε, επίσης, πως στα γυρίσματα του μυθικού «Παρίσι, Τέξας», χαμένος στις ανεμοδαρμένες τεξανικές ερήμους, ανακάλυψε μια πόλη με το όνομα Γουέστχοφ – το πατρικό όνομα της μητέρας του – εξ ου και την συμπεριέλαβε στην ταινία. Είπε πως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του όπου μοιραζόταν δημόσια συμβάντα της οικογενειακής του ζωής· ωστόσο, στο χρόνο που αφιέρωσε για το κοινό δεν δίστασε να εμφανίσει την ευαλωτότητα και τον χώρο της προσωπικής του συγκίνησης.

Στα γυρίσματα του “Παρίσι, Τέξας” με τον Χάρι Ντιν Στάντον και τη Ναστάζια Κίνσκι.
Λίγο πριν την πρώτη μεγάλη προβολή του αφιερώματος της Στέγης με το «Παρίσι, Τέξας», ο Βέντερς δεν θα μιλούσε για την επιτυχία, αλλά για την αποτυχία του: να περιπλανιέται επί επτά χρόνια στην Αμερική, προσπαθώντας να φτιάξει μια ταινία για αμερικανικό στούντιο, να αδυνατεί να συντονιστεί με τον αμερικανικό τρόπο για το σινεμά με αποτέλεσμα να χάσει τη χρηματοδότηση των μεγάλων παραγωγών. «Έπρεπε να γυρίσω σπίτι, αλλά η αποστολή μου δεν είχε επιτευχθεί. Δεν ήθελα να γυρίσω στην Ευρώπη ως ένας σκηνοθέτης που είχε αποτύχει να ενταχθεί στο σύστημα, τουλάχιστον λοιπόν, μπορούσα να κάνω μια ευρωπαϊκή ταινία, με ευρωπαϊκούς όρους στις ΗΠΑ. Κι ενώ, ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να με πετάξουν έξω από τη χώρα, καθώς είχα τουριστική visa, μείναμε με τη μικρή μας ομάδα και φτιάξαμε αυτή την πολύ καλή ταινία».

Πλάνο από το “Until the end of the world”, μια ταινία που απέτυχε εισπρακτικά.
Το «Παρίσι, Τέξας» πήρε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, μολαταύτα η σχέση του Βέντερς με την επιτυχία παρέμεινε πολύπλοκη. «Η επιτυχία δεν σε ωφελεί πάντα. Είναι ωραία όταν έρχεται, αλλά κάποιες φορές δεν είναι παρά ένα σόου. Δεν δηλώνει πως έχεις κάνει κάτι σωστά. Οι πιο ωραίες μου εμπειρίες στο σινεμά δεν συνδέονται απαραίτητα με τις επιτυχίες μου. Αγαπώ εξίσου ταινίες που απέτυχαν παταγωδώς ταμειακά με εκείνες που θριάμβευσαν. Σας φέρνω ξανά το παράδειγμα του ‘Until the end of the world’. Ήταν η απόλυτη αποτυχία όταν βγήκε. Αλλά την αγάπησα και ακόμα την αγαπώ. Οι ταινίες είναι όπως τα παιδιά σου. Έχεις μεγαλύτερη αδυναμία σε αυτά που δεν τα καταφέρνουν ή που είναι ασχημόπαπα».
Η επιτυχία δεν σε ωφελεί πάντα. Είναι ωραία όταν έρχεται, αλλά κάποιες φορές δεν είναι παρά ένα σόου. Δεν δηλώνει πως έχεις κάνει κάτι σωστά
Ο Βιμ Βέντερς δεν έζησε ή μάλλον δεν θέλησε να ζήσει το αμερικανικό όνειρο – τουλάχιστον ως επαγγελματίας σκηνοθέτης του σινεμά. Πέρασε πολλά χρόνια στη ζωή του στην Αμερική, εντούτοις «αποφάσισα ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω στην Ευρώπη, όταν συνειδητοποίησα πως ονειρευόμουν στα αγγλικά. Δεν ήθελα να μου συμβεί αυτό. Αυτός είναι ο λόγος που επέστρεψα στην Ευρώπη, η αγάπη προς τη μητρική μου γλώσσα. Η έννοια της γλώσσας έχει να κάνει πάντα με τη μητέρα» λέει – και γίνεται πάλι προσωπικός.

Στη διάρκεια του masterclass στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, όπου εξομολογήθηκε πως η οικογένεια του, τον ενέπνευσε στις ταινίες του.
Στον κινηματογράφο του Βέντερς παραδόξως αφετηρία δεν είναι η γλώσσα, αλλά ο τόπος. Και στις ταινίες του, αυτές οι διαρκείς μεταφορές ανάμεσα σε πατρίδες και μέρη – από το Βερολίνο και το Αμβούργο έως το Παρίσι, τη Λισαβώνα, τη Μόσχα, το Τόκιο και το Τέξας – ο Βιμ Βέντερς γίνεται λάτρης των τόπων. Εκεί εντάσσει την ιστορία του. «Μετά θέλω να δω τους ηθοποιούς μέσα στον εκάστοτε τόπο. Και τότε ο τόπος θα γίνει μέρος του σεναρίου. Είναι στη δική μου δυνατότητα αν θα καταφέρω ο τόπος που έχω επιλέξει να δείχνει τόσο όμορφος, όσο όμορφος είναι στα μάτια μου, να γοητεύσει τους ανθρώπους. Γιατί οι τόποι, οι πόλεις, μπορούν να μιλήσουν. Έχουν μνήμη».
Καθόλου τυχαίο που στα χέρια του κρατάει μια από τις συλλογές ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη στα αγγλικά – ομολογεί πως ήδη έχει παραγγείλει από το Amazon όλα τα έργα του μεγάλου Αλεξανδρινού – και αρχίζει να απαγγέλει την «Πόλη». «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες/ Η πόλις θα σε ακολουθεί/ Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους/ Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς», διαβάζει και μοιάζει να αναφέρεται στις δικές του επιστροφές, στις δικές του καταγωγές. Του αρέσει, ομολογεί, να αυτοπροσδιορίζεται ως καλλιτέχνης που αναζητεί, ως «wonderer».
«Αγάπησα τις ταινίες που δεν ήξερα που θα με οδηγήσουν. Εκεί ένιωσα ως ένα γνήσιος αφηγητής γιατί αναζητούσα και ζούσα την ιστορία. Όταν ζεις την ιστορία μαζί με τους ηθοποιούς, όταν δεν έχεις έτοιμη την αρχή και το τέλος της ταινίας, μόνο τότε είσαι αφηγητής. Στην Αμερική υποδύονται τους παραμυθάδες, αλλά στην πραγματικότητα είναι όλα έτοιμα από πριν. Η ιστορία έχει ήδη ειπωθεί. Γιατί κανείς δεν πρόκειται να σε χρηματοδοτήσει όταν βρίσκεσαι στην πρώτη σελίδα του σεναρίου. Εγώ το έκανα, στάθηκα τυχερός». Αποκαλύπτει πως αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε στο αριστούργημα του, «Τα φτερά του έρωτα». Σενάριο δεν υπήρχε. Κάθε μέρα γραφόταν κάτι από αυτό, σε μια ανοιχτή διαδικασία.
Όταν ζεις την ιστορία μαζί με τους ηθοποιούς, όταν δεν έχεις έτοιμη την αρχή και το τέλος της ταινίας, μόνο τότε είσαι αφηγητής. Στην Αμερική υποδύονται τους παραμυθάδες
Ο Γερμανός ‘παραμυθάς’ δεν εγκατέλειψε αυτή τη συνήθεια ούτε στην τελευταία του ταινία, το «Perfect days» του 2023: μια ιδέα που ξεκίνησε από την ανάγκη να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ για τις δημόσιες τουαλέτες του Τόκιο (μικρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα) και κατέληξε στην υπαρξιακή καταβύθιση ενός καθαριστή τουαλετών που, με μαεστρία, υποδύθηκε ο Κότζι Γιακούσο. «Είχαμε στα χέρια μας μια ιστορία, ένα σενάριο. Στην αρχή κάναμε πρόβες πάνω σε αυτό. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως μας ήταν άχρηστες γιατί η αγνότητα υπήρχε στην πρώτη φορά που φτιάχναμε μια σκηνή. Γυρίσαμε όλη την ταινία χωρίς καμιά πρόβα. Ο Γιακούσο ξαφνιάστηκε όσο και ενθουσιάστηκε. Έγινε αυτός ο ηθοποιός που μπορούσα να εμπιστευτώ τυφλά. Δημιουργούσαμε κάτι σαν ντοκιμαντέρ με όρους μυθοπλασίας. Τον ακολούθησα γιατί αυτός ο άνθρωπος ζούσε την ιστορία. Και, όπως μου εξομολογήθηκε στο τέλος των γυρισμάτων, ήταν ένα όνειρο του».

O εκπληκτικός Μπρούνο Γκανζ, αγαπημένος ηθοποιός του Βέντερς, σε μια από τις χαρακτηριστικές σκηνές στα “Φτερά του έρωτα”.
Σε όλη του την καριέρα δεν σταμάτησε να ψάχνει για ηθοποιούς σαν τον Κότζι Γιακούσο. Ανθρώπους ανοιχτούς και ανθρώπους που ένιωθε καλά μαζί τους. «Έχω δουλέψει με σπουδαία ονόματα ηθοποιών, αλλά δεν τους συμπαθούσα όλους, ειδικά όσο εξελισσόταν η διαδικασία. Κι αυτό για μένα ήταν μεγάλο εμπόδιο. Γιατί αν συμπαθώ έναν ηθοποιό, τότε θα του εμπνεύσω να αποκαλύψει ποιος είναι – κι αυτό είναι μια πολύ πιο σημαντική αρετή από κάποια σπουδαία ερμηνεία. Ο Μπρούνο Γκανζ, για παράδειγμα, (πρωταγωνιστής στα ‘Φτερά του έρωτα’) είχε και τα δύο πλεονεκτήματα: ήταν σπουδαίος ηθοποιός και διατεθειμένος να εκθέσει τον εαυτό του απόλυτα».
Αν συμπαθώ έναν ηθοποιό, τότε θα του εμπνεύσω να αποκαλύψει ποιος είναι – κι αυτό είναι μια πολύ πιο σημαντική αρετή από κάποια σπουδαία ερμηνεία
Γι’ αυτή την κατηγορία ηθοποιών ο Βέντερς τρέφει μεγάλο σεβασμό. Στο τέλος της ημέρας, παραδέχεται πως η υποκριτική είναι το πιο δύσκολο επάγγελμα στον κινηματογραφικό κόσμο. «Η υποκριτική είναι επικίνδυνη δουλειά. Οι σκηνοθέτες δεν ρισκάρουν πολλά, ούτε οι οπερατέρ, ούτε καν οι κασκαντέρ. Έχει υπερεκτιμηθεί η συμμετοχή τους στο ρίσκο ενώ οι ηθοποιοί ρισκάρουν τη ζωή, την ταυτότητα τους, το ποιοι είναι. Αγαπώ τους ηθοποιούς, ειδικά αυτούς που μπορώ να αγαπώ και στην καθημερινότητα τους – όχι μόνο όταν παίζουν».

Στην προβολή του “Παρίσι, Τέξας” στην κατάμεστη Κεντρική Σκηνή της Στέγης. @Ανδρέας Σιμόπουλος
Αν πάλι ρωτήσεις τον Βιμ Βέντερς για τον αγαπημένο του σκηνοθέτη, θα ανατρέξει στο ιαπωνικό σινεμά. Έχει ομολογήσει πολλές φορές πόσο τον συναρπάζει η ιαπωνική κουλτούρα, αλλά ο θαυμασμός του για τον Γιαζουτζίρο Ούζου (ξεκίνησε την καριέρα του στο Μεσοπόλεμο, αλλά γνώρισε την αποδοχή στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μέχρι το θάνατο του, το 1963) συμπυκνώνεται στο «Tokyo Story» του 1953. Είναι μια ταινία στην οποία επίμονα επιστρέφει.
«Θα έλεγα πως έχω ένα αγαπημένο φιλμ για κάθε μέρα της ζωής μου και μέσα σε αυτά τα έβαζα και ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Θα πρέπει να ξέρετε δε, πως όταν δίδασκα για 15 χρόνια, τα φιλμ των φοιτητών μου είχαν πολύ βιαστικά cut των σκηνών. Κι έτσι στο μάθημα ενός εξαμήνου, τους έβαλα να παρακολουθήσουν όλες της ταινίες του Θόδωρου. Νόμιζα ότι δεν θα αντέξουν, αλλά με διέψευσαν! Άρχισαν να αναθεωρούν το κινηματογραφικό τους στιλ, πιστεύοντας πια ότι η άργητα ήταν το πιο cool πράγμα».

Το 1982 στις Κάννες, ενώ γυρίζει το ντοκιμαντέρ “Room 666”.
Ο Βέντερς ανησυχεί για το μέλλον του σινεμά. Ανησυχούσε από πάντα· αρκεί να ανατρέξει κανείς στο «Room 666» του 1982 όπου είχε τοποθετήσει μια κάμερα στο ξενοδοχείο Μαρτίνεζ των Καννών, στη διάρκεια του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ, ρωτώντας διάσημους σκηνοθέτες τη γνώμη τους για το αν η κινηματογραφική τέχνη πρόκειται να πεθάνει. Τότε ο προβληματισμός είχε προκύψει από την έλευση των video, του home entertainment, που οδήγησε εκατομμύρια σινεμά ανά τον κόσμο στο λουκέτο.
Σήμερα, δεν είναι τα video, είναι η βιομηχανία του streaming. «Σήμερα, είναι ακόμα πιο επείγον να κρατήσουμε ζωντανούς τους κινηματογράφους και να συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε την κινηματογραφική εμπειρία με άλλους ανθρώπους. Κι αν τελικά, απορροφηθούμε τόσο πολύ από τις ταινίες που φτιάχνονται για την τηλεόραση και τα κινητά μας, ταινίες που μοιάζουν με διαφημιστικά σποτ, κι αν τελικά οδηγηθούμε στο κλείσιμο όλων των αιθουσών, πιστεύω ότι κάποιοι άνθρωποι θα μαζευτούν σε ένα δωμάτιο για να δουν μαζί μια ταινία και θα ονομάσουν αυτή την αίθουσα κινηματογραφική! Νομίζω πρέπει να επανεφεύρουμε τη σχέση μας με τη θέαση στο σινεμά».

Στο πλευρό της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, καθώς μοιράζεται την περιπέτεια αποτυχίας του να ενταχθεί στο σύστημα των αμερικανικών στούντιο. @Ανδρέας Σιμόπουλος
Όπου κι αν κινηθείς μέσα στη Στέγη ακούς μουσική που με κάποιο τρόπο παραπέμπει στον κόσμο του Βέντερς: από την μυστηριώδη ταξιδιάρικη σύνθεση του Ράι Κούντερ για το «Παρίσι – Τέξας» μέχρι τα ποιητικά κομμάτια του Γιούργκεν Κνίπερ στα «Φτερά του έρωτα» αλλά και hits των U2 εμπνευσμένα από το βεντερικό σύμπαν. «Ακούω πάντα μουσική», εκμυστηρεύεται ο ίδιος. «Αφρικανική μουσική για το πρωί και αλλαγή στη μέση της μέρας με Λου Ριντ ή Νικ Κέιβ. Άλλες φορές η μέρα είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στον Μπαχ. Η μουσική ασυνείδητα σου δίνει το ερέθισμα του τρόπου με την οποίο θα ξεκινήσεις τη μέρα. Με βοηθάει πολύ, να σκεφτώ, να γράψω. Μόνο με μουσική μπορώ να δουλέψω. Οφείλω τις καλύτερες ιδέες μου στους μουσικούς» παραδέχεται. Και, έπειτα, υποκλίνεται σε μια κατάμεστη αίθουσα, ενώ το χειροκρότημα σκεπάζει τη φωνή του ‘Ελβις Κοστέλο καθώς τραγουδάει το«Days», soundtrack του «Until the end of the World».