Μπομπ Γουίλσον: ΄Εφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος θεατρικός σκηνοθέτης
Ο Μπομπ Γουίλσον, ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου θεάτρου και της εικαστικής τέχνης, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών.

Ο Μπομπ Γουίλσον, οραματιστής του παγκόσμιου θεάτρου και πρωτοπόρος της avant garde σκηνής, έφυγε από τη ζωή στα 83 του χρόνια, ειρηνικά, στο Water Mill της Νέας Υόρκης, αφού αντιμετώπισε μια σύντομη αλλά επιθετική ασθένεια.
Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή μέσω αναρτήσεων στους επίσημους λογαριασμούς του στα κοινωνικά δίκτυα:
«Με μεγάλη λύπη ανακοινώνουμε το θάνατο του Robert M. Wilson, καλλιτέχνη, σκηνοθέτη θεάτρου και όπερας, αρχιτέκτονα, σκηνογράφου και σχεδιαστή φωτισμών, εικαστικού καλλιτέχνη και ιδρυτή του The Watermill Center», αναφέρεται στην ανάρτηση.
Αντιμετωπίζοντας τη διάγνωσή του με καθαρό βλέμμα και αποφασιστικότητα, συνένιχε να εργάζεται και να δημιουργεί μέχρι και την τελευταία στιγμή. Τα έργα του για τη σκηνή, τα σχέδια, τα γλυπτά και τα βιντεοπορτρέτα του, καθώς και το The Watermill Center, θα σηματοδοτούν το διαρκές καλλιτεχνικό του αποτύπωμα.
Θα πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις στη μνήμη του Robert Wilson στο προσεχές διάστημα, σε τοποθεσίες που είχαν ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο. Θα υπάρξουν σχετικές ανακοινώσεις στο επόμενο διάστημα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη The Watermill Center (@watermillcenter)
Με τις παραστάσεις του να μοιάζουν συχνά με αλλόκοσμα γεωμετρικά όνειρα, ο Γουίλσον άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το θέατρο και τις παραστατικές τέχνες γενικότερα. Από τη εμφάνιση του στην πειραματική σκηνή της Νέας Υόρκης, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μετατόπισε ακαριαία και ιδιοφυώς την οπτική του σουρεαλισμού και εξπρεσιονιστικού ύφους στο θέατρο – μολονότι το θέατρο δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος των σπουδών του. Θεωρούσε δε πως αυτός ήταν και ο λόγος που καταπιάστηκε με τον παραστατικό κόσμο: η απόσταση του το θέατρο ως γνωστικό αντικείμενο.

Στιγμιότυπο από τη συνεργασία του με το Χάινερ Μίλλερ.
Γεννημένος το 1941 στο Γουέικο του Τέξας, ξεκίνησε σπουδάζοντας διοίκηση επιχειρήσεων και αρχιτεκτονική, πριν αφεθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη. Στη Νέα Υόρκη των ’60s, όταν το Soho ήταν ακόμη βιομηχανική περιοχή γεμάτη avant garde ατελιέ, ίδρυσε τη Byrd Hoffman School of Byrds – ένα εργαστήριο ιδεών που λειτούργησε ως χώρος ώσμωσης για το θέατρο, το χορό, τη μουσική και τα εικαστικά.
Η πρώτη του μεγάλη τομή στο θέατρο ήρθε το 1971 με το «Deafman Glance», μια σιωπηλή, ποιητική όπερα με πρωταγωνιστή τον κωφάλαλο έφηβο που είχε υιοθετήσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το «Einstein on the Beach» (1976), σε συνεργασία με τον Φίλιπ Γκλας και τη Λουσίντα Τσάιλντς, έμελλε να γίνει ορόσημο: ένα πολύωρο, μινιμαλιστικό έπος που ξεπέρασε κάθε θεατρική σύμβαση και καθιέρωσε τον Γουίλσον διεθνώς.
Το θέατρο ως συνάντηση τεχνώνΑπό τότε, για περισσότερες από έξι δεκαετίες και πάνω από 200 παραγωγές, το έργο του κινήθηκε στα όρια ανάμεσα στο θέατρο, την όπερα, τη χορογραφία, τη σκηνογραφία, την περφόρμανς, τη ζωγραφική, και την εικαστική εγκατάσταση. Είχε την ακράδαντη πίστη πως το θέατρο αποτελεί ένα αμάλγαμα όλων αυτων των πηγών τέχνης. Οι παραστάσεις του χαρακτηρίζονταν από τη γεωμετρία της κίνησης, την αργή, σχεδόν τελετουργική ροή του χρόνου και τις εντυπωσιακές εικόνες επί σκηνής. Όλα φιλτράρονταν μέσα από την αμείλικτη τελειοθηρία του και την εμμονή του στη λεπτομέρεια.
Το 1991 ίδρυσε το Watermill Center στο Λονγκ Άιλαντ, έναν τόπο συνάντησης καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο.
Η σχέση του με την Ελλάδα υπήρξε σταθερή και στενή επί 40 χρόνια. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Δράματος στους Δελφούς, σύστησε για πρώτη φορά τον Μπομπ Γουίλσον στο ελληνικό κοινό το 1985, με το «Deafman Glance». Το 1995, στο πλαίσιο της 1ης Θεατρικής Ολυμπιάδας, τον κάλεσε να παρουσιάσει την «Περσεφόνη», μια συμπαραγωγή του Watermill Center με το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Ήταν η πρώτη φορά που ο Γουίλσον θα συμπεριλάμβανε σε διανομή του Έλληνες καλλιτέχνες.

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος συστήνει τον Μπομπ Γουίλσον στο ελληνικό κοινό πριν από 40 χρόνια.
Κατά την τελευταία 25ετία εντατικοποίησε τις επισκέψεις του στη χώρα. Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου έχει ένα μεγάλο μερίδιο σε αυτή τη συνομιλία. Το 1999 παρουσιάζει το «Monsters of Grace» σε μουσική Φίλιπ Γκλας, το 2007 επί της θητείας του Γιώργου Λούκου καθοδηγεί την Ιζαμπέλ Ιπέρ στο εμβληματικό «Κουαρτρέτο» του Χάινερ Μίλερ, επί σκηνής του Θέατρου Ολύμπια.
Το 2010, σε μια από τις σπάνιες φορές που ανέβηκε στη σκηνή ως ηθοποιός ερμηνεύει την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμιουελ Μπέκετ – μια μορφή τεράστιας επιρροής στο έργο του – στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, καλεσμένος της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας. Νωρίτερα, είχε κάνει μια μνημειώδη εμφάνιση ως σκηνοθέτης του Berliner Ensemble πάνω στην μπρεχτική «Όπερα της Πεντάρας» που φιλοξενήθηκε στο Παλλάς.
Ωστόσο, η σχέση του με το ελληνικό θέατρο θα άλλαζε άρδην όταν ο, τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Χουβαρδάς, τον προσκαλούσε να σκηνοθετήσει την «Οδύσσεια» με Έλληνες ηθοποιούς, σημειώνοντας μια τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Ήταν η πρώτη από τις τέσσερις φορές που δημιούργησε σε παραγγελία ελληνικών θεσμών. Ακολούθησε ο «Οιδίπους» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου το 2019 υπό την φεστιβαλική καλλιτεχνική διεύθυνση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου – και αυτή θα ήταν η δεύτερη συνεργασία του με τη Λυδία Κονιόρδου.
Το 2022, σε πρόσκληση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του καλλιτεχνικού της διευθυντή Γιώργου Κουμεντάκη, ο μάγος των εικόνων, έφτανε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για να ανεβάσει τον «Οθέλλο» του Τζουζέπε Βέρντι με τον Αλεξάντρς Αντονέκο στον ομώνυμο ρόλο.
Grand finaleΗ τελευταία του σκηνοθεσία στην Ελλάδα έμελλε να είναι το 2023 ως μετάκληση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και του Λευτέρη Γιοβανίδη, τότε καλλιτεχνικού διευθυντή του οργανισμού, ανεβάζοντας τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι σε ένα ρεσιτάλ ερμηνειών από τις Ρένη Πιττακή, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Λουκία Μιχαλοπούλου.
Φυσικά, ως μεγάλα events – και πάλι σε πρόσκληση του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – είχαν προηγηθεί το 2013 το «Old woman» σε σκηνική σύμπραξη δύο ζωντανών θρύλων, του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και του Ουίλιαμ Νταφόε αλλά και τέσσερα χρόνια μετά ένα σόλο του Μπαρίσνικοφ στο «Γράμμα σ’ έναν άνδρα»· ένα συνταρακτικό αφιέρωμα στον Βάσλβαβ Νιζίνσκι. Και οι δύο παραστάσεις είχαν φιλοξενηθεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.

O Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στη σκηνή της Στέγης.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με πλήθος βραβείων – από το Obie Award για σκηνοθεσία έως το Χρυσό Λιοντάρι της Μπιενάλε της Βενετίας για το σύνολο του έργου του στη γλυπτική. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Γουίλσον αφήνει πίσω του μια σπάνια παρακαταθήκη: την πίστη ότι το θέατρο και η αισθητική της εικόνας μπορεί να γίνει καθαρή ποίηση στο βλέμμα του θεατή.