MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
19
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιάννης Χουβαρδάς: Τελευταία με κλονίζει η μοναξιά

Ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν γελάει αρκετά. Έχει μέσα του τη διαστροφή να προλαβαίνει να δει το αστείο πριν σκάσει. Παρόλα αυτά, ανεβάζει στο Εθνικό μια «σκληροπυρηνική» κωμωδία.

Στέλλα Χαραμή | 11.02.2022 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ

Σήμερα δοκιμάζει μια μικρή παράκαμψη στην καθημερινή του ρουτίνα. Στο δρόμο για την πρόβα του Εθνικού Θεάτρου κάνει μια στάση στο Brown Acropol Hotel της πλατείας Ομονοίας. Φίλιος με τη vintage αισθητική, εξοικειώνεται γρήγορα με το χώρο, καθώς βολεύεται στην άνετη πορτοκαλί πολυθρόνα της βιβλιοθήκης του. Υπενθυμίζει, εξάλλου, πως αγαπά την ανανέωση. Αλλά, σχεδόν πάντα, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιβεβαιώνει τον κανόνα που επιδιώκει να ανατρέπεται.

Παραμένει ένας από τους πλέον μεθοδικούς και συγκροτημένους δημιουργούς της ελληνικής σκηνής με μια ultra παραγωγική πορεία τεσσάρων (και βάλε) δεκαετιών. Όμως, το ανήσυχο βλέμμα του είναι περισσότερο στραμμένο στο χώρο του μετά, παρά του πριν. Ακόμα κι αν το «μετά» κονταίνει και τον τρομάζει.

Καταπιάνεται, εσχάτως με την υπαρξιακή κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ «Πονηρό πνεύμα», το οποίο μοιάζει σπάνιο για τα σκηνοθετικά του ήθη. Όμως, το κάνει καθώς το έργο εμπίπτει στη θεματική που έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του: Ζωή, έρωτας, θάνατος.

Στη διάρκεια της κουβέντας, επαληθεύει πολλές τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες αντιφάσεις. Έχει χιούμορ αλλά δυσκολεύεται να γελάσει. Αγαπάει πολύ τη συντροφικότητα αλλά τον κυριεύει η μοναξιά. Είναι εσωστρεφής, αλλά η τέχνη τον οδηγεί σε μια πληθωρικότητα.

Όσο περνούν τα χρόνια και πολλαπλασιάζονται οι δοκιμασίες, τόσο ο Γιάννης Χουβαρδάς εμφανίζεται πιο δεκτικός να μιλήσει για τον εαυτό του, έστω και μέσα από νύξεις. Και όπως θέλει ο κανόνας, όσο πιο προσωπικός γίνεται κανείς, τόσο διακρίνει τη μεγαλύτερη εικόνα.

Επιστροφή του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο, αυτή τη φορά με μια υπαρξιακή κωμωδία.

Οι σκηνοθεσίες σας, εδώ και χρόνια, αντιμετωπίζονται – λίγο ως πολύ – ως γεγονότα. Σας ικανοποιεί αυτό;

Προφανώς και με κολακεύει – αλλά, από την άλλη, αυτό επιφέρει και μία πίεση. Φαντάζομαι συμβαίνει για κάποιο λόγο, κάποιους αφορούν οι σκηνοθεσίες μου· διαφορετικά κανείς δεν θα νοιαζόταν. Πάντως, για μένα το θέατρο ήταν πάντα ένας τρόπος προσωπικής ύπαρξης, είτε είχα στη ζωή μου πολύ σημαντικά πράγματα, είτε δεν είχα. Οπότε και σε αυτή τη φάση γίνεται ένας υπαρξιακός τόπος.

Για μένα το θέατρο ήταν πάντα ένας τρόπος προσωπικής ύπαρξης

Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, πριν από τέσσερα χρόνια, μου είχατε πει πως διανύετε την πιο δημιουργική και μεστή σας φάση. Αισθάνεστε πως βρίσκεστε ακόμα μέσα στον ίδιο κύκλο λειτουργίας;

Δύσκολο να αυτοξιολογηθώ. Δεν ξέρω τι να πω, γιατί στη φάση που είμαι τώρα, αισθάνομαι πως μεγαλύτερη σημασία έχει το τι πιστεύει το κοινό – παρά τι πιστεύω εγώ. Αφήνω, λοιπόν, το κοινό να κρίνει εκ του αποτελέσματος.

Αναρωτιέμαι, αν είχατε πάντα την προσοχή σας στραμμένη προς το κοινό.

Πάντα ξεκινώ από το τι θέλω να πω, τι με εκφράζει και με ερεθίζει προσωπικά την κάθε περίοδο. Συνεπώς, το κοινό ακολουθεί ως πιθανός αποδέκτης αυτής της ανάγκης. Άρα, δεν ξεκινώ από το κοινό – όχι από έλλειψη σεβασμού, αλλά από την ανάγκη να είμαι πρωτίστως πιστός στον εαυτό μου. Μόνο τότε δεν θα προκύψει μια μασκαρισμένη παράσταση.

«Για μένα το θέατρο ήταν πάντα ένας τρόπος προσωπικής ύπαρξης» ομολογεί.

Η κωμωδία είναι κι ένα ‘αποδεικτικό’ μεγαλύτερης εξωστρέφειας; Κανείς εκεί μπορεί να συναντήσει πιο εύκολα το κοινό του.

Είναι αλήθεια πως κάνω σπάνια κωμωδίες. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι η κωμωδία σε φέρνει απαραίτητα κοντά στο κοινό «σου», ίσως σε φέρνει κοντά σε «κάποιο» κοινό. Υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες και κατηγορίες κοινού – όπως και στις τάξεις των καλλιτεχνών, και σε όλη μου τη πορεία έχω διασταυρωθεί με πολλά και ποικίλα είδη κοινού. Αυτό είναι, κατά βάσιν, που με κρατάει ζωντανό ως καλλιτέχνη. Το «Πονηρό πνεύμα» ήταν πολλά χρόνια στο μυαλό μου, αλλά τη συγκεκριμένη εποχή είχα ανάγκη να κάνω μια σκληροπυρηνική κωμωδία – κυρίως λόγω της συγκυρίας της πανδημίας – πειραγμένη, φυσικά, με έναν παιγνιώδη τρόπο.

Οπότε δεν μπορώ να πω ότι απευθύνομαι ακριβώς στο κλασικό κοινό της κωμωδίας μέσω αυτού του έργου, παρά μόνο ότι κάνω την αρχή ενός διαλόγου με ένα φανταστικό κοινό. Μπορεί, άλλωστε, εγώ να θεωρώ πως έχω βρει μια χορδή που θα ‘αγγίξει’ το κοινό, αλλά εκείνο να μην ανταποκριθεί. Πόσω μάλλον με τη συγκεκριμένη κωμωδία που είναι μαύρη και πατάει και σε πολλά άλλα είδη. Πιστεύω, μάλιστα, πως μ’ έναν έμμεσο τρόπο μιλάει πολύ εύστοχα για την εποχή που ζούμε.

Ποιος είναι αυτός;

Είναι ένα έργο που γράφεται στην καρδιά των βομβαρδισμών του Λονδίνου από τους Γερμανούς στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στην πιο βίαιη φάση τους. Το Λονδίνο είναι σε ερείπια και ο θάνατος φτερουγίζει δίπλα στους επιζώντες. Κάτι που μας φέρνει πολύ κοντά στην δική μας πραγματικότητα.

Ο Νόελ Κάουαρντ, λοιπόν, γνωστός μποέμ συγγραφέας και επιρρεπής σε εκπλήξεις και ανατροπές, φεύγει από το Λονδίνο, πηγαίνει εκδρομή σε μια αγγλική εξοχή δίπλα στη θάλασσα, και μέσα σε λίγες μέρες γράφει αυτή την εξωφρενική κωμωδία, η οποία μιλάει για τον θάνατο -έναν θάνατο που βάζει τους νεκρούς να επιστρέφουν στη ζωή -μ’ έναν… απίθανα κωμικό τρόπο. Το έργο βέβαια μιλάει και για τη ζωή και το θάνατο μέσα στο γάμο, για τη ζωή και το θάνατο του έρωτα, για τον αβίωτα ανθόσπαρτο δρόμο της συμβίωσης. Για μένα το πιο προσωπικό θέμα του έργου είναι μια προτροπή που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «ζήστε τον έρωτα σας όσο είναι ζωντανός, γιατί όταν πεθάνει επιστρέφει κι εκδικείται».

Αγαπάω πάρα πολύ τη συντροφικότητα. Με ορίζει, όπως και η μοναχικότητα. Θέλω και το ένα και το άλλο· αλλά καμιά φορά είναι δύσκολος ο συνδυασμός

Αγαπάτε τη συντροφικότητα;

Πάρα πολύ. Με ορίζει, όπως και η μοναχικότητα. Θέλω και το ένα και το άλλο· αλλά καμιά φορά είναι δύσκολος ο συνδυασμός.

Τι έχετε να καταθέσετε για το θεσμό του γάμου από την εμπειρία σας;

Για κάποιους ανθρώπους είναι διασκεδαστικό σπορ, για άλλους extreme και δύσκολο. Για μένα ίσχυσε το δεύτερο σενάριο. Όπως και να ‘χει, όμως, παραμένει ένα συναρπαστικός αγώνας. Φυσικά, αυτοί οι κανόνες υπεραπλουστεύουν τα πράγματα. Κάθε συνθήκη έχει να κάνει με το ποιος είσαι εσύ και ποιος είναι ο άλλος. Επίσης, είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι κάποια στιγμή να συγκλίνουν και κάποια άλλη στιγμή να αποκλίνουν.

Σε ποια δημιουργική φάση βρίσκεται; «Στη φάση που είμαι τώρα, αισθάνομαι πως μεγαλύτερη σημασία έχει το τι πιστεύει το κοινό» απαντά.

Τα φαντάσματα των προηγούμενων σχέσεων μας στοιχειώνουν, μας αποτρέπουν να προχωρήσουμε στην επόμενη πίστα;

Μας επισκέπτονται διαρκώς, ειδικά αυτά που δεν έχουν βιωθεί πλήρως. Και τότε τα πράγματα δεν είναι ευχάριστα.

Πως θα θέλατε να δικαιωθεί ή να λυτρωθεί ο ήρωας του Κάουαρντ που τον καταδιώκει το πνεύμα της νεκρής συζύγου του; Αλλά και ο καθένας που ‘καταδιώκεται’ από το ερωτικό παρελθόν του;

Στο ακανθώδες αυτό ζήτημα – το οποίο περιπλέκεται καθότι αργότερα εμφανίζεται και το φάντασμα της δεύτερης συζύγου -υπάρχουν δύο λύσεις. Είτε να μάθει να συμβιώνει με τα φαντάσματα των πεθαμένων ερώτων του, είτε να βρει μια τρίτη γυναίκα και να ζήσουν happily ever after. Με τον Κάουαρντ, όμως, κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Μπορεί στη δεύτερη εκδοχή, η τρίτη σύζυγος να σκότωνε τον σύζυγο, εκδικούμενη τις δύο πρώτες. Σας μπέρδεψα;

Για κάποιους ανθρώπους ο γάμος είναι διασκεδαστικό σπορ, για άλλους extreme και δύσκολο. Για μένα ίσχυσε το δεύτερο σενάριο. Όπως και να ‘χει, όμως, παραμένει ένα συναρπαστικός αγώνας

Μήπως, το «Πονηρό πνεύμα» διατυπώνει και μια προσωπική ανάγκη για να γελάσετε;

Πάρα πολύ. Δυστυχώς, δεν γελάω αρκετά. Έχω μέσα μου τη διαστροφή να προλαβαίνω να δω το αστείο πριν σκάσει.

Έχετε χιούμορ ως άνθρωπος;

Ναι, αλλά δεν το εξασκώ. Δεν είμαι ετοιμόλογος, δεν λέω ατάκες. Προσπαθώ να δω τη ζωή με χιούμορ, αλλά δυσκολεύομαι γιατί εκ φύσεως αναγνωρίζω πρώτα τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Αλλά, πάντα, αγωνίζομαι να δω και τη φωτεινή.

«Έχω χιούμορ αλλά δεν το εξασκώ. Δεν είμαι ετοιμόλογος, δεν λέω ατάκες. Προσπαθώ να δω τη ζωή με χιούμορ, αλλά δυσκολεύομαι γιατί εκ φύσεως αναγνωρίζω πρώτα τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων» παραδέχεται.

Οι σκηνοθεσίες σας πάντως, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, μιλούν για το θάνατο.

Ναι, είναι αλήθεια, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Η ζωή καταλήγει στο θάνατο και ο θάνατος στη ζωή. Απλώς, πλέον, η πραγματικότητα του θανάτου αρχίζει και υπερισχύει της σκέψης του θανάτου. Όσο μεγαλώνει κανείς και πλησιάζει σ’ ένα βιολογικό τέλος, νομοτελειακά αλλάζει και η σχέση του με το θάνατο. Η μοναξιά, πιστεύω, πως είναι ένα είδος θανάτου. Και ο θάνατος είναι ένα είδος μοναξιάς – αυτά παίζουν μαζί. Η εποχή μας, δε, είναι γεμάτη από αυτά. Αλλά όπως λέει και η μια ηρωίδα για την αντίζηλό της στο έργο, «Ασ’ τη να ρίξει ένα γερό κλάμα. Καλό θα της κάνει».

Έχετε την αγωνία του τέλους; Βιολογικού και δημιουργικού;

Ναι, φυσικά. Όποιος λέει ότι δεν την έχει, ψεύδεται. Ο φυσιολογικός άνθρωπος φοβάται το θάνατο a priori. Δεν γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Και η ζωή αυτό κάνει, ανανεώνεται διαρκώς, δεν σκέφτεται το θάνατο. Εμείς, όμως, τον σκεφτόμαστε.

Πάντως, ο τρόπος που δουλεύετε – που είναι πιο κουνημένος – φαντάζομαι πως σας φέρνει πάντα σε ένα διάλογο με το πιο νέο;

Προσπαθώ να μην εγκαταλείπω τη νεανική μου διάθεση και στη δουλειά και στις προσωπικές μου σχέσεις. Επιδιώκω σταθερά και ουτοπικά την ανανέωση. Γιατί εκτός από το βιολογικό τέλος, θάνατος είναι να πεθάνεις εν ζωή: Να σταματήσεις να πιστεύεις στη ζωή και να μην είσαι δημιουργικός, να μην χαίρεσαι στα κατάβαθα σου για την ανθοφορία της ζωής γύρω σου.

Δυστυχώς, δεν γελάω αρκετά. Έχω μέσα μου τη διαστροφή να προλαβαίνω να δω το αστείο πριν σκάσει

Μεγαλώνοντας αφαιρέσατε ή προσθέσατε πράγματα στον τρόπο δουλειάς σας;

Αφαιρώ και αυτόματα προσθέτω. Δεν επικαλούμαι το κλισέ «less is more», αλλά σας παραπέμπω στην προηγούμενη σκηνοθεσία μου σε έργο του Γιον Φόσε, στον οποίο υπάρχει μια ακραία συμπύκνωση και αφαίρεση που ταυτόχρονα ανοίγει τη θεματική και την πλουτίζει. Το ίδιο συμβαίνει και στις σκηνοθεσίες μου: Αφαιρώντας, ανοίγω δρόμους στον εαυτό μου, στους ηθοποιούς, στο κοινό, να ανακαλύψουν άλλα πράγματα, τα οποία συνήθως επικαλύπτονται από την ανάγκη ενός καλλιτέχνη να εκφραστεί. Γιατί οι καλλιτέχνες στη ζωή μας συνήθως είμαστε συνεσταλμένοι, λιγομίλητοι κι εσωστρεφείς. Όμως, όταν μας δίνεται η ευκαιρία να εκφραστούμε, γινόμαστε πληθωρικοί.

Περιγράψατε μόλις τον εαυτό σας;

Όχι, απαραίτητα. Έχει να κάνει με τον συνομιλητή μου και τη κάθε στιγμή. Ξέρετε, δυσκολεύομαι να αυτοχαρακτηριστώ και μάλιστα με ταμπέλες. Θαυμάζω άλλους ανθρώπους που το κάνουν με ευκολία, ενώ εγώ προσπαθώ εδώ και δεκαετίες να καταλάβω ποιος είμαι, γιατί πάντα με εκπλήσσει ο εαυτός μου, γιατί τη μια είμαι έτσι και την άλλη αλλιώς…

«Προσπαθώ να μην εγκαταλείπω τη νεανική μου διάθεση και στη δουλειά και στις προσωπικές μου σχέσεις. Επιδιώκω σταθερά και ουτοπικά την ανανέωση» εξηγεί.

Δεν έχετε καταλήξει στα χαρακτηριστικά που σας περιγράφουν;

Μ’ έναν τρόπο, αλλά κι αυτά μεταβάλλονται διαρκώς. Και πιστεύω ότι έτσι είναι όλοι οι άνθρωποι. Από την μια, έχουμε ανάγκη να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας κάπου, μέσα σε σταθερές. Αλλά τελικά το ζητούμενο – ειδικά στην τέχνη – είναι να μην ξέρεις ποιος είσαι και τι σου συμβαίνει. Να προσπαθείς να το ανακαλύψεις και πάντα να το χάνεις. Άλλωστε, ό,τι είναι «κατασταλαγμένο», προσωπικά μου είναι βαρετό. Όμως παλεύω και μ’ αυτό, που έχει να κάνει με μια σχεδόν ψυχαναγκαστική τελειομανία μέσα μου.

Όσο μεγαλώνει κανείς και πλησιάζει σ’ ένα βιολογικό τέλος, νομοτελειακά αλλάζει και η σχέση του με το θάνατο

Τελευταία τι σας έχει κλονίσει και σας έχει φέρει από το ένα άκρο στο άλλο;

Τελευταία με κλονίζει η μοναξιά – παρότι την έχω ξαναβιώσει και σε άλλες φάσεις της ζωής μου. Οφείλεις να τη διαχειριστείς αν θέλεις να επιβιώσεις, όμως διαχείριση δεν σημαίνει και ίαση. Ή ότι δεν αναθεωρείς πράγματα εκ βάθρων για τα οποία είχες βεβαιότητες. Κι επίσης, η βία – είναι η δεύτερη κατάσταση που με έχει ταράξει. Η βία όλων των ειδών που εκφράζεται από μεμονωμένους ανθρώπους ή θεσμούς, μέχρι κι από συλλογικότητες ή πολιτικές δυνάμεις. Αισθάνομαι πως η βία είναι το κυρίαρχο μέσο έκφρασης της εποχής μας.

Τι σκέφτεστε γύρω από αυτό το φαινόμενο;

Κυρίως με απασχολεί η σχεδόν μονοπωλιακή άσκηση της βίας από το ανδρικό φύλο. Με βασανίζει το ερώτημα γιατί – και μπορεί να ακουστεί παρωχημένη η αντίληψη μου – η βία είναι εγγενής στο ανδρικό φύλο. Πιθανώς το γυναικείο φύλο γλιτώνει από αυτό γιατί είναι βιολογικά άμεσα συνδεδεμένο με τη γέννηση, άρα με τη ζωή. Ο άνδρας δεν έχει αυτή τη διέξοδο. Κι όσο εκλείπουν οι πόλεμοι από την Ιστορία, δηλαδή η βία σε απόλυτη και μαζική κλίμακα, το κακό ψάχνει να εκτονωθεί αλλιώς. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά.

«Δυσκολεύομαι να αυτοχαρακτηριστώ και μάλιστα με ταμπέλες. Θαυμάζω άλλους ανθρώπους που το κάνουν με ευκολία, ενώ εγώ προσπαθώ εδώ και δεκαετίες να καταλάβω ποιος είμαι, γιατί πάντα με εκπλήσσει ο εαυτός μου», ομολογεί ο σκηνοθέτης.

Άρα, πως ακούτε την έννοια της πατριαρχίας; Πιστεύετε ότι η κοινωνία μας είναι δομημένη έτσι που διαρκώς ισχυροποιεί τη θέση του άνδρα και ασκεί βία εκμεταλλευόμενος την υπέρμετρη εξουσία που του δίνεται;

Η εξουσία έχει την τάση να «καταλαμβάνει» και τον άνδρα και τη γυναίκα. Δεν πιστεύω ότι είναι ανδρικό προνόμιο, ούτε πως η γυναίκα ζητεί την κατάργηση της· αντίθετα, επιδιώκει να μπει κι εκείνη στον κύκλο της εξουσίας. Οπότε το πρόβλημα είναι η ίδια εξουσία, όχι τα φύλα. Από την άλλη, το ζήτημα της πατριαρχίας με έχει απασχολήσει πολύ από την πρώτη στιγμή που άρχισα να σκηνοθετώ, αφού από τις δραματουργίες -κυρίως και πολύ φανερά στην αρχαία τραγωδία- φαινόταν πως ο άνδρας εξόντωνε τη γυναικεία πλευρά του ανθρώπινου είδους -όπως βέβαια και τον εαυτό του.

Η μητριαρχία, πιθανώς, θα ήταν – σε ουτοπικό πλαίσιο, βέβαια – μια εξαιρετικά ευεργετική εξέλιξη για το είδος μας, γιατί αισθάνομαι πως πολλοί άνδρες ασφυκτιούν στο πατριαρχικό πλαίσιο.

Μιλάτε από προσωπική εμπειρία;

Ναι. Και παρότι είμαστε άνθρωποι του πολιτισμού και προσπαθούμε να αποφύγουμε αυτό το τέρας της βίας, αναδύεται εκεί που δεν το περιμένεις. Μιλώ και για μένα. Και σας δίνω ένα άκακο παράδειγμα: Έγινα διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο, κάτι που ήθελα, με ενδιέφερε πολύ και φιλοδοξούσα να ανανεώσω το θεσμό. Από την άλλη, υποτιμούσα την τρομακτική πίεση που ασκεί ένα τόσο υψηλό πόστο στην ιεραρχία του πολιτισμού. Κι όταν ανέλαβα, διαπίστωσα στην πράξη, πως η εξουσία μού απομυζούσε τη δημιουργικότητα για να πάρει εκείνη την πρωταρχική θέση μέσα μου.

Αισθάνομαι πως η βία είναι το κυρίαρχο μέσο έκφρασης της εποχής μας

Πιστεύετε πως η εξουσία σας αλλοίωσε;

Στιγμιαία το κατόρθωνε. Όχι όμως σε μόνιμη βάση. Ελπίζω τουλάχιστον πως όχι.

Υπήρξατε, όμως, σκληρός ή άδικος – στα πατριαρχικά πρότυπα – ως διευθυντής;

Σκληρός, πιθανώς, άδικος όχι. Αλλά υπήρξαν στιγμές όπου οι δικές μου σκέψεις για το καλό του οργανισμού συναντούσαν μιαν αντίσταση. Ποιος θα κρίνει ποιος είχε δίκιο: Εγώ ή η άλλη πλευρά; Πάντως, ήταν στιγμές όπου δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Διέκρινα ένα είδος βίας που δεν ήξερα από πού είχε προκύψει.

Για τα περιστατικά κακοποίησης στην ελληνική κοινωνία σχολιάζει: «Πρέπει να βρούμε, με ψυχραιμία και συναίνεση των φύλων και των θεσμών, έναν δρόμο ομαλό και ανεπίστρεπτο προς μία άλλη εποχή, μια εποχή συνύπαρξης».

Η ΄Ερι Κύργια, ως μεταβατική διευθύντρια του οργανισμού, έδωσε φέτος βήμα σε πολλές γυναίκες να σκηνοθετήσουν εδώ αυτή τη χρονιά. Θα θέλατε να είχατε επιχειρήσει κι εσείς αυτή τη χειρονομία;

Η κυρία Κύργια έπραξε άριστα. Όμως το λέτε σαν εγώ να μην το έκανα. Και το τονίζω, γιατί είχα αναθέσει πολλές σκηνοθεσίες, σε πολλές γυναίκες δημιουργούς. Ωστόσο, μιλάμε για διαφορετικές εποχές. Η σημερινή εποχή επιβάλλει, για λόγους ευρύτερα πολιτικούς και πολιτισμικούς, να δώσει κανείς βήμα σε περισσότερες γυναίκες. Επιπλέον, υπάρχουν στο χώρο πολύ περισσότερες γυναίκες από όσες υπήρχαν στο παρελθόν, πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια. Σας διαβεβαιώ πως δεν έκλεινα τα μάτια μου στις γυναίκες δημιουργούς, καλούσα στο Εθνικό ό,τι πιο αξιόλογο υπήρχε ανεξαρτήτως φύλου.

Επίσης, να θυμίσω πως στο Αμόρε, ως τρίτο άτομο της καλλιτεχνικής διεύθυνσης – μετά το Θωμά Μοσχόπουλο – ήταν η Ελευθερία Σαπουντζή που δυστυχώς χάθηκε από τη ζωή μέσα σε λίγους μήνες.

Παρότι είμαστε άνθρωποι του πολιτισμού και προσπαθούμε να αποφύγουμε αυτό το τέρας της βίας, αναδύεται εκεί που δεν το περιμένεις. Μιλώ και για μένα

Γενικότερα ωστόσο, πιστεύετε πως οι γυναίκες στην τέχνη έχουν μπει στο περιθώριο;

Σε ότι με αφορά, ειδικά στα χρόνια του Αμόρε, αλλά και σε μεγάλο βαθμό και αργότερα στο Εθνικό, ήταν πρωτοπορία να υπάρχει γυναίκα σκηνοθέτης, ένα σχετικά σπάνιο γεγονός, άρα και ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο. Ως προς τις αμοιβές, μοναδικός μου γνώμονας ήταν η προϋπηρεσία στο θέατρο και η ισότητα, όπως οφείλει να συμβαίνει και σήμερα. Αλίμονο αν γίνονται τέτοιοι διαχωρισμοί, ειδικά στον τομέα του πολιτισμού.

Γυναίκες στο θέατρο δεν συναντάει κανείς μόνο στη σκηνοθεσία, μα και στην υποκριτική.

Για τις ηθοποιούς μπορώ να αποδεχθώ το εξής: Τα έργα κατά κανόνα, και ιδίως τα κλασικά, έχουν ως γνωστόν πολύ περισσότερους ανδρικούς ρόλους παρά γυναικείους. Εκτός κι αν κάνει κανείς δραματουργικές και αισθητικές τομές και δώσει ανδρικούς ρόλους σε γυναίκες. Το σκεφτόμουν, μάλιστα, ειδικά για τον «Ιούλιο Καίσαρα»: Να αντιστραφούν τα φύλα σε όλους τους ρόλους του έργου – κυρίως γιατί με απασχολεί η φύση των φύλων, το αν οι γυναίκες είναι φίλιες σε ρόλους βίας ή όχι. Αλλά ακόμα κι αυτό στις μέρες μας ανατρέπεται. Η σύγχρονη δραματουργία -είτε συμβατική είτε πειραματική- κρατάει πολύ καλύτερες ισορροπίες.

Πως είδε την τοποθέτηση Μόσχου στο Εθνικό; «Παρότι υπήρχαν κι άλλοι καλοί υποψήφιοι, ο Γιάννης Μόσχος ήταν μια σωστή κι ευτυχής επιλογή. Βρίσκω ότι είναι ένας άνθρωπος που πατάει γερά στη γη, πολύ ισορροπημένος, με θετική αύρα, που επιδιώκει να είναι δίκαιος».

Καθώς συζητάμε όλα αυτά, συμπληρώνεται ένας πολύ επώδυνος χρόνος για το Εθνικό θέατρο και το ελληνικό θέατρο γενικότερα. Με την ψυχραιμία αυτού του διαστήματος, πως στέκεστε απέναντι σε αυτή την ιστορία;

Ο χώρος του θεάτρου είναι μόνο ένας από τους χώρους όπου μπορεί να εκδηλώνονται αρνητικές συμπεριφορές. Όμως το θέατρο έχει το προνόμιο -και ταυτόχρονα τη κατάρα στην προκειμένη περίπτωση- οποιοδήποτε τέτοιο φαινόμενο να αποκτά τεράστια προβολή λόγω της δημοφιλίας του ως μέσου. Όταν τα παιχνίδια εξουσίας διεισδύουν στην ερωτική σφαίρα, οι ανθρώπινες σχέσεις αλλοιώνονται, και όταν αυτό μεταφέρεται και στην επαγγελματική σφαίρα, διαστρέφονται και εκτροχιάζονται. Εννοείται πως κάθε εκμετάλλευση, ιδίως ασθενέστερων επαγγελματικά η κοινωνικά ανθρώπων, είναι απόλυτα καταδικαστέα πράξη.

Όμως, το πιο θετικό σε αυτή την ιστορία δεν είναι οι μεμονωμένες περιπτώσεις για τις οποίες βέβαια θα κρίνει η δικαιοσύνη· αλλά το γεγονός ότι οι καιροί μετατοπίζονται και αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουμε όσα συμβαίνουν. Γιατί τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι χθεσινές, ανάγονται σε αρχέτυπα ζητήματα της ανθρώπινης φύσης. Όμως τώρα που υπάρχει μια έντονη γενική ευαισθητοποίηση στην κοινωνία, πρέπει να βρούμε, με ψυχραιμία και συναίνεση των φύλων και των θεσμών, έναν δρόμο ομαλό και ανεπίστρεπτο προς μία άλλη εποχή, μια εποχή συνύπαρξης.

Στιγμιαία η εξουσία κατόρθωνε να με αλλοιώνει. Όχι όμως σε μόνιμη βάση. Ελπίζω τουλάχιστον πως όχι

Επιστρέφοντας στο Εθνικό, συναντάτε στη διεύθυνση έναν άνθρωπο που έκανε τα πρώτα του βήματα κοντά σας. Πως βλέπετε την τοποθέτηση του Γιάννη Μόσχου ως επικεφαλής;

Πιστεύω ότι, παρότι υπήρχαν κι άλλοι καλοί υποψήφιοι, ο Γιάννης Μόσχος ήταν μια σωστή κι ευτυχής επιλογή. Βρίσκω ότι είναι ένας άνθρωπος που πατάει γερά στη γη, πολύ ισορροπημένος, με θετική αύρα, που επιδιώκει να είναι δίκαιος. Το ξεκίνημα του στο Αμόρε μου επιτρέπει να τον γνωρίζω καλά, ωστόσο και οι μετέπειτα καλλιτεχνικές του επιδόσεις τον καθιστούν πολύ κατάλληλο γι’ αυτή τη θέση.

Το Εθνικό για εσάς παραμένει ένας, προσωπικά φορτισμένος, χώρος;

Ναι, αλλά όχι με αρνητική έννοια. Είναι ένας αγαπημένος χώρος, που υπηρετώντας τον πέρασα μερικά από τα πιο μεστά και ωραία χρόνια της ζωής μου. Μου αρέσει που επιστρέφω, κατά καιρούς, ως σκηνοθέτης, που συναντώ αγαπημένα πρόσωπα, που μπορώ ακόμα να προσφέρω στο θεσμό με τις μικρές μου δυνάμεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΠονηρό πνεύμα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο12.09.2018

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το έργο “Πονηρό πνεύμα” του Νόελ Κάουαρντ, που παρουσιάζεται από 26 Φεβρουαρίου, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Μετάφραση: Eρι Κύργια / Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη / Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη / Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου / Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα / Χορογραφία: Μαρκέλλα Μανωλιάδη

Παίζουν: Γιώργος Γλάστρας, Θανάσης Δήμου, Ειρήνη Λαφαζάνη, Κατερίνα Λέχου, Άννα Μάσχα, Αμαλία Μουτούση, Αργύρης Ξάφης, Κωνσταντίνα Τάκαλου

Παραστάσεις: Τετάρτη, Κυριακή στις 19:00 Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30
Πληροφορίες : Ταμεία κτηρίου Τσίλλερ (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24), τηλ. 210.5288170-171

Ευχαριστούμε θερμά το Brown Acropol Hotel  για τη φιλοξενία της φωτογράφισης

Περισσότερα από Πρόσωπα
VIMA_WEB3b