Συν & Πλην: «ζ-η-θ, ο Ξένος» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «ζ-η-θ, ο Ξένος» που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, σε παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.

ζ – η – θ. Ακριβώς δέκα χρόνια μετά τη θεατρική ‘κατάβαση’ στη Νέκυια, τη ραψωδία λ – τότε με την τεχνική και την ομάδα του Θεάτρου Νο – ο Μιχαήλ Μαρμαρινός καταφεύγει εκ νέου στην ομηρική «Οδύσσεια» και πάλι στην ενότητα της Φαιακίδας, όπου ο ξένος αφηγείται στους ευεργέτες του Φαίακες τις περιπέτειες του μέχρι να φτάσει στο παραδεισένιο νησί τους και, εν συνεχεία, να πάρει το δρόμο της επιστροφής στην Ιθάκη.
Στην πολύτιμη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, παρακολουθούμε τον Οδυσσέα να έχει ξεβραστεί ξέπνοος στην ακτή, εκεί που τον ανακαλύπτει η πριγκίπισσα Ναυσικά με τις Νύμφες. «Την κόρη την πεντάμορφη παρακαλεί» κι εκείνη τον συμβουλεύει να ακολουθήσει την άμαξα της στο κάστρο και να προσπέσει στους βασιλείς γονείς της για να του παρέχουν «όλα όσα πρέπουν σε πολύπαθο ικέτη». Με τη βοήθεια της Αθηνάς, ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος, η βασίλισσα Αρήτη και οι άρχοντες της χώρας αντιμετωπίζουν τον Οδυσσέα με εύνοια. «Ο κάθε ξένος που ικετεύει, αξίζει όσο κι ο αδερφός», λέει ο Αλκίνοος, διατυπώνοντας ένα οικουμενικό, ουμανιστικό αξίωμα που στις μέρες μας τίθεται σε πλήρη αμφισβήτηση – αν όχι πλήρη απαξίωση.
Στη διάρκεια της φιλοξενίας του, ο Οδυσσέας ακούει από τον αοιδό Δημόδοκο να εξιστορεί καλλίφωνα τα δραματικά γεγονότα του Τρωϊκού πολέμου. Οι οικοδεσπότες του δεν μπορούν παρά να παρατηρήσουν την ταραχή του που επιμόνως τον ρωτούν «ξένε, ποιός είσαι κι από πού»; Θεωρώντας μάταιο να κρύβει άλλο την ταυτότητα του – την οποία στην πραγματικότητα καλείται να επανιδρύσει – ο Οδυσσέας παίρνει τη σκυτάλη της αφήγησης από τον Δημόδοκο και μοιράζεται, μετανοημένος, τα δεινά του πολέμου, στον οποίο συνέβαλε καθοριστικά.
Στους 1263 στίχους των τριών ραψωδιών, η δραματουργική επεξεργασία της Ελένης Μολέσκη και του Μιχαήλ Μαρμαρινού προσθέτει, και πάλι στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, αποσπάσματα από την «Ιλιάδα» (Άγρα, 2012). Επίσης, στο κείμενο της παράστασης γίνεται χρήση αποσπασμάτων της μεταγενέστερης «Αινειάδας» του Βιργιλίου (1ο π.Χ αι.) σε μετάφραση του Θεόδωρου Παπαγγελή (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018).
Το δεύτερο μεγάλο λογοτεχνικό έργο στην ιστορία της ανθρωπότητας, γίνεται εδώ υλικό θεάτρου, μέσα από την αρχική φύση του, την τέχνη της αφήγησης αλλά και από το ζωντάνεμα των προσώπων σε ρόλους. Και μαζί πλέουν αποκαλύπτοντας τα δεινά του περιπλανώμενου, τον ανθρωπισμό της φιλοξενίας και την ύβρη του πολέμου.

Πλάνο από την σκηνή ανθολογίας της παράστασης.
Ένα ακόμα νεωτερικό, τελετουργικό κομψοτέχνημα από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό – ευγενική χειρονομία προς ένα κείμενο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Το απόσπασμα της Οδύσσειας που τονίζει την ιδιότητα του βασιλιά της Ιθάκης ως ξένου – και την ανάγκη μιας ιερής στοργής που πρέπει να την περιβάλλει σε κάθε τόπο και χρόνο – μας έφερε εμπρός στις τραγικές αντιφάσεις τις εποχής μας: όπου ξένος και μίασμα.
Μια υπέροχη ομάδα συγκροτήθηκε σε παραγωγική αρμονία από τρία σημεία του ελλαδικού ορίζοντα (Θεσσαλονίκη – ΚΘΒΕ, ΘΟΚ – Κύπρος και Αθήνα) κυοφορώντας ίσως το αρχαιότερο μανιφέστο ανθρωπισμού σε μια πλήρη καλλιτεχνικά, πολυφωνική, γεμάτη φρεσκάδα σκηνική εμπειρία. Και με έναν εμπύρετο, καθηλωτικό Χάρη Φραγκούλη στον ομώνυμο ρόλο.

Η ομάδα πρωταγωνιστών του “Ξένου” σε χορογραφία Γκλόρια Ντορλιγούτσο.
Ανατρέχοντας στις ενασχολήσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού με την αρχαία γραμματεία κατά την τελευταία 15ετία – και με εξαίρεση την αριστοφανική «Λυσιστράτη» (2016) – ο σκηνοθέτης αγαπά να καταπιάνεται με έργα που δεν είναι θεατρικά, όπως η έτερη «Νέκυια» (2015), η ραψωδία λ του ομηρικού έπους, αλλά και σπάνια παιζόμενα κείμενα όπως ο «Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη (2011) και οι «Ιχνευτές» του Σοφοκλή (2021).
Ωστόσο, σε όλα διακρίνει κανείς κοινές διαχειριστικές ποιότητες: εμμονή στη διδασκαλία του λόγου (μέσα από επαναλήψεις, μουσικές τοποθετήσεις, χαμηλή εκφορά, συνεκφωνήσεις, φωνητικές δοκιμασίες, διεσταλμένες σιωπές), ποιητικό πνεύμα, έντονη σωματικότητα, υπαινικτική αισθητική, σαφή μουσική δραματουργία. Κι αν αυτές είναι οι πρώτες ύλες της μεθόδου του, το αποτέλεσμα λίγο μοιάζει με τις προηγούμενες απόπειρες συνταιριάζοντας και συναρμολογώντας αυτά τα υλικά με μια αναθεωρημένη φρεσκάδα.
Η σκηνοθεσία του σε ένα μη (θεατρικό) έργο όπως είναι το «ζ-η-θ, ο Ξένος» φέρει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, καταφέρνοντας να ορθώσει ένα αφηγηματικό κείμενο σε απολαυστική σκηνική δράση που φέρει όρους μύησης σε μια συνθήκη τελετουργίας. Το τραπέζι του «μυστικού δείπνου» προς τιμήν του Οδυσσέα δε, που μοιάζει να είναι ο ομφαλός της σκηνοθεσίας του, από σκηνικό αντικείμενο ανάγεται σε σύμβολο ενός ποδοπατημένου ανθρωπισμού και μιας, επιδεικτικά αγνοημένης, οικουμενικότητας. Ένα προσκύνημα στη συνύπαρξη μια σκηνοθετική εικόνα – εικόνισμα με τη δυναμική του χριστιανικού «Μυστικού Δείπνου».
Μια ομάδα που έχει σχηματιστεί από δύο διαφορετικούς οργανισμούς – Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και Θεατρικό Οργανισμού Κύπρου – αλλά και από ανεξάρτητους ηθοποιούς, δηλαδή από ένα σχήμα ερμηνευτών που δεν έχουν συνεργαστεί ξανά μεταξύ τους, επιτυγχάνουν μια αξιοθαύμαστη σύμπνοια· αποτέλεσμα των σκηνοθετικών οδηγιών, αλλά και της εμπνευσμένης κινησιολογίας της Γκλόρια Ντορλιγούτσο. Κι έτσι ενώ έχουμε ένα ωραιότατο σύνολο σε μια σειρά από δράσεις αυξημένης δυσκολίας (τόσο ερμηνευτικά, όσο τραγουδιστικά και χορογραφικά), άλλο τόσο τους βλέπουμε να λάμπουν και μεμονωμένα στις ερμηνείες τους.
Θα ξεχωρίσουμε τον Χρήστο Παπαδημητρίου για την ενσάρκωση της προσήνειας στο ρόλο του Αλκίνοου, τον Γιάννη Χαρίση για τη ζωτικότητα του σε σώμα και λόγο ως Εχένηος, την Έλενα Τοπαλίδου που, παρά το σύντομο ρόλο της ως Αρήτη, δίνει ένα έντονο κινησιολογικό στίγμα που λειτουργεί και σαν σημείο αναφοράς στις συλλογικές χορογραφίες, την Κλέλια Ανδριολάτου, η οποία παρά την απειρία της στο αρχαίο δράμα, ενσωματώνεται ωραία στο απαιτητικό σκηνοθετικό σχεδίασμα του Μαρμαρινού.
Διακρίνουμε πολλά νεότερα πρόσωπα, όπως τα κορίτσια του Χορού των Νυμφών για τα σωματικά αντανακλαστικά τους – Γαλάτεια Αγγέλη, Ερατώ Μαρία Μανδαλενάκη, Χριστίνα Μπακαστάθη, Στέλλα Παπανικολάου – αλλά και στο σύνολο των Φαιάκων τους Νίκο Κουκά, Γιάννη Βάρσο, Τίτο Μακρυγιάννη, Κωστή Καπελλίδη.
Ειδική μνεία για την έξοχη ισορροπία της Λένιας Ζαφειροπούλου ανάμεσα στο λόγο και στο λυρικό τραγούδι, υποδυόμενη τον τυφλό αοιδό Δημόδοκο, υπογραμμίζοντας πως και η ίδια έχει προβλήματα όρασης. Για το τέλος, όχι τυχαία, ο Χάρης Φραγκούλης που, ειδικά κατά τις σκηνές της αναγνώρισης, δίνει κάθε ικμάδα ενέργειας – φωνητικής, ερμηνευτικής, σωματικής – ώστε να μπορούμε να του αποδώσουμε τα λόγια με τα οποία ο Μαρωνίτης περιγράφει τον «Οδυσσέα»: «Εσένα και τα λόγια σου έχουν μορφή». Ένας ιδανικός Οδυσσέας, τσακισμένος και μετανοημένος, μια καθηλωτική ερμηνεία – αν όχι μια ερμηνεία καριέρας.

Κάθε φορά που οι μεταφράσεις του Δημήτρη Μαρωνίτη έρχονται στο προσκήνιο επαληθεύεται ο λόγος του ως «χάρμα ώτων». Πόσο μάλλον, όταν μιλάμε για τα μεταφραστικά του αριστουργήματα στα ομηρικά έπη που είναι κέρδος και απόκτημα για τον ελληνικό γλωσσικό και λογοτεχνικό πολιτισμό.
Η κινησιολογίαΟ σχεδιασμός της Γκλόρια Ντορλιγούτσο αφομοίωσε πολλά ερεθίσματα, από παιγνιώδεις εκδηλώσεις, αθλητικού τύπου κινήσεις μέχρι βήματα από τοπικούς νησιώτικους χορούς. Όλα λειτουργούν αφυπνιστικά στο περιβάλλον της αφήγησης, συμβάλλοντας στη σύνθεση ενός τρόπον τινά, σχήματος Χορού που χαρίζει στην παράσταση μερικές από τις πιο δυναμικές στιγμές της.
Με τρεις διασκορπισμένες τσελίστριες στο χώρο (ορχήστρα και κοίλο της Επιδαύρου) τις Εύη Καζαντζή, Άλμπα Λυμτσιούλη και Αλίκη Μάρδα, η μουσική του Άντη Σκορδή φέρνει ωραία στοιχεία στην αφήγηση, ένα μείγμα κλασικών αλλά και αρχαϊκών μοτίβων.

Η λυρική τραγουδίστρια Λένια Ζαφειροπούλου σε σκηνή με τον Κωστή Καπελλίδη.
Παρότι, η λιτή σκηνογραφία του Γιώργου Σαπουντζή είναι εικαστικά ωραία και με πολλές, σημειολογικής αξίας, αναφορές μια από αυτές αποδείχθηκε μη λειτουργική: το φωτεινό κατάρτι που υψώνεται (είναι άραγε προϊόν συνεργασίας με τη φωτίστρια Ελευθερία Ντεκώ;) κόβει στη μέση το ταμπλό όπου ο αφηγηματικός λόγος του Ομήρου εντυπώνεται σιωπηλά. Κι έτσι (τουλάχιστον στις παραστάσεις της Επιδαύρου) αν κανείς δεν καθόταν σε κεντρικό διάζωμα αλλά έστω και ελαφρώς προς το πλάϊ έχανε μοιραία στοιχεία του ομηρικού λόγου.
Το χρονικό άνοιγμα της αφήγησηςΕίναι σύνηθες στις παραστάσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού οι σιωπές να είναι εύρωστες, ο ρυθμός να χαλαρώνει και η διάρκεια της παράστασης να μεγαλώνει. Από την άλλη, στις σιωπές κυοφορείται και η ποίηση, που αποζημιώνει για όλα τα παραπάνω.
Το άθροισμα (=)Η επιστροφή του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο υλικό της «Οδύσσειας» επαληθεύει για μια ακόμη φορά την εμβρίθεια και την τελετουργική ευρύτητα με την οποία προσεγγίζει την αρχαία γραμματεία. Ένας θαυμάσιος θίασος και ένας καθηλωτικός πρωταγωνιστής σωματοποιούν το όραμα του.



